Του Επισκόπου Μελιτηνής Μαξίμου
Η εσχάτη ημέρα, όχι ένδοξο επιστέγασμα αλλά η τελική εξουθένωση, φέρει το βάρος μιας κούρασης όχι απλώς ανθρώπινης αλλά ιερουργικής, σαν λιβάνι που πνίγει μάλλον παρά ευφραίνει. Πάνω στην Ιερουσαλήμ αιωρείται η βαριά κόπωση των αιώνων, μια σκόνη από δέρματα θυμάτων και στεναγμούς αργόσυρτων ψαλμών· κι η οσμή της δεν πείθει πια για θυσία, περισσότερο μοιάζει με την αφόρητη οικειότητα της συνήθειας. Μέσα σ’ αυτό το τοπίο της τελετουργικής αφλογιστίας, όπου η πείνα του πνεύματος συγχέεται με τον ιδρώτα του δέρματος, Εκείνος στέκεται. Κι η φωνή του δεν είναι ούτε ψίθυρος απόκρυφος, ούτε ιαχή μανίας· είναι κραυγή, σαν λεπίδα από γυαλί, που διαρρηγνύει την αποχαυνωτική ευλάβεια. «Ἐάν τις διψᾷ ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω». Η πρόσκληση δεν ζητά ευσέβεια, δεν προϋποθέτει πίστη. Στρέφεται προς την ξερή ανάγκη, την άναρθρη κραυγή της σάρκας. Είναι ένα κάλεσμα που προσβάλλει τους ασκημένους στη διαχείριση του Θείου, τους εκπαιδευμένους στη δίαιτα των εντολών, όσους έχουν μεταβολίσει τον Θεό σε επιτρεπόμενη θερμιδική αναλογία.
Και το σχίσμα, σαν φυσική αντίδραση του σώματος, έρχεται ακαριαία· όχι ως φιλολογική ή θεολογική διαφωνία, αλλά σαν σπασμός. Ο όχλος, σώμα ακατέργαστο, διψασμένο, νιώθει κάτι· δεν ξέρει τι είναι, μα η αλήθεια ποτέ δεν προϋποθέτει γνωσιολογία· «Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης». Οι άλλοι, οι εκπρόσωποι της πιστοποιημένης κατανόησης, κλείνουν το αυτί. Η φωνή του δεν είναι για εκείνους νερό, αλλά ένα ξινισμένο κρασί που απειλεί να διαβρώσει το ατσάλι της εξουσίας τους. Ο λόγος τους, η αντίδρασή τους, δεν έρχεται με απορία αλλά με σιωπηλό πανικό· τείχος η Γραφή, όχι άνοιγμα, «Μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται;». Τοπικισμός ως θεολογικό επιχείρημα, γεωγραφία ως φίμωτρο του Θεού. Ο Χριστός δεν τους χωρά στις προφητείες τους, άρα δεν υπάρχει.
Οι υπηρέτες που είχαν σταλεί επιστρέφουν με μια κουβέντα που δεν χωράει στο οικοδόμημα των αρχόντων· «Οὐδέποτε ἐλάλησεν οὕτως ἄνθρωπος». Δεν φέρνουν αναφορά, φέρνουν ταραχή. Η φωνή του έχει κάτι που διαλύει την κατηγορία του ανθρώπινου. Και οι εξουσιαστές, γυμνοί μπροστά στην ανεπάρκειά τους, απαντούν όπως μόνο η εξουσία ξέρει: με περιφρόνηση· «Μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε;». Η αμφισβήτηση είναι ασθένεια. Ο όχλος, μη γνώστης, καταδικασμένος: «ἀλλὰ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπάρατοί εἰσιν». Η άγνοια γίνεται αμαρτία, η ανάγκη τους, αιτία κατάρας. Ο Νόμος εργαλείο περιχαράκωσης, ο Θεός ένα συμπλήρωμα της σχολαστικής τους επάρκειας.
