Ο Μητροπολίτης Μάνης μιλά για την Υπεραγία Θεοτόκο

Σε συνέχεια των μηνιαίων συνεντεύξεων που παραχωρεί ο Σεβ. Μητροπολίτης Μάνης κ. Χρυσόστομος Γ΄ στο Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων Arxon.gr, έχουμε την τιμή σήμερα, να παρουσιάσουμε συνέντευξή του με θέμα την Υπεραγία Θεοτόκο. 

Ο Μητροπολίτης αναφέρεται στο Ιερό πρόσωπο της Παναγίας μας, στις αρετές της, στο Αειπάρθενο, στην ορθόδοξη εικονογραφία, στο τί λέγουν οι Πατέρες της Εκκλησίας, ενώ καταλήγει στην στάση που πρέπει να έχουν οι χριστιανοί απέναντι στο πρόσωπό Της.

– Τί διδάσκει η Εκκλησία μας για το πρόσωπο της Παναγίας;

Μετά τόν Θεάνθρωπο Σωτῆρα καί Λυτρωτή τοῦ κόσμου, τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ἡ πιό γλυκειά μορφή γιά τούς πιστούς Χριστιανούς εἶναι τό πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ἀναφέρεται στήν Ἁγία Γραφή τό ὄνομα τῆς Παναγίας, αὐτό περιβάλλεται μέ ἐξαιρετική τιμή. Ἀπό τήν γέννησή Της μέχρι καί αὐτή ἀκόμη ἡ Κοίμησή Της, ὅλα εἶναι ἱερά πανήγυρις γιά τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐπακριβῶς καί ἡ ἴδια ἡ Θεοτόκος τό προφήτευσε: «Μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί» (Λουκ. 1,48). Σ’ Αὐτήν ἔχουν πλήρη ἐφαρμογή οἱ λόγοι τοῦ θεοπνεύστου σοφοῦ: «Πολλαί θυγατέρες ἐκτήσαντο πλοῦτον, πολλαί ἐποίησαν δύναμιν, σύ δέ ὑπέρκεισαι καί ὑπερήρας πάσας» (Παροιμ. 31,29). 

Ἐκεῖνο, βεβαίως, στό ὁποῖο κυρίως ἡ Παναγία ἔχει ξεπεράσει ὅλες τίς γυναῖκες τοῦ κόσμου, εἶναι τό ὅτι ἀνεδείχθη «σκηνή τοῦ Θεοῦ καί Λόγου». Ἀξιώθηκε, δηλαδή, νά ὑπηρετήσει τό Μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, νά γεννήσει τόν Χριστόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι τιμή ὑψίστη καί μοναδική στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Αὐτή μόνη ἀπ’ ὅλες τίς γυναῖκες ἀξιώθηκε νά βαστάσει «τόν βαστάζοντα πάντα» καί νά Τόν γαλουχήσει. Καί αὐτή τώρα ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ Μήτηρ τοῦ Θεοῦ, «ὡς μητρικήν παρρησίαν πρός Αὐτόν κεκτημένη», μπορεῖ νά μεσιτεύει στόν Κύριο καί ὄντως μεσιτεύει γιά τόν καθένα μας καί γιά ὁλόκληρο τό κόσμο. 

Ἔπειτα ὀνομάζουμε τήν Παναγία Θεοτόκο καί ὄχι Χριστοτόκο, γιατί ὁ ὅρος «Θεοτόκος» εἶναι πληρέστερος τοῦ «Χριστοτόκος», ὁ ὁποῖος ἀφήνει ἀδιάκριτη καί ἀκάλυπτη τήν θεία Φύση τοῦ Χριστοῦ. Κατ’ ἀρχήν, τό ὄνομα Χριστός σημαίνει τόν ὑπό τοῦ Θεοῦ κεχρισμένον, ἤτοι τόν Μεσσία, καί ἀναφέρεται στόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, ἀλλά μπορεῖ νά ἐκληφθεί καί χωρίς τήν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀκριβῶς ἔπραξε ὁ αἱρετικός Νεστόριος, ὁ ὁποῖος ταύτιζε τόν ὅρο «χριστοτόκος» μέ τόν ὅρο «ἀνθρωποτόκος» (=μήτηρ τοῦ μήπω ἑνωθέντος μετά τοῦ Λόγου ἀνθρώπου). Ὡστόσο ἡ ἐν Ἐφέσῳ Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδος (431) κατεδίκασε τήν αἵρεση τοῦ Νεστορίου καί ἀνεκήρυξε τήν «ἁγίαν Παρθένον Θεοτόκον, γεγέννηκε γάρ σαρκικῶς σάρκα γεγονότα ἐκ Θεοῦ Λόγον». Τό ἴδιο καί ἡ Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδος ἐν Χαλκηδόνι (451) ὁμιλεῖ γιά τήν Θεοτόκον καί ὄχι «Χριστοτόκον». Ἀναφέρεται συγκεκριμένα στόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν ὑπογραμμίζοντας τόν δογματικό πλέον ὅρο «Θεοτόκος» ὡς ἑξῆς: «Ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν δι’ ἡμᾶς καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐγεννήθη ἐκ Μαρίας τῆς παρθένου τῆς Θεοτόκου κατά τήν ἀνθρωπότητα». Ὡς τεκοῦσα, λοιπόν, Χριστόν τόν Θεόν, τόν Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ, λέγεται Θεοτόκος. 

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρουν πολύ χαρακτηριστικά: Ὁ Μ. Ἀθανάσιος βεβαιώνει ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος λαβών σάρκα «ἐκ Παρθένου τῆς Θεοτόκου» (Λόγος Γ’ κατά τῶν Ἀρειανῶν PG 26,385). Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει: «Χωρίς ὄντα τῆς Θεότητος εἰ τις οὐ Θεοτόκον τήν ἁγίαν Μαρίαν ὑπολαμβάνει» (Ἐπιστολή πρός Κληδόνιον πρεσβύτερον, PG 37,176). Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας λέγει: «Οὐκοῦν εἰκότως καί Θεοτόκος καί Παρθενομήτωρ ἡ μακαρία δικαίως ἄν λέγοιτο». Οὐ γάρ ἄνθρωπος ψιλός ἦν ὁ τεχθείς ἐξ αὐτῆς Ἰησοῦς» (Λόγος κατά τῶν μή βουλομένων ὁμολογεῖν Θεοτόκον τήν ἁγίαν Παρθένον PG 76,260). Καί ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀποκηρύσσοντας τήν ὀνομασία «Χριστοτόκος» λέγει ὅτι «δικαίως καί ἀληθῶς Θεοτόκον τήν ἁγίαν Μαρίαν ὀνομάζομεν… ὡς γάρ Θεός ἀληθῶς ὁ ἐξ αὐτῆς γεννηθείς» (Ἔκδοσις Ὀρθοδόξου πίστεως, ΕΠΕ, σελ. 334). 


Ἀκόμα νά σημειώσουμε ὅτι καί ἡ Θεοτόκος γεννήθηκε μέ τό προπατορικόν ἁμάρτημα ὡς ἀπόγονος τοῦ Ἀδάμ, ὅπως οἱ πρό Αὐτῆς καί μετά ἀπ’ Αὐτήν ἄνθρωποι. Ὅμως ἀπαλλάχθηκε ἀπ’ αὐτό κατά τόν Εὐαγγελισμόν, μέ τήν ἐπέλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πρό τῆς θείας συλλήψεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου. Ὁ Ἰω. Δαμασκηνός διδάσκει σχετικῶς: «Μετά οὖν τήν συγκατάθεσιν τῆς Ἁγίας Παρθένου, Πνεῦμα Ἅγιον ἐπῆλθεν ἐπ’ αὐτήν κατά τόν τοῦ Κυρίου λόγον, ὅν εἶπεν ὁ Ἄγγελος, καθαῖρον αὐτήν καί δύναμιν δεκτικήν τῆς τοῦ Λόγου θεότητος παρέχον, ἅμα δέ καί γεννητικήν. Καί τότε ἐπεσκίασεν ἐπ’ αὐτήν ἡ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου ἐνυπόστατος σοφία καί δύναμις, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, καί συνέπηξεν ἑαυτῷ ἐκ τῶν ἁγνῶν καί καθαρωτάτων αὐτῆς αἱμάτων σάρκα, ἐμψυχωμένην ψυχῇ λογικῇ τε καί νοερᾷ» (Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ΕΠΕ σελ. 284). 

