Μητροπολίτης Μάνης Χρυσόστομος: “Περί της Εκκκλησίας”

Σε συνέχεια των μηνιαίων συνεντεύξεων που παραχωρεί ο Σεβ. Μητροπολίτης Μάνης κ. Χρυσόστομος Γ΄ στο Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων Arxon.gr, έχουμε την τιμή σήμερα, να παρουσιάσουμε συνέντευξή του με θέμα το τί ορίζουμε ως Εκκλησία και ποιος ο σκοπός της.

– Σεβασμιώτατε τί είναι η Εκκλησία;

Κατ’ ἀρχάς, ἡ λέξη Ἐκκλησία ἐτυμολογεῖται ἀπό τό ρῆμα ἐκκαλέω – ῶ καί σημαίνει τήν συνέλευση τῶν πολιτῶν τῆς πόλεως. Τοῦτο τό εὑρίσκουμε στούς ἀρχαίους συγγραφεῖς. Μέ τήν ἔννοια αὐτή, χρησιμοποιήθηκε ἡ λέξη γιά νά δηλώσει τήν σύναξη τοῦ λαοῦ τῶν πιστευόντων στόν ἀληθινό Θεό. Στή Π. Διαθήκη ἔχει αὐτή τήν ἔννοια. Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἐκλεκτός λαός τοῦ Θεοῦ, τό ἄθροισμα τῶν πιστῶν. Καί στή Κ. Διαθήκη, ἐκκλησία σημαίνει τήν σύναξη τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων. Ἰδιαίτερα ἡ ἐκκλησία φανεροῦται, ὅταν ἔχουμε σύναξη πρός τέλεσιν τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ὀνομάζεται καί «Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ», γιατί δημιουργήθηκε ἀπό τό Θεό καί σ’ αὐτόν ἀνήκει καί βέβαια μέλη της εἶναι οἱ πιστεύοντες καί οἱ ἔχοντες κοινωνία μέ τόν Χριστό καί μεταξύ τους καί ἔτσι συγκροτεῖται ἕν σῶμα, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ δέ εἶναι σῶμα Χριστοῦ καί ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τοῦ σώματος, ὅπως ὁ Χριστός, ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία ἔχει αἰώνια ὕπαρξη. Δηλαδή, ἡ Ἐκκλησία προϋπῆρχε. Εἶναι τό πρό αἰώνων μυστήριον. Ὅπως λέγει ὁ Ἑρμᾶς προϋπῆρχε «ἐν τῇ σοφίᾳ καί τῇ προνοίᾳ τοῦ Θεοῦ». Προϋπῆρχε στή βουλή τοῦ Θεοῦ, στό σχέδιο Του γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἐν χρόνῳ, βέβαια, ἡ Ἐκκλησία φανερώθηκε στόν κόσμο κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς μέ τήν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Συνεπῶς, ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἀνθρώπινο κατασκεύασμα. Ἡ ἀρχή της εἶναι στό Θεό. Ἐκκλησία εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ἀποτελεῖ Μυστήριον μέγα.

Ἔπειτα, στήν Ἐκκλησία ἑνώνονται ἁρμονικῶς τό θεῖον μετά τοῦ ἀνθρωπίνου στοιχείου, τό οὐράνιο καί τό ἐπίγειο, τό ἀόρατο καί τό ὁρατό, τό αἰώνιο καί τό πρόσκαιρο. Τοῦτο ἔχει ὡς πρότυπο τόν Θεάνθρωπο Χριστό στόν ὁποῖο ἑνώθηκαν ἀσυγχύτως ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη φύση. Ἔτσι καί στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει τό θεῖο καί τό ἀνθρώπινο, τό πνευματικό καί τό ὑλικό. Τό ἀνθρώπινο καί τό ὑλικό πού εἶναι ἡ ἐξωτερική ἐκδήλωση τοῦ θείου καί πνευματικοῦ. 

Ἐκκλησία, συνεπῶς, εἶναι ὁ ἱερός θεανθρώπινος ὀργανισμός, ὁ ὁποῖος ἔχει ἱδρυτή τόν Χριστό καί ἀποτελεῖται ἀπό τό σύνολο ἐκείνων πού πιστεύουν στό Χριστό καί ὁ σκοπός της εἶναι ἡ σωτηρία τους ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἡ εἴσοδό τους στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Καί ἐπειδή, ὅπως εἴπαμε, ἡ Ἐκκλησία εἶναι μέγα Μυστήριον, δέν μποροῦμε νά δώσουμε ἕνα ὁρισμό. Μόνο μέ εἰκόνες καί παρομοιώσεις ἔχουμε τήν δυνατότητα νά πλησιάσουμε κάπως τό Μυστήριον τοῦτο. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καί κατ’ ἐξοχήν ὁ Ἀπ. Παῦλος, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τήν χαρακτηρίζουν ὡς «Σῶμα Χριστοῦ», «Νύμφη Χριστοῦ», «οἶκο Θεοῦ», «Κιβωτό», «Ἄνω Ἱερουσαλήμ», «Αἰωνία Πόλη», «Λιμένα», «Ὄρος», «Στῦλο ἀληθείας», «Σύνοδο», «Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» κἄ. 

