Το ασυμβίβαστο Χριστιανισμού – ξενοφοβίας

Του Παναγιώτη Σιαχάμη,

Απόφοιτου της Πατριαρχικής Ανωτάτης Εκκλ. Ακαδημίας Κρήτης

 

Εντός της σημερινής θλιβερής πραγματικότητας του μεταναστευτικού ζητήματος, το οποίο πλήττει έντονα τόσο τις μεσογειακές χώρες όσο γενικότερα και την Ευρώπη, ο ρόλος και η σύγχρονη μαρτυρία της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία[1].

Η γηραιά ήπειρος ως επί το πλείστων αριθμεί μια δισχιλιετή χριστιανική εμπειρία, καθώς, ήδη από τα πρώτα χρόνια της διάδοσης του Ευαγγελίου, η Ευρώπη έγινε φάρος του Χριστιανισμού, αφού η Εκκλησία τόλμησε το άνοιγμα στην οικουμένη[2]. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται ιστορικά με την καταγραφή αναρίθμητων Αγίων και Μαρτύρων ανά την υφήλιο, από τα πρώιμα χρόνια του Χριστιανισμού έως και τα πιο πρόσφατα.

Η σημερινή πραγματικότητα βέβαια σίγουρα διαφέρει από το πρωτοχριστιανικό πολιτιστικό-κοινωνικό στάτους. Ωστόσο, οι βασικές αρχές του Ευαγγελίου δεν περιορίζονται σε κοινωνικά στάτους ούτε αφορούν μεμονωμένες χριστιανικές κοινότητες ή συγκεκριμένους λαούς της τότε εποχής, αλλά κομίζουν διαχρονικές αλήθειες καθώς και μία ατέρμονη φανέρωση του Θεού στην ανθρωπότητα.

Μπροστά στο μεταναστευτικό πρόβλημα εκατομμύρια άνθρωποι τοποθετούνται είτε με γνώμονα τα ανθρώπινα δικαιώματα είτε υιοθετούν μια πιο σκληροπυρηνική θέση, αφού η ξενοφοβία εμποδίζει κάθε βλέψη ανοχής στα πλαίσια του επιτρεπτού. Αυτή η ηθική πρόκληση του κόσμου ενδιαφέρει ιδιαίτερα τη χριστιανική ηθική, γιατί έχει ως επίκεντρο του ενδιαφέροντός της το ανθρώπινο πρόσωπο και ορίζοντα ολόκληρο τον κόσμο[3].

Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να σημειωθεί πως το σημερινό μεταναστευτικό πρόβλημα καθίσταται πιο επώδυνο, αφού την ίδια ώρα παρατηρείται η έξαρση του ISIS και η οδυνηρή πραγματικότητα της τρομοκρατίας στα ευρωπαϊκά κράτη. Ωστόσο, οι σκέψεις μας θα περιοριστούν επί του μεταναστευτικού υπό το χριστιανικό πρίσμα, λόγω του συντόμου του παρόντος πονήματος. Ο Χριστός ήρθε στην ανθρωπότητα, για να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τη φαυλότητα της αμαρτίας, σφαγιαζόμενος «υπέρ της του κόσμου ζωής»[4].

Η παρουσία του Χριστού είναι η ίδια η Βασιλεία του, που εισβάλλει δυναμικά στην ιστορία[5]. Ο λόγος αγάπης του Χριστού αφορά όλη την ανθρωπότητα χωρίς να περιορίζεται από εθνικά και κρατικά πλαίσια. Πάμπολλες αναφορές του Ευαγγελίου μαρτυρούν την οικουμενική διάσταση του λόγου Του[6]. Ο Χριστός ανυψώνει το ανθρώπινο πρόσωπο και διά της αγάπης το καθιστά αθάνατο[7].

Στη Εκκλησία η έννοια της σταυρικής θεολογίας έχει διπλή διάσταση και δηλώνει την σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, αλλά και του ανθρώπου με τον συνάνθρωπο. Οι αρχές του Ευαγγελίου καταργούν κάθε τάση ατομοκεντρισμού, ωθούν τον άνθρωπο σε σχέση-κοινωνία αγαπητική με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Άλλωστε αυτό είναι το γεγονός της Εκκλησίας, δηλαδή η κοινωνία Θεού-ανθρώπου-συνανθρώπου. Η παρουσία του Χριστιανού στο πλευρό του πλησίον δεν έχει θεωρητικό χαρακτήρα ούτε αποτελεί ρητορικό σχήμα, αλλά σημαίνει μαρτυρία Χριστού και μαρτυρία πίστης εν αγάπη[8].

