“H επιτυχία του καπιταλισμού και οι πειρασμοί του Χριστού”

Του Παπανικολάου Θεόδωρου, Φυσικού

Ο σύγχρονος ανεπτυγμένος κόσμος του 21ου αιώνα ζει και δραστηριοποιείται αδιαμφισβήτητα μέσα στο πλαίσιο του δυτικού πολιτιστικού παραδείγματος το οποίο στη σημερινή μορφή του εκφράζεται ως υλικός ευδαιμονισμός σε όλες τις εκφάνσεις του ανθρώπινου επιστητού. Η υλιστική αυτή πρόταση του βίου έχει σαρκωθεί σήμερα μέσα στη μορφή της καπιταλιστικής πολιτιστικής πρότασης ενώ παλαιότερα είχε λάβει και τη μορφή του κομμουνισμού-σοσιαλισμού.

Από τη μία πλευρά, ο υλικός αυτός ευδαιμονισμός, αναδεικνύοντας ως ύψιστη αξία τη λογική και την άμεση αποτελεσματικότητα απέναντι στην ικανοποίηση των ανθρωπίνων προβλημάτων και αναγκών, έχει επιφέρει τεράστιες διευκολύνσεις στην ανθρωπότητα. Κατά κύριο λόγο, η επιστημονική επανάσταση του περασμένου αιώνα ιδίως στο χώρο της φυσικής ανέτρεψε εκ βάθρων την αντίληψη που έχουμε για τον κόσμο και συνέβαλε στην πληρέστερη κατανόηση και περιγραφή του ενώ η πρόοδος στην ιατρική βοήθησε στην εξάλειψη πολλών σοβαρών θανάσιμων ασθενειών καθώς επίσης και στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Παράλληλα δε με την επιστημονική επανάσταση ήρθε και η τεχνολογική επανάσταση. Η τελευταία συνέδραμε αποφασιστικά στην απλοποίηση και των αυτοματισμό σε πολλούς τομείς του σύγχρονου γίγνεσθαι, κυρίως δε στις μεταφορές , στην επικοινωνία και στην παραγωγή.

Από την άλλη πλευρά, ο υλιστικός τρόπος του βίου, ο οποίος γιγαντώθηκε τον τελευταίο αιώνα, πήρε σάρκα και οστά μέσα στο ιστορικό πλαίσιο μίας καπιταλιστικής κοινωνίας, η οποία αναδεικνύει την ιδιωτική πρωτοβουλία με μοναδικό κίνητρο το κέρδος ως τον κινητήριο μοχλό της οικονομίας. Το γεγονός όμως αυτό συνέβαλε καθοριστικά στην καλλιέργεια μίας ιδιοτελούς συνείδησης, η οποία αναδεικνύει τον ατομοκεντρισμό και την ικανοποίηση των ενστικτωδών ενορμήσεων του ανθρώπου. Ο άνθρωπος πλέον αισθάνεται κυρίαρχος απέναντι στους συνανθρώπους του και τη φύση και έχει την ελευθερία να πράττει ό, τι θέλει με σκοπό να ικανοποιήσει την ατομικότητά του (ίδιον κέρδος).

Την ίδια στιγμή, η οικονομία αυτονομείται πλήρως από την κοινωνία και λειτουργεί ανεξάρτητα από αυτήν. Ο κάθε πολίτης ενός σύγχρονου  κράτους θεωρείται μία απρόσωπη μονάδα δίχως ετερότητα, ένας Α.Φ.Μ. ,ένας Α.Δ.Τ. . Η σχέση του με το κράτος είναι μία σύμβαση-σύνταγμα (κοινωνικό συμβόλαιο) με τη βοήθεια του οποίου προσπαθεί να διασφαλίσει τα δικαιώματά του και να θωρακίσει την ατομικότητά του – το εγώ του.

Γιατί όμως αυτό το πολιτιστικό παράδειγμα είχε τόση μεγάλη επιτυχία και κατόρθωσε να εδραιωθεί και να σαρώσει στο πέρασμά του οποιαδήποτε άλλη πολιτιστική πρόταση; Γιατί εκτός από τα ευεργετικά αποτελέσματα για τον άνθρωπο επέφερε σε μεγάλο βαθμό και την αλλοίωση της κοινωνικής του συνείδησης;

Στη συνέχεια αυτού του άρθρου θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε την αιτία αυτής της πραγματικότητας στα βιβλικά κείμενα και μάλιστα στα κατά Ματθαίον και κατά Λουκά ευαγγέλια[1],[2], στο σημείο εκείνο όπου ο Χριστός πειράζεται από το διάβολο στο Σαραντάριο όρος. Συγκεκριμένα, θα αναλύσουμε τους τρεις πειρασμούς που δέχθηκε ο Χριστός ως άνθρωπος και θα προσπαθήσουμε να αναζητήσουμε σε αυτούς τις βαθύτερες αιτίες της πρωτοφανούς στην ανθρώπινη ιστορία επιτυχίας του υλιστικού (καπιταλιστικού σήμερα) πολιτιστικού παραδείγματος.