Τί είναι το αειπάρθενο της Παναγίας; 

Ἡ Ἐκκλησία ἀνέκαθεν διδάσκει τό «ἀειπάρθενον» τῆς Παναγίας καί μάλιστα ἡ ὀρθόδοξος τέχνη τό δηλώνει μέ τήν παράσταση τῶν τριῶν ἀστέρων, στό μέτωπο καί στούς ὤμους Της. Τό «ἀειπάρθενον» εἶναι ἡ παρθενία τῆς Θεοτόκου πρό τόκου, ἐν τόκῳ καί μετά τόκον. Ὅπως μαρτυρεῖ ἡ Ἁγία Γραφή σέ σχέση μέ τόν χρόνον τῆς συλλήψεως καί τῆς κυοφορίας, ἡ Θεοτόκος ἦταν παρθένος. Διά τόν Εὐαγγελισμόν τῆς Θεοτόκου ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρει: «Εἶπε δέ Μαριάμ πρός τόν ἄγγελον πώς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω; καί ἀποκριθείς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῇ˙ Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ καί δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι˙ διό καί τό γενώμενον ἅγιον κληθήσεται Υἱός Θεοῦ» (Λουκ. 1,34) καί ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος γράφει: «Τοῦ δέ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν˙ μνηστευθείσης γάρ τῆς μητρός αὐτοῦ Μαρίας τῷ Ἰωσήφ, πρίν ἤ συνελθεῖν αὐτούς εὑρέθη ἐν γαστρί ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου» (Ματθ. 1,18). Ἕνεκεν τῆς ὑπερφυοῦς θείας συλλήψεως (τῆς μή συνεργείας ἀνδρός στήν σύλληψη τοῦ Χριστοῦ) ἔμεινεν ἡ Θεοτόκος ἀδιάφθορος. Παρομοίως καί κατά τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ δέν ὑπέστη παρθενική φθορά. Τόν παρθενικόν τόκον ἐσφράγισε ἐν συνεχείᾳ ἡ ἐκ μέρους τῆς Θεοτόκου προσωπικῶς πλέον διαφυλαχθεῖσα ὡραιότητα τῆς παρθενίας Της. «Οὐδαμῶς ἀνδρί μέχρι θανάτου προσομιλήσασα» (Ἰω. Δαμασκηνοῦ, ὅπ. παρ. 484). 

Δέν ὑπῆρχαν δέ συζυγικές σχέσεις μεταξύ τους. Οὐδόλως. Ὁ δίκαιος Ἰωσήφ ἔμεινε κοντά Της μόνον κατά νόμον σύζυγος, κατά θείαν Βουλήν καί Πρόνοιαν πρός προστασίαν τῆς Ἁγίας Μητρός Μαρίας καί τοῦ Θείου Τέκνου. Ἡ Παναγία παρέμεινε ἡ «Κεκλεισμένη Πύλη», ὅπως ὑπέροχα ἀναφέρει καί ἡ προφητεία τοῦ Ἰεζεκιήλ: «Ἡ πύλη αὕτη κεκλεισμένη ἔσται, οὐκ ἀνοιχθήσεται καί οὐδείς μή διέλθῃ δι’ αὐτῆς, ὅτι Κύριος ὁ Θεός Ἰσραήλ εἰσελεύσεται δι’ αὐτῆς» (Ἰεζ. 44,2). Εἶναι καί πάλιν ἐνώπιόν μας τό δόγμα τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Παναγίας.

Εἶναι, ὅμως, χρήσιμο νά δώσουμε καί τήν ἑρμηνεία μερικῶν χωρίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τά ὁποῖα περερμηνεύοντας οἱ αἱρετικοί φθάνουν στήν ἄρνηση τῆς ἀειπαρθενίας.

1. «Καί οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς» (Ματθ. 1,25). Κακοδοξοῦν οἱ αἱρετικοί ἑρμηνεύοντας ὅτι ἡ φράση «ἕως οὗ» σημαίνει ὅτι τό «οὐκ ἐγίνωσκεν» ἰσχύει μέχρι τήν γέννηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ σωστή ἑρμηνεία εἶναι ὅτι τό «ἕως οὗ» δηλώνει ὅτι ἡ Παναγία γεννῶσα τόν Χριστόν ἦταν παρθένος. Δέν σημαίνει τό ἀντίθετο γιά τά μετά ταῦτα. Τρία παραδείγματα ἐκ τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀποδεικνύουν τήν ὀρθή ἑρμηνεία.

α) Στήν Γένεση, 8,7, γράφει: «Καί ἐξελθών (ὁ κόραξ), οὐκ ἀνέστρεψεν ἕως ξηρανθῆναι τό ὕδωρ ἀπό τῆς γῆς». Φυσικά καί κατόπιν. 

β) Στό Β’ Βασιλ. 6,22, ἀναφέρεται: «Καί τῇ Μελχόλ θυγατρί Σαούλ οὐκ ἐγένετο παιδίον ἕως τῆς ἡμέρας τοῦ ἀποθανεῖν αὐτήν». Ἐννοεῖται ὅτι καί μετά τόν θάνατόν της δέν γέννησε!

γ) Ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος γράφει στό 28,20, τούς λόγους τοῦ Κυρίου: «Ἰδού ἐγώ μεθ’ ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος». Ἀναντιρρήτως, καί μετά ἀπό τήν συντέλεια τοῦ αἰῶνος ὁ Κύριος θά εἶναι παρών.

2. Στούς Εὐαγγελιστές Ματθαῖο καί Λουκᾶ ἀναγράφεται ὁ ὅρος «πρωτότοκος» γιά τόν Χριστόν. «Τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον» (Ματθ. 1,25 καί Λουκ. 2,7). Ἰσχυρίζονται οἱ αἱρετικοί ὅτι ἡ λέξη «πρωτότοκος» σημαίνει ὅτι γεννήθηκαν καί ἄλλα τέκνα ἀπό τήν Παναγία. Τήν ἀπάντηση ὡραιότατα μᾶς δίδει ὁ Θεοφύλακτος, ὁ ὁποῖος ὑπογραμμίζει ὅτι «πρωτότοκος λέγεται ὁ πρῶτος τεχθείς, κἄν μή δεύτερος ἐτέχθη» (Θεοφυλάκτου, Ἑρμηνεία εἰς τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, P.G. 123, 721C).

3. Ἄλλοι αἱρετικοί παρερμηνεύοντας τά χωρία Ματθ. 12,46-49, Μάρκ. 3,32,34 καί Λουκ. 8,19-20, ὅπου γίνεται λόγος περί ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ, λέγουν ὅτι ἡ Παναγία εἶχε καί ἄλλα παιδιά. Ἡ ἑρμηνεία ὅμως εἶναι ὅτι οἱ ὀνομαζόμενοι ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ ἤ ἦσαν συγγενεῖς Αὐτοῦ – καθ’ ὅτι μέ τόν ὅρο ἀδελφοί ὠνομάζονταν καί λοιποί συγγενεῖς (π.χ. Γεν. 13,8,11), ἤ ἦσαν τέκνα τοῦ Ἰωσήφ ἐκ γυναικός αὐτοῦ πρό τῆς μνηστείας μετά τῆς Παναγίας. 

Ὁμοφώνως οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὁμιλοῦν γιά τήν ἀειπαρθενία τῆς Θεοτόκου καί ἐξαίρουν τήν παρθενίαν Αὐτῆς, τό ἄχραντον καί ἀμόλυντον, πρό, κατά, καί μετά τόκον Αὐτῆς. Μάλιστα, πρῶτοι οἱ Ἀποστολικοί Πατέρες διακηρύττουν: Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἐγεννήθη «ἀληθῶς ἐκ Παρθένου» (Σμυρναίοις, α’ 1, ΒΕΠ 2,280). Ὁ Ἰουστῖνος, ὁ ἀπολογητής καί μάρτυς λέγει: «Δύναμις Θεοῦ ἐπελθοῦσα τῇ παρθένῳ ἐπεσκίασεν αὐτήν καί κυοφορῆσαι παρθένον οὖσαν πεποίηκε» (Ἰουστίνου, Α’ Ἀπολογία 33  4 καί Διάλογον, κεφ. 76-78, ΒΕΠ 3,178).  

Στόν β’ ὅρον τῆς Ε’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου σαφῶς ἀναγράφεται ὁ ὅρος «ἀειπάρθενος»: «Εἰ τις οὐχ ὁμολογεῖ… καί σαρκωθέντος (τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ) ἐκ τῆς ἁγίας ἐνδόξου Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας … ἀνάθεμά ἐστιν» (Βλ. Ἰω. Καρμίρη, Τά δογματικά καί συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἔκδ . Β’, τόμ. Λ’, ἐν Ἀθήναις 1960, σελ. 193) ἀλλά καί στή Συναπτή τῆς Θείας Λειτουργίας ἀπαντᾶται ὁ ὅρος «ἀειπάρθενος».

Ποιες είναι οι αρετές της Παναγίας;

Ἡ λέξη «Παναγία» τά λέγει ὅλα. Ὁ τίτλος αὐτός πού τῆς ἀπένειμαν οἱ γενεές τῶν πιστῶν δέν εἶναι ἕνα ρητορικό σχῆμα ἤ μία ποιητική ὑπερβολή. Ἀπό τήν Ναζαρέτ μέχρι τήν Βηθλεέμ καί ἀπό τήν Κανά μέχρι τόν Γολγοθᾶ, ὑπῆρξε πάντοτε ἡ Μαριάμ, ἡ ἐνάρετη, ἡ πανάρετη Παναγία. Ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς της, ὅλες τίς ὧρες καί τίς στιγμές της, τίς σφράγιζε ἡ ἁγιότητα. Καί περιεχόμενο τῆς ἁγιότητός της οἱ ἀρετές της.

