Του Ιωάννη Νικ. Τσακίρη, Ιεροψάλτη Κυβερίου Αργολίδος
Ήταν Πέμπτη 4 Ιουλίου 1985 και ώρα 7.30 απογευματινή, όταν Άγγελος Κυρίου συνόδευσε τον Φύλακα Άγγελο της κατ’ Αργολίδα Εκκλησίας, τον Μακαριστό Μητροπολίτη Αργολίδος κυρό Χρυσόστομο Β’ τον Δεληγιαννόπουλο, από το Επίγειο στο Επουράνιο Θυσιαστήριο. Άφησε την ψυχή του να φτερουγίσει στην αγκαλιά Εκείνου που με μανιακό τρόπο αγάπησε και με ιερό πάθος και θερμουργό ζήλο υπηρέτησε.
Ποιος θα μπορούσε ν’ αρνηθεί ότι έγινε φτωχότερο το σώμα της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος από εκείνη την ημέρα και ότι ο Αγιασμένος τούτος τόπος της Αργολίδος στερήθηκε εκείνο που η καρδιά του είχε κλείσει μέσα της τους κάμπους και τ’ ακρογιάλια του, τις ελπίδες και τους πόθους του, τις λύπες και τις χαρές του;;;
Αγάπησε την Αργολίδα, όργωσε απ’ άκρη σ’ άκρη όλες τις περιφέρειες της Μητροπόλεως, έσπειρε στις Εκκλησίες της ως κήρυκας επί 44 χρόνια τους λόγους της Χάριτος, θέρισε στην άλωνα που συνέπηξε ο Ιεράρχης και Πολιούχος μας, που τόσο ευλαβείτο στη ζωή του, ο Άγιος Πέτρος ο θαυματουργός, που αγίασε με το δάκρυ του ο παππούς μας, ο Όσιος Θεοδόσιος ο νέος, και που πότισε με το αίμα του το παλληκάρι του Χριστού, ο Άγιος Νεομάρτυρας Αναστάσιος ο Ναυπλιεύς.
Κράτησε το δικέφαλο της Ορθοδοξίας που του παρέδωσαν λαμπροί Ιεράρχες Προκάτοχοί του ακέραιο και αμόλυντο, περιμένοντας να παραδώσει τη σκυτάλη σε χέρια αγιασμένα, όπως και τα δικά του, και σε καρδιά που να ραγίζει μπροστά στην Αγία Τράπεζα.
Ως Λειτουργός ήταν ο Άριστος των Αρίστων. Δεν μας πήγαινε στο «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας», αλλά μας πήγαινε «ἕως τρίτου οὐρανοῦ» (Β’ Κορ. ιβ’ 2), μόνο και μόνο από την μελωδικότητα της φωνής του. Το κήρυγμά του, πάντα από στήθους, ήταν συγχρόνως θεολογικό και κοινωνικό και, όσον αφορά την απαγγελία των ευχών κατά τις Ιερές Ακολουθίες και την Θεία Λειτουργία, δεν έχω ξανακούσει Λειτουργό με τέτοια ευφράδεια. Ιδιαιτέρως δε, στα Ιερά Μυστήρια του Γάμου και της Βαπτίσεως και της Νεκρωσίμου Ακολουθίας απήγγελε τις ευχές χωρίς να ανοίγει τις αντίστοιχες φυλλάδες, όπως επίσης ποτέ δεν άνοιξε βιβλίο κατά τις χοροστασίες του σε ολόκληρο τον Ενιαυτό για τις Καταβασίες, αφού τις έψαλλε από στήθους.
Τελούσε 2 ή και 3 φορές την Ακολουθία των Χαιρετισμών προς την Υπεραγία Θεοτόκο κατά τις Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ή Παρακλήσεις αντιστοίχως κατά την περίοδο του Δεκαπενταυγούστου, χωρίς να υπολογίζει τις υψηλές θερμοκρασίες και τις ζέστες της Αργολίδας. Ακόμη, ρύθμιζε το πρόγραμμα των εορταστικών Εσπερινών και Θείων Λειτουργιών με τους εφημερίους των πανηγυριζόντων Ιερών Ναών, έτσι ώστε να καταφέρει να συνεορτάσει με όλες τις ενορίες και να κηρύξει την βιωτή των Αγίων.
