Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος: “Η αγωνία μας είναι μία και μοναδική…” (ΦΩΤΟ)

«Η αγωνία μας είναι μία και μοναδική: πώ  θα προσφέρουμε τα πάντα στον άνθρωπο, πώς θα προσφερθούμε για τον άνθρωπο. Δεν έχουμε καμία αγωνία και κανένα φόβο μήπως χάσουμε κάποιο προνόμιο εξουσίας και κυριαρχίας» τόνισε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος κατά την έναρξη της εκδήλωσης που διοργανώθηκε από την Αρχιεπισκοπή στο αμφιθέατρο του Πολεμικού Μουσείου με τον γενικό τίτλο «Αναθεώρηση του Συντάγματος και Εκκλησία της Ελλάδος. Συμβολή σε έναν ανοικτό διάλογο».

Στην εναρκτήρια ομιλία του ο Αρχιεπίσκοπος μεταξύ άλλων επεσήμανε πως «με την χάρη του Θεού ζούμε μέσα σε μία ευνομούμενη Πολιτεία, σε μία δημοκρατική Πολιτεία, όπου θεσμοί και πρόσωπα απολαμβάνουμε το αγαθό της ελευθερίας, ιδιαιτέρως δε της δυνατότητας να διαλεγόμεθα μεταξύ μας ανεμπόδιστα, να εκφράζουμε θέσεις, σκέψεις, αντιρρήσεις, προτάσεις, να συμβάλλουμε — κινούμενοι εντός του αξιακού κεκτημένου του νομικού και συνταγματικού μας πολιτισμού και εμπνεόμενοι από μία κλασσική παράδοση ευγένειας, λεπτότητας και αλληλοσεβασμού — στην γόνιμη δημόσια διαβούλευση για τα κοινά του βίου μας. Και δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι η δημοκρατία, η ελευθερία έκφρασης και όλες οι άλλες ατομικές ελευθερίες και τα κοινωνικά δικαιώματα, δεν είναι αξίες αυτονόητες και δεδομένες. Κερδήθηκαν μέσα από αγώνες, θυσίες, ιδρώτα και ενίοτε και αίμα. Γι’ αυτό και οφείλουμε ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη σε όλους αυτούς που ανά τους αιώνες θυσιάστηκαν, για να απολαμβάνουμε εμείς σήμερα αυτές τις αξίες και αυτά τα ιδανικά, τα οποία θεωρούνται και είναι «εκ των ων ουκ άνευ» του σύγχρονου πολιτισμού μας. Συγχρόνως δε αυξάνεται το χρέος μας απέναντι στην ιστορία, στο παρόν και στο μέλλον της πατρίδος μας, αλλά και της μεγάλης μας οικογένειας, της Οικουμένης, να τιμούμε αυτές τις αξίες και τις αρχές όχι με λόγια και θεωρίες. Όχι με ιδεοληψίες και συνθήματα. Όχι με πολωτικά ψευδοδιλήμματα και παραπλανητικά μυθεύματα», ενώ έκανε λόγο για οχύρωση της δημοκρατίας και της ελευθερίας με πράξεις και έργα, αλλά κυρίως μέσα από τον διάλογο.

Σημείωσε, επίσης, ότι «η στόχευση η δική μας είναι απόλυτα διάφανη και αταλάντευτη: Πώς θα διακονήσουμε τον άνθρωπο ακόμη περισσότερο. Πώς θα αναπαύσουμε τον άνθρωπο τον κουρασμένο, τον άνθρωπο τον αδικημένο, τον πτωχό, τον ξένο, τον αδύνατο, τον κατατρεγμένο, τον περιθωριακό, τον περιφρονημένο, τον αναγκεμένο».

