ΑΝΕΚΔΟΤΗ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΘΕΜΕΛΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΚΥΠΡΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟ Γ΄
έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας
ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Του Μάριου Αθανασόπουλου, Μέλος ΕΔΙΠ, Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Οι επιστολές ιστορικώς δρώντων προσωπικοτήτων, αποτελούν ένα ιδιαίτερα σημαντικό και πρωτογενές τεκμήριο για πολλές επιστήμες και ιδιαίτερα για την ιστορία. Αν αναλυθούν μάλιστα με προσοχή και φιλέρευνη διάθεση, μπορούν να συνεισφέρουν τα μέγιστα στην προώθηση της ιστορικής μνήμης και εμπειρίας. Ξεχωριστή ιστορική αξία ασφαλώς έχει η ανταλλαγή επίσημων επιστολών μεταξύ ηγετικών προσωπικοτήτων κρατών, αλλά ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι επιστολές που δεν γράφονται με την αίσθηση των συγγραφέων τους ότι πρόκειται στο μέλλον να αποτελέσουν μια ιστορική πηγή, καθώς σε αυτές αφήνονται να εκφραστούν πιο «χαλαρά», να σημειώσουν κάτι πιο προσωπικό, κάτι «ιδιαίτερο», που δεν θα το έκαναν σε ένα κείμενο επίσημου χαρακτήρα. Οι τελευταίες μπορούν –υπό προϋποθέσεις– να μας διαφωτίσουν ευρύτερα για τον χαρακτήρα, τις συνήθειες, τον τρόπο σκέψης και έκφρασης μιας σημαντικής προσωπικότητας, και, υπ’ αυτή την έννοια, αποτελούν σημαντικές πηγές ιστορίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο πρόλογος του παρόντος βιβλίου από τον γνωρίζοντα και τις δύο αυτές σημαντικές εκκλησιαστικές προσωπικότητες Μητροπολίτη Μονεμβασίας και Σπάρτης κ. Ευστάθιο, ο οποίος χαρακτηριστικά τονίζει για το πόνημα αυτό: «Στό περιεχόμενό του συνδιαλέγονται διά ἀλληλογραφίας καί σφυρηλατοῦν τή φιλία τους δύο διαπρεπεῖς ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες· δύο ἀείμνηστοι Ἱεράρχες ὀλκῆς πού ἄφησαν ἄσβηστο τό ἀποτύπωμα τοῦ πολυσχιδοῦς ἔργου τους καί ἀναλλοίωτη τήν εἰκόνα τοῦ καλοῦ ποιμένος στή χοάνη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καί στή συλλογική μνήμη τοῦ εὐσεβοῦς ποιμνίου τους».
Έτσι λοιπόν την πνευματική γνωριμία με τις δυο αυτές ιστορικές προσωπικότητες διακονεί το τελευταίο έργο του λογίου Πρωτοσυγκέλλου της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας π. Φιλίππου Χαμαργιά. Πρόκειται για το έργο «Μία φιλία… διὰ μελάνης καὶ χάρτου», το οποίο μελετά μια άγνωστη πτυχή της φιλικής σχέσης μεταξύ δύο σημαντικών εκκλησιαστικών (και όχι μόνο) προσωπικοτήτων του Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμου Β’ (Θέμελη) και του Αρχιεπισκόπου (και Προέδρου) της Κύπρου Μακαρίου Γ’ (Μούσκου). Είναι γεγονός πως μέχρι την κυκλοφορία του άρτι εκδοθέντος βιβλίου, ελάχιστοι γνώριζαν τη φιλική σχέση που είχε αναπτυχθεί μεταξύ των δύο ανδρών από την εποχή που φοιτούσαν στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και την αλληλογραφία που αντάλλασσαν μεταξύ τους από όταν ο πρώτος ήταν νέος αρχιμανδρίτης και ο δεύτερος νέος μητροπολίτης Κιτίου.
Ευτυχώς, χάρη στη φιλέρευνη προσπάθεια του εν λόγω κληρικού που δεν δίστασε να «βουτήξει» στη δύσκολη «θάλασσα» των αρχειακών πηγών, έχουμε στα χέρια μας αυτή την πολύτιμη για τη νεώτερη ιστορία μας παρακαταθήκη.
Στο βιβλίο παρατίθεται αυτούσια η αλληλογραφία των δύο ανδρών, η οποία ξεκινά από το 1948 και ολοκληρώνεται με τον θάνατο του Μακαρίου το 1977. Η παράθεση των επιστολών συνοδεύεται από εύστοχα σχόλια του συγγραφέα, τα οποία στοχεύουν ιδιαίτερα στο μη ειδικό κοινό σε εκκλησιαστικά και ιστορικά ζητήματα που θίγονται και από την παράθεση επιπλέον πηγών που διαφωτίζουν την προσωπικότητα των δύο ανδρών.
