Του Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια, Μεγάλου Υμνογράφου της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας
Ἑορταστικὴ σύναξη μὲ Θεία Λειτουργία καὶ μνημόσυνο τοῦ Ὁσίου Γεροντος Ἰακώβου Βαλαδήμου, τοῦ «Ἁγίου τῶν ἀνέργων», πραγματοποιήθηκε στὶς 15 Φεβρουαρίου 2025, τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, στὸν ἱερὸ Ναὸ Ταξιαρχῶν Ἄνω Βίτσας μὲ τὴν εὐλογία τοῦ σεπτοῦ Ποιμενάρχου Ἰωαννίνων κ. Μαξίμου καὶ μέριμνα τοῦ σεμνοῦ Πρωτοσυγκέλλου, Καθηγουμένου καὶ Σχολάρχου π. Θωμᾶ. Λειτούργησαν ὁ ἱερεὺς τῆς ἐνορίας π. Κωνσταντῖνος καὶ ὁ πρωτοπρεσβύτερος ἐκ Μυκόνου π. Βασίλειος. Πλήθη πιστῶν προςῆλθαν νὰ τιμήσουν τὸν ὁσιώτατο Γέροντα ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν Βίτσα καὶ τὰ πέριξ Ζαγοροχώρια, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ Ἰωάννινα, Μύκονο, Θεσσαλονίκη, Ἔδεσσα, Λάρισα, Πρέβεζα καὶ ἄλλα μέρη. Σχετικὰ μὲ τὸν πνευματοφόρο Γέροντα τῆς Βίτσας ὁμίλησε ὁ προσυπογράφων τὴν ἀνακοίνωση αὐτὴ τονίζοντας τὴν ἁπλότητα τοῦ Γέροντος καὶ τὸ ταπεινό του φρόνημα. Ἀκολούθησε πλούσια δοχὴ στὸν ἐξωνάρθηκα τοῦ Ναοῦ.
Σχετικὰ εἰπώθηκε ὅτι ὁ Γέροντας Ἰάκωβος πρόσεχε κάθε βῆμα τῆς ζωῆς του. Πρόσεχε τοὺς λόγους του, πρόσεχε καὶ τὶς κινήσεις του. Ἦταν ἀληθινός, ἄμεμπτος, δίκαιος, θεοσεβής, «ἀπεχόμενος ἀπὸ παντὸς πονηροῦ πράγματος» (Ἰώβ 1, 1). Ὅταν ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὴ Βίτσα πέρασε ἀπὸ τὸ Ἀγρίνιο, ὅπου εἶχε πνευματικὰ τέκνα, γιὰ νὰ τὰ ἐξομολογήσει. Παρ’ ὅλο τὸν κόπο τοῦ ταξιδιοῦ καὶ τὸ βάρος τῶν χρόνων τῆς ἡλικίας του λειτούργησε καὶ στὴ συνέχεια μέχρι το βράδυ ἐξομολογοῦσε.
Ὅταν τοῦ ἔδωσαν ἐκεῖ γιὰ νὰ λειτουργήσει ὡραῖα ἄμφια μὲ φανταχτερὰ χρώματα χωρὶς νὰ τοὺς προσβάλει ρώτησε:
-Δὲν ὑπάρχουν ἄλλα πιὸ ἁπλά, μὲ πιὸ μουντὰ χρώματα;
Φρονοῦσε, ὅπως καὶ εἶναι, ὅτι ὁ Ἱερεὺς εἶναι ὑπηρέτης τοῦ Παμβασιλέως Θεοῦ. Καὶ ὅπως ὁ ὑπηρέτης παρουσιάζεται πάντοτε στὸ Βασιλέα εὐπρεπής, καθαρός, καλοντυμένος καὶ πρόθυμος νὰ τὸν ἐξυπηρετήσει, ἔτσι καὶ ὁ Ἱερεὺς παρουσιάζεται εὐπρεπὴς καὶ ἱεροπρεπὴς στὸ Ἱερὸ Θυσιαστήριο. Δὲν ντύνεται, ὅμως, ὁ ὑπηρέτης μὲ βασιλικὲς φορεσιές. Δὲν μπορεῖ ὁ ὑπηρέτης νὰ ντύνεται μὲ ἀκριβότερα ροῦχα ἀπὸ τὸ ἀφεντικό του. Δὲν τοῦ ταιριάζει ἡ πορφύρα καὶ ὁ βύσσος. Κόσμημά του εἶναι ἡ ἁπλότητα, ἡ καθαριότητα, ἡ σεμνότητα. Τὰ πολύτιμα κοσμήματα καὶ ἐνδύματα τὰ φυλάει γιὰ τὴν ἀθάνατη ψυχή του, αὐτὴ ποὺ θὰ μετέχει τοῦ οὐρανίου Μεγάλου Δείπνου.
