«Δέν ὑπάρχει ὡραιότερο, ἀπό τό νά μιλᾶς γιά τόν Χριστό»! 

Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’

Πράγματι. Τόσες καί τόσες κουβέντες ἀκούγονται σήμερα. Μιλοῦν οἱ ἄνθρωποι γιά τήν πολιτική, τήν οἰκονομία, τό φαγητό, τούς πολέμους, τό ποδόσφαιρο, τίς θεατρικές παραστάσεις, τίς συναυλίες, τά δυστυχήματα, τήν κλιματική ἀλλαγή, τά διεθνῆ γεγονότα. Τόσα καί τόσα λόγια. Ἀλλά λόγος περί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὀλίγος.

Ὡστόσο, δέν ὑπάρχει ὡραιότερο, ἀπό τό νά μιλᾶς γιά τόν Χριστό. Δύο δέ λέξεις μέσα στό Ἱερό Εὐαγγέλιο εἶναι πολύ χαρακτηριστικές. Ἡ μία ἡ λέξη «πορευθέντες» καί ἡ ἄλλη ἀμέσως μετά, «μαθητεύσατε». Εἶναι λέξεις πού τίς εἶπε ὁ Ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Πορεία καί μαθητεία ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Κύριος ὅταν τελείωσε τό ἐπί γῆς ἔργο του ἀπέστειλε τούς μαθητές Του γιά νά τό συνεχίσουν καί ἐκεῖ στή Γαλιλαία ὅπου ἐμφανίστηκε, καθώρισε τήν ἀποστολήν τους μέ τοῦτα τά λόγια: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28,19). «Πορευθέντες», «μαθητεύσατε». Σ’ αὐτές τίς λέξεις συνοψίζεται ἡ ἀποστολή γιά τήν ἐξαγγελία τοῦ θείου μηνύματος, ἡ ἱεραποστολή.

*

Ἔτσι, ὁ σκοπός τῆς ἱεραποστολῆς εἷναι νά ὁδηγηθοῦν ψυχές στό Χριστό. Εἶναι τό κάλεσμα τῶν ἀνθρώπων γιά νά γίνουν ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ὄχι ὁπαδοί κάποιου, ἀλλά μαθητές Ἰησοῦ Χριστοῦ, κλήματα τῆς θείας Ἀμπέλου. Κάθε φορά πού συντελεῖται αὐτό, πραγματώνεται ἡ νίκη τοῦ ἀγαθοῦ κατά τοῦ κακοῦ καί τοῦ πονηροῦ. Κατανικᾶται ὁ ἀρχέκακος ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου καί χαίρονται τά οὐράνια καί δοξάζεται τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ.

Στή Καινή Διαθήκη, ἡ ἱεραποστολή ὀνομάζεται: «ἀποστολή», «διακονία τοῦ λόγου» καί μέ τίς φράσεις: «Λαλῶ τόν λόγον», «κηρύττω τόν Ἰησοῦν», «καταγγέλλω τόν λόγον τοῦ Ἰησοῦ». Καί στούς θεοφόρους Πατέρες βρίσκουμε τίς φράσεις: «Προσαγωγή στή πίστη», «διακονῶ τήν κλήση», «πρεσβεύω τό Εὐαγγέλιον», «σπείρω τόν λόγον», «καλή γεωργία», «καλλίστη οἰκοδομή».

*

Τό κίνητρο κατ’ ἀκολουθίαν τοῦ ἔργου τῆς ἱεραποστολῆς εἶναι ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, οἱ δύο παραπάνω λέξεις πού τονίσαμε, ἡ ὀφειλή καί ἡ ἀνάγκη κατά τόν Ἀπ. Παῦλο, ἡ γενική ἀρχή: «Οὐ δυνάμεθα ἡμεῖς ἅ εἴδομεν καί ἠκούσαμεν μή λαλεῖν» (Πράξ. 4,20). Ἄλλωστε «λευκαί αἱ χῶραι πρός θερισμόν ἤδη» (Ἰω. 4,35). Δηλαδή, σέ πολλά μέρη κοντινά ἤ καί πιό μακρυά ὑπάρχουν ψυχές τῶν ἀνθρώπων πού εἶναι ἕτοιμες, ὥριμες νά δεχθοῦν τόν θεῖο λόγο, τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Ἔχουν τήν καλή προαίρεση καί περιμένουν τούς ἐργάτες τοῦ θερισμοῦ, τούς κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ.

Στό διάβα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας πολλοί ἦσαν βέβαια ἐκεῖνοι πού ἔθεσαν τούς ἑαυτούς τους στή διακονία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Στή πρώτη γραμμή βρίσκονται οἱ Ἀπόστολοι, ἀκολουθοῦν οἱ Ἀποστολικοί Πατέρες καί ὕστερα ἔρχονται μεγάλοι θεοφόροι Πατέρες ἀπό τόν Χρυσόστομο καί τόν Φώτιο μέχρι τούς ἀδελφούς ἀπό τήν Θεσσαλονίκη Κύριλλο καί Μεθόδιο καί τόν Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας. Καί τό ἱεραποστολικό φρόνημα συνεχίστηκε καί τόν τελευταῖο αἰῶνα τόν 20ο μέ τήν ἀνάδειξη ἐξόχων ἱεραποστόλων στήν Ἑλλάδα καί στό ἐξωτερικό.