– Ποιες είναι οι ιδιότητές της;

Ὅπως ὁμολογοῦμε καί διακηρύττουμε στό «Σύμβολο τῆς Πίστεως», πιστεύουμε «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Κατ’ ἀκολουθίαν, ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία. Ἀποτελεῖ ἕνα σῶμα, τοῦ ὁποίου κεφαλή εἶναι ὁ Χριστός καί μέλη ὅλοι ὅσοι πιστεύουν ἀληθινά σ’ Αὐτόν. Μία εἶναι ἡ Ἐκκλησία, διότι ἔχει μία κεφαλή τόν Χριστό. Μία εἶναι ἡ ἀρχή. Ἕν τό βάπτισμα. Μία ἡ πίστη. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι Εἷς «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13,8). Οἱ διάφορες δέ κατά τόπους ἐκκλησίες καί οἱ χριστιανοί εἶναι ἑνωμένοι καί συναποτελοῦν τό ἕν σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Κέντρον τῆς ἑνότητος εἶναι ὁ «Εἷς Χριστός». Ἡ δύναμη ἔπειτα πού πραγματώνει αὐτή τήν ἑνότητα ἐκπηγάζει ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί βέβαια ἡ βάση εἶναι καί κοινή δογματική πίστη καί διδασκαλία.


Ἔπειτα ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἁγία. Καί τοῦτο, διότι Ἅγιος εἶναι ὁ Ἱδρυτής καί Ἀρχηγός της, ὁ Χριστός. Εἶναι Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος τήν ἁγίασε καί τήν ἁγιάζει μέ τό Τίμιο Αἷμα Του. Ἔτσι καί κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας πού ζεῖ ἐκκλησιαστικά μέ τά Ἱερά Μυστήρια της ἁγιάζεται, φωτίζεται καί χαριτώνεται. 

Μή λησμονοῦμε ὅτι μεταξύ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας συγκαταλέγονται καί οἱ ἁμαρτωλοί «οἱ κακῶς ἔχοντες», οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀνάγκη τῆς λυτρώσεως ἀπό τήν ἁμαρτία ἀφοῦ ὁ Χριστός λέγει: «Οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλά ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν» (Ματθ. 9,13). 

Ἀκόμη ἡ Ἐκκλησία εἶναι Καθολική. Τοῦτο νοεῖται ὁριζόντια καί κάθετα. Δηλαδή, περιλαμβάνει καί ὅλους ὅσους κατά διάφορα χρονικά διαστήματα ἐπίστεψαν ἤ θά πιστέψουν στόν Χριστό. Ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας, ἄλλωστε, εἶναι νά ἀνακεφαλαιώσει «τά πάντα ἐν τῷ Χριστῷ τά ἐπί τοῖς οὐρανοῖς καί τά ἐπί τῆς γῆς». Καθολική σημαίνει, ἐπίσης, ὅτι ἡ Ἐκκλησία κατέχει τό ὅλον, τήν ὅλη ἀλήθεια. Ἔχει τήν πληρότητα τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαλύψεως. Ὡς συνέπεια αὐτῆς τῆς θέσεως εἶναι καί τό ὅ,τι καθολική Ἐκκλησία νοεῖται καί κάθε τοπική Ἐκκλησία, γιατί βιώνει αὐτή τήν πληρότητα τῆς ἀλήθειας. 

Τέλος, ἡ Ἐκκλησία εἶναι καί Ἀποστολική. Τοῦτο, διότι στηρίζεται στούς δώδεκα θεμελίους λίθους τούς ἁγίους Ἀποστόλους. Μάλιστα, ἡ καθολικότητα αὐτή καί τό πλήρωμα αὐτό πραγματώνεται μέ τήν ἀδιάκοπη «ἀποστολική διαδοχή». Ἡ διαδοχή αὐτή ἐκδηλώνεται μέ τήν χειροτονία καί τήν ὅλη ἀδιάκοπη συνέχεια τοῦ κηρύγματος, τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας. 

– Ακούγεται η άποψη: «Εγώ πιστεύω στο Χριστό, αλλά όχι στην Εκκλησία». Είναι σωστό αυτό;

Δέν εἶναι σωστό αὐτό. Ἐδῶ στήν ἄποψη αὐτή ὑπάρχει μία ἀντίφαση. Τί θά πεῖ: «πιστεύω στό Χριστό καί δέν θέλω τήν Ἐκκλησία»; Ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστός. Μέ τό ἱερό Μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, ἀπό τότε πού ἐξήλθαμε ἀπό τήν ἁγία κολυμβήθρα τῆς Ἐκκλησίας, γίναμε μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί ἔχουμε τό δικαίωμα νά συμμετέχουμε καί στό ἱερό Μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας. Δέν νοεῖται χριστιανός ἀποκομμένος ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἀλλά νά γνωρίζουμε καί τοῦτο, ὅτι ὡς ἔλεγε ὁ ἅγιος Κυπριανός: «Οὐδείς δύναται νά ἔχῃ τόν Θεό Πατέρα, ὅστις δέν ἔχῃ τήν Ἐκκλησίαν Μητέρα». Ὅλοι οἱ βεβαπτισμένοι ὀρθόδοξοι χριστιανοί εἴμεθα μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀσχέτως τῆς θέσεώς μας καί ἀνεξαρτήτως τοῦ ἄν εἴμεθα ὑγιῆ ἤ ἀσθενῆ περί τήν πίστιν μέλη αὐτῆς. 

Ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ χωριστά ἀπό τόν Χριστό. Εἶναι αἰώνια ἑνωμένη μέ τόν Χριστό. Τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας κυβερνᾶται καί συντηρεῖται ἀπό τόν Χριστό καί ἀπ’ αὐτόν ἀπορρέει ἡ θεία Χάρις καί οἱ δωρεές τῆς χάριτος αὐτῆς μεταδίδονται στούς πιστούς, τά μέλη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, οἱ πιστοί γίνονται «σύμφυτοι τῷ Χριστῷ». Ἔτσι, ὅπως δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἡ κεφαλή χωρίς τό σῶμα ἤ τό σῶμα χωρίς κεφαλή, τοιοὐτοτρόπως δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει καί ὁ Χριστός χωρίς τήν Ἐκκλησία Του ἤ ἡ Ἐκκλησία χωρίς τόν Χριστό. 