  1. 1.Ἔτσι, ἡ πρώτη μεγάλη της ἀρετή ἦταν ἡ πίστη στόν ἀληθινό Θεό. Μία πίστη ἀκλόνητη, ζῶσα, θεμελιώδη. Ἡ πίστη αὐτή προέρχεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ Παναγία ἠγάπησε τόν Θεόν ἐνδομύχως καί βαθέως παιδιόθεν. Γι’ αὐτό καί στήν πρόσκληση τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ὃ,τι αὐτή ἐπελέγη ἀπό τά ἑκατομμύρια τῶν γυναικῶν γιά νά ὑπηρετήσει τό Μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀπαντᾶ μέ μία λέξη: «Ἰδού». Εἶμαι ἐδῶ, νά ὑπηρετήσω τό θεῖο θέλημα, ἕτοιμη πρός ἐπιτέλεσιν τῶν ἐντολῶν τοῦ οὐρανοῦ. 
  2. 2.Ἔπειτα μετά τήν πίστη, ἡ ταπεινοφροσύνη, εἶναι ἡ ἄλλη ἀρετή τῆς Παναγίας. Πάλιν διαβάζουμε στόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ, ὅτι δίπλα στό «ἰδού» εἶναι συνέχεια τά λόγια της «ἡ δούλη Κυρίου». Πράγματι, ἔτρεφε ἡ Μαριάμ, ἡ Παναγία, μία βαθειά ταπεινοφροσύνη στήν καρδιά της, ὥστε θεωροῦσε ἑαυτήν κατωτέρα ἀπ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί οὐδεμία εἶχε ἀπαίτηση γιά τόν ἑαυτόν της, παρά νά ζεῖ μέ κάθε ἁπλότητα καί πολλή σεμνότητα ὡς ἄγνωστη καί λησμονημένη. 

     Ἀλήθεια, πρός ποιά ἄλλη γυναῖκα ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ εἶπε τόν θαυμάσιο ἐκεῖνο οὐράνιο χαιρετισμό: «Χαῖρε Κεχαριτωμένη» καί «εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί»; Ποιός ἄλλος ἄνθρωπος ἐπί τῆς γῆς τιμήθηκε μέ τόση οὐράνια τιμή; Καί ὅμως, ἡ Παναγία δέν ὑπερηφανεύθηκε, δέν ἀνέβηκε μέσα της καμμιά ἀλαζονεία, κανένας ἐγωϊσμός, ἀλλά βυθίστηκε μέσα στό ἱερό δέος τῶν ἀληθινά ταπεινῶν ψυχῶν. Οὐδεμία λέξη φιλαρεσκείας. Αἰσθάνθηκε βαθειά μέσα της ὅτι δέν τῆς ἀξίζουν οἱ θεῖες τιμές. Εἶναι τόση ἡ ταπεινοφροσύνη της, ὥστε ἔχει τήν δύναμη νά νοιώθει τήν μεγάλη αὐτή τιμή πού τῆς κάμνει ὁ Θεός, ὄχι σάν ἀνταμοιβή τῆς ἀρετῆς της, ἀλλ’ ὡς μία ἀνεξήγητη θεία συγκατάβαση. Ὅσον ὁ Θεός τήν τιμᾶ, τόσον ἐκείνη ταπεινώνεται. Σπεύδει ν’ ἀποδώσει τά πάντα στόν Ὕψιστο γι’ αὐτό καί λέγει: «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον» (Λουκ. 1,46).

  1. 3.Ἀπό τό ταπεινόν ἦθος της προέρχεται καί ἡ ἀρετή τῆς σιωπῆς της. Ὅταν ἀργότερα ὁ Χριστός διδάσκει τόν λαόν καί κάμνει θαύματα, ἐκείνη στέκεται παράμερα, κρυμμένη σέ μιά γωνιά μεταξύ τῶν λοιπῶν ἀκροατῶν. Οὐδέποτε ἐπεδίωξε πρωτοκαθεδρίες, κολακεῖες καί δόξες, ἀλλά ὅλα ὅσα ἔβλεπε καί ἄκουγε τά «διετήρει ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (Λουκ. 2,51). 
  2. 4.Δίπλα στήν ταπείνωση καί στή σιωπή της εἶναι καί ἄλλη ἀρετή της. Ἡ ὑπακοή στό θεῖο θέλημα. Εἶπε: «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου» (Λουκ. 1,38). Ἔτσι ἀπαντᾶ στόν οὐράνιο ἀγγελιοφόρο, ὅταν ἐπείσθη φρονίμως ὅτι ἡ Γέννηση τοῦ Παιδίου θά ἦταν «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου» (Λουκ. 1,35). Τῆς ἀνήγγειλε ὁ ἀγγελιοφόρος τοῦ Θεοῦ: «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ καί δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι». Καί ἐδῶ διαπιστώνουμε τήν διαφορά τρόπου καί συμπεριφορᾶς, λόγων καί πράξεων μεταξύ τῆς πρώτης γυναίκας τῆς Εὔας καί τῆς Παναγίας. Ἡ Εὔα δίνει προσοχή καί ἐμπιστοσύνη στά λόγια τοῦ ὄφεως μέ εὐπιστία, ἐπιπολαιότητα καί ἀκρισία, ἐνῶ ἡ Παναγία δείχνει φρόνηση, σοφία καί σύνεση στά λόγια τοῦ ἀρχαγγέλου. Ἔτσι, ἡ μέν Εὔα γίνεται αἰτία θανάτου στήν ἀνθρωπότητα, γιατί δι’ αὐτῆς εἰσῆλθε ὁ θάνατος στόν κόσμο, ἡ δέ Παναγία γίνεται αἰτία ζωῆς, διότι ἀπ’ αὐτήν γεννήθηκε γιά μᾶς ἡ ζωή, δηλαδή ὁ Χριστός. Ἔτσι ἡ Παναγία ἔγινε ἡ «νέα Εὔα» πού ἐπανορθώνει τά σφάλματα τῆς πρώτης καί σφογγίζει τό δάκρυον αὐτῆς καί παύει τόν θρῆνο. 
  3. 5.Μία ἄλλη ἀρετή τῆς Παναγίας ἦταν ἡ καθαρότητα τῆς καρδίας της, ἡ ἁγνεία, ἡ παρθενία της, ἡ «μόνη ἄμωμος ἐν γυναιξί καί καλή», ἡ πανάχραντος. Ἀλήθεια, πόσον ἁγνή, πόσον ἀμόλυντος καί καθαρά ἔπρεπε νά ἦταν ἡ κόρη ἐκείνη πού θά ἐκαλεῖτο νά καταστεῖ θρόνος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγκαλιά της! Καί ἰδού «τό ἄνθος τό τῆς παρθενίας», ἡ μοναδική σ’ ὅλους τούς αἰῶνες ἡ Παναγία σέ τέτοιο βαθμό νά εἶναι ἠθικῶς καθαρή, ὥστε ἁγνότητα καί Παναγία νά θεωροῦνται ὡς λέξεις ταυτόσημοι. 

     Καί βέβαια αὐτή ἡ καθαρότητα τῆς καρδίας της, αὐτή ἡ ἁγνότητά της, βρῆκαν τήν τελειοτέρα ἐκδήλωσή τους στήν ἀειπαρθενία της. 

  1. 6.Ἀλλά ἐπιπλέον καί τήν ἀρετή τῆς ὑπομονῆς εἶχε μέσα της ἡ Παναγία. Ἀπό τήν νύκτα τῆς Βηθλεέμ μέχρι τόν λόφο τοῦ Γολγοθᾶ, ἡ Παναγία ὑπέμεινε. Ἰδιαίτερα σ’ ἐκεῖνο τόν λόφο στέκει παρά τόν Σταυρόν τοῦ μαρτυρίου τοῦ Υἱοῦ της. Μαζί ὑποφέρει, πονᾶ καί ὑπομένει. Ἔτσι μέ τό ψυχικό καί πνευματικό μεγαλεῖο μέσα της, ἔρχεται καί ἀναδεικνύει τήν μεγάλη ἀρετή τῆς ὑπομονῆς.

*

     Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ὅτι μέ τίς θεοΰφαντες αὐτές ἀρετές της πού ἀναφέραμε, ἀλλά καί ἄλλες πολλές, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, στάθηκε τῶν Ἀγγέλων ἡ τερπνότης, τῶν Ἀποστόλων ἡ ἀρχή, τῶν Μαρτύρων τό ἑδραίωμα, τῶν μοναχῶν πρότυπον, τῶν Διδασκάλων ἡ κρηπίς, δηλαδή τό θεμέλιον, ὅλων τῶν πιστῶν ἡ βοήθεια.

