Ο διάλογος θα ενώσει τους ανθρώπους

Του Ιωάννου Π. Μπουγά, Θεολόγου

   Σήμερα η σοφία και η ανθρώπινη σκέψη όταν δεν είναι ταπεινωτική αποδεικνύεται καταστροφική για τον άνθρωπο και άρα ο λόγος της αγάπης του Χριστού καθίσταται απολύτως αναγκαίος να επανακηρυχθεί στην κοινωνία. Σε μία κοινωνία όπου εμφανίζονται με ιδιαίτερη δυναμική ναζιστικά μορφώματα χρησιμοποιώντας μάλιστα την ορθόδοξη πίστη ως πρόσχημα συγκέντρωσης οπαδών, εργαλειοποιώντας με τον τρόπο αυτό την διδασκαλία τής Εκκλησίας. 

   Σήμερα όπου υπάρχει γενικότερη κρίση, όχι μόνο οικονομική αλλά κυρίως κρίση αναζήτησης νοήματος ζωής, εμφανίζονται ακραίες αντιλήψεις, οι οποίες αρκετές φορές σχηματοποιούνται σε φασιστικά πολιτικά κόμματα επενδύοντας με τον τρόπο του καλού και αγαθού λαϊκιστή, με κήρυγμα της εθνικής και θρησκευτικής καθαρότητας στις ψυχολογικού τύπου φοβικές αντιλήψεις πολλών ανθρώπων. Ταυτίζουν τα απάνθρωπα αυτά κηρύγματα με τη διδασκαλία της Χριστιανικής Εκκλησίας, τις περισσότερες φορές από άγνοια, ενίοτε και εσκεμμένα επηρεασμένοι από αντιεκκλησιαστικές πεποιθήσεις ή ψυχώσεις και ιδεολογικές νευρώσεις, ενώ κάποιοι άλλοι, συνήθως παντογνώστες δημοσιογραφούντες, επιδιώκουν να υπάρχουν τέτοιου τύπου κηρύγματα για να έχουν λόγο ύπαρξης και να ασχολούνται με την Εκκλησία του Χριστού επιτιθέμενοι σε Αυτήν, οι οποίοι εργολαβικά έχουν αναλάβει να διατρέφουν τον εκκλησιαστικό λόγο της αγάπης και να είναι ίδιοι με τους ανά τον κόσμο φονταμενταλιστές.

   Σήμερα «δεν έπαυσαν να ταλαιπωρούν την οικουμένη κάθε μορφής πόλεμοι, οικονομικοί, διπλωματικοί, ιδεολογικοί. Η βία και η αυθαιρεσία έφτασαν να βεβηλώνουν ακόμη και χώρους ιερούς. Τα συμφέροντα των ποικιλώνυμων ισχυρών χρησιμοποιούν ως πολεμικό όπλο την παραπληροφόρηση, για να υποδουλώσουν τη σκέψη και τη συνείδηση πολλών». (Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος απο το χριστουγεννιάτικο μήνυμα του 2022).

   Σε μία κοινωνία όπου χαρακτηριστικό της είναι η αποξένωση, η άρνηση να ανήκει κάποιος σε μία κοινότητα ζωντανή και όχι υβριδική, η επέλαση ομοφοβικών, ξενοφοβικών, εθνικιστικών απόψεων η Θεολογία πρέπει να αφουγκραστεί και να υλοποιήσει τον λόγο του Πάπα Φραγκίσκου: «να ξεκινήσει για να συναντήσει τον κόσμο όπως αιώνες πράττει η Εκκλησία και να τον μεταμορφώσει ταπεινά σε κοινωνία σχέσεων σε ευχαριστιακή κοινωνία σε Βασιλεία αγάπης».

   Στην Βασιλεία αυτή ο Χριστός είναι πραγματικότητα ως ο παρών και ο ερχόμενος στην Εκκλησία Του όταν συνάζεται στην Θεία Ευχαριστία.

   Η Εκκλησία είναι ο εκλεκτός λαός του Θεού, είναι το σώμα του Ιησού Χριστού. Εκκλησία σημαίνει κοινή ζωή. Οι Χριστιανοί έχουν να θεωρούν τους εαυτούς τους ως «αδελφούς» ως μέλη στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους με οργανική ενότητα αγάπης αφού «Ένας Χριστιανός δεν είναι Χριστιανός».