Καί ἀκόμα περισσότερο ἕνεκα τῆς ἑνότητος καί ὁμοουσιότητος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος μετά τοῦ Πατρός καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Τριάς εἶναι συνάμα κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι ὅπου εἶναι τό ἕνα πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐκεῖ εἶναι καί τά ἄλλα δύο. Γι’ αὐτό καί στήν Ἐκκλησία ὅλα τά οἰκονομεῖ ἡ Ἁγία Τριάς. Πῶς, λοιπόν, θά λάβει τήν θεία Χάρι τῆς Παναγίας Τριάδος, κάποιος πού ζεῖ ἐκτός Ἐκκλησίας καί θεωρητικά ἰσχυρίζεται ὅτι ἀποδέχεται τόν Χριστό, ἀλλ’ ὄχι τήν Ἐκκλησία Του; Εἶναι λανθασμένη ἡ θέση αὐτή. 

– Ποιος ο σκοπός της Εκκλησίας; 

Ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ἁγιασμός τῶν πιστῶν. Ἡ σωτηρία μας. Καί αὐτόν τόν σκοπό τόν πραγματοποιεῖ μέ τήν ἁγιαστική χάρη τῶν ἱερῶν Μυστηρίων. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία συνεχίζει τό σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Χριστοῦ. 

Ἡ Ἐκκλησία, εἶναι τό ἐργαστήριο πού σμιλεύει τόν ἄνθρωπο, τόν ἀνακαινίζει, τόν κάμνει ἐν Χριστῷ τέλειο. Ἡ μετάνοια εἶναι δέ, τό κατ’ ἐξοχήν ἱερό Μυστήριο τῆς ἀνακαίνισης. Γράφει ὁ Ἱ. Χρυσόστομος: «Ἄν ἔχεις ἁμαρτίες, νά μήν ἀπελπιστεῖς˙ αὐτά δέν παύω νά σᾶς τά λέω συνεχῶς καί ἂν κάθε μέρα ἁμαρτάνεις, νά μετανοεῖς καθημερινά καί ἐκεῖνο πού κάνουμε στά παλιά σπίτια, ὅταν φθαροῦν, ἀφαιροῦμε δηλαδή τά σαπισμένα μέρη καί ἑτοιμάζουμε καινούρια καί ποτέ δέν ξεχνᾶμε νά τά φροντίζουμε συνέχεια, αὐτό ἄς κάνουμε καί γιά ἐμᾶς. Ἄν παλιώσεις σήμερα ἀπό τήν ἁμαρτία, νά ἀνακαινίσεις τόν ἑαυτό σου μέ τή μετάνοια. Καί εἶναι δυνατό, μπορεῖ νά πεῖ κανείς, νά σωθῶ, ἀφοῦ μετανοήσω; Καί βέβαια εἶναι. Ὅλη τή ζωή μου τήν πέρασα μέσα στίς ἁμαρτίες καί ἐάν μετανοήσω βρίσκω τή σωτηρία; Σίγουρα. Ἀπό πού γίνεται αὐτό φανερό; Ἀπό τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου σου… Γιατί δέ μετριέται ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, οὔτε μπορεῖ νά ἑρμηνευτεῖ μέ λόγια ἡ ἀγαθότητά Του… Σκέψου μιά σπίθα πού ἔπεσε μέσα στή θάλασσα  μήπως μπορεῖ νά σταθεῖ ἐκεῖ ἤ νά φανεῖ; Ὅση σχέση ἔχει μιά σπίθα μέ τό πέλαγος, τόση σχέση ἔχει ἡ ἁμαρτία σέ σύγκριση μέ τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καί καλύτερα ὄχι τόση ἀλλά πιό πολλή. Γιατί τό πέλαγος, ἀκόμη καί ἄν εἶναι μεγάλο, ἔχει ὅριο πού μετριέται ἐνῶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπεριόριστη». 

Ἔπειτα, ὀφείλουμε νά λάβουμε ὑπ’ ὄψιν μας ὅτι οἱ σχέσεις μεταξύ τῶν μελῶν τῆς κοινότητας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι σχέσεις ἀδελφῶν ἐν Χριστῷ. Δέν εἶναι σχέσεις τυπικές καί ὑποκριτικές, ἀλλ’ ἰσοτιμίας ἔναντι τοῦ κοινοῦ οὐρανίου Πατέρα, τοῦ Θεοῦ. Ὅλα ὅσα γίνονται καί τελοῦνται στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι ἀτομοκεντρικά. Ἀφοροῦν ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως ἤδη τονίσαμε Ἐκκλησία, κατά τήν ὁρολογία ἀπό τό ἐκ καί καλῶ, σημαίνει σύναξη ἀνθρώπων, κοινότητα ἀνθρώπων. Δέν εἶναι ἕνα φιλοσοφικό σύστημα, μία ἰδεολογία, ἀλλά εἶναι τό «σῶμα τοῦ Χριστοῦ». Τό σῶμα τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων. Οἱ πιστοί ζῶντες ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἀποτελοῦν τήν χριστιανική σύναξη καί κοινότητα καί ὁ ἕνας ἐνδιαφέρεται γιά τόν ἄλλο. Ἰσχύει ἐν προκειμένῳ τό: «Χαίρειν μετά χαιρόντων καί κλαίειν μετά κλαιόντων» (Ρωμ. 12,15).