Η Παναγία δεν διασώζεται μέσα από τα ιερά κείμενα να έχει πει πολλά λόγια. Αλήθεια ποια μοναδικά λόγια της γνωρίζουμε;

Πράγματι, δέν σώζονται στά Ἱερά Εὐαγγέλια πολλά λόγια τῆς Παναγίας. Συγκεκριμένα, ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρει τά λόγια τῆς Παναγίας κατά τόν Εὐαγγελισμό της, ὅταν τῆς ἀνήγγειλε ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ ὅτι αὐτή ὡς «εὐλογημένη ἐν γυναιξίν» κρίθηκε ἄξια ἐξαιρετικῆς πρόνοιας ἀπό τό Θεό καί τῆς εἶπε συγκεκριμένα: «Καί ἰδού συλλήψῃ ἐν γαστρί καί τέξῃ υἱόν, καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν. Οὗτος ἔσται μέγας καί υἱός ὑψίστου κληθήσεται, καί δώσει αὐτῷ Κύριος ὁ Θεός τόν θρόνον Δαυΐδ τοῦ πατρός αὐτοῦ. Καί βασιλεύσει ἐπί τόν οἶκον Ἰακώβ εἰς τούς αἰῶνας, καί τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος». Καί ἀκολουθοῦν τά λόγια τῆς Παναγίας πρός τόν ἄγγελο: «Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω;». Καί ὁ ἄγγελος τῆς εἶπε: «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ καί δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι˙ διό καί τό γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱός Θεοῦ. Καί ἰδού Ἐλισάβετ ἡ συγγενής σου καί αὐτή συνειληφυΐα υἱόν ἐν γήρει αὐτῆς, καί οὗτος μήν ἕκτος ἐστίν αὐτῇ τῇ καλουμένῃ στείρᾳ˙ ὅτι οὐκ ἀδυνατήσει παρά τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα». 

Καί πάλιν ἡ Παναγία εἶπε: «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου  γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου» (Λουκ. 1,31-38). 

Τά ἄλλα λόγια πού ἔχουμε τῆς Παναγίας εἶναι κατά τήν ἐπίσκεψή της στήν συγγενῆ της Ἐλισάβετ, στήν ὀρεινή περιοχή τῆς Ἰουδαίας, ὅταν ἔχουμε ὡς προσευχή καί ὕμνο, ὡς ὠδή, ὅπως χαρακτηρίζεται τῆς Θεοτόκου πρός τόν Κύριον. Πρόκειται γιά τήν Ὠδή, λοιπόν, πού μᾶς διέσωσε ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς. Ἤτοι: «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμά μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ Σωτῆρι μου. Ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης Αὐτοῦ· ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί. Ὅτι ἐποίησέ μοι μεγαλεῖα ὁ δυνατὸς καὶ ἅγιον τὸ ὄνομα Αὐτοῦ, καὶ τὸ ἔλεος Αὐτοῦ εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν τοῖς φοβουμένοις Αὐτόν. Ἐποίησε κράτος ἐν βραχίονι Αὐτοῦ, διεσκόρπισεν ὑπερηφάνους διανοίᾳ καρδίας αὐτῶν. Καθεῖλε δυνάστας ἀπὸ θρόνων καὶ ὕψωσε ταπεινούς· πεινῶντας ἐνέπλησεν ἀγαθῶν καὶ πλουτοῦντας ἐξαπέστειλε κενούς. Ἀντελάβετο Ἰσραὴλ παιδὸς Αὐτοῦ, μνησθῆναι ἐλέους, καθὼς ἐλάλησε πρὸς τοὺς πατέρας ἡμῶν, τῷ Ἀβραάμ καὶ τῷ σπέρματι Αὐτοῦ εἰς τόν αἰῶνα» (Λουκ. 1,46-55). 

Τά ἑπόμενα λόγια εἶναι ὅταν ὁ Ἰησοῦς βρισκόταν δωδεκαετής στό ναό διδάσκων καί ὁ δίκαιος Ἰωσήφ μετά τῆς Παναγίας τόν ἀναζητοῦσαν καί ὅταν τόν εἶδαν Τοῦ εἶπε ἡ Παναγία: «Τέκνον, τί ἐποίησας ἡμῖν οὕτως; Ἰδού ὁ πατήρ σου κἀγώ ὀδυνώμενοι ἐζητοῦμεν σε». Ἀλλ’ ὁ Χριστός ἀπήντησε: «Τί ὅτι ἐζητεῖτε με; οὐκ ἤδειτε ὅτι ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου δεῖ εἶναι με;». Καί συμπληρώνει ὁ Εὐαγγελιστής: «Καί αὐτοί οὐ συνήκαν τό ρῆμα ὅ ἐλάλησεν αὐτοῖς» (Λουκ. 2,48-50). 

Ἄλλα λόγια τῆς Παναγίας εἶναι ἐκεῖνα, στό γάμο τῆς Κανᾶ, ὅπου ἔκαμνε τό θαῦμα ὁ Χριστός τῆς μετατροπῆς τοῦ ὕδατος σέ οἶνο. Συγκεκριμένα ὅταν ἔλειψε ὁ οἶνος, εἶπε ἡ Παναγία πρός τόν Χριστό: «Οἶνον οὐκ ἔχουσι» καί ὁ Χριστός τῆς εἶπε: «Τί ἐμοί καί σοί, γύναι; οὕπω ἥκει ἡ ὥρα μου» καί ἡ Παναγία τότε εἶπε στούς διακόνους: «Ὅ,τι ἄν λέγῃ ὑμῖν, ποιήσατε» (Ἰω. 2,4-5). 

Ὅπως καί παραπάνω τονίσαμε λίγες μόνο λέξεις καί φράσεις τῆς Παναγίας ἔχουν τά Ἱερά Εὐαγγέλια. Οὔτε καί ἔγραψε κάποιο κείμενο. Ἔτσι θά λέγαμε ὅτι ἡ Παναγία «μίλησε» καί «ἔγραψε» μέ τήν ἁγία σιωπή της, μέ τήν ταπεινοφροσύνη της καί μέ τήν ὑπακοή της στό θεῖο θέλημα. 

Ποιες είναι οι εορτές της Παναγίας;

Ἡ Παναγία ἐπιλέχθηκε ἀπ’ ὅλες τίς γυναῖκες ὅλων τῶν αἰώνων γιά νά γίνει ὄργανον τῆς θείας Βουλῆς, νά γίνει Μητέρα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Γι’ αὐτό καί τιμᾶται ὅλως ἐξαιρέτως ἡ Παναγία ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἔτσι οἱ λεγόμενες Θεομητορικές ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι οἱ ἑξῆς: 

1. Τό Γενέσιον ἤ Γενέθλιον τῆς Θεοτόκου, τό ὁποῖο ἑορτάζουμε στίς 8 Σεπτεμβρίου. Κατά τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Θεοτόκος γεννήθηκε ἐκ στειρευόντων καί προβεβηκότων τήν ἡλικία γονέων, τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Ἄννας. Τοῦτο ἦταν ἕνα θαῦμα. Μάλιστα ὁ Ἰωακείμ ἦταν ἀπό τό βασιλικό γένος τοῦ Δαυΐδ, τῆς φυλῆς Ἰούδα, ἡ δέ Ἄννα ἀπό τήν ἱερατική φυλή τοῦ Λευΐ. 

2. Τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου στό Ναό. Ἡ ἑορτή εἶναι στίς 21 Νοεμβρίου. Πάλιν κατά τήν παράδοση, ἡ Θεοτόκος προσηνέχθη στό Ναό τριῶν ἐτῶν καί ἀφιερώθηκε στό Θεό. Ἔμεινε περίπου δώδεκα ἔτη καί στή συνέχεια ἐμνηστεύθη τόν Ἰωσήφ. 

3. Ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου. Ἑορτάζουμε στίς 25 Μαρτίου. Μάλιστα, τήν πρώτη μαρτυρία γιά τήν ἑορτή αὐτή τήν βρίσκουμε στό Πασχάλιο Χρονικό τοῦ ἔτους 624 μ.Χ.. Ὅπως ἀναφέρει τό Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ στό Α’ κεφάλαιό του, στάλθηκε ἀπό τό Θεό ὁ Ἄγγελος Γαβριήλ στή Ναζαρέτ τῆς Γαλιλαίας πρός τήν Παρθένο Μαριάμ καί τήν χαιρέτησε μέ τά λόγια: «Χαῖρε Κεχαριτωμένη ὁ Κύριος μετά σοῦ εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξίν». Ἡ Παρθένος, ἀφοῦ ταράχθηκε γιά ὀλίγο χρόνο μέ τήν παρουσία τοῦ Ἀγγέλου, τά λόγια του καί μέ λογισμό μέσα της καί φόβο, τελικά, πληροφορήθηκε τόν λόγο τῆς ἐπίσκεψης ἀπό τόν Ἄγγελο, ὅ,τι αὐτή ἐπελέγη νά ὑπηρετήσει τό ἱερό Μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ καί μέ ἱερό δέος καί ταπείνωση ἀποκρίθηκε: «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου˙ γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου». 

