“Εορτήν τελούμεν άπαντες, υποδεχόμενοι εις τας αυλάς ταύτας του μαρτυρίου και της μαρτυρίας, της ταπεινώσεως και της δόξης, Υμάς, Μακαριώτατε Αδελφέ, τον άξιον και τετιμημένον διάδοχον του προ μηνών κοιμηθέντος μακαριστού προκατόχου σας, του ιεραποστόλου και ποιμένος, του διακόνου και μάρτυρος επί τριακονταετίαν και πλέον της μαρτυρικής οδοιπορίας της εκ των θυγατέρων του Οικουμενικού Θρόνου Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας, της ακτινοβολούσης εις το εκκλησιαστικόν στερέωμα διά των φωτεινών αστέρων αυτής. Οι Ιερομάρτυρες Άστιος και Ελευθέριος, η Αγία Μάρτυς Ανθία, ο Δυρραχιώτης Όσιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης, ο Όσιος Νείλος ο Εριχιώτης, ο Οσιομάρτυς Ιάκωβος ο Νέος, ο Ιερομάρτυς και Ισαπόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο οποίος εστερέωσε την Ορθόδοξον πίστιν εις καιρούς δυσχειμέρους, και πλήθος Αγίων, γνωστών και αγνώστων, φανερών και αφανών, επότισαν διά δακρύων και αιμάτων το μαρτυρικόν δένδρον αυτής. Εν τοιούτοις αισθήμασιν ευφροσύνης και αγαλλιάσεως χαιρετίζομεν μετά της περί ημάς σεβασμίας ενταύθα Ιεραρχίας την Υμετέραν Μακαριότητα εν τω Ιερώ τούτω Χώρω, όπου διαχρονικώς φυλάσσονται αι πλάκες της Διαθήκης της Αγίας ημών Ορθοδοξίας και η Ράβδος Ααρών αεί βλαστάνει καρπόν ζώντα και προσφοράν ανεκτίμητον και αλήθειαν και φως.”, τόνισε η Α.Θ. Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, στην ομιλία του, υποδεχόμενος στην Έδρα της Μητρός Εκκλησίας, το Σάββατο, 14 Ιουνίου 2025, την Α. Μακαριότητα τον Αρχιεπίσκοπο Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας κ. Ιωάννη, ο οποίος πραγματοποιεί ειρηνική επίσκεψη, την πρώτη μετά την εκλογή του, συνοδευόμενος από τους Σεβ. Μητροπολίτες Απολλωνίας και Φίερι κ. Νικόλαο και Βερατίου, Αυλώνος και Κανίνης κ. Άστιο, τον Θεοφιλ. Επίσκοπο Κρούγιας κ. Αναστάσιο, Πρωτοσύγκελλο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αλβανίας, τον Αιδεσιμολ. Πρωτοπρεσβύτερο κ. Ιωάννη Μερκούρη, Αρχιερατικό Επίτροπο της Ιεράς Μητροπόλεως Αργυροκάστρου, τον Ιερολ. Αρχιδιάκονο κ. Ιωάννη Κοροβέση, και τον Ελλογιμ. Καθηγητή κ. Ανδρέα Ρέμπετση.
O Παναγιώτατος, μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε στις δοκιμασίες που υπέστη η Ορθόδοξος Εκκλησία στην Αλβανία.
