Του Ἀρχιμ. Εὐθυμίου Θεοδωροπούλου (Βουλκανιώτου), Ἐφημερίου Ἱ.Ν. Ἁγίας Αἰκατερίνης Καλαμάτας
Τήν 18ην Αὐγούστου ἐ. ἔ. ἐσυμπληρώθησαν 166 ἔτη ἀπό τῆς μοναχικῆς κουρᾶς καί ἀφιερώσεως, ἑνός ἐκ τῶν λογιωτέρων πατέρων καί ἀδελφῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βουλκάνου, ὁ ὁποῖος καί ἀνεδείχθη Ἡγούμενος αὐτῆς, τοῦ ἀειμνήστου Ἀρχιμανδρίτου Δαμιανοῦ Μιχαλοπούλου. Ἐγεννήθη στό χωρίον Ἀλώνια τοῦ τέως Δήμου Ἄρεως πλησίον τῆς Καλαμάτας, ἀπό Λευϊτική οἰκογένεια, τό ἔτος 1824 καί τό κατά κόσμον ὄνομά του ἦταν Δημήτριος. Στήν ἡλικία τῶν 25 ἐτῶν προσῆλθε ὡς Δόκιμος στήν πλησίον τῆς γενέτειράς του Ἱ. Μονήν Βουλκάνου τήν 25ην Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 1848, καί ἐκάρη Μοναχός τήν 18ην Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1858, μετονωμασθείς Δαμιανός. Κατά τό ἔτος 1861 ἐχειροτονήθη ὑπό τοῦ Μητροπολίτου Μεσσηνίας Προκοπίου (μετέπειτα Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν) Διάκονος καί Πρεσβύτερος, λαβών ἐν συνεχείᾳ καί τό ὀφφίκιον τοῦ Ἀρχιμανδρίτου. Ὑπῆρξε πράγματι ἕνας ἐκ τῶν λογιωτέρων πατέρων τῆς Μονῆς μας, πρᾶγμα τό ὁποῖον μαρτυροῦν τά κείμενά του στό Βιβλίον Πράξεων τῆς Μονῆς. Τά κείμενα αὐτά, ὡς εἶναι ἐμφανές ἀπό τόν γραφικό χαρακτῆρα τους, εἶναι δικῆς του συγγραφῆς, διότι ταυτίζονται μέ τό ἰδιόχειρον τῆς ὑπογραφῆς του. Τό ἔτος 1874 μάλιστα, ἐξέδωσε στήν Καλαμάτα καί βιβλίο ὑπό τόν τίτλον «Τά δάκρυα τῆς μετανοίας».
Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Δαμιανός διετέλεσε ἡγούμενος τῆς Μονῆς Βουλκάνου ἐπί μίαν ἑξαετίαν περίπου, κατά τά ἔτη 1879 – 1885 καί διακρίθηκε γιά τήν προσπάθειά του νά ἐπαναφέρη τήν λειτουργία τῆς Μονῆς ἐπί τό πνευματικώτερον καί ἰδιαιτέρως ὡς πρός τό κοινοβιακόν σύστημα διαβιώσεως καί λειτουργίας της, κατά τά πρότυπα τῶν κοινοβιακῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὅπως διαπιστώνεται ἀπό τό Βιβλίον Πράξεων τῆς Μονῆς τῆς περιόδου ἡγουμενίας του, ἀποφασίζονται συλλογικά αὐτές οἱ παρεμβάσεις του. Ἡ ἐκλογή του ἔγινε τήν 30ην Σεπτεμβρίου καί τήν 8ην Ὀκτωβρίου ἡ ἐγκαθίδρυσή του, τό ἔτος 1879. Κατά τήν ἡμέραν τῆς ἐγκαθιδρύσεώς του (ἐνθρονίσεως), ἀπευθύνθηκε πρός τούς πατέρες τῆς Μονῆς, εὐχαριστῶν