Ήδη στον πρώιμο Χριστιανισμό, οι Χριστιανοί ένιωθαν έντονα το πρόσκαιρο της παρούσας ζωής. Βίωναν τη Βασιλεία του Θεού και τη λεγόμενη στα θεολογικά γράμματα «εσχατολογική» προοπτική του ανθρώπου. Το γεγονός αυτό ευνοούσε την αγαπητική μεταξύ τους σχέση στα πρότυπα του Ευαγγελίου. Η ακτημοσύνη, η ελεημοσύνη και οι μεταξύ τους σχέσεις αποτελούσαν τη βίωση της αλήθειας του Χριστού. Εξάλλου, η φύση της Εκκλησίας δεν ταυτίζεται με το ιστορικό παρόν ούτε με τα εκάστοτε κοινωνικά μοντέλα, αλλά πρωτίστως προσδιορίζεται από τα έσχατα[9].                                                                                                                        Σε ρεαλιστικά πλαίσια ποτέ δεν υπήρξε ο ιδανικός τρόπος ζωής ακόμη και τότε. Αυτό το αντιλαμβανόμαστε τόσο από την Αγία Γραφή όσο και από την Παράδοση της Εκκλησίας. Ωστόσο, το γεγονός της τήρησης των εντολών του Θεού ανέδειξε Αγίους και Μάρτυρες, άνδρες και γυναίκες, νέα παιδιά και μεγαλύτερους στην ηλικία, που υπερέβησαν τον εαυτό τους και για την αγάπη του Χριστού δεν δίστασαν να θυσιαστούν, όταν το απαιτούσε η συνείδησή τους.

Η εμπειρία του Χριστιανισμού έρχεται να αναδείξει κοινωνικά πρότυπα, όχι ιδεατά ή καταναγκαστικά και καταπιεστικά, αλλά πρότυπα ζωής εν ελευθερία και αγάπη, αγάπη η οποία μαρτυρεί στον κόσμο τον τρόπο της ύπαρξης του Θεού.

Η ανιδιοτελής αγάπη προς τον πλησίον και μάλιστα στον υπερβατικό της βαθμό[10], είναι εκείνη που χαρακτηρίζει το χριστιανικό δόγμα. Ωστόσο, η ιστορία έχει δείξει περιπτώσεις κατ’ ευφημισμόν Χριστιανών. Αλλά το γεγονός της κατάπτωσης των Χριστιανών σε καμία περίπτωση δεν επιφέρει και την πτώση των χριστιανικών αρχών του Ευαγγελίου, και αυτό διότι ο Χριστιανισμός απαιτεί την αγαπητική υπέρβαση προς τον άλλον, τον πλησίον, την εικόνα του Θεού[11], διά της οποίας ο άνθρωπος σώζεται. Άλλοι καταφέρνουν αυτήν την υπέρβαση και άλλοι όχι. Ο Θεός μόνο γνωρίζει την καρδιά του ανθρώπου και εκείνος έχει την κρίση.

Επανερχόμενοι στο μεταναστευτικό, παρατηρούμε πως η Καινή Διαθήκη μάς πληροφορεί πως και ο ίδιος ο Χριστός υπήρξε πρόσφυγας. Η φυγή του Ιωσήφ και της Παναγίας στην Αίγυπτο έγινε για την αποφυγή του μένους του Ηρώδη, ο οποίος επιθυμούσε τη σφαγή του νηπίου Χριστού[12]. Επίσης, η παραβολή του καλού Σαμαρείτη[13] μαρτυρεί την προτροπή αγάπης του Χριστού προς τον συνάνθρωπο, ακόμα και αν αυτό απαιτεί υπέρβαση εθνικής συνείδησης.