Λέγοντας αὐτά τά λόγια ἡ Παρθένος Μαριάμ τότε τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐπέρχεται σ’ αὐτή καί ὁ προαιώνιος Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ καί Θεός συλλαμβάνεται ὑπέρ λόγον καί ἔννοιαν, θαυμαστῶς καί σαρκοῦται ἐκ τῶν ἀχράντων αὐτῆς αἱμάτων. Ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου εἶναι ἕνα μεγάλο θαῦμα καί ἱερότατο μυστήριο. Ὁ θεῖος λόγος γίνεται ἐκεῖνο πού δέν ἦταν, δηλαδή ἄνθρωπος καί γινόμενος ἄνθρωπος μένει πάλι καί ἐκεῖνο πού ἦταν, δηλαδή Θεός. Ἀλλά καί ἡ Παναγία ἔγινε ἐκεῖνο πού δέν ἦταν, δηλαδή Μητέρα καί ἔμεινε καί ἐκεῖνο πού ἦταν πρῶτα, δηλαδή Παρθένος, Θεῖο Μυστήριο. 

4. Ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου ἤ ἡ Μετάστασις. Ἑορτή στίς 15 Αὐγούστου, ἡ ὁποία στηρίζεται στή παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Κατ’ ἀρχήν, κοίμηση καλεῖται ὁ χριστιανικός θάνατος, ἐνῶ ἡ Μετάσταση ἀφορᾶ στήν μετά τοῦ σώματος μετάθεση στόν Οὐρανό. Ἡ Παναγία ἐτελεύτησε στά Ἱεροσόλυμα καί μάλιστα δεικνύεται ὁ τάφος τῆς Παναγίας στήν Γεθσημανῆ. 

Εἰδικότερα, ἡ Κοίμηση τῆς Παναγίας ὑπῆρξε ἔνδοξη σέ σχέση μέ τήν κοίμηση τῶν ἄλλων Χριστιανῶν. Προτοῦ ἀρχίσει ἡ φθορά τοῦ σώματος, κατά τήν παράδοση μετέστη στόν Οὐρανό. Ὅπως ἀναφέρει τό Συναξάριον, «ὅταν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι μετά τρεῖς ἡμέρας ἀπό τήν κοίμησίν Της ἤνοιξαν τόν τάφον… εὗρον αὐτόν κενόν τοῦ ἁγίου σώματος μόνην δέ τήν σινδόνα φέροντα, παραμύθιον μείνασαν τοῖς λυπεῖσθαι μέλλουσι καί πᾶσι τοῖς πιστοῖς καί τῆς μεταθέσεως ἀψευδές μαρτύριον». Αὐτό ἔγινε γιά τούς ἑξῆς λόγους: α) Ὅπως λέγει ὑπέροχα ὁ Ἀνδρέας Κρήτης, «ὁ τόκος διέφυγε τήν φθοράν καί ὁ τάφος τήν διαφθοράν οὐ προσήκατο», δηλ. τό ἀδιάφθορο τοῦ θεομητορικοῦ σώματος ὡλοκληρώθηκε μέ τήν μετάστασή Της καί β) Κατά τόν Δαμασκηνόν: «Ἔδει τήν ἐγκόλπιον ὡς βρέφος τόν Κτίστην βαστάσασαν τοῖς θείοις ἐνδιατρίβειν σκηνώμασιν… ἔδει τήν τοῦ Θεοῦ μητέρα τά τοῦ Θεοῦ κατακτήσασθαι». Χριστός ὁ Θεός, λοιπόν, ὁ προσκαλεσάμενος αὐτήν «ἐνέδυσεν ἀφθαρσίαν σύσσωμον» (Μόδεστος Ἱεροσολύμων). 

Ἄλλες Θεομητορικές ἑορτές εἶναι: Ἡ σύναξη τῆς Θεοτόκου στίς 26 Δεκεμβρίου, ἡ Ὑπαπαντή τοῦ Κυρίου στίς 2 Φεβρουαρίου, ἑορτή πού θεωρεῖται Δεσποτο-Θεομητορική, ἡ ἑορτή τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, τήν Παρασκευή τῆς Διακαινησίμου Ἑβδομάδος, τῆς Ἁγίας Σκέπης (1 καί 28 Ὀκτωβρίου ἐκ μεταφορᾶς), τῆς Τιμίας Ἐσθῆτος (2 Ἰουλίου), τῆς Ἁγίας Ζώνης (31 Αὐγούστου) καί ἡ σύλληψη τῆς Θεομήτορος (9 Δεκεμβρίου).   

Ποιες είναι οι κυριότεροι τύποι παραστάσεως της Παναγίας στην ορθόδοξη εικονογραφία;

Ἡ Παναγία εἶναι προσφιλέστατο θέμα στήν εἰκονογραφία. Δέν ὑπάρχει ἁγιογράφος πού νά μήν ἔχει φιλοτεχνήσει τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Πολύ χαρακτηριστικά ἔχει εἰπωθεῖ ὅ,τι ὅλες οἱ εἰκόνες τῆς Παναγίας εἶναι ὡραῖες, ἀκόμη καί οἱ ζωγραφιές τῶν μικρῶν παιδιῶν.

Ἔχουμε παραστάσεις ὅπου ἱστορεῖται ἡ Παναγία μόνη Της ἤ μαζί μέ τόν Χριστό. Εἶναι οἱ ἑξῆς:

α) Ἡ Δεομένη. Εἶναι ἡ ἀρχαιοτέρα ἀπεικόνιση τῆς Παναγίας, γνωστή ἀπό τίς Κατακόμβες τῆς Ρώμης. Ἡ Παναγία εἰκονίζεται ὄρθια, κατ’ ἐνώπιον, μέ ὑψωμένα τά χέρια σέ στάση προσευχῆς.

 β) Ἡ Πλατυτέρα. Ἡ γαστέρα τῆς Θεοτόκου χωρήσασα τόν «ἀχώρητον παντί», Αὐτόν τόν ὁποῖον δέν μποροῦν νά περικλείσουν οἱ οὐρανοί, ἀνεδείχθη «Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν». Ἡ Παναγία ὡς Πλατυτέρα εἰκονίζεται συνήθως στήν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ἄλλοτε ὁλόσωμη, ὄρθια, μέ τό Θεῖον Βρέφος στήν ἀγκαλιά Της, ἤ ζωγραφίζεται κατά τό ἄνω ἥμισυ μέ τά χέρια σέ στάση δεήσεως, ἤ ἱστορεῖται καθημένη ἐπί θρόνου μέ τόν Χριστόν στά γόνατά Της. 

γ) Ἡ Ὁδηγήτρια. Ἡ Παναγία εἰκονίζεται ὄρθια, βρεφοκρατοῦσα καί λίγο ἐστραμμένη ἀριστερά. Στό ἀριστερό χέρι κρατᾶ τόν Χριστό, ἐνῶ τό δεξιό τό ὑψώνει πρό τοῦ στήθους. Ὁ εἰκονογραφικός αὐτός τύπος ἐκφράζει τήν Παναγία πού ὁδηγεῖ στήν νίκη καί τήν δόξα.

δ) Ἡ Παναγία τοῦ Πάθους: Ἡ Παναγία εἰκονίζεται μέ θλίψη στό πρόσωπόν Της. Μέ τό ἀριστερό χέρι κρατᾶ τόν Χριστόν, ἐνῶ μέ τό δεξί ὑποβαστάζει τά χέρια Του. Στήν εἰκόνα ζωγραφίζονται καί τά σύμβολα τοῦ θείου Πάθους.

Ὑπάρχουν καί πολλοί ἄλλοι ἑκατοντάδες τίτλοι, ὅπως ἡ Γλυκοφιλοῦσα, ἡ Γαλακτοτροφοῦσα, ἡ Βασίλισσα κ.ἄ. 

Ἡ Παναγία ἰδιαιτέρως μεριμνᾶ, φυλάττει, ἀγαπᾶ καί προστατεύει τό Ἅγιον ὄρος. Ἡ παρουσία της δεσπόζει ἀφοῦ αὐτή εἶναι ἡ Ἔφορος τῆς ἰσαγγέλου ἀθωνικῆς πολιτείας, γι’ αὐτό καί ὁ τόπος ἀποκαλεῖται προσφυῶς «Περιβόλι τῆς Παναγίας». 

Ὅλες οἱ Ἱερές Μονές ἔχουν θαυμαστές – θαυματουργικές εἰκόνες τῆς Παναγίας καί οἱ μοναχοί νυχθημερόν προσεύχονται πρός αὐτήν, τήν εὐλαβοῦνται καί τήν τιμοῦν. Ἀναφέρουμε μερικές: «Ἄξιον ἐστί» (Πρωτᾶτον – Καρυαί), Πορταΐτισσα (Ἰβήρων), Κουκουζέλισσα (Μεγ. Λαύρας), Βηματάρισσα (Βατοπαιδίου), Τριχεροῦσα (Χιλανδαρίου), Φοβερά Προστασία (Κουτλουμουσίου), Γερόντισσα (Παντοκράτορος), Γοργοϋπηκόου (Δοχειαρίου), Γλυκοφιλοῦσα (Φιλοθέου), Ὁδηγήτρια (Ξενοφῶντος), Ἀντιφωνήτρια (Κωνσταμονίτου) κ.ἄ. 