πρωτίστως αὐτούς γιά τήν τιμή πού τοῦ ἐπεφύλαξαν, ἀλλά, καί προδιαγράφοντας τίς ἀρχές του, βάσει τῶν ὁποίων ἐπιθυμοῦσε νἀ ἀσκήση τά καθήκοντά του. Μέ καρδιακούς λόγους ἀναφέρει τά ἑξῆς, τά ὁποῖα μαρτυροῦν τά βαθύτατα αἰσθήματα εὐθύνης τά ὁποῖα τόν διακατέχουν: «Ἀδελφοί συμμονασταί! Ἀναβιβάσαντές με εἰς τό ὑψηλόν τοῦ Ἡγουμένου ἀξίωμα, σπεύδω νά ἐκφράσω ὑμῖν τάς ἐγκαρδίους εὐχαριστίας μου, καί νά δηλώσω τάς ἀρχάς μου, ἐπί τῇ βάσει τῶν ὁποίων ἀνέλαβον τό ὑψηλόν τοῦτο ἀξίωμα, καί τοῦ ὁποίου τό ὕψος ἀναλογιζόμενος, θεωρῶ αὐτό δυσχερές δι᾿ ἐμέ· εὐελπίζομαι ὅπως νά διατηρήσω αὐτό ἄθηκτον καί ἀλώβητον εἰς τήν μετά Θεόν εὐγενῆ καί ἀδελφικήν σύμπραξιν ὑμῶν εἰς τά ἐπιβληθέντα μου χρέη, καί τῆς ὁποῖας πέποιθα, ὅτι δέν θέλω στερηθῆ, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι μοί ἐνεπιστεύθητε τήν Ἡγουμενικήν Πατρότητα ἐπί τά καθήκοντα αὐτῆς, καί τήν ὁποίαν, δέομαι τῷ ὑψίστῳ, νά παραδώσω πρός ἕτερον ἄγαν ἱκανώτερόν μου, καί πρός αὐτόν τόν Δημιουργόν τῆς κτίσεως, ὡς ἱεράν καί ἄμωμον παρακαταθήκην».
Ὁ ἡγούμενος Δαμιανός ἐπροσπάθησε νά ἐπαναφέρη τήν Μονή ὡς πρός τήν λειτουργία της, στά μοναστικά πρότυπα τῶν ὀργανωμένων Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, διότι ὅπως συμπεραίνεται ἐκ τῶν σημειώσεών του στό Βιβλίον Πράξεων τῶν ἐτῶν τῆς ἡγουμενίας του, ἡ Μονή λειτουργοῦσε ὡς ἰδιόρυρθη καί αὐτές οἱ λατρευτικές ἀκολουθίες ἀκόμα δέν τελοῦνταν ἐπακριβῶς κατά τήν μοναστικήν τάξιν. Γιά τόν λόγον αὐτόν ἀποφασίζει τήν τέλεσιν τῶν ἀκολουθιῶν ὁρίζοντας καθ᾿ ἑβδομάδαν ἐφημέριον, ὁ ὁποῖον θά ἀκολουθῆ τό τελετουργικό ἀμφιέσεως τῶν Μονῶν: «…ἐν τῷ ἑσπερινῷ καί τῷ ὄρθρῳ, ἐκφωνῇ ὁ κατά καιρόν ἐφημέριος τῆς Μονῆς μας τό ‘’εὐλογητός ὁ Θεός’’ φορῶν ἐπιτραχήλιον· πρός δε προτείνει, ἵνα καθ᾿ ἑκάστην ἐν τῷ ἑσπερινῷ θυμιᾷ ὁ ἐφημέριος φορῶν τό καλυμμαύχιόν του καί τό ῥάσον του, ὡσαύτως ἐν τῷ ὄρθρῳ, ψαλλομένης τῆς τιμιωτέρας, πρός τούτοις προτείνει, ἵνα ἐν τῷ ὄρθρῳ ἀναγινώσκεται καθ᾿ ἑκάστην ὁ τῆς ἡμέρας ἀπόστολος καί τό ἱερόν εὐαγγέλιον», ἐπίσης, προτείνει κατά τήν ἐκτενῆ δέηση τοῦ ἑσπερινοῦ καί τοῦ ὄρθρου νά μνημονεύονται παρά τοῦ ἐφημερίου «ὀνόματά τινά ἐκ τῶν ἐν τῇ παῤῥησίᾳ ἐκφωνήσεων καί προθέσεων γεγραμμένα».
