Περί τηλεοπτικώς θρησκευομένων και μετανοούντων αμαρτωλών

Του Πανοσιολ. Αρχιμ. Τιμοθέου Γεωργίου, Προϊσταμένου του Ιερού Ναού Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Χαροκόπου Καλλιθέας

Πόσο πρόθυμοι είμαστε για να ρίχνουμε τον λίθο του αναθέματος, θέτοντας την Εκκλησία σε άσοφες αντιπαλότητες, παίρνοντας το μέρος  υπέρ της προβολής μιας ταινίας που την εκτρέπει από την μυστηριακή της άβυσσο και τον εσχατολογικό της πλούτο. Ταυτόχρονα ανοίγουμε την πόρτα στην υπεράσπιση Της από αυτόκλητους ψευδοπροφήτες, μισαλλόδοξους και φανατικούς, σε ένα πλήθος που δεν είναι Εκκλησία αλλά εξουσιάζει επί της Εκκλησίας,ως εωσφορικό κίνημα ακροτήτων. Πύρινες καταδίκες που ποινικοποιούν την όποια έκφραση κριτικής για την ταινία με περιεχόμενο την ζωή του Αγίου Παϊσίου στη διαδικτυακή αρένα.Ανακαλύπτουμε ασεβείς και αντίχριστους εχθρούς προς τους οποίους εκφράζουμε τον «θυμό» μας διαθέτοντας εύκολα «πιστόμετρα» και τους καθίζουμε στο σκαμνί του κατηγορουμένου.

Ως μέλη της εσταυρωμένης Εκκλησίας δεν ξέρω πόσο δικαιούμαστε να ασκούμε μεταφυσική βία επί των «εκτός» αδελφών όσο και αν εκείνοι το πράττουν ασυνείδητα; Πόσοι από αυτούς δεν αποτελούν σπουδαία πλην ανώνυμα μέλη της για τα οποία δεν λειτούργησε ακόμα η μέριμνά της, γιατί λησμονούμε ότι δεν κληθήκαμε να κρίνουμε κανένα αλλά να μαρτυρούμε τον Σταυρό και την Ανάστασή Του;Όσοι ανήκουν στους τηλεοπτικώς και προσφάτως θρησκευόμενους αδελφούς και γίνονται χειροκροτητές μιας στρατευμένης τέχνης, εφήμεροι υποστηρικτές θρησκευτικών υπερβολών του θυμικού, βιώνουν την Εκκλησία της συνάντησης προσώπων και της όντως σχέσης ως θρησκεία και μια θρησκεία δεν διακηρύττει την νίκη της ένσαρκης αλήθειας, «ξεσαρκώνει» το μόνο καινό υπό τον ήλιο θαύμα της παρουσίας του αόρατου Θεού στον κόσμο εν Χριστώ.