Ἀξίζει, ὡστόσο, ν’ ἀναφέρουμε καί ἐκτός τῆς Ἀθωνικῆς Πολιτείας καί τίς σπουδαιότερες θαυματουργές εἰκόνες τῆς Παναγίας στόν τόπο μας. Εἶναι: Ἡ Παναγία ἡ Μεγαλόχαρη τῆς Τήνου, φορτωμένη κυριολεκτικά μέ τάματα πιστῶν ὅπως καί ὁλόκληρος ὁ Ἱ. Ναός. Ἡ Ἑκατονταπυλιανή στή Πάρο στόν μεγαλοπρεπῆ Ἱ. Ναό, ἁγιογραφημένη κατά τόν 17ο αἰῶνα. Ἡ Χοζοβιώτισσα στήν Ἀμοργό. Ἡ Μυρτιδιώτισσα στά Κύθηρα. Ἡ Φανερωμένη στή Λευκάδα. Ἡ Κανάλα στή Κύθνο. Ἡ Παναγία τοῦ Χάρου στούς Λειψούς. Ἡ Θεοσκέπαστη στήν Ἄνδρο. Ἡ Ἁγιώτισσα στή Λέσβο. Ἡ Προυσιώτισσα στήν Εὐρυτανία, ἡ Παναγία Σουμελᾶ στήν Βέροια καί πολλές ἄλλες καί βέβαια ὄχι μόνο στήν Ἑλλάδα ἀλλά καί στά Ἰεροσόλυμα, τήν Κύπρο καί ἀλλαχοῦ. 

Τί λέγουν οι Πατέρες της Εκκλησίας για την Υπεραγία Θεοτόκο;

Ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὑποκλίνονται ἐνώπιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τῶν πρώτων αἰώνων καί τῶν κατοπινῶν καί μέ τόν λόγο, τήν διδασκαλία καί τήν γραφίδα τους μιλοῦν, γράφουν καί ἐγκωμιάζουν τό μεγαλεῖο της. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς διδάσκουν ὀρθῶς γιά τό Πρόσωπο τῆς Παναγίας. 

Ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά τόν Μέγα Βασίλειο πού γράφει γιά τήν ἀειπαρθενία τῆς Παναγίας: «Τοῦτο δέ ἤδη (τό ἕως οὗ ἔτεκεν) ὑπόνοιαν παρέχει, ὅτι μετά τό καθαρῶς ὑπηρετήσασθαι τῷ γεννήσει τοῦ Κυρίου, τῇ ἐπιτελεσθείσῃ διά τοῦ πνεύματος τοῦ Ἁγίου, τά νενομισμένα τοῦ γάμου ἔργα μή ἀρνησαμένης τῆς Μαρίας. Ἡμεῖς δέ, εἰ καί μηδέν τῷ τῆς εὐσεβείας παραλυμαίνεται λόγῳ (μέχρι γάρ τῆς κατά τήν οἰκονομίαν ὑπηρεσίας ἦν ἀναγκαία ἡ παρθενία, τό δ’ ἐφεξῆς ἀπολυπραγμόνητον τῷ τόμῳ τοῦ μυστηρίου), ὅμως διά τό μή καταδέχεσθαι τῶν φιλοχρίστων τήν ἀκοήν, ὅτι ποτε ἐπαύσατο εἶναι Παρθένος ἡ Θεοτόκος. Ἐκείνας ἡγούμεθα τάς μαρτυρίας αὐτάρκης» (Μεγ. Βασιλείου, Εἰς τήν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ γέννησιν, P.G. 31,1468B). 

Τόν Ἱερό Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στίς δύο γεννήσεις τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τήν προαιώνιο ἐκ πατρός καί τήν ἐν χρόνῳ ἐκ Μητρός Παρθένου: «Ὁ Πατήρ ἀρρεύστως ἐγέννησε καί ἡ Παρθένος ἀφθόρως ἔτεκε˙ οὔτε γάρ ὁ Θεός ρεῦσιν ὑπέμεινε γεννήσας, θεοπρεπῶς γάρ ἐγέννησεν, οὔτε ἡ Παρθένος οἶδα καί ὅτι ἐγέννησε ὁ Θεός ἀχρόνως πιστεύω… Τήν τεκοῦσαν ὁρῶ, τόν τεχθέντα βλέπω, τόν δέ τρόπον τῆς γεννήσεως οὐ συνορῶ νικᾶται γάρ φύσις, νικᾶται καί τάξεως ὅρος, ὅπου Θεός βούλεται» (Εἰς τό γενέθλιον τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, P.G. 56 387/388). 

Τόν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας ὁ ὁποῖος μιλᾶ γιά τήν ὀνομασία Θεοτόκος. «Τοῦτο πρεσβεύει πανταχοῦ τῆς ἀκριβούς πίστεως ὁ λόγος˙ οὕτως εὑρήκαμεν τούς ἁγίους πεφρονηκότας πατέρας˙ οὕτω τεθαρήκασι Θεοτόκον εἰπεῖν τήν ἁγίαν Παρθένον οὐχ ὡς τῆς τοῦ Λόγου φύσεως, ἤτοι τῆς θεότητος αὐτοῦ, τήν ἀρχήν τοῦ εἶναι λαβούσης ἐκ τῆς ἁγίας Παρθένου, ἀλλ’ ὡς γεννηθέντος ἐξ αὐτῆς τοῦ ἁγίου σώματος, ψυχωθέντος λογικῶς ᾧ καί καθ’ ὑπόστασιν ἑνωθείς ὁ Λόγος γεννηθῆναι λέγεται κατά σάρκα» (Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἐπιστολή δευτέρα πρός Νεστόρειον, P.G. 77,48D). 

Τόν κορυφαῖο τῆς δογματικῆς διδασκαλίας Θεοφόρο Πατέρα Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, ὁ ὁποῖος γράφει γιά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο: «Θεοτόκον δέ κυρίως καί ἀληθῶς τήν Ἁγίαν Παρθένον κηρύττομεν  ὡς γάρ Θεός ἀληθής ὁ ἐξ αὐτῆς γεννηθείς, ἀληθής Θεοτόκος ἡ τόν ἀληθινόν Θεόν ἐξ αὐτῆς σεσαρκωμένον γεννήσασα. Θεόν γάρ φαμεν ἐξ αὐτῆς γεγεννῆσθαι, οὐχ ὡς τῆς θεότητος τοῦ Λόγου ἀρχή τοῦ εἶναι λαβούσης ἐξ αὐτῆς, ἀλλ’ ὡς αὐτοῦ τοῦ Θείου Λόγου τοῦ πρό αἰώνων ἀχρόνως ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντος καί ἀνάρχως καί αϊδίως ὑπάρχοντος σύν τῷ Πατρί καί τῷ Πνεύματι ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐν τῇ γαστρί αὐτῆς ἐνοικήσαντος καί ἐξ αὐτῆς ἀμεταβλήτως σαρκωθέντος καί γεννηθέντος. Οὐ γάρ ἄνθρωπον ψιλόν ἐγέννησεν ἡ Ἁγία Παρθένος, ἀλλά Θεόν ἀληθινόν» (Ιω. Δαμασκηνοῦ, ὅπως παρ. 332). 

Ἐν προκειμένῳ, ὑπέροχοι εἶναι καί οἱ Θεομητορικές ὁμιλίες του, «Λόγος εἰς τό Γενέσιον τῆς Θεοτόκου» πού ἐκφωνήθηκε μάλιστα ἐκεῖ ὅπου ἦταν ἡ οἰκία τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Ἄννας στά Ἱεροσόλυμα, ὡς καί τρεῖς Ὁμιλίες του, «Ἐγκώμια εἰς τήν Πάνσεπτον Κοίμησιν τῆς Θεομήτορος» πού ἐκφωνήθηκαν στόν τάφο τῆς Παναγίας στή Γεθσημανῆ. 