Κι ανάμεσά τους, με τη συστολή της νύχτας, η φωνή του Νικόδημου. Δεν ομολογεί, δεν μάχεται. Μόνο υπενθυμίζει, με νομικό τακτ και υποδόρια ειρωνεία, πως ακόμα και οι κανόνες τους έχουν όρια: «Μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον ἐὰν μὴ ἀκούσῃ πρῶτον παρ΄ αὐτοῦ καὶ γνῷ τί ποιεῖ;». Όπως παρατηρεί ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος,[1] ο Νικόδημος τούς ξεγυμνώνει: αυτοί είναι οι αληθινοί παραβάτες, καταπατούν τον Νόμο τους χωρίς ν’ ακούσουν. Η απάντηση, μια προσβολή χωρίς ντροπή, «Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ;». Το επιχείρημα έχει πεθάνει· η ταυτότητα αρκεί για την απόρριψη. Τον καλούν να ερευνήσει, την ώρα που η ίδια η έρευνα έχει υποκατασταθεί από προκαταλήψεις ντυμένες σε θεολογική στολή.
Κι Εκείνος, αποδεσμευμένος από γεωγραφίες, αναιρεί τη στενότητα του χώρου με μια φράση που δεν επιδέχεται σύνορα: «Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου». Όχι της Σιών, ούτε των αγίων εορτών, αλλά του κόσμου. Η φράση, όπως σημειώνει ο Στέργιος Σάκκος,[2] αντανακλά την ανάμνηση των μεγάλων λυχνιών της Σκηνοπηγίας που είχαν μόλις σβήσει. Δεν πρόκειται πια για τόπο αλλά για πρόσωπο. Το φως δεν εξηγείται, δεν τεκμηριώνεται· απλώς φωτίζει. «ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ΄ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς». Το φως γίνεται συνθήκη ύπαρξης, η σιωπηλή υπόσχεση όρασης που δεν προσφέρεται στους στατικούς.
Και τότε έρχεται το επιστέγασμα της αμηχανίας τους, το γέλιο του σκοταδιού: «Σὺ περὶ σεαυτοῦ μαρτυρεῖς· ἡ μαρτυρία σου οὐκ ἔστιν ἀληθής» (Ιω. η΄ 13). Ζητούν αποδείξεις από το ίδιο το φως ότι φωτίζει. Η αφασία του πνεύματος, η αυτόματη καχυποψία των νεκρών απέναντι σε κάθε παρουσία που δεν χωρά στο πρωτόκολλό τους.
Έτσι μένει το σχίσμα· άβυσσος ανάμεσα στη δίψα και στον τύπο, στη ροή και στην ανάλυση. Οι διψασμένοι «επάρατοι» μυρίζουν τη βροχή, ενώ οι γνώστες της πρόγνωσης πεθαίνουν από δίψα, σφίγγοντας στα χέρια τον πιο ακριβή χάρτη ξηρασίας. Το φως, αδιάφορο προς τις επάρκειές τους, εξακολουθεί να λάμπει. Και το ύδωρ, δεν θα ξεπηδήσει από την καλώς καταχωρημένη ερμηνεία αλλά από πλευρά ανοιχτή, με αίμα και νερό· για να ποτίσει τη γη που οι γραμματείς είχαν από καιρό κηρύξει άγονο κοιμητήριο.
[1] Ιωάννης Χρυσόστομος, Τα Εὑρισκόμενα Πάντα, ἐν Patrologiae Cursus Completus: Series Graeca, επιμ. Jacques-Paul Migne, τ. 59 (Paris: J.-P. Migne, 1862), στ. 288.
[2] Στέργιος Ν. Σάκκος, Ερμηνεία Ευαγγελικών Περικοπών, 3η έκδ. (Θεσσαλονίκη: 1999), 93-94.
[3] John Chrysostom, “Ta Heuriskomena Panta” [The Complete Works], in Patrologiae Cursus Completus: Series Graeca, ed. Jacques-Paul Migne, vol. 59 (Paris: J.-P. Migne, 1862), col. 288.
[4] Stergios N. Sakkos, Ermeneia Euaggelikon Perikopon [Interpretation of Gospel Passages], 3rd ed. (Thessaloniki: 1999), 93-94.