Μια Πασχαλιά στην Γερμανία… λίγο έξω απ΄ το ναό

Από το παράθυρο του πρεσβυτερίου, βλέπω ένα αυτοκίνητο να σταθμεύει απέναντι από το ναό. Από μέσα βγαίνει ένας ηλικιωμένος άντρας, ένας μεσήλικας που οδηγούσε και ένα κορίτσι. Φτάνουνε στην πόρτα του ναού ο οποίος είναι κλειστός. Οι περισσότεροι ναοί είναι κλειστοί στην ρωμαίικη παράδοση το πρωί της Κυριακής του Πάσχα. Η παννυχίδα, η Ανάσταση και η Θεία Λειτουργία, γίνονται μέσα στην νύχτα.

Οι άνθρωποι κοιτούν προς τη μεριά του πρεσβυτέριου και εκεί ανοίγω το παράθυρο και τους μιλώ. Θέλετε κάτι;  Ναι ήρθαμε για την λειτουργία. Η λειτουργία έγινε χθες το βράδυ, τους εξηγώ, αλλά εάν θέλετε να έρθω να Σας ανοίξω να προσκυνήσετε. Κατεβαίνοντας βρίσκω τον επίσκοπο Λεύκης Ευμένιο να προετοιμάζει τα της ημέρας. Του αναφέρω ότι ένας γέροντας ήθελε να προσκυνήσει και μου λέει «για να δούμε ποιός είναι». Ανοίγω και ο επίσκοπος με πολύ χαρά αναγνωρίζει τον γνωστό σε εκείνο παλιό ενορίτη του, τον Δημήτρη. Μου τον συστήνει. Πρόσφατα χήρος, αλλά από τους παλαιότερους και καλυτέρους στην δουλειά του. Αμέσως φτιάχνει καφέ για αυτόν και την παρέα του. Αρκετή ώρα συζητούν. Αναλαμβάνω να ανοίξω το ναό για να προσκυνήσουν, να ανάψουν ένα κερί, να νιώσουν ότι ο κόπος να έρθουν από τόσο μακριά, μίαν άλλη πόλη δεν πήγε χαμένος. Ο μεσήλικας και η κόρη του, αλβανικής καταγωγής. Εκείνος χριστιανός ορθόδοξος και η κόρη του αβάφτιστη, όπως και τα άλλα παιδιά του.  Συζητάμε για την επιθυμία τους να βαφτιστούν και η κόρη εκφράζει την απορία της. Γιατί ενώ ο Χριστός είναι Εβραίος, στη Γερμανία οι χριστιανοί κυνήγησαν τους Εβραίους;  Η απάντηση αυτονόητη για μας, όχι όμως για εκείνη. Στην ιστορία της ανθρωπότητας κάποιοι  προσπάθησαν να κάνουν τους εαυτούς τους θεούς. Ήταν αυτοκράτορες, πολιτικοί άρχοντες, τύραννοι. Με αυτό τον τρόπο θέλησαν να επιβληθούν. Όλοι απέτυχαν. Άρα λοιπόν οι Γερμανοί, χριστιανοί κατά τα άλλα, στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο υπάκουσαν σε εκείνον τον δυνάστη που άκουγε ως θεός, το όνομά του. Η κοπέλα με έκπληξη συνειδητοποιεί ότι αυτό θα έπρεπε να το είχε σκεφτεί μόνη της. Είναι μόλις 14 χρόνων.