Ὁ Γέροντας Ἰάκωβος διακρινόταν γιὰ τὴ μακαρία ἁπλότητα στὶς ἐνέργειές του, στὶς κινήσεις του, στὴν συμπεριφορά του, στὴν ἐνδυμασία του καὶ στὴν ἐν γένει ἐκκλησιαστική του ζωή. Αὐτὴ ἡ ἁπλότητα ἦταν καὶ ἔκφραση τοῦ χαρακτῆρος του, ἀλλὰ κυρίως καὶ πρὸ παντὸς ἦταν ἔκφραση τῆς λειτουργικῆς καὶ ἀσκητικῆς του ἐμπειρίας. Δὲν ἐπρόκειτο μόνο γιὰ μιὰ φαινομενικὴ ἐξωτερικὴ ἁπλότητα στὴν ἐμφάνιση καὶ στοὺς τρόπους, ἀλλὰ κυρίως γιὰ ἁπλότητα ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν ἑνότητα καὶ τὴν καθαρότητα τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου.
Ὁ Γέροντας αὐτός, ὁ πνευματικὸς ἀλείπτης τοῦ Ὁσίου Παϊσίου, ὅταν ἦταν νεαρὸς στὴν Κόνιτσα, ἔχει πολλὰ νὰ μᾶς διδάξει μὲ τὴν ἱεραποστολική του δράση στὴν Ἤπειρο, μὲ τὸ ταπεινό του φρόνημα, μὲ τὴν ἁπλότητα τοῦ χαρακτῆρος του καὶ μὲ τὸ πλῆθος τῶν θαυμασίων του. Στὰ αὐτιά μας ἀντηχοῦν τὰ λόγια τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Σπυρίδωνος, ὅταν τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ Γέροντας Ἰακωβος στὴν Ἀρχιεπισκοπή:
-Καλῶς τὸν πατέρα Ἰάκωβο ποὺ πάτησε τὴ νάρκη καὶ δὲν ἔπαθε τίποτα.
Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ μὲ τὴ νάρκη παραθέτουμε γιὰ νὰ τονίσουμε τὸ πνευματικὸ ἀνάστημα τοῦ Γέροντος Ἰακώβου Βαλαδήμου,ποὺ κοιμήθηκε τὸ 1960, καὶ ἔχει νὰ μᾶς δείξει ἄπειρα θαυμαστὰ στοιχεῖα ἁγιότητος.
