Βράβευση των βιβλίων της Αποστολικής Διακονίας από την Ακαδημία Αθηνών

Πραγματοποιήθηκε χθές τό ἀπόγευμα ἡ Πανηγυρική Συνεδρία τῆς Ἀκα-δημίας Ἀθηνῶν κατά τήν ὁποία ἀπενεμήθησαν βραβεῖα καί τιμητικές δια-κρίσεις σέ ἐρευνητές, συγγραφεῖς, φορεῖς καί συλλόγους. Μεταξύ αὐτῶν βραβεύθηκε ένταγμένο στήν Β΄ Τάξη τῶν Γραμμάτων καί τῶν Καλῶν Τεχνῶν τό βιβλίο τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Φαναρίου κ. Ἀγαθαγγέλου, Γενικοῦ Διεθυντοῦ τοῦ Ὀργανισμοῦ τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὑπό τόν τίτλο «Θεοῦ Σκηνώματα», καί ἡ Ἱερά Μη-τρόπολις Πριγκηποννήσων στήν Γ΄ Τάξη τῶν Ἠθικῶν καί Κοινωνικῶν Ἐπιστημῶν γιά τόν Ἐπετειακό Τόμο Ἑκατονταετηρίδος τῆς Ἱερᾶς Μη-τροπόλεως Πριγκηποννήσων (1924-2024). Τά βραβεῖα ἀπονεμήθησαν ἀπὀ τόν Πρόεδρο τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν Καθηγητή κ. Σταμάτη Κριμιζῆ. Καί τά δύο βιβλία πού βραβεύθηκαν εἶναι ἔκδοση τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας.

Στην τελετή παρέστησαν τά Τακτικά Μέλη τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, ὁ πρ. Πρόεδρος τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας κ. Προκόπιος Παυλόπουλος, ἐκπρό-σωπος τοῦ Πρωθυπουργοῦ, ὁ Ὑπουργός Παιδείας κ. Κ. Πιερρακάκης, οἱ Σεβ. Μητροπολίτες Γέρων Πριγκηποννήσων κ. Δημήτριος, Ἀνέων κ. Μακάριος,  Φιλαδελφείας κ. Μελίτων, Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Νικόλαος, Ν. Ἰωνίας καί Φιλαδελφείας κ. Γαβριήλ, Πρέσβεις, Ἐκπρόσωποι τῶν Στρατιω-τικῶν Ἀρχῶν, Κληρικοί, Καθηγητές καί Ἐκδότες,    

Ἡ ἔκδοση «ΘΕΟΥ ΣΚΗΝΩΜΑΤΑ» περί τῶν Παλαιοχριστιανικῶν, Βυζαντι-νῶν, Ὑστεροβυζαντινῶν καί Νεωτέρων ἐν γένει μνημείων τῆς Ἱερᾶς Μητρο-πόλεως Χαλκίδος, Ἱστιαίας καί Βορείων Σποράδων παρέχει σαφῆ ἰδέα, μικρά μέν, ἀλλά ἀξιόλογη καί ἄφθονη τοῦ πλούτου τούτου τῆς Εὔβοιας. Εἶναι κατά κάποιο τρόπο ὁδηγός «σωτηρίας» γιά τούς θέλοντες ν’ ἀποθαυ-μάσουν τόν μοναδικό ἐδῶ ὑπάρχοντα πλοῦτο τῶν χριστιανικῶν μνημείων καί τῶν ὡραιοτάτων καί μοναδικῆς τέχνης τοιχογραφιῶν, καί νά ἀναχθοῦν στό ὑπερβατικό μέσα ἀπό τό κάλλος καί τήν ὀμορφιά.

Ὅταν παραπλέεις τίς ἀκτές τῆς Εὔβοιας ἀπό τίς γέφυρες τῶν πλοίων, ἀν-τικρύζεις λευκάζοντες ὄγκους καί περίεργες κορυφές. Εἷναι αὐτά Κάστρα, Πύργοι, Ναοί καί Μοναστήρια, πολίσματα Βυζαντινά ἐρειπωμένα, λείψανα φραγκικά καί τείχη ἐνετικά, παντοῖες ὀχυρώσεις, ναῒδρια καί ἄλλα τοιαῦτα πού στολίζουν τήν Εὔβοια. 

