Του Αρχιμ. Χρυσοστόμου Χρυσόπουλου, Θεολόγου – Κοινωνιολόγου
Αποφράδα ημέρα ανασύρεται αύριο από το ερμάριο του παρελθόντος. Φέρει στίγματα πόνου, κατατρεγμού, αγωνίας. Ο αιματηρός διωγμός των Ποντίων από τις πατρογονικές εστίες τους έχει ταυτότητα θύτη, σκοπό και μέθοδο, μίσος και προκατάληψη. Τα «γιατί;» είναι βασανιστικά από τους μαρτυρήσαντες και από τους επιζήσαντες και είναι εκατοντάδες χιλιάδες αυτοί. Είναι το ερώτημα που ανταμώνει με το συναίσθημα, πνίγεται στο παράπονο, ντύνεται την θλίψη. Τούτες τις ημέρες ιδιαιτέρως.
Μαύρη επέτειος η 19η Μαΐου 1919. Ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται ως δήθεν ειρηνοποιός στην Σαμψούντα και τελικά γίνεται σφαγέας. Προβολή και περιγραφή του κακού που έγινε τότε, από ποιους και γιατί είναι το αντίδοτο στη λήθη και το θυμίαμα στο λιβανιστήρι της ενθύμησης των ξεριζωμένων, των αγνοουμένων, των θανατωμένων.
Τον τόπο στον οποίο υπήρχαν χιλιάδες χρόνια αναγκάστηκαν να αποχωριστούν βίαια εκτός από τους Έλληνες, οι Αρμένιοι και οι Ασσύριοι. Σαφέστατα ήταν εκτοπισμός που δεν είχε μόνο εθνικά κριτήρια, αλλά και θρησκευτικά: ήταν όλοι τους και χριστιανοί! Μέσα σε μια δεκαετία και με διάφορα προσχήματα άπαντες δοκίμασαν πρωτοφανή σκληρότητα από τους Νεότουρκους. Υπέστησαν βασανιστήρια, δοκιμασίες, πείνα, δίψα, κακουχίες.
Το παιχνίδι των λέξεων -γενοκτονία, εθνοκάθαρση, φυγή- μπορεί να εξυπηρετεί κάποιους, όχι όμως τον πολιτισμό μας, αυτός που φαίνεται να υποθάλπει τρομοκράτες και επιτρέπει εγκλήματα. Δεν είναι σίγουρα προς καύχηση των ιστορικών σελίδων η συγγραφή τους με αίμα. Αποσιώπηση, άγνοια, άρνηση της γενοκτονίας δεν σημαίνει ότι θα ξεπλυθεί η ντροπή και αποσιωπηθεί η βαρβαρότητα. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να αφανίζει αμάχους και να τους ξεριζώνει από την γη που τους γέννησε. Είναι πέρα από κάθε λογική. Δεν μιλάμε πλέον για το δράμα μιας εθνικής η θρησκευτικής κοινότητας, αλλά για τραγωδία του ίδιου του ανθρωπισμού μας. Αυτού που ενώ προβάλλει τα δικαιώματα ορισμένων, κωφεύει στα δίκαια άλλων. Η σιωπή παραπέμπει σε αποδοχή και ευνοεί την επανάληψη.
Καθώς κάποιοι δεν δέχονται το σφάλμα τους, η οδύνη γίνεται μεγαλύτερη και από αυτό τον τότε ξεριζωμό. Η συντήρηση πλέον της εθνικής μνήμης είναι πλέον επιβεβλημένη όχι για να σπέρνει μισαλλοδοξία, εθνικισμό, πατριδοκαπηλία ̓ αλλά για αποκατάσταση της αλήθειας και για επανόρθωση των στρεβλώσεων. Είναι χρέος ιερό.
Οι πόντιοι όπου και αν εγκαταστάθηκαν -και παρά τις περιπέτειές τους-, επέζησαν. Έκτοτε παραπάνω επί ένα αιώνα κλαίγοντας θυμούνται, χορεύοντας αναπολούν, συζητώντας παραπονιούνται. ¨Έχουν δε σημείο αναφοράς και βακτηρία ψυχής την Θεοτόκο. Το θαυματουργό εικόνισμά Της έφυγε από το θρονί του στο όρος Μελά του Πόντου για να βρει τελικά καταφύγιο στο όρος Βέρμιο της Ημαθίας. Εκεί χτυπά πια η ποντιακή καρδιά. Το προσκύνημα τους στην Παναγία Σουμελά αποβαίνει αναβαπτισμός πνευματικός και αναζωπύρωση εθνική. Ταυτόχρονα είναι και για ανανέωση δυνάμεων για διεθνοποίηση (από τις ποντιακές οργανώσεις) των όσων συνέβησαν τότε και εντατικοποίηση των πρωτοβουλιών τους προκειμένου να τα πληροφορηθούν όλο και περισσότεροι και να αναγνωρίσουν την αδικία μέχρι τελικής ηθικής δικαίωσης, γιατί όχι και υλικής.
Όσα χρόνια και αν περάσουν, δεν πρέπει να ξεχαστεί η διεκδίκηση και να αποσιωπηθεί το γεγονός. Τα έθιμα, οι χοροί, η μουσική, η γλώσσα, τα ήθη, τα φαγητά πρέπει να διδάσκονται στους νεότερους. Τότε ο Πόντος θα είναι ολοζώντανος όχι μόνο στις διηγήσεις και στις καρδιές αυτών που τον εγκατέλειψαν, αλλά και στους επιγόνους τους. 1919-2025: ένας αιώνας και πλέον πέρασε κατάφορτος με πίκρα και στεναχώρια. Μπορεί να πέρασε τόσος χρόνος, οι πληγές στο σώμα του ποντιακού ελληνισμού όμως δεν έχουν κλείσει. Όσο δεν επουλώνονται αυτές, τόσο θα συναντάμε παρόμοια τραύματα και αλλού, ακόμα και από τους ίδιους υπαίτιους της ποντιακής γενοκτονίας.