Σε άλλο σημείο της ομιλίας του τόνισε ότι «η αγωνία μας είναι μία και μοναδική: πώς θα προσφέρουμε τα πάντα στον άνθρωπο, πώς θα προσφερθούμε για τον άνθρωπο. Δεν έχουμε καμία αγωνία και κανένα φόβο μήπως χάσουμε κάποιο προνόμιο εξουσίας και κυριαρχίας. Διότι, όπως έχω τονίσει και σε εισηγήσεις μου στο Σεπτό Σώμα της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και σε δημόσιες τοποθετήσεις μου, ο Κύριός μας μας έδωσε ένα μονάχα προνόμιο: Την θυσιαστική και σταυρική αγάπη. Μία μονάχα εξουσία: Την εξουσία να αγαπάμε. Αυτό το προνόμιο και αυτή την εξουσία της άνευ όρων και προϋποθέσεων αγάπης, είναι αλήθεια ότι δεν τα συζητούμε και δεν τα διαπραγματευόμαστε».

Αμέσως μετά με συντονιστή τον Πρωτοσύγκελλο της Αρχιεπισκοπής Αρχιμανδρίτη Συμεών Βολιώτη ξεκίνησαν οι εισηγήσεις.

Ο κ. Σωτήριος Ρίζος, Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας επί τιμή και Διευθυντής του Νομικού Γραφείου της Προεδρίας της Δημοκρατίας ανέπτυξε το θέμα: «Οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας ως αντικείμενο ρυθμίσεως του Συντάγματος και το πρόβλημα της απορρυθμίσεώς τους». Ο κ. Ρίζος έκανε ιστορική αναδρομή και αναφορά στα συντάγματα και υπογράμμισε ότι «αν απαλειφθεί το άρθρο 3 του Συντάγματος και ο όρος ‘’επικρατούσα”, δεν μπορεί να έχει κανένα λόγο η Πολιτεία στο θέμα του αυτοκεφάλου και τις σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο». Παράλληλα, σημείωσε ότι «η απορρύθμιση των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας θα λειτουργήσει αρνητικά για το έθνος». Επιπρόσθετα, υπογράμμισε ότι «Η Εκκλησία μπορεί να είναι σήμερα όπως ήταν πάντα, ένας σύμμαχος της Πολιτείας τόσο για τη στήριξη του κοινωνικού κράτους όσο και για την εμπέδωση της ασφάλειας στην πατρίδα». Όπως είπε, επίσης, ο διευθυντής της Νομικής Υπηρεσίας της Προεδρίας της Δημοκρατίας, με τις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που έχουν επικρατήσει μετά το 2010 «έχει τραυματιστεί ο πυρήνας του κοινοβουλευτισμού με τους βουλευτές που δεν ξέρουν τι ψηφίζουν» σημειώνοντας ότι υπό αυτές τις συνθήκες φαντάζει αδιανόητη η αναθεώρηση του Συντάγματος διότι δείχνει στίγματα ανελευθερίας. Αναφορικά με την συζήτηση για την συνταγματική αναθεώρηση τόνισε ότι αυτή θα ισοδυναμούσε με απορρύθμιση των σχέσεων κράτους-Εκκλησίας, κάτι που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό αυτή την χρονική περίοδο, διότι «το κράτος που βάλλεται εσωτερικά και εξωτερικά, έχει συμφέρον να μην αποχωριστεί από ένα σύμμαχο αξιόπιστο, όπως η Εκκλησία. Τα προβλήματα των δυο μερών είναι προβλήματα ουσιαστικά, όπως είναι η ποιότητα των λειτουργών και των οπαδών και λειτουργουμένων και όχι πρόβλημα κανόνων» κατέληξε ο κ. Ρίζος.

Ακολούθως, ο κ. Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, Επίκουρος Καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ανέπτυξε το θέμα: «Συνταγματικό και νομοθετικό status των θρησκευμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση» Ο κ. Παπαγεωργίου μεταξύ άλλων ανέφερε ότι «πρέπει να υπογραμμιστεί ότι κοινή συνταγματική αφετηρία όλων των Κρατών – Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στα θρησκεύματα αποτελεί ο σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας όλων φυσικών και νομικών προσώπων ή διαφόρων ομάδων. Δικαίωμα το οποίο παράλληλα με τα οικεία Συντάγματα προστατεύεται και από την ευρωπαϊκή σύμβαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Μίλησε, επίσης, για το πλέγμα των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας σε ευρωπαϊκές χώρες όπως στην Ιταλία, την Ισπανία, τη Δανία, τη Μεγάλη Βρετανία.

