“Μια κοινή πρόσκληση…τρεις διαφορετικές αρνήσεις”

Του Αρχιμ. Φιλίππου Χαμαργιά, Πρωτοσυγκέλλου Ι. Μ. Μεσσηνίας

 Πολλές φορές, μέσα στην τυπικότητα της κοινωνίας που ζούμε, μια πρόσκληση θεωρείται άκρως τιμητική, ιδιαιτέρως όταν προέρχεται από μια σημαίνουσα ή εξέχουσα προσωπικότητα. Και τότε η πρόσκληση είναι όχι μόνο τιμητική αλλά προκαλεί και ένα κέλευσμα υποχρεωτικής αποδοχής  και συμμόρφωσης, ανάλογη με την περίσταση. Και φυσικά σχεδόν πάντα μια τέτοια πρόσκληση είναι επιθυμητή, σε σημείο που κάποιες φορές να χρειάζεται και μια μεθοδικότητα ώστε να καταστούμε αποδέκτες και συμμέτοχοι μιας τέτοιας πρόσκλησης. Και όταν το καταφέρουμε τότε αρχίζει ο προγραμματισμός και ο σχεδιασμός της παρουσίας μας και της εικόνας που θα πρέπει να προβάλλουμε.

Κι ενώ επιδιώκουμε την πρόσκληση, τη συμμετοχή και την παρουσία μας σε εκδηλώσεις πολιτιστικές, κοινωνικές ή ακόμα και ψυχαγωγικές, εν τούτοις κάθε χρόνο, τέτοιες ημέρες, ο Μεγάλος Οικοδεσπότης μας προσκαλεί και πάλι σε ένα δείπνο που διαφέρει από τα κοινά δείπνα και τις συνηθισμένες εκδηλώσεις.

Συνήθως κάθε φορά που ακούμε στην Εκκλησία ή διαβάζουμε αυτήν την ευαγγελική περικοπή, γνωστή ως περικοπή “Του Μεγάλου Δείπνου”, προσπαθούμε να προσεγγίσουμε ερμηνευτικά μόνο αυτό καθαυτό το γεγονός της αρνήσεως της συμμετοχής των προσκληθέντων. Ας μας επιτραπεί λοιπόν να κάνουμε μια ερμηνευτική προσέγγιση στο προφίλ του οικοδεσπότη και των προσκληθέντων.

Ο οικοδεσπότης με πνεύμα αγάπης και θέλοντας αυτό το πνεύμα να το εξωτερικεύσει προς τους προσκληθέντες, τους καλεί στο χαρμόσυνο αυτό δείπνο. Δεν είναι τυχαία η χρονική συγκυρία της τέλεσης αυτού του επίσημου δείπνου. Ο οικοδεσπότης, σύμφωνα με την παράδοση του Ευαγγελίου, έχει χαρά, παντρεύει το γιό του. Να λοιπόν ένα στοιχείο προσέγγισης στο πρόσωπο του οικοδεσπότη. Η χαρά του!

Σε μια λοιπόν χαρούμενη στιγμή της ζωής του, ο άνθρωπος αυτός ζητά τη συμμετοχή των άλλων στη χαρά του. Τους καλεί να γίνουν συμμέτοχοι αυτής της χαράς, να την γευθούν μαζί του. Δεν είναι ατομιστής, ούτε εγωκεντρικός. Δεν τους καλεί ούτε για να κάνει επίδειξη, ούτε για να το «παίξει» καλός. Τους καλεί γιατί τους θέλει κοντά του.

