Του Ιωάννου Π. Μπουγά – Θεολόγου
Στις 23 Φεβρουαρίου του έτους 1921 επισκέφθηκε την πόλη της Καλαμάτας ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Φώτιος. Ο Πατριάρχης Φώτιος Περόγλου υπήρξε μια από τις σπουδαιότερες εκκλησιαστικές προσωπικότητες του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε το έτος 1853 και σε ηλικία 29 ετών εξελέγη Πατριάρχης Ιεροσολύμων αλλά ακυρώθηκε η εκλογή του από το τουρκικό καθέτως. Το 1900 εξελέγη Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Υπήρξε ένας από τους διαπρεπέστερους εκκλησιαστικούς ρήτορες. Αγαπούσε τα γράμματα, ίδρυσε Πατριαρχικό Τυπογραφείο και εξέδιδε τα περιοδικά «Εκκλησιαστικός Φάρος» και «Πάνταινος». Ίδρυσε επίσης πολλά εκπαιδευτικά ιδρύματα, πολλούς ναούς και στήριξε πνευματικά και υλικά τον Ελληνισμό της Αφρικής. Συμμετείχε σε διομολογιακά συνέδρια και ήταν υπέρμαχος του διαλόγου μεταξύ των Εκκλησιών. Το 1925 στην Αγγλία συμμετείχε στους εορτασμούς για την επέτειο των 1600 χρόνων από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο.
Το έτος 1921 ευρίσκεται στην Ελλάδα και πορευόμενος προς την Αθήνα διήλθε και απο την Καλαμάτα. Η εφημερίδα ΣΗΜΑΙΑ ΚΑΛΑΜΩΝ στις 24 Φεβρουαρίου 1921 ανέγραφε: «Η Α. ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΣ Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΔΙΗΛΘΕΝ ΕΚ ΚΑΛΑΜΩΝ».
Στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας πραγματοποιήθηκε υποδοχή απο τις αρχές και τον λαό της πόλης. Ο Πατριάρχης αφίχθη στο λιμάνι της Καλαμάτας στις 10 το πρωί με το Αυστριακό ατμόπλοιο «Λόυδ», προερχόμενο από την Αλεξάνδρεια. Η υποδοχή ήταν πάνδημη όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η εφημερίδα: «γνωσθέντος δε θετικής ειδήσεως της «Σημαίας» ότι το ατμόπλοιον, εφ’ ού επιβαίνων ο Παναγιώτατος, θα κατέπλεεν εις τον λιμένα μας περί την 9ην πρωινήν, κατήλθεν εις την παραλίαν πλήθος συμπολιτών και σύμπας ο Κλήρος της πόλεως όπως δεξιωθώσιν τον διαπρεπή Ιεράρχην».
Στο πλοίο επιβιβάστηκε ο τότε Επισκοπικός Επίτροπος και μαζί του ανήλθαν ο Νομάρχης, ο Δήμαρχος Καλαμάτας Παναγιώτης Σάλμας, ο Μέραρχος, ο Φρούραρχος, ο Λιμενάρχης, ο Διευθυντής του Τελωνείου, ο Διευθυντής της Αστυνομίας και άλλοι επίσημοι. Όλοι αυτοί υπέβαλαν «τους ευλαβείς χαιρετισμούς της Μεσσηνιακής Πρωτευούσης».
Ο Πατριάρχης συγκινημένος απο την θερμή υποδοχή των αρχών και τις ευγενικές εκδηλώσεις αγάπης προς το πρόσωπό και αφού ευχαρίστησε τους εκπροσώπους της Εκκλησίας και της Πολιτείας αποβιβάστηκε μαζί με την ακολουθία του.
Ο λαός της Μεσσηνίας γνωρίζοντας το έργο του Πατριάρχη στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας, την προσφορά του στον Ελληνισμό, τον πράο και ανεξίκακο χαρακτήρα του, τον ανέμενε στην προκυμαία και «επευφήμησε τον Παναγιώτατον ενθουσιωδώς». Συγκινημένος ο Πατριάρχης μαζί με τον λαό και τις αρχές κατευθύνθηκε στον Μητροπολιτικό Ναό της Υπαπαντής του Χριστου, ο οποίος ευρίσκεται σε ικανή απόσταση απο το λιμάνι όπου και εψάλη δοξολογία.
Μετά την Δοξολογία ο Πατριάρχης «εν βαθυτάτει συγκινήσει» κατέθεσε λόγους ευαγγελικούς και «απηύθυνεν ένθερμον ευχαριστίαν προς τον Ύψιστον, διότι κατηξίωσεν Αυτόν όπως πατήση το ελεύθερον έδαφος της πατρίδος και ηυχήθη στον παρεστώτα λαόν». Στη σύντομη αυτή προσλαλιά του καταφαίνεται ότι θεωρεί την Ελλάδα Πατρίδα του, αφού και αυτός είχε γεννηθεί σε ελληνικό έδαφος την Τήνο, αλλά το κυριώτερο είναι πως θεωρεί ότι μεταξύ του λαού της Ελλάδος και αυτού της Αλεξάνδρειας που ποιμαίνει, υπάρχει ενότητα πρωτίστως εκκλησιαστικη και ακολούθως εθνική. Το πλήθος «εξερράγη εις ζητωκραυγάς υπέρ του Παναγιωτάτου» και στη συνέχεια ο Πατριάρχης «μετέβη εφ’ αμάξης εις το Επισκοπικόν Μέγαρον όπου και κατέλυσεν». Αργότερα επισκέφθηκε τις Αρχές της πόλεως.
Αν και η επίσκεψη ήταν ανεπίσημη και χωρίς να έχει προηγηθεί πρόσκληση εκ μέρους του Δήμου ή της τοπικής Εκκλησιαστικής Κοινότητας, οι εκδηλώσεις αγάπης προς το πρόσωπό του εκ μέρους των κατοικων της Καλαμάτας ήταν ενθουσιώδεις.
Την επομένη ημέρα αναχώρησε σιδηροδρομικώς για την Αθήνα, προκειμένου να παραστεί στη στέψη της Πριγκίπισσας Ελένης, κόρης του Βασιλιά της Ελλάδος Κωνσταντίνου Α’. Η Πριγκίπισσα παντρεύτηκε τον Βασιλιά της Ρουμανίας Κάρολο Β’, και αργότερα χαρακτηρίστηκε ως «Δίκαιος των Εθνων» για την προστασία των Εβραίων της Ρουμανίας απο τους διωγμούς των ναζί.
Οπως αναφέρεται στην Εφημερίδα Σημαία Καλαμών: «Ο Παναγιώτατος έμεινε κατενθουσιασμένος εκ της γενομένης αυτώ δεξιώσεως και απεκόμισεν αρίστας εντυπώσεις εκ της πόλεως».