Έτσι λοιπόν άνοιξε Πασχαλιάτικα ο ναός του αγίου Δημητρίου στο Άαχεν της Γερμανίας. Μέχρι να προσκυνήσουν οι άνθρωποι αυτοί, πάρα πολλοί άλλοι μπήκανε μέσα στο ναό, διαφόρων εθνοτήτων Έλληνες, Βούλγαροι, Γεωργιανοί και άλλοι που δεν θα μπορούσαν να φτάσουν στο ναό τη νύχτα, για την Ανάσταση η δεν ήξεραν ότι υπάρχει βραδινή λειτουργία. Ως έκτακτος εφημέριος, προσπάθησα η συναναστροφή μου μαζί τους να είναι τέτοια, ώστε να τους κάνει να νιώσουν ότι η προσέλευσή τους στο ναό είχε κάποια αξία. Μέσα στο ιερό υπήρχανε κόκκινα αυγά. Πέρασαν στα χέρια τους, σαν κάτι πολύτιμο και σπουδαίο. Για όσους μπορούσα, τους είπα το Χριστός Ανέστη στη γλώσσα τους. Ανάμεσά τους και κάποιος Γερμανός που ρώτησε: τι ακριβώς είναι εδώ; γιατί εδώ είχα λάβει το χρίσμα. Πληροφορήθηκε ότι ο ναός πλέον είναι στη χρήση των ορθοδόξων και για αυτό, είναι τελείως διαφορετικός από όταν εκείνος πριν από αρκετά χρόνια τον χρησιμοποίησε. Διαφορετικός, αλλά και έτοιμος μετά από πολλές λεπτομέρειες να δοθεί στην λατρεία για τους ορθοδόξους αλλά και σε όλους αφού είναι ένα από τα πιο προσεγμένα μνημεία ορθόδοξου πολιτισμού, στην Κεντρική Ευρώπη. 

Σιγά – σιγά άρχισαν να μαζεύονται οι φοιτητές. Είχαν προσκληθεί από τον επίσκοπο για να συμμετέχουν στο πασχαλινό τραπέζι, που η ενορία θα προετοίμαζε για αυτούς, τα μοναχικά άτομα και τους συνεργάτες του ναού. Ο επίσκοπος με ιδιαίτερη διαθεση για φροντίδα των καλεσμένων του, κατευθύνθηκε στον τόπο που θα προετοιμαζόταν το φαγητό. Ταυτόχρονα, καλωσόριζε προσωπικά καθ’ έναν που έφτανε στην αυλή του πρεσβυτερίου, για να περάσει Πάσχα ορθόδοξο, Πάσχα Ελληνικό.

Ανάμεσα στους «ντόπιους εν Άαχεν» φοιτητές από την Κύπρο και την Ελλάδα, ήρθαν και από το Μάαστριχτ του γειτονικού Βελγίου. Κάποια από τα παιδιά ξεκίνησαν να καθαρίζουν στο ναό, τα κεριά. Εργάστηκαν ολοπρόθυμα με την καθοδήγηση και τη συμβολή του, από ολίγου χρόνου τακτικού πλέον εφημερίου της ενορίας, αρχιμανδρίτου Ανθίμου Ζηδιανάκη του Κρητός. Τον έφεραν γρήγορα στην προτέρα της Αναστάσεως κατάσταση.

Βοήθησα να στρωθεί το τραπέζι για περίπου 40 άτομα. Ο επίσκοπος, ένας ανεπιτήδευτος Κρητικός, άνθρωπος ζυμωμένος με την εργασία, ψημένος με την αψίνθο της μετανάστευσης, προετοίμασε ο ίδιος τις σαλάτες. “Δέσποτα φτάνει” του λέω, είναι πολλά όσα κάνατε. Με κοιτά και με σοφία μου ρωτά, “λές;” 

Ένας Έλληνας, που μοναχικά ζει την περιοχή, ήταν εκείνος που ανέλαβε, από εμπειρία όπως είδα, το ψήσιμο, με την επίβλεψη φυσικά του έμπειρου και σ΄ αυτό επισκόπου. Νωρίς το απόγευμα όλοι είχαν καθίσει στο τραπέζι για το φαγητό και ο ναός έκλεισε έως τις 17:00, που θα γινότανε ο εσπερινός της Αγάπης. Μα σε εκείνη την καταπράσινη αυλή, η αγάπη, είχε από νωρίς ξεχυθεί και πότιζε διψασμένες καρδιές αποδήμων Ελλήνων, με μελωδίες  επιλεγμένες από τον Κωνσταντίνο και τους συμφοιτητές του. 

Καμπάνα δεν υπάρχει στο ναό, αν και έχει ένα τεράστιο και εμβληματικό κωδωνοστάσιο. Οπότε πάμε με τα ρολόγια και όχι με την παράδοση, να εσπερίσουμε. Γίνεται ο εσπερινός, Το ευαγγέλιο διαβάζεται στα ελληνικά και στην ομηρική διάλεκτό τους, στα γερμανικά και στα γαλλικά. Ο κατηχητικός λόγος του Ιερού Χρυσοστόμου στα Γερμανικά, διαβάστηκε από αλλόδοξο κληρικό, κήρυγμα και για τον ίδιον τα όσα διάβασε. 