“Αι ποικίλαι «πύλαι Άδου» και τότε, ότε υπεκινήθη υπό της λεγομένης «Συνόδου» των εν Κάρλοβιτς προσφύγων Ρώσσων Ιεραρχών τάσις αποκοπής της εν Αλβανία Ορθοδοξίας από του ζωοποιού κορμού της μήτρας και κιβωτού αυτής, από του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με όλας τας επακολουθησάσας πειρασμικάς παραμέτρους, δεν κατίσχυσαν της αληθείας. Διότι ήλθεν ο αεί αγρυπνών επί της θείας της Ορθοδοξίας φυλακής Αγιώτατος Αποστολικός και Πατριαρχικός Οικουμενικός Θρόνος και επέχεεν «έλαιον και οίνον» και επούλωσε χαινούσας πληγάς διά της απονομής τη Υμετέρα Εκκλησία της αξίας του αυτοκεφάλου, τω κανονικώ χρώμενος δικαίω αυτού. «Πύλαι Άδου» δεν κατίσχυσαν και κατά το πρόσφατον παρελθόν της μακράς Κομμουνιστικής περιόδου, ότε τα πάντα εσκίαζε «φοβέρα κοσμικής ανταρσίας» των απείρων «μπούνκερς» -και όχι μόνον-, και το μυστικόν σώμα του Χριστού κατήχθη κυριολεκτικώς εις τα «τάρταρα του Άδου» και μόνον φωτισμένοι κληρικοί, «κρυφά» προσεπάθησαν να τηρήσουν τον σπινθήρα ζώντα. Εις εκ των μαρτύρων κληρικών τούτων υπήρξε και ο αναγεννήσας και την Υμετέραν Μακαριότητα και αναδεξάμενος αυτήν εκ της ιεράς κολυμβήθρας, εν χρόνοις δισέκτοις, μακαριστός Επίσκοπος Απολλωνίας Κοσμάς. Προς αυτούς όλους, τους πολλούς ανωνύμους και ολίγους γνωστούς, μεταξύ των οποίων και τον «ήρωα» Δημήτριον Μπεντούλη, οι οποίοι ήραν «τον χρηστόν ζυγόν» του Χριστού, απευθύνεται διά της ημετέρας Μετριότητος, και κατά την ώραν ταύτην της επισήμου επισκέψεως της Υμετέρας Μακαριότητος, ο λόγος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, λόγος ευχαριστίας και τιμής και αναγνωρίσεως της προσφοράς των.”
Στη συνέχεια μίλησε για τη νέα περίοδο που ξεκίνησε όταν η Μήτηρ Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως απέστειλε στα Τίρανα τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο.
“Ότε δε ανέτειλε και πάλιν, «δειλά» κατ᾽ αρχήν, ο Ήλιος της ελευθερίας εις το στερέωμα της Αλβανίας, τότε ο «συγκοινωνός εν τη θλίψει» και τη πνευματική και άλλη «πτωχεία» του Ορθοδόξου Αλβανικού λαού Αγιώτατος ούτος Πατριαρχικός και Οικουμενικός Θρόνος οφειλετικώς, από γε των ιερών Κανόνων και της εν τη Ορθοδοξία θέσεως αυτού, ανέλαβε και πάλιν διακονίαν χρέους και ευθύνης. Ως άλλος θρυλικός Αβραάμ ανέστησε την «πεπτωκυίαν», κρίμασιν οις οίδε Κύριος, «σκηνήν», αποστείλας ιδία πρωτοβουλία και οφειλετική μερίμνη, τον Καλόν Άγγελον αυτής, τον προκάτοχον Υμών μακαριστόν Αρχιεπίσκοπον Αναστάσιον, όστις τον επενδύτην της διακονίας διεζώσατο και ως αληθής ιεραπόστολος και ποιμήν έθυσε την ψυχήν αυτού υπέρ των λογικών προβάτων και προσήνεγκεν εαυτόν «θυσίαν άμωμον», «μύρον αναστάσεως εύοσμον», επί τριακονταετίαν και πλέον εις τον χέρσον αγρόν της Ορθοδόξου εν Αλβανία Εκκλησίας και ευρύτερον της Χώρας. Θυσιασθείς αληθώς εν πάσιν, εν αγώσιν, εν πειρασμοίς, εν αδυναμίαις, εν απελπιστικαίς καταστάσεσιν, εν θορύβοις έσωθεν και γύρωθεν και έξωθεν, και αίρων μέχρι τελευταίας πνοής τον Σταυρόν του Μαρτυρίου του Ορθοδόξου λαού του και της εσταυρωμένης Εκκλησίας του, κατέστησεν αυτήν μάρτυρα και κήρυκα της Αναστάσεως Χριστού, ως μαρτυρούν ο εν τω κέντρω των Τιράνων δεσπόζων Ιερός Ναός της Αναστάσεως του Κυρίου, και οι πολλοί, τη μερίμνη αυτού, ανεγερθέντες Ναοί εν πάση τη επικρατεία της Αλβανίας, οι τιμώμενοι επ’ ονόματι μιάς «άλλης βιοτής», την οποίαν ενοστάλγουν ψυχαί πολλαί κοιμηθέντων «εν τη θλίψει τη μεγάλη» και οι εξελθόντες «εκ της θλίψεως της μεγάλης» ζώντες και περιλειπόμενοι του έτους 1991 και εξής.