Στην επί 44 ετών διακονία του στον τόπο μας, συνέβαλε τα μέγιστα για την συγγραφή Ιερών Ακολουθιών των τοπικών μας Αγίων και, αφού συντήρησε τις 4 υπάρχουσες Ιερές Μονές (της Αγίας Μονής-Ζωοδόχου Πηγής Αρίας Ναυπλίου, των Παμμεγίστων Ταξιαρχών στην περιοχή Ν. Επιδαύρου Ναυπλίας, του Οσίου Θεοδοσίου του Νέου στην περιοχή Παναριτίου Ναυπλίας και του Αγίου Δημητρίου Καρακαλλά στην περιοχή Αγίου Ανδριανού-Κατσιγκρίου Ναυπλίας), ίδρυσε κι έδωσε πνοή σε άλλες 3 Ιερές Μονές (της Αγίας Μαρίνης στην περιοχή του Κάστρου «Λάρισα» Άργους, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Καλαμίου στην περιοχή Αδαμίου Ναυπλίας και του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην περιοχή Μπορσίων Άργους).
Κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής (1941-1944), υπό την υπακοή των μακαριστών Μητροπολιτών Αργολίδος κυρού Ιωάννου του Παπασαράντου και κυρού Αγαθονίκου του Παπασταματίου, ως Ιεροκήρυκας-Αρχιμανδρίτης, ξεκίνησε το έργο της προσφοράς με αποκορύφωμα την σίτιση όλων των παιδιών του Άργους στο προαύλιο του Ιερού Ναού Τιμίου Προδρόμου Άργους. Η ποσότητα των μερίδων ξεπερνούσε τις 2.000 την ημέρα. Εκεί, συνάντησε παιδάκια πεινασμένα και ορφανά και αντιλήφθηκε την αναγκαιότητα ίδρυσης Ορφανοτροφείων στην περιοχή, κάτι που πραγματοποιήθηκε σύντομα. Ίδρυσε, επίσης, Οικοτροφεία για να μπορούν να σπουδάσουν τα εγκύκλια γράμματα παιδιά από απομακρυσμένα χωριά της περιοχής και μερίμνησε για τις Κατασκηνώσεις θηλέων στο Κυβέρι, όπου μετέπειτα ιδρύθηκε και η Ιερά Μονή Αγίας Μακρίνης.
Κατά καιρούς μας ανέφερε ο ίδιος: «Ποτέ δεν απέκτησα από την ιερωσύνη μου κινητή ή ακίνητη περιουσία». Μετά τον θάνατό του, αφού ανοίχθηκε η διαθήκη του, που είχε συντάξει ο ίδιος το θέρος του 1984, το μόνο που βρέθηκε ως περιουσία του ήταν τα Άμφιά του και τα βιβλία του, τα οποία επέστρεψε στην Εκκλησία. Η Εκκλησία του τα έδωσε κι εκείνος τα επέστρεψε σε Αυτήν, κάτι το οποίο σχολιάστηκε λίγο αργότερα από την τότε παντοδύναμη εφημερίδα «Αυριανή». Συγκεκριμένα γράφτηκε: «Ο Δεσπότης της Αργολίδας δεν άφησε περιουσία. Να τον μιμηθούν όλοι οι Δεσποτάδες».
Αξίζει να ξεχωριστούν και κάποια γεγονότα από την ζωή του μακαριστού Ποιμενάρχου μας.
Ως Στρατιώτης του Χριστού και της Πατρίδος στον πόλεμο του ΄40 και, μάλιστα, στην πρώτη γραμμή του πολέμου στα ελληνοαλβανικά σύνορα, λειτουργούσε, εξομολογούσε και κοινωνούσε τους φαντάρους κάθε μέρα. Στο προσωπικό του ημερολόγιο έγραψε κάποια στιγμή: «Κουράστηκε, Κύριε, το χέρι μου να κοινωνώ στρατιώτες σήμερα». Σε μία μάχη Ελλήνων και Ιταλών στρατιωτών, είδε έναν Λατίνο Ιερέα, τρέχοντας να σωθεί, να πετάει στο έδαφος την όστια (αγιασμένος άζυμος άρτος που προσφέρεται σε Εκκλησίες του Δυτικού Χριστιανισμού, κυρίως από την Λατινική Εκκλησία, κατά την Θεία Ευχαριστία). Ενώ έπεφταν οι χειροβομβίδες κοντά του στα 15 μέτρα, ο τότε πατήρ Χρυσόστομος έτρεξε με κίνδυνο της ζωής του, μάζεψε την όστια, την έβαλε στο στήθος του και την επόμενη μέρα, τελώντας την Θεία Λειτουργία, αφού κατέλυσε τα Άχραντα Μυστήρια, κατέλυσε και την όστια. Στ’ αλήθεια! Ποιος Ορθόδοξος κληρικός θα έριχνε στο έδαφος το Σώμα ή και το Αίμα του Χριστού;;; Κανείς. Θα προτιμούσε να σκοτωθεί με Αυτά.