Ἡ Ἐκκλησία μάλιστα οὐδέποτε ἔπαυσε νά εἶναι ποιμαίνουσα καί ἱεραποστολική ἀντλῶντας πάντοτε τό ἱεραποστολικό της ἦθος ἀπό τό Ἱερό Εὐαγγέλιο, πού τό θέτει πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα δηλώνοντας ἔτσι, ὅτι ἡ ἱεραποστολική πορεία ξεκινᾶ ἀπό τήν εὐχαριστιακή σύναξη, ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα, ἀπό τόν κενό τάφο τοῦ Ἀναστάντος. Ἔτσι, χαρακτηρίζεται καί ἡ Ἱεραποστολή στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς «λειτουργία μετά τήν Θεία Λειτουργία». Καί δέν θά μποροῦσε νά εἶναι διαφορετικά.

Γι’ αὐτό καί Ἐκκλησία χωρίς Ἱεραποστολή εἶναι σχῆμα ὀξύμωρο. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει «ἀποστολή», γιά νά συνεχίσει τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ἤτοι: «εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς, ἰάσασθαι τούς συντετριμμένους τήν καρδίαν, κηρῦξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καί τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρῦξαι ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν» (Λουκ. 4,18).

Τό ὅλο ἱεραποστολικό ἔργο συνδέεται μέ τήν ἐκκλησιαστική μας αὐτοσυνειδησία. Λέμε καί ὁμολογοῦμε «Πιστεύω εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Αὐτό τό «Καθολικήν» πόσο γνωρίζουμε τί σημαίνει; Σημαίνει ὅτι κατέχει καί φυλάττει ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὅλη τήν ἀλήθεια καί ὅ,τι ἀναφέρεται σ’ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη. Καί ὅσο ἀκατανόητη εἶναι μία Ἐκκλησία χωρίς λειτουργική ζωή, τό ἴδιο ἀκατανόητη εἶναι μία Ἐκκλησία χωρίς Ἱεραποστολική ζωή. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνοικτούς ὁρίζοντες. Εἶναι «ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνες». Συνεχίζει καί πρέπει νά συνεχίζει τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό εἶναι Ἱεραποστολή.

*

Ἀλλά θά πρέπει νά γνωρίζουμε ἀκόμη καί τί δέν εἶναι Ἱεραποστολή. Δέν εἶναι ὁ προσηλυτισμός, ἡ προπαγάνδα, δέν εἶναι ὁ «ζηλωτισμός», οὔτε μία κοσμικοῦ τύπου προσπάθεια γιά ἀριθμητική αὔξηση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Δέν εἶναι ἡ χρήση βίας, ἡ παραπλάνηση τῆς συνείδησης τοῦ ἄλλου. Ἱεραποστολή εἶναι, ἡ μέ ταπείνωση καί σεβασμό στήν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου, κήρυξη τῆς θείας ἀποκάλυψης πού βάση της ἔχει τήν βίωση τῆς ἀγάπης πρός τόν Χριστό. Αὐτή εἶναι ἡ αὐθεντική ἱεραποστολή.