Καί ἄλλοι Πατέρες γράφουν καί ἐγκωμιάζουν ὅπως: ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἀρχιεπ. Κρήτης, ὁ ὁποῖος ὡραιότατα μέ τό ποιητικό του τάλαντο θά πεῖ: «Χαῖρε, κεχαριτωμένη ὁ Κύριος μετά σοῦ. Χαίροις, τό τῆς χαρᾶς ὄργανον, δι’ οὗ τό τῆς ἀρᾶς ἐλύθη κατάκριμα, καί τό τῆς χαρᾶς ἀντεισήχθη δικαίωμα. Χαῖρε, ἀληθῶς εὐλογημένη˙ χαῖρε, λελαμπρυσμένη˙ χαῖρε, κεκαλλωπισμένον τῆς θείας δόξης ἀνάκτορον˙ χαίροις, ἱερότευκτον τοῦ βασιλέως παλάτιον˙ χαῖρε, νυμφών, ἐν ᾧ Χριστός ἐνυμφεύσατο τήν ἀνθρωπότητα˙ χαίροις, ἐκλεγομένη Θεῷ πρό γεννήσεων˙ χαίροις, τό θεῖον πρός ἀνθρώπους διαλλακτήριον˙ χαίροις, θησαυρέ τῆς ἀκηράτου ζωῆς˙ χαίροις οὐρανέ, τοῦ Ἡλίου τῆς δόξης ὑπερουράνιον οἴκημα˙ χαίροις, Θεοῦ τοῦ μηδαμοῦ χωρητοῦ, ἐν σοί δέ μόνη χωρητοῦ, χωρίον εὐρύχωρον˙ χαίροις, γῆ ἁγία παρθενική, ἐξ ἧς ὅ νέος Ἀδάμ ἀρρήτῳ θεοπλαστίᾳ ἐχρημάτισε, ἵνα τόν παλαιόν ἀνασώσηται˙ χαίροις ζύμη ἁγία θεοτελής, ἐξ ἧς ὅλον τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀνεζυμώθη τό φύραμα, καί ἐξ ἑνός σώματος Χριστοῦ ἀρτοποιηθέν, εἰς ἕν συνῆλθε τό παράδοξον σύγκριμα. «Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ» (Ἀνδρέου, Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης, Λόγος Ε’, Εἰς τόν εὐαγγελισμόν τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, PG 97, 893-896). 

Ἔπειτα, ὁ ἅγιος Βασίλειος Σελευκείας θά γράψει: «Θεοτόκος ἐστι τε καί λέγεται ἄρα τις ἐστι ταύτης ὑψηλοτέρα ὑπόθεσις» (Βασιλείου Σελευκείας, Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν τῆς Παναγίας Θεοτόκου, Λόγος ΛΘ’, P.G. 85,429B) καί ὁ ἅγ. Ἐπιφάνιος Κύπρου θά πεῖ: «Θεοτόκος ὑπάρχεις, Παρθένε Μαρία, ὅτι Θεόν Λόγον δεξαμένη σαρκωθέντα ἐκ σοῦ ἔτεκες Θεοτόκος ἐνυπάρχεις ἡ μόνη τοῦ μόνου μονογενῆ Υἱόν τοῦ Θεοῦ γεννήσασα οὐ πρόσκαιρον Θεόν γεννήσασα, ἀλλ’ αἰώνιον τόν πρό σοῦ καί πάντων Θεόν, ἐκ σοῦ σαρκωθέντα» (Ἐπιφανίου Κύπρου, Ἐγκώμιος Ὁμιλία εἰς τήν ἁγίαν τήν Θεοτόκον, PG 43, 493B). Σπουδαιότατοι καί λίαν διδακτικοί εἶναι καί οἱ λόγοι πού ἔγραψαν, οἱ ἅγιοι Γερμανός Κων/λεως, Θεόδωρος Στουδίτης, Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων, Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ τόσον θεοτοκοφιλής καί ἔπειτα τούς νεότερους αἰῶνες οἱ: Νικόδημος, ὁ Ἁγιορείτης καί ὁ ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως μέ τά περίφημα «Θεοτοκάριά» τους, ἅγιες προσωπικότητες πού τόσο ἀγάπησαν καί ἐγκωμίασαν τήν Παναγία. 

Ποιες είναι οι κυριότερες ιερές Ακολουθίες για την Παναγία;

Πρίν ἔλθουμε στίς Ἱερές Ἀκολουθίες ἀξίζει ν’ ἀναφέρουμε ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι παροῦσα στό κορυφαῖο Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, τήν Θεία Λειτουργία. Τήν μνημονεύουμε καί μάλιστα μετά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων ὅπου ὁ ἱερουργός ἐκφωνεῖ: «Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας, ἀχράντου, ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου, δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας». Ἔπειτα, πολύ συχνά ἀκούγεται ἡ δέηση «Τῆς Παναγίας, ἀχράντου…» στό τέλος τῶν Συναπτῶν.

Ἀλλά καί ἄλλα τροπάρια καί ὕμνοι ἐξυμνοῦν τήν μοναδική, τήν πανάρετη, τήν μακαρία Παρθένο, τήν ἁγνή περιστερά, τήν οὐράνιο νύμφη, τήν Κεχαριτωμένη, ὅπως τήν προσεφώνησε ὁ Ἀρχάγγελος, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. 

Ὅσον ἀφορᾶ δέ τίς Ἱερές Ἀκολουθίες, ἡ πρώτη, σπουδαιοτάτη, μέ βαθύτατα θεολογικά νοήματα εἶναι ἡ «Ἱερή Ἀκολουθία εἰς τόν Ἀκάθιστον Ὕμνον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου», ἄλλως οἱ «Χαιρετισμοί τῆς Θεοτόκου». Πρόκειται γιά ἕνα ἀριστούργημα ἐγκωμίων πρός τήν Παναγία, μέ καλλιέπεια, σπάνιες λέξεις, θαυμάσιες ἐκφράσεις καί βαθύτατα θεολογικά νοήματα. Ποῖος εἶναι ὁ ποιητής δέν γνωρίζουμε ἐπακριβῶς. Ἄλλοι θεωροῦν τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο, ἄλλοι τόν λόγιον Γεώργιον Πισίδην καί ἄλλοι ἄλλους μελετητές. Ἐκεῖνο ὅμως πού ἔχει ἰδιαίτερη ἀξία εἶναι ἡ ἔμπνευση καί ἡ ποιητική δύναμη τοῦ ὑμνογράφου μέ τήν τονική ρυθμοποιΐα τῶν στίχων, τίς παρηχήσεις, τά ὁμοιοκατάληκτα, τίς ἐκφραστικές εἰκόνες ἀπό τή ζωή τῶν ἀνθρώπων καί τή βιβλική ἱστορία. Πολλές μάλιστα ἀπ’ αὐτές τίς ποιητικές εἰκόνες τοῦ Ὕμνου κοσμοῦν τίς θολωτές ἁψῖδες τῶν ναῶν, πολλῶν ἱερῶν μονῶν καί ἐντύπων βιβλίων. 

 Ὡς εἶναι γνωστόν, ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος ἐψάλη γιά πρώτη φορά στό ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν στήν Πόλη κατά τήν παννύχιον εὐχαριστήριο τελετή τόν 7ον αἰῶνα καί μάλιστα σέ στιγμές ψυχικῆς ἀνατάσεως καί εὐλαβείας ἱσταμένων ὅλων καί ἔχει καθιερωθεῖ νά ψάλλεται τμηματικά κατά τίς τέσσερις πρῶτες Παρασκευές τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί ὁλόκληρος τήν προτελευταία Παρασκευή πρό τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Ἀποτελεῖται ἀπό εἰκοσιτέσσερις «οἴκους» (στροφές) ὅπου ὁ καθένας ἀρχίζει μέ ἕνα γράμμα τῆς ἀλφαβήτου (Α-Ω). Ἔχουμε ἀκόμη καί δύο ἐφύμνια τό: «Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε» καί τό «Ἀλληλούϊα».

Ἄλλες Ἱ. Ἀκολουθίες εἶναι οἱ «Παρακλητικοί Κανόνες». Ὁ Μικρός Παρακλητικός Κανόνας, ποίημα τοῦ Θεοστηρίκτου, λογίου μοναχοῦ (9ος αἰ.), καί ὁ Μεγάλος, ποίημα τοῦ εὐσεβοῦς αὐτοκράτορος Θεοδώρου Β’ Λασκάρεως – Βατάτζη (13ος αἰ.). Ἐπίσης στό Μικρό καί Μέγα Ἀπόδειπνο ἔχουμε τήν ὑπέροχη Εὐχή εἰς τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, τό «Ἄσπιλε, ἀμόλυντε, ἄφθορε, ἄχραντε, ἁγνή Παρθένε, θεόνυμφε Δέσποινα», ποίημα Παύλου μοναχοῦ τῆς Ἱ. Μονῆς τῆς Ευεργέτιδος (11ος αἰ., Κωνσταντινούπολις). 

Ἀξίζει ἀκόμη νά ἀναφέρουμε τήν Ἐνάτη Ὠδή τῆς Θεοτόκου ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου, κεφάλαιον Α’ καί στίχοι 46-55, πού ἀρχίζει μέ τό «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον», ὡς καί τά θαυμάσια Θεοτοκία εἰς ἕκαστον ἦχον τά ὁποῖα καί ψάλλονται ὅλο τόν χρόνο. 

Ὑπάρχουν βέβαια καί πολλοί ἄλλοι ὕμνοι τῶν θεοφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας πού ἐξυμνοῦν τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο ἤ καί εἶναι παρακλήσεις καί ἱκεσίες πρός αὐτήν. 