   Το κέντρο της ενότητας είναι ο Χριστός που είναι η σαρκωμένη αγάπη και που θεσπίζει αυτήν την αγαπητική αλληλέγγυα ενότητα, η Κεφαλή της. Ο Χριστός δεν είναι πάνω ή έξω από την Εκκλησία είναι η Εκκλησία και φανερώνεται στο πρόσωπο του Επισκόπου κάθε φορά που τελείται η Θεία Ευχαριστία, ο οποίος και συγκαλεί αυτό το αγαπητικό σώμα. Ο Χριστός δεν είναι μόνος είναι με όλους και σε όλους.

   Αυτό σημαίνει ότι αγαπά όλους τους ανθρώπους τόσο τους μετέχοντας σε αυτό το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας όσο και όλους όσοι αναζητούν την πηγή της αγάπης ή ακόμη και όλους όσοι τον μισούν ή τον αγνοούν ή ευρίσκονται σε πορεία συναντήσεως προς Αυτόν ή ακόμη και δεν τον πιστεύουν. Δεν μισεί, δεν τιμωρεί κανέναν αλλά Αυτός και η Εκκλησία Του καλεί και προσκαλεί τους πάντες να μετάσχουν στο μυστήριο της αγάπης. Μετοχή που με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος μεταμορφώνει τον άνθρωπο σε θυσιαστική ύπαρξη όχι μόνο για τους δικούς του αλλά για όλους. Όχι μόνον μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή αλλά διαρκώς έως τα έσχατα.

   Οι Χριστιανοί, ως αγωνιζόμενες αγαπητικές υπάρξεις, πρέπει να μεταμορφώνουν τον κόσμο και να τον κάνουν Βασιλεία του Θεού. Δεν αποκρύπτουν την ελπίδα τους ότι ο Βασιλιάς ήρθε, ο Κύριος Ιησούς, και η Βασιλεία του είναι «εγγύς» (μαράν αθάν). Αυτή η προσδοκία και η ελπίδα μεταμορφώνουν δυναμικά, ξεκινώντας δηλαδή από εδώ και τώρα, τους πάντες και τα πάντα σε κοινωνία ενότητας και αγάπης.

   Την αποστομωτική απάντηση σε κάθε κηρύττοντα ή θεωρούντα τον Θεό Χριστό εκδικητή και τιμωρό, δίνει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Εγώ για σένα πατέρας, εγώ αδελφός, εγώ σύζυγος, εγώ σπίτι, εγώ τροφή, εγώ ρούχο, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιο, ό, τι θέλεις εγώ. Να μη σου λείψει τίποτα. Θα δουλέψω εγώ. Ήρθα να σε υπηρετήσω, όχι να με υπηρετήσεις. Εγώ και φίλος, και μέλος του σώματός σου και κεφάλι, και αδελφός και αδελφή και μητέρα, όλα εγώ. Μόνο να είσαι κοντά μου. Εγώ φτωχός για σένα και αλήτης για σένα. Στο σταυρό για σένα, στον τάφο για σένα. Στον ουρανό παρακαλώ για σένα τον Πατέρα μου, στη γη έρχομαι πρεσβευτής του Πατέρα μου για σένα. Εσύ είσαι τα πάντα για μένα, και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος μου και μέλος του σώματός μου. Τι άλλο θέλεις;».

   Ο χριστιανός σήμερα πρέπει να είναι μπροστάρης στους αγώνες για την συνάντηση των ανθρώπων ανεξαρτήτως θρησκευτικών πιστεύω, στους αγώνες της Εκκλησίας για την ένωση των Εκκλησιών, στους αγώνες του Οικουμενικού Πατριάρχου για την ενότητα της Ορθοδοξίας, στους αγώνες ενάντια στην καταπίεση των ομοφυλοφίλων, στους αγώνες ενάντια στον ρατσισμό, φασισμό, θρησκευτική βία, στους αγώνες για την προστασία του περιβάλλοντος, να είναι μαζί με τους πρόσφυγες αδελφούς μας, με όλους τους αναζητητές όποιας θρησκευτικής ή άλλης μομφής πίστης και ενάντια σε οτιδήποτε διαστρέφει το κατ’ εικόνα Θεού ανθρώπινο πρόσωπο.