*

Ἀλλά περαιτέρω ὀφείλουμε νά ἐπισημάνουμε ἀκόμη ὅτι ὅσο ἔχει εἰσχωρήσει ἡ ἀθεΐα καί ἡ νεοειδωλολατρία στίς κοινωνίες μας, ἄλλο τόσο προβάλλεται ἐξόχως ἐνώπιόν μας ἡ ἀνάγκη τοῦ ἐπανευαγγελισμοῦ καί τῆς ἐπανακατήχησης τῶν ἀνθρώπων. Τό χρέος τῆς Ἱεραποστολῆς εἶναι μεγάλη ὑπόθεση. Εἶναι ὕψιστο καί εὐθυνοφόρο ἔργο. Εἶναι ἱερή ἀποστολή, καθ’ ὅτι οἱ περισσότερον δυστυχισμένοι ἄνθρωποι εἶναι ἐκεῖνοι, πού δέν ἔχουν ἀκούσει γιά τόν Χριστό. Ἀλλά ὑπάρχει καί κάτι ἄλλο. Μᾶς τό ἀναφέρει ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος στούς δύο τελευταίους στίχους τῆς ἐπιστολῆς του. Γράφει πολύ χαρακτηριστικά: «Ἀδελφοί, ἐάν τις ἐν ὑμῖν πλανηθῇ ἀπό τῆς ἀληθείας καί ἐπιστρέψῃ τις αὐτόν, γινωσκέτω ὅτι ὁ ἐπιστρέψας ἁμαρτωλόν ἐκ πλάνης ὁδοῦ αὐτοῦ σώσει ψυχήν ἐκ θανάτου καί καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν» (Ἰακ. 5,19-20). Δηλαδή, τό θερμό καί ὁλόψυχο ἐνδιαφέρον μας γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ πλανηθέντος συνανθρώπου μας πού εἶναι ἀδελφός μας ἐν Χριστῷ, θά ἔχει σάν ἀποτέλεσμα καί συνέπεια δύο τινά: α) σώσει ψυχήν ἐκ θανάτου καί β) καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν. Καθίσταται ἔτσι συνεργός Κυρίου, ὁ ἐπιστρέψας ἁμαρτωλόν ἐκ πλάνης ἀλλά καί καλύπτει καί πολλές ἁμαρτίες. Τήν θέση μάλιστα αὐτή τοῦ Ἰακώβου, ὅτι ὁ ἐνεργῶν ἔργα ἱεραποστολικά θέλει καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν, ὄχι μόνο τοῦ παρεκτρομένου ἀλλά καί τοῦ ἑαυτοῦ του, τήν δηλώνει καί ὁ Ἀπ. Παῦλος ὅταν γράφει πρός τόν μαθητή του Τιμόθεο ὅτι: «τοῦτο γάρ ποιῶν καί σεαυτόν σώσῃς καί τούς ἀκούοντάς σου» (Α’ Τιμ. 4,16). Καί στή Β’ ἐπιστολή τοῦ Κλήμεντος (15,1) διαβάζουμε: «Μισθός γάρ οὐκ ἐστί μικρός πλανωμένην ψυχήν καί ἀπολλυμένην ἀποστρέψας εἰς τό σωθῆναι. Καί ἑαυτόν σώσεις καί τόν συμβουλεύσαντα ταύτην γάρ ἔχομεν τήν ἀντιμισθίαν».

*

Ἐν κατακλεῖδι, τό ζήτημα εἶναι ν’ ἀποκτήσουμε ἱεραποστολική συνείδηση. Εἶναι, τῷ ὄντι, ὡραῖο ἔργο νά μιλᾶς γιά τόν Χριστό. Ὅπου καί ὅπως πρέπει. Καί βέβαια πρωτίστως τό χρέος αὐτό ἀνήκει στόν ἱερό κλῆρο. Ὑπεύθυνος δέ τοῦ ὅλου ἱεραποστολικοῦ ἔργου καί τοῦ κηρύγματος εἶναι πάντα ὁ Ἐπίσκοπος. Μόνον μέ ἐντολή ἐκείνου πρέπει νά ἐπιτελοῦνται αὐτά τά θεάρεστα ἔργα, γιά νά ὑπάρχει ἡ ἀσφάλεια καί βεβαιότητα τῶν λεγομένων καί πραττομένων καί νά τηρεῖται ἡ ἐκκλησιαστική τάξη, ὡς γράφει καί ὁ θεοφόρος Ἰγνάτιος «ἄνευ ἐπισκόπου, μηδέν πράσσειν ὑμᾶς» (Τραλλ. ΙΙ,2) καί «ὁ λάθρα ἐπισκόπου τι πράσσων τῷ διαβόλῳ λατρεύει» (Σμυρν. ΙΧ,1). Ἀλλά καί κάθε χριστιανός ὡς λέγει ὁ Ι. Χρυσόστομος: «Θά ἤθελα, λέγει, ὅσα ἀκοῦτε ἀπό τά κηρύγματά μου νά μή τά κρατᾶτε μόνο γιά τόν ἑαυτό σας ἀλλά νά τά μεταδίδετε καί σέ ἄλλους, ἔτσι πού νά μπορεῖτε νά τούς συμπαραστέκεστε πνευματικά. Μάλιστα, θά ἤθελα, συνεχίζει ὁ ἱερός πατήρ, νά μήν πραγματοποιεῖται αὐτό μόνο μέ τά λόγια, ἀλλά καί μέ τά ἔργα σας νά καθοδηγεῖτε τούς γύρω σας γιά τήν προκοπή τους στή χριστιανική ζωή» (Ὁμιλίαι εἰς τήν Γένεσιν, Κ’ PG 53,173).

*

Ὅλοι μας καλούμεθα νά δώσουμε τήν μαρτυρία τῆς πίστεως στό Χριστό κατ’ ἐξοχήν στήν ἐποχή μας. Μή λησμονοῦμε ὅτι οἱ χριστιανοί εἴμεθα τό «φῶς τοῦ κόσμου» καί τό «ἅλας τῆς γῆς». Καί ὀφείλουμε νά εἴμεθα φῶς τό μή σβεννύμενον καί ἅλας τό μή ἔξω βαλλόμενον, «φῶς τό πᾶσιν γλυκύτατον καί ἅλας τό πᾶσιν ἐράσμιον».

Διαβάστε ακόμα