Καί βέβαια ἡ κοινότητα αὐτή εἶναι μία ἱεραρχημένη Κοινωνία. Εἶναι ὁ κλῆρος καί ὁ λαός. 

Τό σπουδαιότερο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ μετάδοσις τῆς ἀθανασίας! Εἶναι ἡ θεοκοινωνία! Ἡ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ὁ πνευματικός ἀγῶνας μας ν’ ἀποκτήσουμε «νοῦν Χριστόν». Τί σημαίνει αὐτό; Δηλαδή νά εἶναι κέντρον τοῦ βίου μας ὁ Χριστός. Ἀκριβῶς διότι ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀρχή τῆς νέας ἀνθρωπότητος, τότε μέ τόν Χριστό ἀρχίζει κανείς μία νέα μορφή ὑπάρξεως. Ἕνας καινούργιος τρόπος ζωῆς. Ἡ νέα ἐν Χριστῷ ζωή μέ ἐλευθερία, ἐλπίδα, προοπτική αἰωνιότητος. Μέ νοηματοδότηση τῆς ζωῆς. Μ’ αὐτό τόν σκοπό καί στόχο πορεύεται ἡ Ἐκκλησία ἀνά τούς αἰῶνες. Καί ξέρει καί καθοδηγεῖ ψυχές. Ἡ Ἐκκλησία δέν φτιάχνει ὀπαδούς. Ἁγίους ἀναδεικνύει.    

– Τι λέγει ο Απόστολος Παύλος για την Εκκλησία;

Κατ’ ἐξοχήν, ὁ μέγας Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, ὁ θεῖος Παῦλος μιλᾶ συχνά γιά τήν Ἐκκλησία, ἀγαπᾶ τήν Ἐκκλησία, θυσιάζεται γι’ αὐτήν. Ἔτσι ἐξεικονίζει στίς Ἐπιστολές του τήν Ἐκκλησία ὡς «σῶμα Χριστοῦ», ἔχον κεφαλή αὐτόν τόν Κύριο καί μέλη τούς βεβαπτισμένους πιστούς. Ρητῶς τό λέγει ὅτι Ἐκκλησία εἶναι «σῶμα Χριστοῦ». 

Εἰδικότερα, ἀναφέρει ὅτι: «Καθάπερ γάρ τό σῶμα ἕν ἐστι καί μέλη ἔχει πολλά, πάντα δέ τά μέλη τοῦ σώματος τοῦ ἑνός, πολλά ὄντα, ἕν ἐστι σῶμα, οὕτω καί ὁ Χριστός» (Α’ Κορ. 12, 12). Καί ὡραιότατα προσθέτει: «Ὑμεῖς δέ ἐστέ σῶμα Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους» (Α’ Κορ. 12, 27). 

Ἔτσι ὁ Ἀπ. Παῦλος μᾶς ὑπογραμμίζει ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, Κεφαλή ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, μέλη ἐμεῖς οἱ πιστοί, πού εἴμαστε σέ ὀργανική σχέση καί ἐξάρτηση πρός τόν Χριστό καί πρός ἀλλήλους. Ἔπειτα οἱ διάφοροι θέσεις τῶν χριστιανῶν ὡς καί ἡ κατανομή τῶν χαρισμάτων ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, δέν δηλώνουν κάποια ἀξιολογική ἀνισότητα, ἀλλά ἀποβλέπουν πρός τήν πνευματική καλλιέργειά τους. Εἶναι, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία θεανθρώπινος ὀργανισμός, κοινωνία πιστῶν, ἀγωνιζομένων χριστιανῶν πρός τήν σωτηρία τους. 

Τό γεγονός ὅτι ὁ Ἀπ. Παῦλος λέγει ξεκάθαρα ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «σῶμα τοῦ Χριστοῦ», αὐτό μᾶς ὁδηγεῖ πρός τό ἱερότατο Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, πού τελικά εἶναι ἡ κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι καταφαίνεται ὅτι ὑπάρχει στενοτάτη σχέση Ἐκκλησίας καί Θ. Εὐχαριστίας. Εἶναι ἄλλως, ὅπως λέμε, ἡ «εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία». Πολύ χαρακτηριστικά ὁ Ἀπ. Παῦλος τονίζει: «Τό ποτήριον τῆς εὐλογίας ὅ εὐλογοῦμεν, οὐχί κοινωνία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἐστιν; τόν ἄρτον ὅν κλῶμεν, οὐχί κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἐστιν; ὅτι εἷς ἄρτος, ἕν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμέν  οἱ γάρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνός ἄρτου μετέχομεν» (Α’ Κορ. 10,16-17). Αὐτό, λοιπόν, εἶναι τό μυστήριο τῆς ἑνώσεώς μας μέ τόν Χριστό, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας μετά τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ Εὐχαριστίᾳ καί βέβαια στή συνέχεια τό μυστήριο τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τῶν μελῶν τοῦ Χριστοῦ μετ’ ἀλλήλων ἐν τῇ Εὐχαριστία. 