Το κήρυγμα του Χριστού καταργεί κάθε είδους αποστροφή σε πρόσωπα περιθωριακά ή διαφορετικών εθνικοτήτων. Το περιστατικό της συνομιλίας του Χριστού με τη Σαμαρείτιδα[14] αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα κατάρρευσης των «ταμπελών» σε πρόσωπα, αφού η προοπτική της σωτηρίας, όπως προαναφέραμε, δεν περιορίζεται ή, καλύτερα, δεν απολαμβάνεται από μία μερίδα «σεσωσμένων», οι οποίοι αγνοούν ή εθελοτυφλούν για τους άλλους.

Συνεπώς, αντιλαμβανόμαστε πως ο λόγος του Ευαγγελίου απαιτεί την αγαπητική υπέρβαση προς τον άλλο. Βέβαια, αυτό υπό ρεαλιστικά δεδομένα δεν είναι εύκολο, αφού ο άνθρωπος έχει τάσεις εγωκεντρισμού και φόβου. Τη λύση στο αδιέξοδο αυτό τη δίνει ο Ευαγγελιστής της αγάπης, ο οποίος σημειώνει: «Φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ᾿ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει, ὁ δὲ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ»[15].

Ολοκληρώνοντας, επισφραγίζουμε τις σύντομες σκέψεις μας με την παραβολή της τελικής κρίσης[16] και συγκεκριμένα με το χωρίο: «Ξένος ἤμην καὶ οὐ συνηγάγετέ με». Ο Χριστός ταυτίζεται με τους πάσχοντες και δοκιμαζόμενους αδελφούς και καλεί τους ευεργέτες τους να μετάσχουν στην βασιλεία Του. Η προτροπή του Θεανθρώπου για αγάπη μεταξύ των ανθρώπων είναι πνοή ζωής στην πολυδοκιμαζόμενη σύγχρονη πραγματικότητα του μεταναστευτικού, η αγάπη προς τον συνάνθρωπο καθιστά τον άνθρωπο κοινωνό Θεού.

Η φωνή της Εκκλησίας κράζει αγάπη προς όλες τις κατευθύνσεις! Είναι λυπηρό μάλιστα το φαινόμενο πως μερικοί ενδύουν τις αντιχριστιανικές τους απόψεις, χρησιμοποιώντας ως ενέχυρο τη χριστιανική τους ταυτότητα. Αυτό δυστυχώς αποτελεί τον ορισμό της αντίφασης, αφού Χριστιανός χωρίς Χριστό δεν υφίσταται και, αν θέλουμε να καλούμαστε Χριστιανοί, δεν έχουμε τίποτε άλλο από το να ακολουθούμε τη διδασκαλεία αγάπης του Χριστού προς πάσα κατεύθυνση.

 

[1] π. Αυγουστίνος Μπαϊραχτάρης, Η επιδίωξη της συνύπαρξης , οικουμένη-οικολογία-οικονομία, εκδ. Σταμούλη, Θεσ/νίκη 2015, σ. 97.

[2] Παπαθανασίου Θ., Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται, β΄ εκδ. Εν πλω, Αθήνα 2009, σ. 165.

[3] Μαντζαρίδης Γ., Χριστιανική ηθική, β΄ εκδ. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2009, σ. 197.

[4] Ιωαν. 6, 51.

[5] Ματσούκας Ν., Παλαιάς και Καινής διαθήκης, σημεία, νοήματα, αποτυπώματα, εκδ, Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2002, σ. 401.

[6] Ιωαν. 10, 16.

[7] Ιωαν. 11, 25.

[8] π. Αυγουστίνος Μπαϊραχτάρης, Θεολογία και θρησκευτικός πλουραλισμός σε ένα σύγχρονο κόσμο, εκδ. Σταμούλη, Θεσ/νίκη 2015, σ. 152.

[9] Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, Εκκλησία και έσχατα, στο συλλογικό τόμο: Εκκλησία και εσχατολογία, επιμ. Καλαϊτζίδης Παντελής, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2003, σσ. 27-48.

[10] Ματθ. 5, 44.

[11] Γεν. 1, 27.

[12] Ματθ. 2, 13-18.

[13] Λουκ. 10, 25-37.

[14] Ιωαν. 4, 1-42.

[15] Α΄Ιωαν. 4,18.

[16] Ματθ. 25, 31-46.

Διαβάστε ακόμα