Ἡ μεγαλόνησος Εὔβοια, ἡ δεύτερη τῆς Ἑλλάδος κατά τό μέγεθος, ἡ περι-κλείουσα σέ αὐτήν ὄχι μόνο τά σπουδαιότατα καί ἄφθονα ὀρυκτά, ἀλλά καί ἡ θεωρούμενη ὡς ἡ πρώτη ἀνάμεσα στά νησιωτικά καί ἄλλα Ἑλλαδικά μέρη γιά τίς ἀπίστευτα μαγευτικές καί γοητευτικές της φυσικές καλλονές, ἡ παρουσιάζουσα τόν πολύπτυχο καί πολύκολπο αὐτῆς αἰγιαλό μέ τίς ἀ-πείρως ἐκτεταμένες ἀμμώδεις ἐκτάσεις, τίς ἀπόκρημνες καί ἀπότομες κο-ρυφές πρός τήν θάλασσα, τό σπάνιο καί μοναδικό στόν κόσμο φαινόμενο τῆς παλίρροιας τοῦ Εὐρίπου, ἡ νῆσος αὐτή ἡ τόσο πλούσια προικισμένη ἀπό τόν Θεό, δέν ἦταν δυνατό νά μήν εὐνοηθεῖ ἀπό ἀνθρώπους τοῦ κάλλους. Τάφοι, κατακόμβες, χριστιανικές Βασιλικές, βυζαντινοί ναοί, τοιχογραφίες, παλαιοχριστιανικά γλυπτά, μαρμαροθετήματα, τέμπλα μαρμάρινα καί ξύλινα, τοιχογραφίες, ἐπιγραφές, λυχνίες: ἰδού τό ἐξωτερικό περιεχόμενο τῶν χριστιανικῶν μνημείων τῆς Εὔβοιας πού ἐκφράζουν καί ὁμιλοῦν τήν γλῶσσα τῆς ὀρθόδοξης βιοτῆς καί πνευματικότητας χαρίζοντάς μας μέ τό ἄναμμα ἑνός κεριοῦ καί τήν κατάθεση τῆς ἱκεσίας «νάδιαβάζουμετήνπεραντοσύνη».  

Τό τραγικό, ὅπως καί ἀλλαχοῦ στήν Πατρίδα μας συμβαίνει, εἶναι ὅτι ἀρκετά μνημεῖα ἔχουν ἐξαφανισθεῖ, καταστραφεῖ, γκρεμισθεῖ, ἀποσαρθρω-θεῖ, παραμεληθεῖ, φθαρεῖ ἀπό τόν χρόνο, τήν ἄγνοια, τήν ἀδιαφορία, τίς καταστροφικές καί ληστρικές ἐπεμβάσεις. Αὐτά πού πλέον, δυστυχῶς, δέν ὑπάρχουν, δέν τά ἀναφέρουμε, διότι σκοπός μας εἶναι νά ἀναδείξουμε τά μνημεῖα τά ὁποῖα ἔχουν ἐκκλησιαστική ζωή, διατηροῦνται ἤ ἔχουν συντη-ρηθεῖ ἤ εἶναι, ἔστω καί σέ ἐρειπιώδη κατάσταση, ἐπισκέψιμα. Αὐτά τά τε-λευταῖα ἀναφέρονται μέ διάθεση νοσταλγίας πού ἀφήνει μιά γλυκόπικρη γεύση ἀπό τά ἐλάχιστα στοιχεῖα ἤ εὑρήματα, τά ὁποῖα μαρτυροῦν τήν ἱστορία τους κραυγάζοντας: «Κεἶναιδικόσουδόξασμα, δικόςσου πλοῦτοςεἶναι, πνεῦμακαλό, πούσἄρεσεφωνήνάμοῦχαρίσεις» (Διονύσιος Σολωμός).

Αὐτό εἶναι ἕνα ἐλάχιστο χρέος πού ἔχουμε ἀπέναντι στήν ἱερά τους ἱστο-ρία μέσα στόν χρόνο, ἀφοῦ ἀκόμη καί μέσα ἀπό τά χαλάσματα καί τά ἐρείπια ἀναδεικνύεται ἡ ἱερότητα τοῦ τόπου εἰς ὀσμήν εὐωδίας πνευματι-κῆς καί ἀναδεικνύεται ἡ εὐθύνη καί ἡ εὐαισθησία γιά τήν ἄμεση διαφύλα-ξή τους μέ τρόπους πού θά ἀποτρέψουν τήν λήθη καί τήν πλήρη καταστρο-φή. Ὁ Φώτης Κόντογλου ἐξέφραζε τήν βαθειά ἀνησυχία του γιά τήν διά-σωση αὐτῶν τῶν μνημείων καί ἔγραφε χαρακτηριστικά στό βιβλίο του «ΠονεμένηΡωμιοσύνη»  γιά τά μνημεῖα τῆς Εὔβοιας: «Οἱτοιχογραφίεςτουςπτὶς πιὸθαυμαστὲς. πτὴνποχὴτῶνΠαλαιολόγωνσώζονταιἔργασπουδαῖα, ὅμωςεἶναι παρατημέναστὴλησμονιὰαὐτὰτὰσεβάσμιαχτίρια ποὺἂνδὲνγίνειτίποτανὰσωθοῦν, γρήγοραθὰγίνουνεσωροὶπ πέτρες». Εἴθε νά καλλιεργηθεῖ μέ εὐαισθησία ἕνα ὅραμα μιᾶς «μαχόμενης ἀρχαιολογίας» πού θά ξεπεράσει γραφειοκρατικές ἀγκυλώσεις, οἰκονομικές δυσκολίες καί φθοροποιές ἀντιπαραθέσεις, πού ἔχουν στρεβλές καί κοντόφθαλμές ἀπόψεις γιά τό ὅραμα αὐτό. 