Ακολούθως ο Παναγιώτατος, παρουσία της εν τη Πόλει Ιεραρχίας του Θρόνου, μίλησε για τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας, αλλά και για τον τιμώμενο διάδοχό του κ. Ιωάννη:
”Ο μακαριστός Αναστάσιος ήρεν άνευ συγκυρηναίου τον Σταυρόν του Μαρτυρίου. Συγκυρηναίος του υπήρξεν ο Χριστός και ιερόν «έμβλημά» του το Χρυσοστομικόν: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν». Συγκυρηναίος υπήρξεν η Μήτηρ αύτη Εκκλησία, κενώσασα εαυτήν εκ των ακενώτων θησαυρών της και συμβαλούσα έργοις και λόγοις εις την «δύσβατον πορείαν» του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, ως ελέγομεν και κατά τα εγκαίνια του Ναού της Αναστάσεως Τιράνων, αλλά και διά της συμμετοχής και υλικής και άλλης συμβολής των εν Διασπορά Επαρχιών του καθ’ ημάς Θρόνου. Συγκυρηναίος απ᾽ αρχής του νυν εν ουρανίοις θαλάμοις αυλιζομένου υπήρξατε απ᾽ αρχής και Υμείς, Μακαριώτατε Αδελφέ, ο οποίος ως άλλο «σκεύος εκλογής» είδετε πλησίον του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, εις μίαν άλλην πύλην Δαμασκού, «φως εκ του ουρανού», και εβαστάσατε μαζί του «τον καύσωνα της ημέρας και το ψύχος της νυκτός», κυριολεκτικώς και μεταφορικώς ειπείν. «Ιλιγγιά νούς» ενώπιον του επιτελεσθέντος υπό του κλεινού Πρωθιεράρχου και προκατόχου Σας έργου, θαύματος αληθώς.
Και ο μεν μακαριστός εν τοις προκατόχοις Σας Αναστάσιος τον δρόμον τελέσας και την πίστιν τηρήσας και τον αγώνα τον καλόν και εν Αλβανία πληρώσας, διαπρέψας δε εν πάσιν απήλθε, του «όρου πληρωθέντος», εις τα παραμόνιμα, παραδούς Υμίν, τω προνοία και ελέει Θεού αξίω συνεργώ και διαδόχω αυτού, και τοις συν Υμίν, Εκκλησίαν εν ακμή, Εκκλησίαν ζώσαν, «μη έχουσαν σπίλον ή ρυτίδα» του παρελθόντος, αλλά πορευομένην εν «δυνάμει Πνεύματος» Αγίου, «εν δυνάμει σημείων», εν «δυνάμει χάριτος» πανσθενουργού, «εν δυνάμει αναστάσεως».
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ο Παναγιώτατος, τόνισε:
“Η επίσκεψις της Υμετέρας Μακαριότητος εις το Αποστολικόν, Πατερικόν, ποικίλων Ορθοδόξων καταβολών, και διά του αίματος Μαρτύρων και της ομολογίας Ομολογητών, ως του σήμερον τιμωμένου Ομολογητού προκατόχου ημών Πατριάρχου Μεθοδίου, καθηγιασμένον, ταπεινόν αλλ’ ιερόν οικητήριον τούτο της διακονίας της εις Χριστόν πίστεως, η επίσκεψης σας, λέγομε, ευρίσκεται εις το επίκεντρον της αγίας και μεγάλης υποθέσεως της μαρτυρίας της Ορθοδοξίας. Διό και αγαλλόμεθα και δοξάζομεν τον Κύριον, ούτω θεωρούντες και χαιρετίζοντες την συνάντησιν ημών εν τω αγίω τούτω σκηνώματι «των του Χριστού πενήτων».
Ευχαριστούμεν, μετά της περί ημάς Ιεραρχίας, του κλήρου και του λαού, επί τη όντως ειρηνική και αδελφική ταύτη επισκέψει της Υμετέρας Μακαριότητος και της τιμίας συνοδείας Αυτής. Υποδεχόμεθα Υμάς εν τω φωτί της Πίστεως και της Αναστάσεως και τω πυρί της Πεντηκοστής και ασπαζόμεθα Υμάς, τον άξιον διάδοχον Αναστασίου του πάνυ, εν τω Ιερώ τούτω Κέντρω της Ορθοδοξίας, δεόμενοι του Βασιλέως της δόξης, του Κυρίου του ελέους και των οικτιρμών και πάσης παρακλήσεως, όπως η κοινωνία ημών αυτών και των Εκκλησιών ημών είναι εις περαιτέρω διακονίαν και μαρτυρίαν διά τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, διά την Αγίαν Ορθοδοξίαν και διά την οικοδομητικήν προσφοράν αυτής εις το οικοδόμημα του Δημιουργού και τελειωτού των πάντων Θεού.