Τα νέα τηλεοπτικά συναξάρια δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως πρόκληση για την αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας, καθώς εισάγουν ένα ιδιόρρυθμο ατομισμό που παραβλέπει την σωματική κοινωνία των ανθρώπων, δίνοντας την ψευδαίσθηση που αλλοιώνει την ταυτότητα της Εκκλησίας ως Σύναξης «επί το αυτό». Στην Ευχαριστία, όπου αποθησαυρίζονται αγιογραφίες που παραπέμπουν στην αναστάσιμη χαρά των μελλόντων, εν αντιθέσει προς την φωτογραφία ή τον κινηματογράφο που δεν εντάχθηκαν ποτέ στη λειτουργική χρήση της Παράδοσης, ως σχήματα που υποτάσσονται στην ιστορική αναγκαιότητα, στον πτωτικό χρόνο που γίνεται παρελθόν και έχουν χαρακτηριστεί εύστοχα «θανατογραφίες». Με άλλοθι μια«ψυχολογικού» τύπου«ενίσχυση» των πιστών κάποιοι θρησκευτικοί φορείς προασπίζονται ως νόμιμη την εισβολή της εικονικής πραγματικότητας μέσα από το δούρειο ίππο ιστορικών βιογραφιών που παρουσιάζουν «κομμάτια» από τη ζωή Αγίων. Παρά την καλλιτεχνική τους αξία και τις ευλαβείς απόπειρες που γίνονται,παραμένουν θέαμα που φιλοδοξεί να γίνεται ευπώλητο, θέαμα που επενδύει στην εξουσία της εικόνας,που επιβάλει δικούς του όρους και έχει αυτόνομη ιδεολογία. Εκτός αυτού η ταινίες αυτού του είδους προβάλλουν πρότυπα παραδοσιακής εμφάνισης κληρικών (μακριά γενειάδα και κοτσίδα), μοναχικές πρακτικές στάσεων προσευχής, πρότυπα«υπάκουης» γυναίκας που κρατείται (μέσα από τη θρησκεία) αφοσιωμένη αλλά με υποβαθμισμένη θέση, στο «βασίλειο» της οικογένειας.  Ο άνδρας έχει θέση κεφαλής, πρώτου που αναγνωρίζει κάποια δικαιώματα και με την αγάπη της γυναίκας προς τον άνδρα που είναι «…ευλαβητική και χρεωστουμένη…» είναι ξεκάθαρες οι ανδροκρατικές θέσεις μιας πατριαρχικής εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί και δεν έχουν σχέση με τις παρούσες κοινωνικές συνθήκες. Οι όροι marketing που ρυθμίζονται από το θεό της εικόνας, αντί για τον προσωπικό Θεό της Εκκλησίας,που γίνεται αφορμή διαπληκτισμών και σχισμάτων και φιλοδοξεί να εγκλωβίσει σε εποχές περασμένων μεγαλείων. Εκφράζει νοσταλγία για αλησμόνητες πατρίδες του έθνους αλλά δεν ζει το όραμα της οικουμενικής πατρίδας του μέλλοντος Γένους.

Διαπραγματεύεται τα θαυμάσια μεγαλεία του Θεού ως πράγματα κοινά και αποτελεί παραφθορά του Εκκλησιαστικού γεγονότος, μέσα από καρικατούρες «χάρτινων»αγίων,ακατάλληλων για να παραπέμψουν στην Αγιότητα, ή και να την υπαινιχθούν. Άλλο ίωση που δεν μπορεί να γίνει δεκτή στην Εκκλησία, ούτε όταν επί ματαίω κληρικοί που έχουν τη διακονία  της πρόσκλησης σε ζώσα μετοχή  κοινής εμπειρίας και βιωματικής σχέσης με το Σώμα του Χριστού προτείνουν από τη θέση του κριτικού κινηματογράφου,την ταινία.

Δεν είναι σαν να συνθηκολογούμε με την σωματική απουσία των αδελφών από την προσωπική συνάντηση όταν ανταλλάσσουμε την μυστηριακή διακονία προς τις μοναδικές προσωπικές υπάρξεις με την απρόσωπη παρακολούθηση ταινιών ή με την κατασκευή «κατανυκτικής ατμόσφαιρας»; Τι μπορούν να προσφέρουν οι εντυπωσιασμοί ηθικοδιδακτικής χροιάς, μέσα στην Εκκλησία που διασώζεται η προσωπική σχέση, όπου κανένας σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα και δεν δικαιολογείται να αναδύεται μια νοερή λατρεία, χωρίς τη σωματική παρουσία των πιστών, στο εκάστοτε«σήμερον της σωτηρίας»;