Αμέσως μετά ο κ. Θεόδωρος Παπαγεωργίου, Νομικός Σύμβουλος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ανέπτυξε το θέμα: «Το νομοθετικό καθεστώς και οι σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Κράτος: δεδομένα και παρανοήσεις», όπου αναφέρθηκε στην φορολόγηση της Εκκλησίας, στην εκκλησιαστική περιουσία, καθώς και στις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι δεν υπάρχουν διατάξεις που να προβλέπουν κάποια προνόμια για την Εκκλησία της Ελλάδος. Τόνισε ότι για την ίδρυση ενός ορθόδοξου ναού χρειάζονται περισσότερες γραφειοκρατικές διαδικασίες και εγκρίσεις από το λατρευτικό χώρο μιας άλλης θρησκείας. Σημείωσε, επίσης, ότι ένα άλλο ζήτημα είναι η à la carte, όπως είπε χαρακτηριστικά, εφαρμογή των εκκλησιαστικών κανόνων από τους πολίτες οι οποίοι για παράδειγμα «θέλουν να κάνουν πολιτικό γάμο, αλλά θέλουν και την παραμυθία της εξοδίου ακολουθίας. Θέλουν να κάνουν σύμφωνο συμβίωσης, αλλά θέλουν να κάνουν και βάπτιση. Στοιχεία αυτής της αντίληψης βλέπουμε και στη νομοθεσία». Σχετικά με τις σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας ο κ. Παπαγεωργίου υπογράμμισε πως «δεν υπάρχουν διατάξεις θρησκευτικού παρεμβατισμού της Εκκλησίας σε κρατικές υποθέσεις. Συμβαίνει μάλλον το ανάποδο». Για την φορολόγηση της Εκκλησίας επεσήμανε, ότι «η Εκκλησία της Ελλάδος δεν έχει πλέον καμία φοροαπαλλαγή. Πληρώνει κανονικά όλους τους φόρους εισοδήματος, ΦΠΑ, ΤΑΠ. Οι μόνες απαλλαγές που έχει αφορούν τα θρησκεύματα γενικώς και όχι ειδικά την Ορθόδοξη Εκκλησία». Αναφέρθηκε, άλλωστε, στην μισθοδοσία του Κλήρου που έγινε ως ανταπόδοση από την τεράστια περιουσία που έδωσε η Εκκλησία στο κράτος για την ανέγερση νοσοκομείων και δημόσιων χώρων.

Το αμφιθέατρο του Πολεμικού Μουσείου, καθώς και η αίθουσα υποδοχής η οποία είχε διαμορφωθεί σαν δεύτερη αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτες, από ενδιαφερόμενους που είχαν φτάσει από νωρίς, για να παρακολουθήσουν την εκδήλωση. Παρέστησαν αρκετοί Αρχιερείς, Διευθυντές των υπηρεσιών της Συνόδου και της Αρχιεπισκοπής, ο υπουργός Παιδείας Κωνσταντίνος Γαβρόγλου, ο πρώην υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης, οι υφυπουργοί Γιάννης Αμανατίδης, Γιώργος Κατρούγκαλος, Κώστας Ζουράρις, Γιάννης Μπαλάφας, ο Γιώργος Καλαντζής γ.γ. Θρησκευμάτων, ο πρόεδρος της Ένωσης Κεντρώων Βασίλης Λεβέντης, βουλευτής εκπρόσωπος του ΚΚΕ, η πρώην υπουργός Άννα Διαμαντοπούλου, η πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου, μεγάλος αριθμός δικαστικών καθώς και πολλοί κληρικοί και λαϊκοί.

Μετά το πέρας της εκδήλωσης ο Αρχιεπίσκοπος μιλώντας στους δημοσιογράφους τόνισε πως «είναι καθήκον και υποχρέωση μας μία συζήτηση πάνω σε επίκαιρα θέματα. Θεωρήσαμε σκόπιμο να πούμε στον λαό μας τι είναι αυτό το θέμα και πώς το αντιμετωπίζουμε. Ήταν μία προσπάθεια αγάπης χωρίς αντιπαραθέσεις, απλώς ένας επιστημονικός και σοβαρός διάλογος».