Μιὰ ἡμέρα κατὰ τὴν περίοδο τοῦ ἐμφυλίου, στὶς 23 Ἰανουαρίου τοῦ 1948, ὁ πατὴρ Ἰάκωβος ἐπέστρεφε στὸ Μοναστήρι του στὴ Βίτσα τοῦ Ζαγορίου τῆς Ἠπείρου ἀπὸ τὸ χωριὸ Σουδενά, ὅπου εἶχε πάει νὰ λειτουργήσει. Ἡ πεζοπορία διαρκοῦσε περίπου δύο ὧρες. Ἐν τῷ μεταξὺ ἄνδρες τοῦ στρατοῦ εἶχαν τοποθετήσει παγιδευμένες χειροβομβίδες στὸ δρόμο καὶ περίμεναν στὰ γύρω ὑψώματα. Ξαφνικά ἐμφανίσθηκε ἀπὸ μακριὰ ὁ πατὴρ Ἰάκωβος νὰ ἔρχεται, προσευχόμενος ὅπως πάντοτε, ἀφοῦ ἐφάρμοζε τὸ «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι» (Α΄ Θεσ. ε΄ 17). Γιὰ τὸν Γέροντα χρόνος ποὺ δὲν ἦταν ἀφιερωμένος στὸ Θεό μας ἦταν χαμένος χρόνος ζωῆς, γιὰ τὸν ὁποῖο κάποτε θὰ λογοδοτήσουμε ἐνώπιόν Του, ἀφοῦ ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας εἶναι πολὺ σύντομος καὶ ἡ σπατάλη του βλαβερὴ καὶ ἐπικίνδυνη. Ἄρχισαν νὰ φωνάζουν οἱ στρατιῶτες, μὰ ὁ πατὴρ Ἰάκωβος δὲν τοὺς ἄκουγε εὑρισκόμενος σὲ ὑψηλὲς θεωρίες καὶ ἀπορροφημένος ἀπὸ τὴ γλυκύτητα τῆς διαπροσωπικῆς του συναντήσεως μὲ τὸν Κύριο τῆς δόξης. Ἔτσι προχωρώντας, ἔπεσε ἐπάνω σὲ τέσσερις παγιδευμένες χειροβομβίδες τύπου ‘Μίλς’, οἱ ὁποῖες καὶ ἐξερράγησαν. «Πάει ὁ παππᾶς», εἶπαν ὅλοι καὶ περίμεναν νὰ φύγουν οἱ καπνοὶ καὶ οἱ σκόνες καὶ νὰ δοῦν τὸ ἀνατριχιαστικὸ θέαμα τοῦ διαμελισμοῦ του. Ἔκπληκτοι, ὅμως, ἀντίκρυσαν τὸν Γέροντα Ἰάκωβο κάτασπρο ἀπὸ τὶς σκόνες, νὰ τινάζει τὰ ράσα του, χωρὶς νὰ ἔχει πάθει τὴν παραμικρὴ ἀμυχή. Τὸ θαῦμα ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ γίνει, γιὰ νὰ κερδηθοῦν ψυχές, ἀφοῦ βλέποντας αὐτὸ πολλοὶ στρατιῶτες ζήτησαν νὰ ἐξομολογηθοῦν κοντά του καὶ τὸν πλησίασαν μὲ δέος καὶ θαυμασμὸ λέγοντας:
-Παπούλη, δὲν ἔπαθες τίποτα;
-Πῶς νὰ πάθω παιδιά μου, ἀφοῦ ἔλεγα τὴν προσευχή μου καὶ «προωρόμην τὸν Κύριον ἐνωπιόν μου διὰ παντός» (Πράξ. β΄ 25)! Καὶ ἐσᾶς δὲν θὰ σᾶς ἀφήσει ὁ Θεὸς νὰ πάθετε τίποτα καὶ ὅταν τὸν φωνάζετε, θὰ τὸν βλέπετε νὰ στέκεται ἄγρυπνος πάντοτε δίπλα σας, νὰ σᾶς προστατεύει. Αὐτὸς θὰ σᾶς φυλάξει, ὥστε σῶοι νὰ γυρίσετε στὰ σπιτικά σας. Μονάχα νὰ βαδίζετε στὸ δρόμο Του. Νὰ καθήσω, παιδιά μου, νὰ σᾶς ἐξομολογήσω καὶ νὰ σᾶς λειτουργήσω, γιὰ νὰ μεταλάβετε;
-Ναί, Παπούλη, ἀπάντησαν ὅλοι συνεπαρμένοι ἀπὸ τὸ ἐξαίσιο θαῦμα.