Μπορούμε τελικά να μετέχουμε άϋλα στο λησμονημένο όραμα της Αγιότητας, με το κριτήριο του τι ευχαριστεί, τι «αναπαύει» -μέσα από γλυκερούς συναισθηματισμούς -λαϊκισμού της τηλεοπτικής κατανάλωσης«μαζών», μέσω της προβολής εξιδανικευμένων χαρακτήρων; Σε τελική ανάλυση πως μια εικόνα κρίνει αλλά δεν κρίνεται από την Εκκλησία που εισέρχεται στην Ιστορία, με κριτήρια το Σταυρό του Χριστού, το αίμα των μαρτύρων, τους ελάχιστους των Μακαρισμών; Από την Εκκλησία που δίνει στην Ιστορία το μέλλον της, τη μεταμορφώνει σιωπηλά «σε στίβο όπου παίζεται ένα ζωτικό δράμα ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, τη σωτηρία και την απώλεια, τη ζωή και το θάνατο, σε ένα στοίχημα που παίζεται στο ιερό των καρδιών και όχι μπροστά σε προβολείς που τυφλώνουν.

Έξω από τη σχέση με την ομορφιά που θα σώσει τον κόσμο, μακριά από την ενυπόστατη αλήθεια που ελευθερώνει και σώζει στο πλήρωμα της αγάπης, ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την απουσία νοήματος στην εικόνα που μεταλλάσσεται σε απογοήτευση και γίνεται θέμα για το θεάτρου του παραλόγου. Δεν μπορούμε να προσδοκούμε από το θέαμα να λειτουργήσει μεταμορφωτικά όταν βρισκόμαστε στη θέση της άνετης παρακολούθησης του σπιτιού μας, που δεν έχει την δυνατότητα να αποδώσει το βίο ενός Αγίου προσώπου όταν αποστασιοποιείται από χειροπιαστές σχέσεις αγάπης και ελευθερίας. Μέσα όχι από την ιδέα ή από την εικόνα αλλά από τον ίδιο τον άλλο ως συναμαρτωλό, συνοδοιπόρο αλλά και εν δυνάμει Άγιο.


Έχει ανάγκη αναπαράστασης για να είναι «πιστή» πίστη, η υπέρλογη προσωπική σχέση, ως άθλημα ελευθερίας στην αμοιβαιότητα της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο και του ανθρώπου προς το Θεό;

Στην ελεύθερη άσκηση της αγάπης προς το Θεό και τον πλησίον έξω από την ενότητα φιλοθεΐας και φιλανθρωπίας που δίνει περιεχόμενο στη μαρτυρία και στο μαρτύριο της Εκκλησίας, ιδιαίτερα εκείνης που επιμένει να ονομάζεται Ορθόδοξη, όπως αναφέρει και ο Μακαριστός π. Μιχαήλ Καρδαμάκης;

Δεν αμφισβητώ αξίες πολιτισμού, φιλανθρωπία της τέχνης,ήτα ταλέντα. Υπερασπίζομαι τη θέση της Εκκλησίας που βρίσκεται στη σκηνή της Μεταμόρφωσης, όπου το βίωμα παραπέμπει στη μέθεξη Θεού, εκεί όπου κανένα σενάριο – όσο πιστό και αν είναι, καμία εικόνα όσο υψηλή ανάλυση και αν έχει και κανένας ηθοποιός με όσο χάρισμα και αν διαθέτει, δεν μπορεί να υποκαταστήσει.Το μυστήριο της ήσυχης αλλά υπαρκτής παρουσίας(που συχνά βιώνεται και ως απουσία) Του δεν συγκρίνεται με  ρόλους υποκατάστατα, διότι υπάρχει διάκριση και οριοθέτηση στους ευλαβείς «παρακολουθούντες» και στην κοινότητα των μετανοούντων αμαρτωλών, που γίνονται αδιάκοπα Εκκλησία και Ευχαριστία, συνάγονται μέσα σε πλέγμα κοινωνίας, με κέντρο αναφοράς τον Χριστό. Ας διαφυλάξουμε τον πυρήνα της εκκλησιαστικής ζωής, με την ευθύνη που μας αναλογεί και με τη σκέψη ότι στην Εκκλησία τον τελευταίο λόγο δεν έχει το «φαίνεσθαι» της εικονικής πραγματικότητας αλλά η όντως Ζωή, δηλαδή ο Χριστός.

Διαβάστε ακόμα