 

Ολόκληρη η εισήγηση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών

Σεβασμιώτατοι Άγιοι Αρχιερείς,

Εξοχώτατε κύριε Υπουργέ της Παιδείας,

Εξοχώτατοι κυρίες και κύριοι εκπρόσωποι της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας και των λοιπών θεσμών της Πολιτείας μας,

Ελλογιμώτατοι κυρίες και κύριοι Καθηγητές των εκπαιδευτικών μας Ιδρυμάτων και λοιποί θεράποντες των γραμμάτων και των επιστημών,

Υψηλοί μας προσκεκλημένοι,

Κυρίες και Κύριοι,

Εν πρώτοις σας καλωσορίζω στην αποψινή εκδήλωση της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και σας ευχαριστώ για την πρόθυμη ανταπόκρισή σας στην πρόσκληση, την οποία προσωπικά σας απηύθυνα.

Η παρουσία όλων σας ανεξαιρέτως είναι λίαν τιμητική, καθόσον μάλιστα τυγχάνετε πρόσωπα όχι απλώς αγαπητά σε μας, αλλά συνάμα κεκοσμημένα με πολλά χαρίσματα, γνώσεις, ικανότητες και πάνω από όλα καλή προαίρεση, η οποία είναι το ασάλευτο θεμέλιο και η απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να οικοδομηθεί το καλό σε κάθε επίπεδο της ζωής μας, είτε στην δημόσια είτε στην ιδιωτική σφαίρα.

Με την χάρη του Θεού ζούμε μέσα σε μία ευνομούμενη Πολιτεία, σε μία δημοκρατική Πολιτεία, όπου θεσμοί και πρόσωπα απολαμβάνουμε το αγαθό της ελευθερίας, ιδιαιτέρως δε της δυνατότητας να διαλεγόμεθα μεταξύ μας ανεμπόδιστα, να εκφράζουμε θέσεις, σκέψεις, αντιρρήσεις, προτάσεις, να συμβάλλουμε — κινούμενοι εντός του αξιακού κεκτημένου του νομικού και συνταγματικού μας πολιτισμού και εμπνεόμενοι από μία κλασσική παράδοση ευγένειας, λεπτότητας και αλληλοσεβασμού — στην γόνιμη δημόσια διαβούλευση για τα κοινά του βίου μας.

Και δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι η δημοκρατία, η ελευθερία έκφρασης και όλες οι άλλες ατομικές ελευθερίες και τα κοινωνικά δικαιώματα, δεν είναι αξίες αυτονόητες και δεδομένες.

Κερδήθηκαν μέσα από αγώνες, θυσίες, ιδρώτα και ενίοτε και αίμα. Γι’ αυτό και οφείλουμε ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη σε όλους αυτούς που ανά τους αιώνες θυσιάστηκαν, για να απολαμβάνουμε εμείς σήμερα αυτές τις αξίες και αυτά τα ιδανικά, τα οποία θεωρούνται και είναι «εκ των ων ουκ άνευ» του σύγχρονου πολιτισμού μας.

Συγχρόνως δε αυξάνεται το χρέος μας απέναντι στην ιστορία, στο παρόν και στο μέλλον της πατρίδος μας, αλλά και της μεγάλης μας οικογένειας, της Οικουμένης, να τιμούμε αυτές τις αξίες και τις αρχές όχι με λόγια και θεωρίες. Όχι με ιδεοληψίες και συνθήματα. Όχι με πολωτικά ψευδοδιλήμματα και παραπλανητικά μυθεύματα.

Οφείλουμε να οχυρώνουμε την δημοκρατία και την ελευθερία με πράξεις και με έργα και πάνω από όλα μέσα από τον διάλογο, στον οποίο όλοι ανεξαιρέτως έχουν κάτι να συνεισφέρουν και να προσφέρουν.

Να προσεγγίζουμε τα ζητήματα με νηφαλιότητα, με ρεαλισμό, με αμνησίκακη διάθεση και με ξεκάθαρη στόχευση.