Εν τοιούτω πνεύματι, ήτοι εν πνεύματι Χριστού, χαιρετίζομεν και αύθις την παρουσίαν της Υμετέρας Μακαριότητος εις το Φανάριον και ευχόμεθα και η εν τη ιστορία πορεία της κλεινής αναδενδράδος του Οικουμενικού Θρόνου Αγιωτάτης Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας να είναι πορεία δόξης, πορεία δυνάμεως Θεού, πορεία προσφοράς και διακονίας, πορεία χάριτος και οικονομίας Κυρίου, πορεία «επί γης ειρήνης και εν ανθρώποις ευδοκίας», επαναλαμβάνοντες και επιβεβαιούντες κατά την ιεράν ταύτην στιγμήν ότι θεμέλιον των σχέσεων των δύο ημών Εκκλησιών ήτο, είναι και θα είναι η Αγάπη, η Αλήθεια και το Φως. Καλώς ήλθετε και πάλιν, Μακαριώτατε!”
Ο Μακ. Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας, στην αντιφώνησή του, αναφέρθηκε στην πρώτη αυτή επίσκεψη που πραγματοποιεί μετά την εκλογή του στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο.
“Η παρούσα, ως είθισται, ειρηνική επίσκεψις νεοκλεγέντος Ορθοδόξου Προκαθημένου, αποτελεί την πρώτην προς αδελφάς κατά τόπους Ορθοδόξους Εκκλησίας, σεβαστικώς αρχομένη από του Σεπτού Οικουμενικού Θρόνου του φέροντος τα πρεσβεία τιμής εν μέσω των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Όθεν προσερχόμεθα διά να εκφράσωμεν την ανυπόκριτον ημών αδελφικήν αγάπην.
Ορμώμεθα εκ της γης του Ιλλυρικού, ένθα ο Απόστολος Παύλος διέσπειρε τον σπόρον του Ευαγγελίου, ως ο ίδιος μαρτυρεί· «από Ιερουσαλήμ και κύκλω μέχρι του Ιλλυρικού πεπληρωκέναι το ευαγγέλιον του Χριστού» (Ρωμ. 15:19). Η αρχαία Εγνατία οδός, της οποίας τα ερείπια έως σήμερον διασώζονται εις την χώραν ημών, αρχομένη από του Δυρραχίου κατέληγεν εις την Βασιλίδα των πόλεων. Υπήρξεν περιώνυμος οδική αρτηρία μεταφέρουσα εμπορεύματα, ανθρώπους, πολιτιστικά αγαθά, ιδέας και διδασκαλίας. Διά της οδού ταύτης ο Απόστολος των Εθνών κατέφθασεν και εις ημάς, μεταφέρων το ευαγγέλιον της χάριτος και της αληθείας καθιστών έκτοτε την εκκλησίαν ημών αποστολικήν.
Ευρισκόμενοι εις την ιστορικήν έδραν του πολυσεβάστου Οικουμενικού Πατριαρχείου, συνεχόμεθα υπό αισθημάτων ευγνωμοσύνης διά την ευγενή Υμών πρόσκλησιν και εγκάρδιον υποδοχήν, ομού μετά πνευματικού δέους διά την σταυροαναστάσιμον μακροχρόνιον πορείαν της Εκκλησίας της Κωνστανινουπόλεως.”
Ακολούθως ο Μακαριώτατος επεσήμανε:
“Το Σεπτόν Οικουμενικόν Πατριαρχείον εκ της θέσεως και της αποστολής αυτού συνέβαλεν ευεργετικώς εις την πορείαν της κατ’Αλβανίαν Ορθοδόξου Εκκλησίας δι’ αποφασιστικών ενεργειών κατά τον παρελθόντα 20ον αιώνα. Πρώτον, διά της χορηγήσεως του Αυτοκεφάλου την 12ην Απριλίου 1937. Μετά σοφίας και διορατικότητος, παρεχώρησεν εις την Εκκλησίαν της Αλβανίας το δικαίωμα της αυτοδιοικήσεως, ώστε ως διακεκριμένη εκκλησιαστική οντότης εντός της οικογενείας των Ορθοδόξων Εκκλησιών να ασκή την διοίκησιν και την διαποίμανσιν του εκκλησιαστικού πληρώματος εντός των ορίων του εθνικού κράτους. Η ενέργεια αύτη απεδείχθη προφητική και σωτήριος κατά τα επακολουθήσαντα ζοφερά έτη, αρχής γενομένης του διωγμού κατά της Εκκλησίας το έτος 1945 και κορυφωθέντος κατά τον πλέον αδυσώπητον τρόπον τα έτη 1967-1990. Τότε η Αλβανία ανεκηρύχθη το πρώτον παγκοσμίως αθειστικόν κράτος. Κατεδαφίσθησαν 1.608 ναοί και μοναστήρια, οι κληρικοί εφυλακίσθησαν η εξετελέσθησαν και οιαδήποτε θρησκευτική έκφρασις απηγορεύθη. Αλλά το Άγιον Πνεύμα, διετήρησε ζώσαν την πίστιν εις τας καρδίας των πιστών, οίτινες προσηύχοντο και εβάπτιζοντο κρυφίως. Τοιούτος υπήρξε και η Μετριότης μου.