Ο επίσκοπος ευλόγησε τα αυγά και κάλεσε τους πάντες να περάσουν στην αίθουσα για κέρασμα. Την επόμενη μέρα, λειτούργησε όπως τόσα χρόνια ως εφημέριος – επίσκοπος, τιμώντας τον άγιο Γεώργιο, του οποίου φερώνυμος ήταν στα 2 έβδομα σχεδόν της ζωής του.

Τις προηγούμενες μέρες, έζησα μία πρωτόγνωρη εμπειρία, αφού θα έπρεπε να εξυπηρετηθούν τρία διαφορετικά σημεία για τους Έλληνες τριών πόλεων. Το πρόγραμμα έχει καταρτιστεί ώστε όλα να μπορεί να τα εξυπηρετήσει ένας εφημέριος. Τις μεγάλες ημέρες, Τετάρτης έως και την Κυριακή, που η Ανάσταση την μετονόμασε από πρώτη της εβδομάδας, σε ημέρα του Κυρίου, η αγωνία του επισκόπου είχε προγραμματίσει να έχουν παράσταση κληρικού και ακολουθία, λειτουργία και Θεία Ευχαριστία και στα τρία μέρη ευθύνης της ενορίας, σε διαφορετικές ώρες. Τέτοιες ώρες που να μπορεί ένας να εξυπηρετήσει και τα τρία ένας κληρικός ή και περισσότερα όπως ο ίδιος, παρά τις αποστάσεις για χρόνια έκανε. Η παρουσία μου, έφερε ελάφρυνση και το ότι κάποιος θα αναλάμβανε να κάνει διπλές και όχι τριπλές ακολουθίες με τέτοιες οδικές αποστάσεις. Οι πιστοί, κάποιοι από αυτούς χριστιανοί για το Χριστούγεννα και το Πάσχα, ήταν χαρούμενοι γιατί πήγαν στις λατρευτικές συναθροίσεις των ημερών.

Έτσι εξυπηρετήθηκαν το Άαχεν, το Ντιούρεν και το Χάινσμπεργκ την Μεγάλη Εβδομάδα. Αλλά χωρίς να ξεχάσουμε ζώντες και κεκοιμημένους και στην ενορία Αγίου Νεκταρίου Νόις, στην οποία υπηρετήσαμε τρία καλοκαίρια στο παρελθόν, την Μεγάλη Δευτέρα, βρεθήκαμε εκεί για το αυγικό. 

Την επόμενη, αφού το πρωί συναντήσαμε νεομετανάστη από την αγία Μαρίνα μας, στο Νόις, πήγαμε για την ακολουθία του όρθρου το απόγευμα στους αγίους Αποστόλους στο Ντούισμπουργκ. Θέλαμε να πάμε να συμπροσευχηθούμε με τον σεβαστό πρωτοπρεσβύτερο Παναγιώτη Τσουμπακλή, ο οποίος μας εισήγαγε στην διακονία των αποδήμων της Γερμανίας. Η ευλογία του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου δια του πρωτοσυγκέλλου του αρχιμανδρίτου Βαρνάβα Θεοχάρη, στην πρόταση του αδελφού, αρχιμανδρίτου Νεοφύτου Δοντά, που δεν μπορούσε, εκ των ενοριακών καθηκόντων του, να ανταποκριθεί στην πρόσκληση του επισκόπου Λεύκης Ευμενίου, μας έφερε στην Βόρεια Ρηνανία –Βεστφαλία για το Μεγαλοβδόμαδο, από την Παρασκευή της Βουβής έως την Τρίτη του Πάσχα.

Η Κυριακή του Πάσχα στο 2024, τελείωσε όπως ξεκίνησε, με ακόμα μιά αξιομνημόνευτη ιστορία. 