Ο πρώτος πειρασμός: Όταν ο Χριστός ήταν στο Σαραντάριο όρος, αφότου έμεινε εκεί σαράντα μέρες νηστεύοντας πείνασε. Τότε, ήρθε προς αυτόν ο διάβολος και του ζήτησε να κάνει τις πέτρες άρτους για να φάει, «Εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, εἰπὲ ἵνα οἱ λίθοι οὗτοι ἄρτοι γένωνται». Τότε ό Χριστός του απαντά: «Οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπὶ παντὶ ρήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ». Πρόκειται για τον βιολογικό πειρασμό στο πρόσωπο του οποίου αντανακλάται το φιλήδονον, η κάθε είδους βιολογική ανάγκη και υλική απόλαυση. Ο Χριστός στην ερώτηση του διαβόλου απαντά πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει μόνο με τον άρτο, μόνο δηλαδή με τα υλικά αγαθά. Το γεγονός αυτό υποδεικνύει ότι, παρότι ο άνθρωπος ως κτιστό και θνητό ον υπόκειται στους νόμους της φυσικής νομοτέλειας και έχει ανάγκη την τροφή – ύλη για να επιβιώσει, η ύπαρξή του δεν εξαντλείται μόνο σε αυτή, την ύλη δηλαδή. Το γεγονός αυτό δεν έχει συνειδητοποιηθεί από τον άνθρωπο των σύγχρονων καπιταλιστικών – υλιστικών κοινωνιών με αποτέλεσμα ο σημερινός άνθρωπος να αντλεί τη ζωή από την ύλη και την ατομικότητά του μη αναζητώντας κάποιον άξονα κοινωνικής αναφοράς.


Ο δεύτερος πειρασμός: Στη συνέχεια της ευαγγελικής περικοπής, ο διάβολος μεταφέρει το Χριστό στο ψηλότερο σημείο του ναού του Σολομώντος και του απευθύνει το λόγο λέγοντας «Εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, βάλε σεαυτόν κάτω· γέγραπται γὰρ ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ, καὶ ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσί σε, μήποτε προσκόψῃς πρὸς λίθον τὸν πόδα σου» . Ο δε Ιησούς απαντά « οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου».  Σε αυτό τον πειρασμό  ο διάβολος τον προτρέπει να πέσει κάτω κι αν είναι όντως Υιός του Θεού οι άγγελοι θα τον σώσουν. Ο Ιησούς όμως του απαντά πως δε χρειάζεται να δοκιμάζεις τη δύναμη του Θεού. Σε αυτή την περίπτωση προβάλλεται το φιλόδοξον ενός ανθρώπου ο οποίος πιστεύει απόλυτα στις δικές του δυνάμεις και καλείται να αυτοβεβαιωθεί μέσα από τη βιωτή του. Πρόκειται για έναν άνθρωπο δραστηριοποιούμενο σε μία αμιγώς «καπιταλιστική» κοινωνία, ο οποίος μέσω της επίδειξης της ισχύος του χειραφετείται από το σύνολο των συνανθρώπων του και προσπαθεί να κερδίσει τις εντυπώσεις. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος διακατέχεται από έλλειψη αυτοσυνειδησίας και αναζητεί συνεχώς πειστήρια και εξωτερικά τεκμήρια για να πιστέψει. Δεν αναζητά την έκπληξη που κομίζει η απροϋπόθετη αγάπη ως ελευθερία και η ελευθερία ως απροϋπόθετη αγάπη.