Θα μπορούσαμε να διαιρέσουμε αυτές τις επιστολές σε δύο περιόδους οι οποίες σχετίζονται με την ανέλιξη στον αρχιεπισκοπικό θρόνο του Μακαρίου, η πρώτη ξεκινά από το 1948 όπου ο Κύπριος ηγέτης εκλέχθηκε επίσκοπος Κιτίου και ολοκληρώνεται το 1950 με την εκλογή του ως αρχιεπισκόπου Κύπρου (αλλά επίσης θα μπορούσαμε και να μεταθέσουμε την ολοκλήρωσή της λίγο αργότερα, το 1960, με την ανάληψη της Προεδρίας της νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας). Σε αυτή την περίοδο ο Μακάριος εμφανίζεται πιο πηγαίος, πιο εκδηλωτικός, πιο «απελευθερωμένος» από τούς πάσης φύσεως περιορισμούς που θα δούμε ότι μοιραία τον ακολουθούν κατά τη δεύτερη περίοδο που ακολουθεί (βλ. επιστολή Μακαρίου της 19/4/1950, σ. 36-37: «Ἐδῶ συνεχίζομεν τὸν ἀγώναν διὰ τὴν ἐθνικὴν ἀποκατάστασίν μας προσκρούομεν ὅμως ἀκόμη εἰς τὸν νόμον τοῦ δικαίου τοῦ ἰσχυροτέρου. Ἀλλὰ δὲν ἀπογοητευόμεθα διότι εἴμεθα βέβαιοι ὅτι ἡ ἠθικὴ καὶ τὸ δίκαιον τελικῶς θὰ θριαμβεύσουν. Προσεχῶς ἀναχωρεῖ Πρεσβεία εἰς τὸ ἐξωτερικὸν πρὸς διαφώτισιν τῆς κοινῆς γνώμης ἐπὶ τοῦ Κυπριακοῦ ζητήματος καὶ ἐπίδοσιν τοῦ δημοψηφίσματος εἰς τοὺς ἁρμοδίους»). Στη δεύτερη περίοδο (από την ανάληψη των υψηλών καθηκόντων του ως τον θάνατό του) ο Μακάριος απευθύνεται προς τον παλιό του συμφοιτητή όχι με την άνεση του παλιού καλού καιρού, αλλά έχοντας επίγνωση πως κάθε του λόγος οφείλει να είναι σταθμισμένος και μετρημένος. Ακόμα κι όταν «προκαλείται» από τον Χρυσόστομο ο οποίος δεν παύει να επικαλείται τον πατριωτισμό του και να εξαίρει την εθνική του δράση (βλ. επιστολή Χρυσοστόμου τα Χριστούγεννα του 1959, σ. 62: «Ἡ Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία καὶ ἡ τοῦ Ἔθνους ἡμῶν τοιαύτη ἤδη κατεχώρισαν ἱεροῖς γράμμασιν εἰς τὰς σελίδας αὐτῶν τὸ Ὑμέτερον τιμιώτατον ὄνομα»), εκείνος απαντά με τρόπο τυπικό, (βλ. επιστολή Μακαρίου τον Απρίλιο του 1960, σ. 65: «Εὐχαριστοῦμεν θερμῶς διὰ τὸ εἰλικρινὲς περὶ ἡμῶν ἐνδιαφέρον τῆς Ὑμετέρας ἀγαπητῆς Θεοφιλίας, τὸ ὁποῖον καταφαίνεται καὶ ἐκ τῆς προσφάτως ἀποσταλείσης πρὸς ἡμᾶς ἐπιστολῆς, ἡμερομηνίας 18 Μαρτίου ἐ.ἔ. Θὰ φροντίσωμεν, ὅπως ἀποσταλῶσιν εἰς Ὑμᾶς οἱ ζητούμενοι τόμοι τῶν «Κυπριακῶν Σπουδῶν». Εὐχόμενοι Ὑμῖν ὅσα ποθεινὰ καὶ σωτήρια, ἀπονέμομεν καὶ αὖθις τὸν ἀδελφικὸν ἀσπασμὸν καὶ διατελοῦμεν μετ’ ἀγάπης ἐν Χριστῷ»).
Από το βιβλίο δεν λείπουν και διάφορα αιτήματα κοινωνικού χαρακτήρα από την πλευρά του Χρυσοστόμου, όπως το αίτημα για διορισμό στην Κύπρο ενός ελλαδίτη δασκάλου και το αίτημα για παρέμβαση του Μακαρίου στον ελλαδίτη υπουργό Παιδείας για τη μετάθεση ενός θεολόγου καθηγητή κ.ά.
Δυστυχώς από το βιβλίο αυτό απουσιάζει η περίοδος από τις 22/1/1974 έως τις 18/1/1975, επειδή δεν βρίσκονται καταχωρημένες επιστολές στο αρχείο του Χρυσοστόμου Θέμελη. Προφανώς θα είχαν μεγάλο ενδιαφέρον αν σώζονταν οι συγκεκριμένες επιστολές ή αν είχαν γραφτεί. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τους λόγους που επέβαλαν τη σιγή αυτή, υποθέτουμε μόνο πως ενδεχομένως να οφείλονται στις ανώμαλες περιστάσεις που επικρατούσαν εκείνη την περίοδο στη μεγαλόνησο.
Συνελόντι ειπείν, οφείλουμε να συγχαρούμε τον π. Φίλιππο Χαμαργιά για την έκδοση αυτή, η οποία εκτός από άρτια αισθητικά, είναι άρτια και επιστημονικά, καθώς διαφωτίζει μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πτυχή της ιστορίας μας με λεπτότητα και διακριτικότητα, χωρίς τις υπερβολές και τις ακρότητες που τη χαρακτηρίζουν ακόμα και σήμερα.