Και οφείλω από τούτη τη θέση να δηλώσω απερίφραστα και με σαφήνεια ότι η στόχευση η δική μας είναι απόλυτα διάφανη και αταλάντευτη:

Πώς θα διακονήσουμε τον άνθρωπο ακόμη περισσότερο. Πώς θα αναπαύσουμε τον άνθρωπο τον κουρασμένο, τον άνθρωπο τον αδικημένο, τον πτωχό, τον ξένο, τον αδύνατο, τον κατατρεγμένο, τον περιθωριακό, τον περιφρονημένο, τον αναγκεμένο.

Η εντολή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού είναι σαφής και δεν μας αφήνει περιθώρια παρερμηνειών. Για μας τους διακόνους της Εκκλησίας αποτελεί μονόδρομο· μονόδρομο αιωνιότητος:

«οίδατε ότι οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αυτών. ουχ ούτως έσται εν υμίν, αλλ’ ος εάν θέλη εν υμίν μέγας γενέσθαι, έσται υμών διάκονος, και ος εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται υμών δούλος· ώσπερ ο Υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών» (Κατά Ματθαίον 20, 25-28).

«Ξέρετε ότι οι άρχοντες των εθνών τα καταδυναστεύουν και οι μεγάλοι τα καταπιέζουν. Αυτό δεν θα γίνεται μεταξύ σας, αλλ’ εκείνος, που θέλει να γίνη μεταξύ σας μεγάλος, θα είναι υπηρέτης σας, και εκείνος, που θέλει να είναι μεταξύ σας πρώτος, αυτός θα είναι δούλος σας, όπως ακριβώς ο Υιός του ανθρώπου δεν ήλθε να υπηρετηθή αλλά να υπηρετήση και να δώση την ζωήν του λύτρον διά πολλούς».

Γι’ αυτό, αγαπητοί μου, δεν υπάρχει πραγματικά κανένας λόγος να παρεξηγούμεθα, όταν τοποθετούμεθα για θέματα τα οποία μάλιστα συνδέονται άμεσα με την διακονία μας, με την ζωή της Εκκλησίας μας και με την δυνατότητά της να προσφέρει στον άνθρωπο.

Το επαναλαμβάνω και το τονίζω:

Η αγωνία μας είναι μία και μοναδική: πώς θα προσφέρουμε τα πάντα στον άνθρωπο, πώς θα προσφερθούμε για τον άνθρωπο. Δεν έχουμε καμία αγωνία και κανένα φόβο μήπως χάσουμε κάποιο προνόμιο εξουσίας και κυριαρχίας. Διότι, όπως έχω τονίσει και σε εισηγήσεις μου στο Σεπτό Σώμα της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και σε δημόσιες τοποθετήσεις μου, ο Κύριός μας μας έδωσε ένα μονάχα προνόμιο: Την θυσιαστική και σταυρική αγάπη. Μία μονάχα εξουσία: Την εξουσία να αγαπάμε. Αυτό το προνόμιο και αυτή την εξουσία της άνευ όρων και προϋποθέσεων αγάπης, είναι αλήθεια ότι δεν τα συζητούμε και δεν τα διαπραγματευόμαστε.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το οποίο σας παρουσίασα, εντάσσεται και η σημερινή μας συνάντηση, η οποία έχει ως γενική θεματική «Αναθεώρηση του Συντάγματος και Εκκλησία της Ελλάδος. Συμβολή σε έναν ανοικτό διάλογο».

Καταθέτουμε με αυτήν την εκδήλωση το δικό μας λιθαράκι στο οικοδόμημα του δημόσιου διαλόγου για ένα θέμα, το οποίο ασφαλώς δεν το ανοίξαμε εμείς, καθώς η πρωτοβουλία ανήκει σε αυτούς που έχουν αυτήν την εξουσία, την δυνατότητα, αλλά και την ευθύνη από το Σύνταγμα και τους Νόμους της Πολιτείας μας.

Σημειώνω δε ότι η συγκεκριμένη θεματική δεν είναι κάτι καινούργιο, κάτι νεοφανές για το δημόσιο γίγνεσθαι.