Ἕνα ἄλλο σημεῖο τοῦ Ἀπ. Παύλου γιά τήν Ἐκκλησία εἶναι ὅτι τήν ὀνομάζει «Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ», δηλαδή Ἐκκλησία ὅλης τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἰδικότερα, τό Ἅγ. Πνεῦμα μέ τήν Πεντηκοστή ἔγινε ἡ θεία ψυχή τοῦ θεανθρωπίνου σώματος καί παραμένει στήν Ἐκκλησία. Ἔτσι γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος ὅτι: «Ὅτε ἡ χρηστότης καί ἡ φιλανθρωπία ἐπεφάνη τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ… κατά τόν αὐτοῦ ἔλεον ἔσωσεν ἡμᾶς διά ἀνακαινώσεως Πνεύματος Ἁγίου, οὗ ἐξέχεεν ἐφ’ ἡμᾶς πλουσίως διά Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν» (Τίτ. 3,4-6). Τό Ἅγ. Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο πού ζωοποιεῖ, ἀνακαινίζει, ἁγιάζει τήν Ἐκκλησία, διαιρεῖ τά χαρίσματα, τήν οἰκοδομεῖ καί τήν ὁδηγεῖ. Συνεπῶς, τό μέγιστο δῶρο τοῦ Θεοῦ στήν Ἐκκλησία εἶναι τό Ἅγ. Πνεῦμα, ὁ Παράκλητος. 

– Τί λένε οι θεοφόροι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας για την Εκκλησία;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ἄν κάποιοι σπούδασαν, μίλησαν καί θεολόγησαν γιά τήν Ἐκκλησία, αὐτοί εἶναι οἱ στῦλοι τῆς εὐσεβείας, οἱ πολύφωτοι ἀστέρες, τά ἄνθη τά εὔοσμα, οἱ Διδάσκαλοι καί οἱ Ἱερομύστες, οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Καί τοῦτο, γιατί οἱ θεοφόροι Πατέρες εἶχαν πλατειά καί βαθειά παιδεία, «παίδευσιν ἀρίστην» καί συνάμα ἐνάρετο βίο. Ὅ,τι εἶπαν, δίδαξαν καί ἔγραψαν ἦταν φωτισμός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἀνεδείχθησαν ἀληθινοί φορεῖς τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης. 

Ἔτσι ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος μίλησε γιά τήν ἀξία καί σημασία τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας στίς ἔξοχες καί θεολογικότατες ἑπτά Ἐπιστολές του ὑπογραμμίζοντας ὅτι ὁ ἐπίσκοπος εἶναι τό αἰσθητό σημεῖο τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας καί ὅτι «ὅπου ἄν φανῇ ὁ ἐπίσκοπος, ἐκεῖ τό πλῆθος ἔστω, ὥσπερ ὅπου ἄν ᾖ Χριστός Ἰησοῦς, ἐκεῖ ἡ καθολική Ἐκκλησία». 

Ὁ ἅγ. Εἰρηναῖος τῆς Λυών, θεολόγησε γιά τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας τονίζοντας ὅτι μόνο ἡ Ἐκκλησία ἔχει τήν γνήσια Παράδοση μέ τήν Ἀποστολική διαδοχή καί τόν κανόνα τῆς ἀληθείας πού εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή. 

Ὁ ἅγ. Κυπριανός Καρθαγένης ὑπογράμμισε τήν μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας λέγοντας ὅτι ὁ Χριστός ἵδρυσε μόνο «μία Ἐκκλησία» καί ἡ Ἐπισκοπή κατ’ ἐπέκτασιν εἶναι μία. Εἶναι μοναδικό τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα. Ἡ ἐπισκοπή εἶναι ἡ ἑκάστοτε τοπική Ἐκκλησία μέ τήν ἔννοια ὅτι ἄν καί φαίνονται πολλές τοπικές ἐπισκοπές – ἐκκλησίες, ἐν τούτοις Μία εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἔτσι ὁ ἅγιος Κυπριανός τόνισε καί τό ὅ,τι ἐκτός ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία, «salus extra ecclesiam non est». 

Ὁ ἅγ. Διονύσιος Ἀλεξανδρείας ὑπογράμμισε τήν σημασία τῆς εἰρήνης μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, καθιερώνοντας τίς σπουδαῖες «ἑορταστικές» ἐπιστολές. 

Ἔπειτα, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὅταν ὑπερασπιζόταν τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ καί ἔκαμνε Χριστολογία συνάμα δίδασκε καί Ἐκκλησιολογία τότε ἀκριβῶς φανέρωνε ὑπογραμμίζοντας καί τό ἀδιαίρετο τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἐν συνεχείᾳ τήν σημασία τῆς συνοδικότητος τῆς Ἐκκλησίας διακρίνοντας μέ τήν σύγκληση τῆς Α’ Οἰκ. Συνόδου καί τήν διάκριση ἐκκλησιολογικῆς καί κοσμικῆς ἐξουσίας. 

Ὁ Μ. Βασίλειος, θά τονίσει τόν λειτουργικό καί φιλανθρωπικό τομέα τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὑπερασπίστηκε τήν Ὀρθόδοξη δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, μέ τούς περίφημους θεολογικούς Λόγους του, γιά νά ἀναφέρουμε καί τόν Ἱ. Χρυσόστομο πού τόνισε τό ἀκλόνητο ἀνά τούς αἰῶνες χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά καί τήν ἁγιαστική καί ἀνακαινιστική δύναμη πού ἔχει γιά τόν καθένα ἄνθρωπο. Γιά μέν τό πρῶτο θέμα, εἶπε ὁ χρυσορρήμων πολύ χαρακτηριστικά ὅτι: «εὐκολώτερον ἥλιον σβεσθῆναι ἤ τήν Ἐκκλησίαν ἀφανισθῆναι». Καί γιά τό δεύτερο θέμα ὅτι στήν Ἐκκλησία ὁ Χριστός εἶναι ὁ μυσταγωγών τόν ἄνθρωπο καί ἔφερε τό παράδειγμα τῆς κιβωτοῦ τοῦ Νῶε ἔλεγε: «Ἡ μέν κιβωτός ἐκείνη παρελάμβανε τά ζῶα καί τά διετήρει ζῶα, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία παραλαμβάνει τά ζῶα καί τά μεταβάλλει. Εἰσῆλθε στή κιβωτό ἱέραξ καί ἐξῆλθε ἱέραξ, εἰσῆλθε λύκος καί ἐξῆλθε λύκος, ἐνῶ ἐδῶ στήν Ἐκκλησία εἰσῆλθε κάποιος ἱέραξ καί ἐξέρχεται περιστερά˙ εἰσέρχεται λύκος καί ἐξέρχεται πρόβατον˙ εἰσέρχεται φίδι καί ἐξέρχεται ἀρνί, διότι δέν μεταβάλλεται ἡ φύσις, ἀλλ’ ἐκδιώκεται ἡ κακία». 