Από τον Ιούνιο του 1960 μέχρι και τον Νοέμβριο του 1965, ως Α’ Γραμματέας και Πρακτικογράφος της Ιεράς Συνόδου, δεν εγκατέλειψε το ιεροκηρυκτικό του έργο. Τα Σαββατοκύριακα και όλες τις εορτές βρισκόταν στην Αργολίδα υπό την υπακοή του τότε Μητροπολίτου μας, κυρού Χρυσοστόμου Α’ του Ταβλαδωράκη. Μετά την μετάθεση του μακαριστού Χρυσοστόμου Ταβλαδωράκη στην νεοσυσταθείσα τότε Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς, η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος εξέλεξε παμψηφεί τον τότε Αρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Δεληγιαννόπουλο στις 19 Νοεμβρίου 1965. Η εις Επίσκοπον Χειροτονία του πραγματοποιήθηκε στις 23 Νοεμβρίου του ίδιου σωτηρίου έτους στον Ιερό Ναό Αγίας Ειρήνης της οδού Αιόλου Αθηνών.
Το 1975 παραδόθηκαν στον Μητροπολίτη μας Χρυσόστομο κάποιοι από τους Πανηγυρικούς Λόγους του τοπικού μας Αγίου, του Αγίου Πέτρου, από τον κ. Κωνσταντίνο Θ. Κυριακόπουλο, Καθηγητή Φιλολογίας, τους οποίους ο καθηγητής είχε καθαρογράψει. Κατά την εορτή του Αγίου μας Πέτρου του ίδιου έτους, ο Μακαριστός Χρυσόστομος, κρατώντας με τα χέρια του τους Λόγους αυτούς, είπε στο εκκλησίασμα με μεγάλη συγκίνηση: «Ας τον κρατάνε, παιδιά μου, οι Λατίνοι τον Άγιό μας». Και, βάζοντας το χέρι του στην καρδιά του, συνέχισε: «Εμείς έχουμε την Χάρη του».
Στις 22 Μαΐου 1981, βρισκόταν, όπως και κάθε χρόνο, στην εορτή των Αγίων Νεομαρτύρων Δημητρίου και Παύλου, Πολιούχων Τριπόλεως, κοντά στον καρδιακό του και αγαπημένο εκ των Ιεραρχών φίλο του μακαριστό Μητροπολίτη Μαντινείας και Κυνουρίας, κυρό Θεόκλητο Β’ τον Φιλιππαίο. Αφού λειτούργησαν, ξεφόρεσε κατά την διάρκεια του Κοινωνικού και ήρθε στο Κυβέρι να τελέσει μία Νεκρώσιμη Ακολουθία μιάς γιαγιάς, που τα δύο από τα οχτώ παιδιά της τα πρόσφερε στην Εκκλησία. Μίλησε με συγκινητικά λόγια και, αφού τελείωσε η ακολουθία, επέστρεψε στην Τρίπολη για να συμμετέχει το απόγευμα στην λιτανεία των λειψάνων των Νεομαρτύρων.
Αυτός ήταν ο Μακαριστός Αργολίδος Χρυσόστομος ο Β’, ο λατρευτός μας Επίσκοπος. Έχουν περάσει 40 ολόκληρα χρόνια. Λίγες είναι οι ώρες που μας χωρίζουν εμένα και την γενιά μου από τον θάνατό του. Πάντα, όλοι οι Αργολιδείς, τον έχουμε στις προσευχές μας. Υπήρξε, όντως, ο αναμορφωτής της Αργολικής Εκκλησίας.
Να έχουμε την Ευχή του.