Διαβάζουμε, ότι σε πολλά διηγήματα και ποιήματα, η Παναγία έχει κεντρική θέση. Πόσο είναι αληθές αυτό;

Εἶναι ἐγγονός, ὅτι ἡ παρουσία τῆς Παναγίας στή ζωή τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἐξόχως σημαντική. Αἰῶνες τώρα οἱ πιστοί ἀναπέμπουν ὕμνους ἐγκώμια ἀλλά καί ἱκεσίες πρός τό πρόσωπό της. Ἡ Παναγία εἶναι ἡ μάνα μας. Τήν αἰσθανόμαστε ὡς τήν χαρά τῶν θλιβομένων, ὡς ἡ βοήθεια καί προστασία τῶν ἀσθενούντων, τῶν κινδυνευόντων, ὡς ἡ μεσίτρια πρός τόν Φιλάνθρωπον Θεό. 

Ἔτσι καί στή λογοτεχνία (ποίηση, πεζογραφία) ἡ Παναγία κατέχει περίοπτη θέση. Ἕνα πλῆθος συγγραφέων ἔχουν γράψει γιά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο μέ σεβασμό, δέος καί ἱερά συναισθήματα. Παρουσιάζουμε ὅλως ἐπιγραμματικά καί ἐνδεικτικά μερικούς λογοτέχνες πού ἀναφέρονται στήν Παναγία μέ ἔργα τους πεζά ἤ ποιήματα. 

Κατ’ ἀρχήν, πολλοί λόγιοι κληρικοί, μοναχοί, ἱερομόναχοι, πεζογράφοι, ποιητές, ἐν γένει συγγραφεῖς, λογοτέχνες τῶν χρόνων τῆς τουρκοκρατίας ἔγραψαν καί ὕμνησαν τήν Παναγία, ὅπως ὁ Νεόφυτος Ροδινός, ὁ Ἠλίας Μηνιάτης. Ἀργότερα, ὁ Ἀχιλλέας Παράσχος πού μάλιστα ὡς πονεμένος πατέρας ἔβλεπε τήν θυγατέρα του νά πεθαίνει ὀλίγον κατ’ ὀλίγον ἀπό τήν ἀρρώστια καί ὡς ἔκφραση παρηγοριᾶς καί ἐλπίδας ἔγραψε συγκινητικούς στίχους γιά τήν Παναγία, ἀλλά καί οἱ συγγραφεῖς Γ. Δροσίνης, ὁ Ἀλεξ. Παπαδιαμάντης, ὁ Ἀλ. Μωραϊτίδης, ὁ Κ. Παλαμᾶς, ὁ Φ. Κόντογλου, ὁ Γ. Ζώρας, ὁ Στρ. Μυριβήλης, ὁ Βασ. Μουστάκης, ὁ Στέλ. Σπεράντζας, ὁ Γ. Βερίτης, ὁ Στεφ. Μπολέτσης, ὁ Π. Πάσχος, ὁ Θ. Παπαθανασόπουλος πού γράφει «Παράκληση στήν Παναγία τοῦ Προυσοῦ», ὁ Ἐλ. Μαΐνας, ὁ Δημ. Κακαβελάκης κ.ἄ. Καί βέβαια λόγοι, ποιήματα, ἐγκώμια πρός τήν Παναγία συνεχίζονται καί σήμερα ἀπό τούς πιστούς καί εὐλαβεῖς συγγραφεῖς.

Ποια πρέπει να είναι η στάση μας απέναντι στο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου;

Ἀνέκαθεν ἡ Παναγία εἶναι τό πιό ἀγαπημένο πρόσωπο στόν κόσμο. Εἶναι ἡ πιό γλυκειά μορφή γιά τούς πιστούς χριστιανούς. Τιμᾶται ὅλως ἰδιαιτέρως ἀπό τήν Ἐκκλησία μας καί συνεχῶς ἀναπέμπεται ὁ ὕμνος: «Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν Σε τήν Θεοτόκον, τήν ἀειμακάριστον καί παναμώμητον καί μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τήν ἀδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκοῦσαν τήν ὄντως Θεοτόκον, Σέ μεγαλύνομεν». Σέ κάθε Ἱερή Ἀκολουθία ἀναφέρεται τό ὄνομά Της καί δεσπόζει πραγματικά στή λατρεία μας. Ὁ ὀρθόδοξος ναός εἶναι γεμᾶτος, θά λέγαμε, ἀπό τήν παρουσία Της . Κύριες θέσεις της ἡ Ὡραία Πύλη (στό Τέμπλο) καί ἡ Κόγχη τοῦ Ἱεροῦ. Ἔτσι, στό δεξιό μέρος τῆς Ὡραίας Πύλης εἶναι πάντοτε ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί στό ἀριστερό τῆς Παναγίας. Στήν δέ κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος πάλιν ἡ Παναγία, ὡς «Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν» ἔχει τή θέση Της. Ἡ κόγχη κατά τή συμβολική σημασία τῆς ὀρθόδοξης ἀρχιτεκτονικῆς συμβολίζει τό σημεῖο πού ἑνώνει τή γῆ (δάπεδο) μέ τόν οὐρανό (ὁ θόλος). Ἔτσι καί ἡ Παναγία συνετέλεσε στήν ἐπανένωση τῆς γῆς μέ τόν οὐρανό, τῶν ἀνθρώπων μέ τό Θεό καί κατέστη «ἡ γέφυρα ἡ μετάγουσα τούς ἐκ γῆς πρός Οὐρανόν». 

Εἶναι σέ ἀδιαμφισβήτητο γεγονός ὅτι ἡ Παναγία εἶναι δεμένη μέ τό λαό μας καί στούς ἀγῶνες τοῦ Ἔθνους. Θά λέγαμε ὅτι μοναχά στήν Ἑλλάδα προσκυνεῖται καί τιμᾶται πρεπόντως ἡ Παναγία μέ δάκρυα, μέ γονάτισμα, μέ πόνο, μέ πίστη, μέ ἐλπίδα, μέ ἀγάπη. Μέ ἀναμμένο τό καντῆλι της. Ἡ εἰκόνα Της εἶναι σέ κάθε ἑλληνικό σπίτι καί ἡ καταφυγή στίς πρεσβεῖες Της ἀδιάκοπη ἀνά τούς αἰῶνες. Καί ἐκείνη εἶναι πάντοτε δίπλα μας, γιατί, ὅπως τόσο ὑπέροχα διατυπώνεται στό ἀπολυτίκιο τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ἡ Παναγία παρά τήν κοίμησίν Της, «τόν κόσμον οὐ κατέλιπεν». Ἡ ἴδια ἐγγυᾶται τή ζωντανή παρουσία Της μέ τά τόσα θαύματά Της καί μέ τήν κραταιά προστασία Της. 

Πάρα πολλά δέ εἶναι ἀνά τούς αἰῶνες τα θαύματα τῆς Παναγίας. Πολλές οἱ εἰκόνες μέ ἱστορίες θαυμάτων της. Εἶναι ἀληθῶς ἡ μάνα ὅλων μας. Ὡς Μεσίτρια βρίσκεται στήν ἐπουράνιο Ἱερουσαλήμ ἐκ δεξιῶν τοῦ Υἱοῦ της καί μεσιτεύει γιά μᾶς. Ἐκείνη, ὡς Μάνα, κατανοεῖ τόν πόνο μας, βλέπει τίς δοκιμασίες, ἀκούει τίς δεήσεις μας καί σπεύδει κοντά μας. Εἶναι ἡ «τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί ἡ ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ». 

Τό πρόσωπό της ἁπλώνει φῶς καί χάρι. Οἱ ὀφθαλμοί εἶναι δακρυσμένοι ἀλλά γαλήνιοι, παρήγοροι, ἐλπιδοφόροι. Τό χέρι της πάντοτε εἶναι ὁδηγητικό πρός τόν Χριστό. Ἡ ἀγκαλιά της θρόνος γιά ὅλους μας. Ἡ καρδιά της θυμιατήρι διακονίας. Τό ἅγιο πέπλο της σκέπη, προστασία καί βοήθεια ὅλων μας. 

Μή λησμονοῦμε ὅτι ἡ Παναγία μας εἶναι «ἡ μεταβολή τῶν θλιβομένων, ἡ ἀπαλλαγή τῶν ἀσθενούντων, ἡ εἰρήνη τῶν πολεμουμένων, ἡ γαλήνη τῶν χειμαζομένων, ἡ μόνη προστασία τῶν πιστῶν». Ἀληθῶς, ἀνά τούς αἰῶνες, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος στέκεται Πρόσωπο ἱερό καί ἀνεπανάληπτο. Ἡ στάση μας, ὑψίστη τιμή καί βαθυτάτη εὐλάβεια. Ἡ Παναγία εἶναι ἡ μόνη μετά Θεόν ἐλπίδα μας. Ἡ φωνή, «Παναγία μου», τά περικλείει ὅλα. 

Διαβάστε ακόμα