Καί πολλοί ἄλλοι βέβαια ἅγιοι Πατέρες μίλησαν γιά τήν Ἐκκλησία καί τήν πνευματική ζωή μέσα σ’ αὐτή μέ τήν ζῶσα συμμετοχή τῶν πιστῶν καί τήν σωτηρία διά τῶν ἱερῶν Μυστηρίων της. Τούς ἑπόμενους αἰῶνες ἔχουμε ἀναφορές γιά τήν Ἐκκλησία ἀπό τόν Γρηγόριο Νύσσης, τόν Θεόδωρο Στουδίτη, τόν Ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας καί τόν Μέγα Φώτιο, τούς Ἰωάννη Δαμασκηνό καί Συμεών τόν νέο Θεολόγο καί τούς μυστικούς καί ἡσυχαστές Πατέρες μέ κορυφαῖο τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ. Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας γιά παράδειγμα τόν 14ο αἰῶνα λέγει: «Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἑλκύομε τήν Ἐκκλησία στίς ψυχές μας εἶναι ἡ τέλεσις τῶν μυστηρίων, ἡ λοῦσις (τό βάπτισμα), ἡ χρίσις, ἡ ἀπόλαυσις τῆς ἱερᾶς τραπέζης (Θ. Κοινωνία). Ὅταν τελοῦμε αὐτά τά μυστήρια ἐπιδημεῖ καί ἐνοικεῖ σ’ ἐμᾶς ὁ Χριστός, ἀποπνίγει μέσα μας τήν ἁμαρτία καί ἐνσταλάζει τή ζωή καί τή δύναμη καί μᾶς καθιστᾶ μετόχους τῆς νίκης». 

– Τί σημαίνει ότι είσαι μέλος της Εκκλησίας;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Σημαίνει ὅτι ἔχεις τήν δυναμική τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Πράγματι, ὅλοι οἱ βεβαπτισμένοι χριστιανοί εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖται ἀπό δύο τάξεις. Τόν κλῆρο καί τούς λαϊκούς. Συντίθεται ἐκ ποιμένων καί ἐκ ποιμαινομένων πιστῶν. Ὅπως λέγει ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, «τάξις ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις, τό μέν εἶναι τι ποίμνιον, τό δέ ποιμένας διώρισεν (=ὁ Θεός)». Οἱ δύο αὐτές τάξεις, ἡ τῶν κληρικῶν καί ἡ τῶν λαϊκῶν ἑνοῦνται ἀλλά καί διακρίνονται ἐπ’ ἀλλήλων. Ἑνοῦνται καί ἀποτελοῦν μία ἑνότητα, τό «ἕν σῶμα» τοῦ Χριστοῦ, διακρίνονται ὅμως, ἕνεκα τῆς εἰδικῆς μυστηριακῆς ἱερωσύνης, τήν ὁποία λαμβάνουν μέ τήν χειροτονία οἱ κληρικοί. Πάντα δέ τά μέλη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἰσότιμα, ἀλλά διαφέρουν ὡς πρός τίς διάφορες λειτουργίες καί ἱερά καθήκοντα πού ἔχουν ἀνάλογα μέ τά χαρίσματά τους. Ἔτσι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἱεραρχική Ἐκκλησία καθ’ ὅσον ἀναγνωρίζει τήν ὑπερέχουσα θέση τῆς Ἱεραρχίας καί μάλιστα τῶν Ἐπισκόπων καί εἰδικότερα ἔχει τό συνοδικό σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας καί συνάμα ἀναγνωρίζει καί στούς λαϊκούς τά ἴδια αὐτῶν δικαιώματα καί καθήκοντα. 