Ναι!!! Αυτό συμβαίνει και με το Θεό. Μας καλεί να συμμετέχουμε στο Δείπνο της Βασιλείας Του γιατί μας θέλει κοντά Του. Μας θεωρεί ως έχοντες τα ουσιαστικά, κι όχι τα τυπικά προσόντα ώστε να γευθούμε όσα μας ευαγγελίζεται και να γίνουμε κοινωνοί και μέτοχοι αυτών. Κι εμείς…. Τον απογοητεύουμε…!!! Κάνουμε το αντίθετο από αυτό που περιμένει. Μας καλεί και τον αρνούμαστε. Μας μιλά και κωφεύουμε. Μας κοιτά κι εμείς αποστρέφουμε το πρόσωπό μας, διότι μας αρέσει να κοιτάζουμε αλλού…! Αυτό δυστυχώς έκαναν και οι προσκεκλημένοι της ευαγγελικής περικοπής. Ο καθένας για τους λόγους του αρνήθηκε την πρόσκληση του οικοδεσπότη. Κι εμείς προβάλλοντας πάντα τους δικούς μας λόγους αρνούμαστε την κοινωνία και την συμμετοχή μας στα του Θεού. Και αυτές οι δικαιολογίες που πρόβαλλαν οι προσκεκλημένοι είναι που στοιχειοθετούν και ταυτοποιούν το προφίλ του καθενός.

Ο πρώτος θέτει ως δικαιολογία τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις. “Ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν·”[1]  Τι να πει κανείς γι’ αυτόν; Μοναδικός του σκοπός το οικονομικό συμφέρον, μοναδική του σκέψη το χρήμα και η σωστή, κατ’ αυτόν επένδυση. Χωρίς άλλη σκέψη στη ζωή, μόνο πως θα εξοικονομήσει περισσότερα και πως δεν θα ζημιωθεί. Σύνθημά του και “Πιστεύω” του η γνωστή ρήση “ο χρόνος είναι χρήμα”. Αλίμονο σε αυτόν και σε εμάς που πολλές φορές γινόμαστε ίδιοι και χειρότεροι. Που το μόνο που κάνουμε στη ζωή μας είναι να “αγοράζουμε αγρόν”!

Μα και ο δεύτερος δεν πάει πίσω. Εκείνος διαλέγει μια άλλη δικαιολογία, ακόμη πιο ενδεικτική της φιλαυτίας και του εγωισμού του. “Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά·”[2] και αυτός ο αριθμός του πέντε δεν είναι τυχαίος. Μέσα από αυτόν καταγράφονται οι πέντε αισθήσεις του ανθρώπου. Με αυτές ο άνθρωπος βλέπει, ακούει, γεύεται, οσφραίνεται και αγγίζει το κάθε τι. Και δυστυχώς είναι πολλοί που το μόνο που κάνουν στη ζωή είναι να ασχολούνται μόνο με ότι τους προσφέρουν αυτές οι πέντε αισθήσεις. Δοκιμάζουν μόνο ότι τους προσφέρουν αυτές. Ζουν για το αίσθημα και όχι με το συναίσθημα.

Και ακολουθεί ο τρίτος, που προβάλλει ως πρόσχημα και δικαιολογία τις οικογενειακές υποχρεώσεις “γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν[3]. Ίσως μπορεί να θεωρηθεί ως ο πιο καλοπροαίρετος από τους άλλους δυο και η δικαιολογία του να φανεί ως εύλογη. Μα αν το εξετάσουμε καλύτερα θα δούμε πως η δικαιολογία του όχι μόνο δεν τον καλύπτει, αλλά τον αφήνει επιπλέον έκθετο. Κι αυτό διότι  ο οικογενειάρχης έχει μεγαλύτερη υποχρέωση έναντι του Θεού. Καλείται πέραν του εαυτού του να οδηγήσει και την οικογένειά του στο δρόμο Του. Διότι αν παρασυρθεί ο ίδιος τότε υπάρχει ο κίνδυνος να συμπαρασύρει  και την οικογένειά του.

Κι έτσι, με τέτοιες προφάσεις και δικαιολογίες η πρόσκληση του Θεού πέφτει στο κενό. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ο καθένας μας επαναλαμβάνει εκείνο το “ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον”. Αν ήξεραν όλοι αυτοί και εμείς τι χάνουμε, αρνούμενοι την πρόσκληση και την κλήση του Θεού…!!! Και το βέβαιο είναι πως Εκείνος δεν χάνει…εμείς είμαστε οι χαμένοι της υπόθεσης.

[1] Λουκ. ιδ΄, 18

[2] Λουκ. ιδ΄, 19

[3] Λουκ. ιδ΄, 20

Διαβάστε ακόμα