Ἐν συνεχείᾳ, ἀποφασίζει τήν καθιέρωση τῆς κοινῆς τραπέζης γιά ὅλους τούς μοναχούς καί «ἐν ὥρᾳ τοῦ φαγητοῦ νά γείνηται ἀνάγνωσις διαφόρων συγγραμμάτων ἐκκλησιαστικῶν». Ἐξ αὐτῶν διαφαίνεται ὅτι ἐγνώριζε τήν μοναστική τάξη τῶν ὀργανωμένων κοινοβίων καί μάλιστα γιά τήν ἀκριβῆ ἐκτέλεση τῶν διακονιῶν αὐτῶν διορίζει «ἐκκλησιαστικόν», γιά τόν ναό καί τίς ἀκολουθίες, «τραπεζάρη» μέ δύο δοκίμους βοηθούς γιά τήν εὐταξία τῆς κοινῆς τραπέζης, «σκευοφύλακα» γιά τήν προστασία τῶν κειμηλίων τῆς Μονῆς, «φούρναρη» καί «μάγειρα», καθώς ἐπίσης καί ὑπεύθυνον τοῦ «κελλαρίου… ἵνα ἐπιτηρῇ πρός ἀσφάλειαν ἅπαντα τά ἀνήκοντα ἐν τῷ κελλαρίῳ». Ἐν συνεχείᾳ καί μέ τήν σύμφωνο πάντοτε γνώμη τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου, διορίζει ἕναν Ἱερομόναχο ὡς Σκευοφύλακα τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ καί τοποθετεῖ ἕνα Μοναχό ὡς ὑπεύθυνο μετά δύο Δοκίμων ὡς βοηθῶν, γιά τήν ὑποδοχή καί φιλοξενία τῶν ἐπισκεπτῶν τῆς Μονῆς. Ἐξ ὅλων αὐτῶν τῶν παρεμβάσεών του ὡς πρός τήν κατά τά μοναστικά πρότυπα λειτουργίαν τῆς Μονῆς, διαφαίνεται ἡ μοναστική παιδεία τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος καί ἡ ἀγάπη του γιά τήν Μονή τῆς μετανοίας του, τήν ὁποίαν προσπαθεῖ νά ἀναδείξη καί προάγη ἐπί τό πνευματικώτερον.
Ἐργάσθηκε ἐπίμονα γιά τήν διασφάλιση τῆς μεγάλης περιουσίας τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία περιελάμβανε τόσον ἀγροκτηνοτροφικές ἐκτάσεις, ἐλαιῶνες καί ἀμπελῶνες, ὅσον καί ἀστικά κτηριακά συγκροτήματα. Ἐπίσης ἐνδιαφέρθηκε γιά τήν προστασία τοῦ ἐν Σμύρνῃ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας εὑρισκομένου Μετοχίου τῆς Μονῆς, τοῦ ὀνομαζομένου «Φασουλᾶ», γιά τό ὁποῖον μέσῳ παρεμβάσεών του στήν Ἑλληνική Κυβέρνηση ἐκατάφερε νά ἐξασφαλίση καί ἑδραιώση ἐκ καταπατητῶν καί σφετεριστῶν. Ἡ ἐν γένει δραστηριότητα τοῦ Ἡγουμένου Διαμιανοῦ ὑπῆρξε ὄντως θαυμαστή γιά τήν ἐποχή του καί ἡ σκέψις του πρωτοπόρος. Ἐκοιμήθη εἰρηνικά ὡς Προηγούμενος τῆς Μονῆς, τήν 18ην Ἰουλίου τοῦ ἔτους 1901, εἰς ἡλικίαν 77 ἐτῶν.