Ἀλλ’ ὀφείλουμε νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι πρόσκαιρη. Εἶναι αἰώνια. Καί ἡ Ἐκκλησία δέν μένει στό κλάμα, περνάει στή χαρά. Εἶναι ἡ ἱστορία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο. Ὁ Θεός συγκαταβαίνει καί ὁ ἄνθρωπος ἀνυψώνεται. Ἡ Ἐκκλησία κατηχεῖ, κηρύττει, ἀναγγέλλει, μαρτυρεῖ καί τό βασικό της μέλημα εἶναι ἡ μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μέ τά Ἱερά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἀναγεννᾶται μέσα στό Ἅγιο Πνεῦμα. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ γνήσια οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὅπως γράφουν οἱ Διαταγές τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. «Θεοῦ φυτεία ἡ καθολική Ἐκκλησία, καί ἀμπελών αὐτοῦ ἐκλεκτός, οἱ πεπιστευκότες εἰς τήν ἀπλανῆ θεοσέβειαν αὐτοῦ, οἱ δύναμιν αὐτοῦ εἰληφότες καί μετουσίαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὡπλισμένοι διά Ἰησοῦ, καί ἐνστερνισμένοι τόν φόβον αὐτοῦ, ραντίσματος μέτοχοι τοῦ τιμίου καί ἀθώου αἵματος τοῦ Χριστοῦ, οἱ παρρησίαν εἰληφότες τόν παντοκράτορα Θεόν πατέρα καλεῖν, συγκληρονόμοι καί συμμέτοχοι τοῦ ἠγαπημένου Παιδός αὐτοῦ». Στήν Ἐκκλησία, λοιπόν, καταφεύγουν οἱ φθαρμένες εἰκόνες τοῦ Θεοῦ. Οἱ «κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι». Καί ξέρει ἡ Ἐκκλησία καί «προσλαμβάνει» τήν ἁμαρτωλή ἀνθρώπινη φύση, γιά νά τήν ξαναπλάσει καί νά τήν θεώσει. Ἰδού, λοιπόν, τί σημαίνει νά εἶσαι μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Νά ἁγιάζεσαι ἀπ’ αὐτήν, ἀπό τήν Χάρι τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο καί ἐνεργεῖ ἀδιάκοπα.

Καί γιά νά συνοψίσουμε Ἐκκλησία εἶναι τό θεανθρώπινο καθίδρυμα καί εἴμαστε μέλη της, ὅλοι ἐμεῖς. Κλῆρος καί λαός, ζῶντες καί κεκοιμημένοι. Εἴμαστε ἡ ποίμνη τοῦ Χριστοῦ. 

– Εμφανίζονται όμως και υπάρχουν και ορισμένοι που διατυπώνουν ορισμένες θέσεις αντίθετες με την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας ή αποκλίνουν απ’ όσα γενικά διδάσκει η Εκκλησία. Τί λέτε γι’ αυτούς;

Πράγματι, καί τούς πρώτους αἰῶνες, ἀλλά καί κατόπιν, ἐμφανίστηκαν στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάτες, αἱρετικοί, σχισματικοί καί ἄλλοι διαστρεβλωτές ἤ ἔκπτωτοι τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί διδασκαλίας. Ὀφείλουμε βέβαια νά διακρίνουμε τά ἑξῆς: Ἀποστάτες εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐντελῶς διέκοψαν κάθε σχέση μέ τήν Ἐκκλησία καί βέβαια καί τήν πίστη στό Χριστό. Ἔφυγαν σέ ἄλλη θρησκεία. Ἔπειτα εἶναι οἱ αἱρετικοί. Αὐτοὶ εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἀποκλίνουν ἀπό τήν ὀρθή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί ἐμμένουν στίς θέσεις τους. Σχισματικοί, κατόπιν, εἶναι αὐτοί πού δημιουργοῦν ὀργανωμένη ἄρνηση ὑποταγῆς καί ὑπακοῆς στή κανονική τάξη καί ἐκκλησιαστική ἀρχή, καί ἀποχωροῦν ἀπό τήν Ἐκκλησία δημιουργῶντας μία ξεχωριστή δική τους ὁμάδα. Γιά ὅλους αὐτούς ὅταν μετά ἀπό νουθεσίες πού δέν τίς ἀκοῦνε καί δέν τίς δέχονται, ἡ Ἐκκλησία, πλέον, μέ ἀποφάσεις ἐκκλησιαστικῶν δικαστηρίων, προχωρεῖ καί στήν ἐπίσημη ἀποκοπή τους ἀπό τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία. Καί ἀσφαλῶς ἡ ἀποστασία, ἡ αἵρεση καί τό σχίσμα εἶναι βαρύτατη ἁμαρτήματα. Ἀλλά ὀφείλουμε πολύ νά προσέχουμε, ἐπειδή καί σήμερα ἐμφανίζονται ψευδοπροφῆτες καί ψευδοδιαδασκάλοι, αἱρετικοί καί σχισματικοί, οἱ ὁποῖοι κάμνουν κακό στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος εἶναι «λύκοι βαρεῖς, μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου» (Πράξ. 20,29).

– Λέγουν ό,τι η Εκκλησία είναι σκοταδισμός, οπισθοδρομική και ό,τι δεν συμβαδίζει με το σήμερα. Πώς βλέπετε αυτές τις απόψεις;

Αὐτές οἱ ἀπόψεις ἐκφράζουν μία ἐπιπολαιότητα. Ἐδῶ ὑπάρχει ἄγνοια ἤ ἡμιμάθεια. Ἄλλοτε συγχέουν τόν λόγο τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τίς ἀποκλίσεις τῆς Λατινικῆς θεολογίας. Καμμία σχέση δέν ἔχει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τόν Μεσαίωνα τῆς Δύσεως. Ὁ ὑγιής λόγος τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι οὔτε σκοταδιστικός, οὔτε ὀπισθοδρομικός. Δέν ἀντιτάσσεται στήν ἔρευνα καί πρόοδο τῆς ἐπιστήμης καί τῆς ὅλης τεχνολογίας. Καταφάσκει τήν ἐπιστήμη καί τήν εὐλογεῖ, ἀρκεῖ βέβαια νά εἶναι γιά τό καλό τοῦ ἀνθρώπου γιά τή ζωή καί ὄχι γιά τόν θάνατο καί τήν καταστροφή.