Τὴ μοναδικὴ αὐτὴ εὐκαιρία δὲν τὴν ἄφησε νὰ πάει χαμένη ὁ ἱεραπόστολος Γέροντας. Ἡ διαρκὴς μέριμνά του ἦταν ἡ σωτηρία τῶν ψυχῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ πάντοτε εἶχε μαζί του ἕνα παληὸ πετραχήλι. Τὸ ἔβγαλε ἀπὸ τὸ ντουρβὰ ποὺ εἶχε κρεμασμένο στὸν ὦμο του μαζὶ μὲ τὰ λειτουργικά του βιβλία, κάθησε σὲ μία πέτρα κάτω ἀπὸ ἕνα δένδρο καὶ παρὰ τὸ κρύο τοῦ χειμῶνος ἐξομολογοῦσε ἕνα-ἕνα τοὺς στρατιῶτες.
Ὁ πονηρὸς, ὅμως, θέλησε νὰ ταράξει τὴν ὄμορφη, κατανυκτική, γεμάτη ἀπὸ εὐλάβεια αὐτὴ στιγμή. Ἕνας λοχίας, ποὺ ἦταν δάσκαλος στὴν πολιτική του ζωή, προσπαθοῦσε νὰ ἐμποδίσει τοὺς στρατιῶτες νὰ ἐξομολογηθοῦν. Ὁ πατὴρ Ἰάκωβος ποὺ τὸν ἄκουσε, τὸν προέτρεψε νὰ ἐξομολογηθεῖ καὶ αὐτός, μὰ ὁ λοχίας ἦταν τελείως ἀρνητικός. Καὶ ὄχι μόνο δὲν δέχθηκε τὴν πρόταση τοῦ Γέροντος, ἀλλὰ καὶ παίρνοντας ἐπιδεικτικὰ μερικοὺς ἄνδρες, πῆγε πιὸ πέρα στὸ δάσος, νὰ μαζέψει ξύλα. Ἐκεῖ, ὅμως, αὐτὸς ποὺ δὲν πίστεψε στὴ σωτηρία τοῦ Γέροντος ἀπὸ τὴ νάρκη πάτησε κατὰ λάθος ἄλλη νάρκη καὶ ὁ δυστυχὴς σκοτώθηκε. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ τραγικὸ συμβὰν δὲν ἔμεινε στρατιώτης ἀνεξομολόγητος. Ὁ Γέροντας, ὅμως, καὶ γι’ αὐτοῦ τὴν ψυχὴ προσευχήθηκε μὲ συντριβὴ καὶ μάλιστα ὁ ἴδιος ἔψαλε καὶ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία του παρακαλώντας τὸν Κύριο τῆς συγχωρητικότητος, ὅπως παλαιότερα ὁ Πρωτομάρτυρας Στέφανος λέγοντας: «Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτῷ τὴν ἁμαρτίαν ταύτην» (Πράξ. ζ΄ 60).
Αἴσθηση προκάλεσε ἡ ὑπενθύμηση τοῦ προφητικοῦ λόγου τοῦ ὁσιωτάτου Γέροντος:
«Θὰ ἔρθει καιρὸς ποὺ ὁ ἕνας δὲν θὰ θέλει νὰ δεῖ τὸν ἄλλον. Θὰ ἀλλάξει ὁ κόσμος. Τὸ μεγάλο ποτάμι δὲν ἦρθε ἀκόμη, πίσω εἶναι. Γι’ αὐτὸ ἐξομολογηθεῖτε, κοινωνεῖστε. Δὲν ξέρουμε τὴν ὥρα μας. Θὰ ἔχετε ὅλα τὰ καλά, ἀλλὰ δὲν θὰ τὰ χαίρεστε»!