   Να έχει λόγο που είναι βαθύτατα υπαρξιακός, είναι λόγος αγωνίας που αναζητά τον άνθρωπο του διαλόγου. Να έχει λόγο ενότητας και μετάνοιας. Να διδάσκει με το ήθος του ότι είναι άνθρωπος που ευχαριστεί, που διδάσκει την ανθρώπινη πολιτισμική καταλλαγή, άνθρωπος που δεν αρκείται στον αμοιβαίο έρωτα με τον Χριστό αλλά τον αναζητά συνεχώς, στο πρόσωπο του αδελφού του εις τους αιώνας των αιώνων. 

   Καθήκον των πιστών είναι να εργάζονται στον αμπελώνα του κόσμου με αναπροσαρμογή της θεολογικής σκέψεως και να είναι «έτοιμοι δε προς απολογίαν παντί τω αιτούντι ημάς λόγον περί της εν ημίν ελπίδος» (Α’ Πέτρ. 3,15). 

   Οι χριστιανοί πρέπει να ομολογούν την εν Χριστώ ελπίδα με ανανεωμένο τρόπο, με νέες εκφράσεις εντός διαφορετικών πολιτιστικών κοινωνικών, πολιτικών και θρησκευτικών προσώπων και καταστάσεων. Να ομολογούν με ηρεμία και με ευέλικτο τρόπο, δηλαδή να είναι οι περισσότερο αληθινοί επαναστάτες, ξεπερνώντας «λόγω και έργω» τους δήθεν επαναστάτες, γιατί ο νέος τρόπος ζωής και σκέψεως που εισάγει κάθε φορά και σε κάθε τόπο η Ορθόδοξη Εκκλησία που πάντα ήταν πιο μπροστά, από την κάθε εποχή, αφού σκοπεύει να κάνει τα έσχατα παρόντα. 

   Ο χριστιανός που συμμετέχει στην Εκκλησία γνωρίζει, ότι ο εκκλησιαστικός τρόπος ζωής δεν είναι υπόθεση μόνο μιάς ομάδας πιστών ανθρώπων αυτοονομαζομένων ορθοδόξων, αλλά παράδειγμα και προσπάθεια αλλαγής τής ύπαρξης τού κάθε ανθρώπου ανεξαρτήτως φυλής ακόμη και θρησκείας, αλλά και των αδίκων κοινωνικών δομών, και αυτή η αλλαγή γίνεται μέσα από τον διάλογο και με τον διάλογο, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος: «Σ’ αυτήν την προσπάθεια καλείται και ο ορθόδοξος πιστός να συμμετάσχει, προς αυτήν την διαλεκτική συνεργασίας και να κατανοήσει το βαθύτερο και τραγικό αμάρτημα αυτού του χωρισμού και της διάσπασης, απομονώνοντας όλους εκείνους τους «περιθωριακούς», οι οποίοι, εν ονόματι μιάς ιδεολογοποιημένης αντίληψης περί της εν Χριστώ Αληθείας, προσπαθούν να βάλουν φραγμό, σε οποιαδήποτε αξιόπιστη και ουσιαστική προσπάθεια για διόρθωση αυτού του χωρισμού, δημιουργώντας πόλωση και ιδεολογική σκλήρυνση με την προβολή ανυπόστατων και ανιστόρητων επιχειρημάτων, ξένα προς την αυθεντικότητα της Ορθόδοξης εκκλησιαστικής παράδοσης. Ο Διάλογος για την εν Χριστώ Αλήθεια είναι ο μόνος εκκλησιαστικός τρόπος για την θεραπεία του αμαρτήματος της διάσπασης της εκκλησιαστικής ενότητας και του χωρισμού του πληρώματος της εν Χριστώ κοινωνίας. Απαιτεί μετάνοια αντιλήψεων και νοοτροπίας. Θυσία και προσφορά. Απόρριψη απομονωμένων θέσεων, ιδεοληπτικών αφορισμών και αποσπασματικών επιχειρημάτων. Έξοδο από τα στενά όρια του ατομικού εγκλωβισμού. Ε ι σ – ο δ ο στον χώρο της Εκκλησίας. Υιοθέτηση του τρόπου του εκκλησιαστικώς ζην». (Από το βιβλίο του Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου, Θεολογία Διαλεγομένη, Καλαμάτα 2023).

Διαβάστε ακόμα