Ἡ μελέτη στηρίχθηκε στό ἔργο σημαντικῶν ἀρχαιολόγων καί ἐρευνητῶν, πού ἔχουν συνδέσει τήν ζωή καί τήν προσφορά τους μέ δύο ἰσομεγέθεις ἠθικές ὑποχρεώσεις, τήν ἐπιστημονική δημοσίευση τῶν εὑρημάτων τους καί τήν ἀπόδοση τῶν πορισμάτων τῆς ἔρευνάς τους στό κοινό, ὡς καί τήν συντήρηση διαφόρων μνημείων τῆς Εὔβοιας. Ὅλη αὐτή ἡ προσπάθειά τους, ὁ ἀγώνας τους, ἡ εὐαίσθησία τους, γιά νά ἀνακαλύψουν κάθε εὕρημα καί νά ἀποκα-λύψουν τήν ὀμορφιά του, εἶναι ἕνα ἔργο ζωῆς πού συνδέεται μέ τήν αὐθεντικότητα καί τήν γνησιότητά μας, τό κάλλος τοῦ πολιτισμοῦ μας πού γεννήθηκε καί δημιουργήθηκε ἀπό ἕνα ἦθος πού καλλιεργεῖ ἔργα φωτός, πού ὅταν τά βλέπεις σέ ἀπορροφᾶ ἡ σκέψη ἑνός μακρυνοῦ παρελθόντος τῆς Εὔβοιας. Σέ κάθε περίπτωση μέχρι καί σήμερα ἀπομένουν καί ἀποτυπώνο-νται βιωματικά τά ἴχνη, ἡ πίστη καί ἡ εὐσέβεια ἑνός ἔντονα θρησκευόμένου κόσμου, ὁ ὁποῖος ἀμύνθηκε καί ἀγωνίζεται ἠθικά μέ ἐφόδιο τό βάρος τῆς κληρονομιᾶς του ἀπέναντι στίς ἐπεκτατικές διαθέσεις ἑνός κόσμου πού λησμονεῖ, ἀναιρεῖ, διαγράφει, ἐνίοτε καταδικάζει, παραθεωρεῖ τόν πλοῦτο τῆς Παράδοσης, τήν ἱστορία κάθε μνημείου, ἰδιαίτερα χριστιανικοῦ, πού εἶ-ναι σύμβολο καί φάρος, φῶς καί φλόγα. «ντόμέχρισήμέραγνωστόὑλικόπειροελάχιστοσέσχέσημέτόἀδημοσίευτοδένμᾶς παραπλανᾶ, μποροῦμενάχρησιμοποιήσουμετήνεὐαγγελική παρομοίωσηκαίτόνσυνοπτικόὁρισμότοῦ Nicolai Jorga [χαρακτηρίζονταςτήνμετάτήνἍλωσηποχήὡςΒυζάντιομετάτόΒυζάντιο” (Byzance après Byzance )…διότι, πράγματι παράδοσηκαίἀνανέωση, μορφήκαί περιεχόμένο, βρίσκονταιἀδιάκοπασέμίαδιαλεκτικήσχέσημέταξύτους, μέκαθοριστικόστίγματήνβαριάκληρονομιάτοῦἙλληνορθόδοξουΒυζαντίου. Καίτοῦτοεἶναιἴσωςτό πιόσαγηνευτικόγνώρισμαμιᾶςτέχνης, ταπεινῆςμέν, ἀλλάμέὕφος». Οἱ ἐκκλησιές μας εἶναι τόπος καί τύπος ζωῆς ἀθανάτου, γιατί ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καθαγιάζει τό κτίσμα καί ζεῖ ἐν αὐτῷ ὡς εἰκόνα φωτός. Κάθε ναός, κάθε ἐρειπωμένο βυζαντινό ἐξωκκλῆσι, εἶναι ναός τοῦ Θεού δομημένος ἀπό μία συγκεκριμένη σύλληψη, μία ἀντίληψη, ἕνα ἦθος, μία πίστη τήν ὁποία μόνο αὐτή ἐκφράζει, γιατί μέ βάση αὐτή μορφοποιήθηκε καί ἔλαβε ὑπόσταση ἰδιαίτερη καί μοναδική. Ὅλα τά ἱερά μνημεῖα μᾶς θυμίζουν, ὅτι ὅταν λειτουργεῖται ὁ Οὐρανός, λειτουργεῖται καί ἡ γῆ! 

Διαβάστε ακόμα