Αφ’ ης στιγμής οι σχετικές προτάσεις και η σχετική προβληματική έχουν τεθεί σε δημόσια διαβούλευση, και αυτό είναι προς τιμήν της Πολιτείας μας, και από τη στιγμή που τόσο θεσμικοί φορείς όσο και μεμονωμένα πρόσωπα του δημόσιου βίου, από όλο το φάσμα της κοινωνικής οργάνωσης, τοποθετούνται και θέτουν προς κρίση την δική τους οπτική, φρονώ ότι δεν είναι μόνο αναφαίρετο δικαίωμά μας, αλλά και υποχρέωσή μας, τόσο προς την Πολιτεία μας με γενική έννοια όσο και προς το ποίμνιό μας, το οποίο αποτελείται από πιστούς, οι οποίοι είναι συγχρόνως και πολίτες της Προεδρευομένης Ελληνικής Δημοκρατίας, να συμβάλλουμε και εμείς σε αυτόν τον διάλογο με αυτή την εκδήλωση, η οποία έχει ενημερωτικό χαρακτήρα χωρίς καμία διάθεση αντιπαράθεσης, σύγκρουσης ή ιδεολογικού παροξυσμού.

Άλλωστε η θεματική μας περιορίζεται μονάχα στα ζητήματα συνταγματικής τάξεως, τα οποία αναφέρονται στην Εκκλησία. Και όχι σε άλλα ζητήματα του Συντάγματος, για τα οποία υπάρχουν αρμοδιότεροι και καταλληλότεροι για να τοποθετηθούν και να εκφρασθούν.

Για παράδειγμα η Περιφέρεια Αττικής πραγματοποιεί σήμερα και αύριο διημερίδα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά με θέμα: «Δημοκρατία, Δικαιώματα, Διαφάνεια και Δημόσιες Πολιτικές στην Τοπική Αυτοδιοίκηση: Η πρόκληση της Συνταγματικής Αναθεώρησης», με πολλούς εκλεκτούς εισηγητές. Είναι απόλυτα λογικό ένας τέτοιος υψηλός θεσμός, όπως η περιφερειακή αυτοδιοίκηση, να έχει όχι απλώς δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση να δημιουργεί προϋποθέσεις άρθρωσης λόγου συγκροτημένου και τεκμηριωμένου για ζητήματα που την αφορούν άμεσα και είναι ζωτικής σημασίας.

Παρακαλέσαμε, λοιπόν, τρεις εκλεκτούς εισηγητές να μας αναπτύξουν και να μας καταθέσουν μέσα από την εμβρίθεια των γνώσεών τους και την εμπειρία τους στο αντικείμενο το απόσταγμα της δικής τους επιστημονικής μελέτης και καταρτίσεως.

Ο κ. Σωτήριος Ρίζος, Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας επί τιμή και Διευθυντής του Νομικού Γραφείου της Προεδρίας της Δημοκρατίας, θα μας αναπτύξει το θέμα: «Οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας ως αντικείμενο ρυθμίσεως του Συντάγματος και το προβλημα της απορρυθμίσεώς τους».

Ο κ. Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, Επίκουρος Καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, θα μας αναπτύξει το θέμα: «Συνταγματικό και νομοθετικό status των θρησκευμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση».

Ο κ. Θεόδωρος Παπαγεωργίου, Νομικός Σύμβουλος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, θα μας αναπτύξει το θέμα: «Το νομοθετικό καθεστώς και οι σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Κράτος: δεδομένα και παρανοήσεις».

Και τους τρεις τους ευχαριστώ από καρδίας για την αποδοχή του αιτήματός μας, παρά το γεγονός ότι υπήρχε πολύ λίγος χρόνος για να ετοιμαστούν, και για τον κόπο στον οποίο υπεβλήθησαν.

Τον συντονισμό και την οργάνωση της εκδήλωσης την ανέθεσα στον πλέον άμεσο συνεργάτη μου, τον Πρωτοσύγκελλο Αρχιμανδρίτη π. Συμεών Βολιώτη, με μεταπτυχιακή ειδίκευση στο Εκκλησιαστικό Δίκαιο, και στον οποίο παραδίδω την συνέχεια της εκδήλωσης.

Φωτο: Χρήστος Μπόνης

Εκ της Αρχιεπισκοπής Αθηνών

Διαβάστε ακόμα