Ἡ ὅλη ἐκκλησιαστική ἱστορία ἔχει πολλά παραδείγματα πιστότητας στά γράμματα, στήν ἐν γένει παιδεία, στά ἔργα ἀγάπης καί φιλανθρωπίας, στήν πολιτιστική ἀνόρθωση τῆς κοινωνίας πού ἔφερε ἡ Ἐκκλησία, ὅπου διαδόθηκε τό Ἱερό Εὐαγγέλιο. Εἶναι ἱστορικό γεγονός ὅτι βάρβαρα ἔθνη μέ τόν χριστιανισμό ἐκπολιτίστηκαν.

Τοῦτο, γιατί ὀφείλουμε νά τονίσουμε ὅτι τό φῶς τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι εὐεργεσία καί ἀληθής πρόοδος γιά τόν ἄνθρωπο. Εἰδικότερα, ἀξίζει ν’ ἀναφέρουμε σέ ἀνασκευή ὅσων ἀκούγονται ἤ καί γράφονται ὅτι στήν Ἐκκλησία δέν ἀτιμάζεται ὁ ὑλικός κόσμος, ἀλλά ἁγιάζεται καί ἀνακαινίζεται. Δέν ὑπάρχει τό μηδέν καί τό κενό, ἀλλά ἡ πληρότητα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Δέν εὐτελίζεται τό ἀνθρώπινο σῶμα, γιατί εἶναι «ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» καί δέν ἐπικρατεῖ ἡ ἀπελπισία, ἀλλά ἡ ἐλπίδα καί ἡ ἀγάπη. Ἔπειτα ὁ πόνος, ἡ θλίψη καί ἡ ἀπόγνωση δέν καθίσταται γογγυσμός, ἄγχος καί ἀγωνία ἀλλά ὑπομονή, παραμυθία καί παιδαγωγία. Στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει χῶρος γιά μῖσος καί τιμωρία ἀλλά γιά ἀγάπη καί σωτηρία. Ὑπάρχει τό πνεῦμα τῆς καταλλαγῆς καί τοῦ ἀλληλοσεβασμοῦ. Ὁ ἄλλος εἶναι ἀδελφός «ἐν Χριστῷ». Ἀλλά νά προσθέσουμε ἀκόμη, ὅτι δέν ὑποτιμᾶται καί ἡ γυναῖκα. Ἀντίθετα ἐξυψώνεται. Καί τά παιδιά δέν εἶναι βάρος καί εἰς περιφρόνησιν, εἷναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, εὐλογία καί εὐθύνη. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία δημιουργεῖ τόν καλύτερο πολιτισμό καί αὐτός εἶναι ὁ πολιτισμός τῆς ψυχῆς. 

– Το γεγονός της ύπαρξης της Εκκλησίας, ποια αίσθηση πρέπει να μας δίνει;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ἐκεῖνο, πού πρέπει νά αἰσθανόμαστε εἶναι τό γεγονός ὅτι βαπτιστήκαμε στήν ἁγία κολυμβήθρα τῆς Ἐκκλησίας, ὅ,τι εἴμαστε χριστιανοί, ὅ,τι ἔχουμε τήν δυνατότητα τῆς συμμετοχῆς μας στά Ἱερά Μυστήρια, κυρίως στή Θεία Μετάληψη, ὅ,τι ἀπό τήν γέννησή μας μέχρι τόν τάφο, ἡ Ἐκκλησία εἶναι δίπλα μας. Ἀλλά καί μετά τόν θάνατό μας, ἡ Ἐκκλησία ἐνδιαφέρεται γιά μᾶς, γιά τήν ψυχή μας. Αὐτό πρέπει νά εἶναι τό φρόνημά μας, ὅτι ὄντως εἴμεθα μέλη Χριστοῦ, μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν τό συνειδητοποιήσουμε αὐτό, τότε θἄχουμε πληρέστερη ἀφοσίωση στήν Ἐκκλησία. Ἔτσι ἡ συμμετοχή μας στήν Ἐκκλησία δέν θά εἶναι τυπική, ἀδιάφορη, σκιώδης, ἀλλά ὁλόψυχος καί ζωντανή. Θἆναι τό πνευματικό μας καταφύγιο σέ χαρές καί λῦπες τῆς ζωῆς. Ἰδιαίτερα, ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες δέν εἴμεθα μόνον ἀπόγονοι ἡρώων ἀλλά καί ἁγίων καί μαρτύρων τῆς πίστεως καί αὐτό ἔχει μεγίστη σημασία καί ἀξία. Καί ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐξαιρετικά σπουδαία στόν ἑλλαδικό χῶρο καί πέραν αὐτοῦ, καθ’ ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀείποτε λειτουργεῖ ὡς πνευματική τροφός τοῦ Γένους, ὡς στοργική μητέρα καί ὡς εὐεργέτιδα ὅλων μας. Ἀκόμα περισσότερο στήν ἐποχή μας, τῶν διαιρέσεων, τοῦ κακοῦ καί τοῦ ἀτομισμοῦ, τῆς παγκοσμιοποίησης καί τῆς ἀποϊεροποίησης, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ οἰκογένειά μας, ἡ «ταμιοῦχος» τῆς Θείας Χάριτος, ἡ ψυχή καί ἡ καρδία μας. Ἡ Ἐκκλησία, πρέπει, νά τό νοιώσουμε αὐτό βαθειά μέσα μας ὅτι εἶναι ἡ μόνη ἀσφαλής ὁδός σωτηρίας μας. Ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος ἔγραφε: «Ὅπου ἡ Ἐκκλησία, ἐκεῖ πάρεστι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί ὅπου τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐκεῖ πάρεστι ἡ Ἐκκλησία καί ἡ τοῦ Κυρίου χάρις»._ 

Διαβάστε ακόμα