Ένας άγνωστος άντρας μπήκε στην αυλή του πρεσβυτερίου. Οι πολλοί, φαγωμένοι είχαν αρχίσει να παίρνουν τον δρόμο για τις εστίες τους. Δέχθηκε το καλωσόρισμα του επισκόπου με την φράση «ευχαριστώ που ήρθες». Φάνηκε ότι δεν ήξερε ο ένας τον άλλο, μάλλον τον θεώρησε κάποιο νέο φοιτητή. Ο νεαρός άντρας στάθηκε όρθιος για λίγο δίπλα στους υπολοίπους. Με αμηχανία περίμενε κάποιος να του μιλήσει. Εκεί έλαβε την πρόσκληση να καθίσει μαζί μας. Αμέσως άρχισε κουβέντα με τον διπλανό του, κάποιον μάλλον Γερμανό που ήταν εκεί ανάμεσα σε πολλούς άλλους, που είχαν έρθει για την ακολουθία του εσπερινού της Αγάπης. 

Νύχτωσε και εκείνος δεν έλεγε να σηκωθεί να αποχωρήσει, ενώ είχαν μείνει πλέον μόνο οι κάτοικοι του σπιτιού στο χώρο, εκείνος και ο Γερμανός. Τότε αποκαλύφθηκε ότι ο άνθρωπος αυτός πριν περίπου 30 χρόνια είχε βαπτιστεί σε αυτή την εκκλησία από τον Έλληνα πατέρα του, ο οποίος πλέον ζει στην Ελλάδα. Ο νεαρός, μιλώντας Ελληνικά, αλλά χωρίς καμία σχέση με την Ελληνική κοινότητα και την ενορία του αγίου Δημητρίου, μας είπε ότι έκανε γάμο και ίδιος με μία Γερμανίδα όπως και ο πατέρας του. Θύμα διπλό και αυτός, από μάνα και σύζυγο, της σύγχρονης μάστιγας των διαζυγίων, ήταν εκεί, γιατί θυμόταν πως αργά το βράδυ του Πάσχα γινόταν λειτουργία. Φυσικά θυμόταν λάθος ημέρα. 

Στο καθιστικό πια του πρεσβυτερίου, με την ενόχληση του νεαρού από το Βέλγιο που θέλει να κοιμηθεί εκεί στο ανάκλιντρο που του είχε διατεθεί, ήρθε η ώρα να αναλάβω δράση. Έπρεπε ν΄ ανοίξουμε μέσα στη νύχτα τον ναό και με τον λιγοστό φωτισμό που μπορεί να παράγει ο φακός ενός φορητού τηλεφώνου, να αφήσουμε τον νέο εκείνον να συναντήσει τον Αναστάντα. Στάθηκε μέσα στο ναό που βαφτίστηκε και προσευχόμενος θέλησε να ανάψει 9 κεριά για ανθρώπους που δεν είναι πια στη ζωή από τους συγγενείς και γνωστούς του. Η βαριά πόρτα του ναού έκλεισε. Ήταν περασμένες 11:00 το βράδυ και εκεί στην πόρτα, βλέποντας τον Δημήτρη, έφερα στο μυαλό μου τους στίχους του τραγουδιού «έχει ο καιρός τις μαύρες του κι εγώ που βρίσκομαι δεν ξέρω». Του είπα Χριστός Ανέστη και έδωσε υπόσχεση πως θα ξαναγυρίσει.                                                     

Το παραπάνω κείμενο του αρχιμανδρίτου Σεραφείμ Δημητρίου, προέδρου του εκκλησιαστικού συμβουλίου του ναού μας, ελαφρώς παραλλαγμένο δημοσιεύθηκε σε τρεις συνέχειες στο ενοριακό φυλλάδιο «Να μην ξεχάσω … η ενορία μου με καλεί» της εκκλησιαστικής κοινότητος της αγίας Μαρίνης Ηλιουπόλεως. Θα είναι το πρώτο της σειράς Πασχάλιες καταγραφές 2024. Οι φωτογραφίες είναι λήψεις εντοπίων, ανά περιοχή, αδελφών. Ο τίτλος του δημοσιεύματος εμπνεύστηκε από το τραγούδι “μια βραδιά στο Λεβερκούζεν λίγο έξω απ τον  σταθμό”, ποιητικό έργο με αναφορά στους Έλληνες μετανάστες της Γερμανίας, με στίχους  του Εμμανουήλ Ξυδούς, σε μουσική του ποιητή και του Γεωργίου Νταλάρα, που ερμήνευσαν ο Γεώργιος Νταλάρας μαζί με το μουσικό συγκρότημα Πυξ Λαξ.

Διαβάστε ακόμα