Άρθρον υπό του κ. Πέτρου Ρηγάτου Δικηγόρου παρ΄Αρείω Πάγω Μ.Δ.Ε. Νομικού Συμβούλου της Ι.Μητροπόλεως Πατρών
Το άρθρον 1 του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα, αναφέρεται στην διαχρονική θεμελιώδη αρχή του Ποινικού Δικαίου “nulla poena sine lege” δηλαδή “καμμία ποινή χωρίς νόμο”. Συγκεκριμένα ορίζει ότι έγκλημα δεν υπάρχει χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της, καθώς και την επιβλητέα γι΄αυτήν ποινή.Το σύγχρονο ποινικό δίκαιο οικοδομείται πάνω στη θεμελιώδη αρχή “nullum crimen nulla poena sine lege”.Με βάση την αρχή αυτή δεν υπάρχει ποινικό αδίκημα και δεν επιβάλλεται ποινή, χωρίς να προϋπάρχει νόμος που να την προβλέπει ρητά.
Η αξία της αρχής αυτής είναι ανυπολόγιστη αν σκεφθεί κανείς πως ορθώθηκε σαν απροσπέλαστο τείχος κατά της αχαλίνωτης δικαστικής αυθαιρεσίας και της αβεβαιότητος και αστάθειας του Δικαίου, για να προστατεύσει από αυτές την προσωπική κυρίως ελευθερία του ανθρώπου.Το αξίωμα αυτό το βρίσκομε αυτούσια διατυπωμένο στον Θείο Απόστολο Παύλο και ειδικώτερα στην προς Ρωμαίους επιστολή, που αξιολογείται σαν νομική πραγματεία του Παύλου.Γράφει λοιπόν προς τους Ρωμαίους ότι «ου γαρ ουκ έστι νόμος, ουδέ παράβασις» (Ρωμ. Δ΄15) και συμπληρώνει «αμαρτία ουκ ελλογείται μη όντος νόμου» (Ρωμ. ε΄13) (η αμαρτία όμως δε λογαριάζεται και δεν καταλογίζεται σαν ενοχή, όταν δεν υπάρχει νόμος, δια της παραβάσεως του οποίου συντελείται η αμαρτία).Ο Παυλικός αυτός κανόνας δεν αποτελεί απλή προεικόνιση του σύγχρονου «αδίκημα δεν υφίσταται και ποινή δεν επιβάλλεται άνευ νόμου ορίζοντος περί αυτών προ της τελέσεως των πράξεων» αλλά αυθεντική θεμελίωση αυτού.Και ας μη θεωρήσει κανείς ότι τα προαναφερθέντα χωρία από τις επιστολές του Παύλου είναι τα μόνα που αναφέρονται στο ποινικό αυτό δόγμα.Υπάρχουν και άλλα πολλά χωρία των επιστολών του που μαρτυρούν ότι ο νομικός Απόστολος ασχολείται ειδικά με τη θεμελίωση της βασικής αυτής αρχής του ποινικού δικαίου.Παρόμοια χωρία είναι τα εξής : α) «διά γαρ νόμου επίγνωσις αμαρτίας» (Ρωμ. γ΄20) (διότι με το νόμο επιτυγχάνεται μόνον να γνωρίσει καλά ο άνθρωπος την αμαρτωλή του κατάστασιν), β) «χωρίς νόμου αμαρτία νεκρά», γ) «νόμος δε παρεισήλθεν ίνα πλεονάση το παράπτωμα (Ρωμ. ε΄20) κ.λ.π. Η λογική αυτή προτεραιότητα του νόμου απέναντι στην παράβαση δεν επιτρέπεται να ανατρέπεται και να γίνεται ο νόμος ακολουθία του παραπτώματος.Διότι τότε πρόκειται περί απαραδέκτου ποινικοποιήσεως.Από τον Παύλο παρέλαβε τη θεμελιώδη αυτή Αρχή το Ρωμαϊκό Δίκαιο με τον Ουλπιανό και στη συνέχεια πέρασε στο Βυζαντινό Δίκαιο.Από αυτό μεταλαμπαδεύθηκε στη Δύση και από εκεί μετεδόθη σε όλο τον ελεύθερο κόσμο.Επομένως η πρώτη τιμή για τη θεμελίωση του ποινικού αυτού δόγματος αρμόζει στον Παύλο, που εύλογα διεκδικεί την πατρότητά της και όχι στον FEUERBACH.Ο τελευταίος αυτός περιορίστηκε στο να καθιερώσει τη λατινική ορολογία της αρχής.
Εν κατακλείδι να τονίσωμεν ότι ο Παύλος δεν δημιουργεί μόνος του δική του Νομολογία, αλλά με συνέπεια εφαρμόζει την διδασκαλία του Διδασκάλου του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού σε όλο το φάσμα του Δικαίου.