Ο τρίτος πειρασμός:  Τέλος, πάλι ο διάβολος παραλαμβάνει το Χριστό εις όρος υψηλό και δείχνοντας του όλα τα βασίλεια και τη δόξα του κόσμου του λέγει «ταῦτα πάντα σοι δώσω, ἐὰν πεσὼν προσκυνήσῃς μοι». Και εκείνος ευθέως απαντά αμέσως «ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· γέγραπται γάρ, Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις». Ο πειρασμός αυτός αντανακλά το φίλαρχον του σημερινού υλιστή ανθρώπου.  Διαπνεόμενος από μία καθαρή εξουσιαστική τάση και έπαρση  επιδιώκει να συγκεντρώσει στα χέρια του όλα τα πλούτη του κόσμου και να ελέγχει τις μοίρες των υπολοίπων. Δεν είναι τυχαίο μάλιστα που στο σημερινό καπιταλιστικό κόσμο το 99% του παγκόσμιου πλούτου βρίσκεται στα χέρια του 1% μόνο των ανθρώπων πάνω στη Γη.[3] Είναι φανερό πως η ακόρεστη επιθυμία για κέρδος και εξουσία έχει οδηγήσει την ανθρωπότητα στις τεραστίων διαστάσεων κοινωνικές ανισότητες , στη διχόνοια, στην ανελευθερία πάσης φύσεως και στην απουσία άξονα κοινωνικής αναφοράς (αύξηση διαζυγίων, εκπτώσεις φιλιών, τρομοκρατία κτλ.).  Ο σημερινός υλιστής-καπιταλιστής άνθρωπος αδυνατεί να συνειδητοποιήσει την ομορφιά και τη χαρά της ζωής μέσα από τη γνήσια και ουσιαστική κοινωνία με το συνάνθρωπό του αλλά βαυκαλίζεται σε μία επίφαση κοινωνικότητας που τρέφει στην πραγματικότητα τον άκρατο εγωισμό του.

Και οι τρεις αυτοί πειρασμοί καλούν με τον πιο απερίφραστο τρόπο το χοϊκό μέρος του ανθρώπου και απηχούν (σημαίνουν) τη βαθύτερη αιτία πτώσης των πρωτοπλάστων οι οποίοι γεύτηκαν τον καρπό της αυτονομίας και της υπαρκτικής αυτοτέλειας. Κατά συνέπεια, και ο σημερινός μεταπτωτικός άνθρωπος, ο οποίος ζει μέσα σε ένα περιβάλλον όπου το φιλήδονον, το φιλόδοξον και το φίλαρχον του ανθρώπινου βίου αποτελούν παγιωμένες αξίες και σημεία αναφοράς της βιωτής του, μοιάζει σχεδόν ανίκανος να αντισταθεί στον ατομοκεντρισμό που κομίζει ο σημερινός υλικός ευδαιμονισμός.

Το ευαγγέλιο όμως δε καταλήγει απαισιόδοξα. Στο τέλος της περικοπής ο Ιησούς δεν υποπίπτει σε κανένα πειρασμό και νικά κατά κράτος το διάβολο – «Τότε ἀφίησιν αὐτὸν ὁ διάβολος, καὶ ἰδοὺ ἄγγελοι προσῆλθον καὶ διηκόνουν αὐτῷ».  Βλέπουμε λοιπόν πως οι πειρασμοί αυτοί απευθύνονται άμεσα στην κτιστότητα της ανθρώπινης φύσης , η οποία είναι φθαρτή και σαφώς εντοπισμένη μέσα στο χώρο και το χρόνο. Ο Χριστός όμως ως τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος επιβλήθηκε αυτών των πειρασμών και στη συνέχεια μέσω των Παθών, της Σταύρωσης, της Ανάστασής, της Ανάληψης και της Επιφοίτησης του Αγίου Πνεύματος στους Αποστόλους  ανακαίνισε την ανθρώπινη κτιστότητα και σύμπασα τη φύση και της έδωσε τη δυνατότητα άμεσης κοινωνίας με το Θεό Πατέρα μέσω της χάριτος του Αγίου Πνεύματος.

Κατά αυτόν τον τρόπον και εμείς ως άνθρωποι, έχοντας «συγγένεια» μαζί του, μπορούμε να γίνουμε κατά χάριν Θεοί και να υπερνικήσουμε τους όποιους πειρασμούς, απολαμβάνοντες την υιοθεσία του Πατρός.[4] Νικώντας τους όρους της φύσης – «Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι»[5] – μέσα από τη σταυρική πορεία που μας υπέδειξε ο Χριστός – «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι»[6] – καλούμαστε να αποδείξουμε στην πράξη την αγάπη ως απροϋπόθετη ελευθερία και την ελευθερία ως απροϋπόθετη αγάπη –«ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν»[7] – και να γίνουμε μία κοινωνία προσώπων κατά τα πρότυπα της Αγίας Τριάδος.

 

 

[1] Ματθ. Δ’, 1-11

[2] Λουκ. Δ΄, 1-13

[3] Ετήσια Έρευνα της Μ.Κ.Ο. OXFAM για το 2016

[4] Γαλ. Δ’ ,4-6

[5] Θ’  Ωδή , Καταβασίες Κοιμήσεως της Θεοτόκου

[6] Μαρκ. Η’,34

[7] Ματθ. ΙΘ’, 19

Διαβάστε ακόμα