Δεύτερον, διά της πρωτοβουλίας της Μητρός Εκκλησίας διαπνεομένης υπό ανυστάκτου μερίμνης περί τας εμπεριστάτους Ορθοδόξους τοπικάς Εκκλησίας προσέφερεν, το 1991 τον πλέον κατάλληλον Ορθόδοξον Ιεράρχην διεθνώς αναγνωρισμένον, Επίσκοπον Ανδρούσης Αναστάσιον. Το πατρικόν τούτο δώρον δεν υπήρξεν απλώς εμπνευσμένη επιλογή, αλλά και ουσιαστική ένδειξις της στοργής ουχί μόνον προς την Εκκλησίαν της Αλβανίας αλλά και γενικώτερον προς την αλβανικήν κοινωνίαν. Ο Επίσκοπος Αναστάσιος, αποσταλείς αρχικώς ως Πατριαρχικός Έξαρχος το 1991 και εκλεγείς κανονικώς Αρχιεπίσκοπος το έτος 1992, μετά της χάριτος του Θεού ανεστήλωσεν εκ των ερειπίων την Εκκλησίαν ημών. Σήμερον, 34 έτη μετά την μεθοδικήν και επίπονον ανασυγκρότησιν, η Εκκλησία της Αλβανίας ζη νέαν αποστολικήν περίοδον. Ανηγέρθησαν πλείονες των 160 νέων ναών, ανεβίωσαν 5 ιεραί μοναί, η Θεολογική Ακαδημία «Ανάστασις του Χριστού» εκπαιδεύει νέους κληρικούς, το Πανεπιστημιακόν Κολλέγιον ΛΟΓΟΣ προσφέρει εις τους νέους ακαδημαικήν παιδείαν υψηλών προδιαγραφών.
Παναγιώτατε, Επανειλημμένως έχετε επισκεφθή την χώραν μας και γινώσκομεν καλώς ότι περιβάλλετε φιλοστόργως και προσευχητικώς την Ορθόδοξον Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν της Αλβανίας. Ομοίως πεποίθαμεν ότι ο κρίσιμος συντονιστικός ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου αποτελεί εγγύησιν της εν Αγίω Πνεύματι ενότητος απασών των αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών, προς μαρτυρίαν της Ορθοδοξίας και της ακτινοβολίας της αληθείας αυτής εις τον σύγχρονον πολυτάραχον κόσμον.
Εκ βάθους καρδίας ευχόμεθα και δεόμεθα όπως ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ενισχύη την Υμετέραν Παναγιότητα προς συνέχισιν του υψηλού και πολυευθύνου έργου Υμών, οδηγούμενος υπ’ Αυτού εν γη ευθεία.”
Προηγουμένως ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας προέστη της Δοξολογίας στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό, κατά την οποία παρέστη, από το Παραθρόνιο, ο Σεβ. Μητροπολίτης Γέρων Χαλκηδόνος κ. Εμμανουήλ, Πρόεδρος της Επιτροπής επί των Διορθοδόξων Ζητημάτων.
Κατά την άφιξη του Προκαθημένου της Εκκλησίας της Αλβανίας στα προπύλαια του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον υποδέχθηκαν ο Σεβ. Μητροπολίτης Γέρων Χαλκηδόνος, τα μέλη της Πατριαρχικής Αυλής και κληρικοί της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και των Ιερών Μητροπόλεων Χαλκηδόνος, Δέρκων και Πριγκηποννήσων.
Το μεσημέρι ο Παναγιώτατος παρέθεσε γεύμα προς τιμήν του Μακαριωτάτου και της συνοδείας του στην Πατριαρχική τράπεζα, και ακολούθησαν επίσημες διμερείς συνομιλίες.
___________
Φωτό: Νίκος Παπαχρήστου


