Ἀντί ἐπιλόγου, παραθέτωμε ἐπιγραμματικῶς κάποιες ἀπό τῆς παρακαταθῆκες τοῦ Γέροντος, ὅπως αὐτές ἀποτυπώνονται στήν ὁμιλία του πρός τούς πατέρας καί ἀδελφούς τῆς Μονῆς, κατά τήν ἡμέραν τῆς ἐνθρονίσεώς του ὡς Καθηγουμένου αὐτῆς καί καταγράφονται στό Βιβλίον Πράξεων, τήν δέ ὀρθογραφίαν σέ ὅλες τῆς παραθέσεις τοῦ παρόντος, διατηρήσαμε ὡς ἔχουν:
« Ἡ πρός ἀλλήλους ἀγάπη, δι᾿ ἧς καί μόνης θέλομεν δυνηθῆ νά πράξωμεν καί ἡμᾶς αὐτούς καί τήν Μονήν ἡμῶν ἐπί τό βέλτιον, καί γείνομεν ἀληθεῖς Μοναχοί, ἀληθείς λέγω μαθηταί τοῦ διδασκάλου ἡμῶν εἰπόντος «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε ἐάν ἀγάπην ἔχετε ἐν ἀλλήλοις» καί παράδειγμα τοῖς Χριστιανοῖς πᾶσι ἀδελφικῆς συμβιώσεως συγχωροῦντες, ὅτι ὁ εἷς τοῦ ἄλλου μικρόν ἤ μεγάλον κακόν καθ᾿ ὅ ἄνθρωπος ἐπροξένησε, καί ἀπαλείφοντες αὐτό ὅλως ἐκ τῆς μνήμης ἡμῶν, ἵνα μή ἐρημώσῃ ὁ πειράζων διά τῆς διαιρέσεως ἡμᾶς, ἀλλ᾿ ἡμεῖς διά τῆς ἐνώσεως ἡμῶν, συντρίβομεν τό κέντρον αὐτοῦ.
Ἐάν τινές ποτε ἤθελον ἐρίζησθε περί τινος, νά προσκαλοῦμεν αὐτούς καί συμβιβάζομεν.
Ἰσότης ἐν πᾶσι καί εἰλικρίνεια.
… συντήρησις ἑνός λαϊκοῦ καί δύο Μοναχῶν τῆς Μονῆς μας διά μισθοδοσίας… μέχρι τῆς ἀποφοιτήσεως τῶν σπουδῶν των, καί τοῦτο διότι ὀφείλομεν νά φανῶμεν εὐεργετικοί πρός τούς ὁμοίους ἡμῶν, καί ζηλωταί πρός τήν παιδείαν.
Ἡ τακτική φοίτησις ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πάντων, πλήν τῶν μή δυναμένων ἐξ ἀσθενείας,… καί ἡ πρόθυμος καί μετά ζήλου ἐκπλήρωσις πάντων τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων ἡμῶν.
Αὗται εἰσιν αἱ ἀρχαί μου, ἅς ὑποβάλλω ἡμῖν, δεόμενος νά τύχωμεν εὐμενοῦς ὑποδοχῆς παρ᾿ ὑμῶν… Εἰς πάντα θέλω ἐπικαλοῦμαι τήν σύμφωνον σύμπραξιν πάντων ὑμῶν. Ἀπονέμων καί αὗθις τάς εὐχαριστήσεις μου πρός ἅπαντας ὑμᾶς, καί τά σέβη μου πρός τούς σεβαστούς Γέροντας, καί θεωρῶ ἐμαυτόν ἐλάχιστον πάντων, διατελῶ πρός πάντας εὐγνώμων, Δαμιανός Μιχαλόπουλος».
Ἄς εἶναι αἰωνία ἡ μνήμη του καί νά ἔχωμε διά πάντα τήν εὐχή του!
