Του Αρχιμ. Φιλίππου Χαμαργιά Πρωτοσυγκέλλου της Ι. Μ. Μεσσηνίας
Έχουμε ακούσει τον Χριστό να διδάσκει την αλήθεια. Τον έχουμε ακούσει να μας λέει “ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή·”[1]. Έχουμε διδαχθεί τόσο από τον Ίδιο, όσο και από τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, την διδασκαλία Του περί Αληθείας. Γενικώς η αλήθεια είναι η οδός που καλούμαστε να βαδίζουμε ως Ορθόδοξοι.
Στην αυριανή ευαγγελική περικοπή όμως, ακούμε να εκφράζεται η αλήθεια μέσα από τα στόματα των δαιμόνων. Και είναι μια από τις λίγες φορές που το συναντάμε αυτό. Εκεί στην έρημο της χώρας των Γεργεσηνών, βλέπουμε δυο δυστυχισμένους ανθρώπους να ταλαιπωρούνται από τα δαιμόνια. Τους τυραννούν, τους κάνουν ράκη και τους απομονώνουν από την υπόλοιπη κοινωνία, τους καθιστούν φόβο και τρόμο για τον υπόλοιπο κόσμο.
Ώσπου αντικρύζουν τον Χριστό και τότε τα δαιμόνια χάνουν τον έλεγχο, πανικοβάλλονται. Μέσα από την ανθρώπινη όψη Του διακρίνουν τον Λυτρωτή των ψυχών και των σωμάτων. Και αναγκάζονται να ομολογήσουν με παρρησία “Τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;”[2] Αναρωτιούνται και μέσα από αυτή την απορία τους ουσιαστικά εκφράζεται η ομολογία τους, πως ανάμεσα στο Χριστό και στο Διάβολο δεν υπάρχει κανένα στοιχείο συνύπαρξης και συμπόρευσης. Υπάρχει μόνο ένα αγεφύρωτο χάσμα, αφού ο Χριστός και ο διάβολος βρίσκονται στα δυο αντίθετα άκρα. Και αυτά τα αντίθετα άκρα είναι η αλήθεια και το ψέμα. Είναι το Φως και το σκοτάδι.
Αλήθεια και ψέμα….. Η αντίθεση ανάμεσα στον Διάβολο και στον Θεόν είναι συνέπεια της ουσιαστικής αλλαγής που υπέστη ο δεύτερος κατά την πτώση του, μετά από την ανταρσία, η οποία τον μετάλλαξε από Άγγελο σε διάβολο.
Ήταν Άγγελος, μπορούσε να ακούει, να νοιώθει και να διακονεί τον Θεόν. Η πονηρία και ο εγωισμός όμως τον έριξαν στο βυθό της πτώσης. Από υπηρέτης του Θεού έγινε επώνυμος και πηγή του κακού. Από Άγγελος και εκπρόσωπος της αγνείας και της γαλήνης, έγινε εκπρόσωπος της φθοράς και της αναστάτωσης. Η αγγελική μορφή του μετατράπηκε σε μια αποτρεπτική και τρομερή απεικόνιση ενός κερατοφόρου τερατοειδούς μορφώματος. Κι έτσι δημιουργήθηκε το χάσμα.
Στη μία άκρη είναι ο Χριστός και μας συστήνεται “ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια”[3] και ζητάει και από εμάς να είμαστε υπήκοοι αυτής της διδασκαλίας Του και να είμαστε άνθρωποι της αληθείας και της ειλικρίνειας.
Στην άλλη άκρη ο διάβολος, τον οποίον μας συστήνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης λέγοντας ότι “ἐκεῖνος ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς καὶ ἐν τῇ ἀληθείᾳ οὐχ ἕστηκεν… ὅτι ψεύστης ἐστὶ καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ.”[4] Είναι εκείνος που έχει το ψέμα ως κέντρο αναφοράς και ύπαρξής του. Είναι αυτός που κάνει τα πάντα ώστε να προβάλει το ψεύδος ως αλήθεια και να το περιβάλει με τον μανδύα της υποκρισίας ώστε να φαίνεται ως αληθές και να τυγχάνει της άδολης αποδοχής από τον αθώο και αφελή αποδέκτη.
Φως και σκοτάδι…. Το χάσμα ακόμα πιο ευρύ, πιο βαθύ. Ο διάβολος εργάζεται και καθίσταται καταλύτης κάθε ηθικής αξίας και αρετής. Ο Μέγας Απόστολος των Εθνών Παύλος τον χαρακτηρίζει και τον παρουσιάζει ως τον ηγέτη και πρώτον από τους “κοσμοκράτορας τοῦ σκότους”[5].
Από την άλλη ο Χριστός είναι “τὸ Φῶς τοῦ κόσμου·”[6] και καλεί τον άνθρωπο να Τον ακολουθήσει ώστε να μην βρεθεί, σαν χαμένος οδοιπόρος, στο δρόμο του σκότους και να κερδίσει το αιώνιο φως της ζωής.[7] Είναι αυτός που επιβεβαιώνεται από την γραφίδα του ευαγγελιστή της Αγάπης, πως “ὁ Θεὸς φῶς ἐστι”[8] και που καλούμαστε να εργαζόμαστε μαζί Του και κάτω από τις δικές Του προτροπές και διδαχές αφού “πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς”[9] ενώ “ὁ δὲ ποιῶν τὴν ἀλήθειαν ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς” [10].
Κι έτσι είναι εμφανές και κατανοητό από τον καθένα μας, πως η αντίθεση αυτή που ομολογεί ο διάβολος, μέσα από την αδυναμία του, αλλά και μέσα από την αναγνώριση της υπεροχής του Χριστού, ότι αυτό το χάσμα μεταξύ τους είναι όχι μόνο μέγα αλλά και δεν υπάρχει σημείο σύγκλισης. Δεν υπάρχει περίπτωση να υπάρξει ο άνθρωπος και στα δυο σημεία. Θα πρέπει να κάνουμε τις επιλογές μας.
Μέσα λοιπόν από την ευαγγελική περικοπή, των δαιμονιζομένων της χώρας των Γεργεσηνών, ξεδιπλώνεται η προσωπικότητα του διαβόλου και ταυτοποιείται η καταδυνάστευσή του έναντι των ανθρώπων που πέφτουν στην παγίδα του, παραμονεύοντας πάντα και ψάχνοντας για το επόμενο θύμα του, καθότι “ὁ ἀντίδικος ὑμῶν διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ”[11].
Ενώ από την άλλη πλευρά επιβεβαιώνεται, για μια ακόμη φορά, η παντοδυναμία του Θεού και η λυτρωτική Του χάρη και ενέργεια προς τον άνθρωπο, ο οποίος ικετευτικά πάντοτε Τον παρακαλεί “ ῥῦσαι ἡμᾶς ἐκ τῆς καταδυναστείας τοῦ Διαβόλου”[12].
[1] Ιω. 14, 6
[2] Ματθ. 8, 29
[3] Ό.π.
[4] Ιω. 8, 44
[5] Εφεσ. 6, 12
[6] Ιω., 8, 12
[7] Ό.π.
[8] Α’ Ιω. 1, 5
[9] Ιω. 3, 20
[10] Ιω. 3, 21
[11] Α’ Πέτρ. 5, 8
[12] Ά ευχή Γονυκλ. Πεντηκοστής