“Καστορίας σεμνύνεται τοις σπαργάνοις σου”

Του Σεβ. Μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ

Τη μορφή του Αγίου ενδόξου Οσιομάρτυρος Ιακώβου του εκ Καστορίας καταγομένου, ο οποίος μαρτύρησε στην Ανδριανούπολη το 1519 μαζί με τους δύο μαθητές του Διονύσιο και Ιάκωβο, μάς προβάλλει και πάλι η Εκκλησία του Χριστού ως πρότυπο αρετής, ως ομολογητή της πίστεως, ως μάρτυρα της αληθείας και ως φίλο του Χριστού γνησιότατο.
Στον εγκωμιαστικό του λόγο ο Αναστασιώτης Μοναχός Ιωακείμ λέγει τα εξής χαρακτηριστικά : «Τίνα σε τοίνυν καλέσωμεν; Στρατιώτην του Χριστού γενναιότατον; Άγγελον; Ότι των Αγγέλων συνημιλλήθεις δια των έργων αξιοθαύμαστε»1. Πράγματι, ήταν για την εποχή του μια οσιακή μορφή που με τη ζωή και τη διακονία του έδωσε τη μαρτυρία του ονόματος του Χριστού και μάλιστα όπως και τόσοι άλλοι άγιοι, έγινε ο πρόδρομος της ελευθερίας αυτού του τόπου· γιατί αν δεν υπήρχαν οι Νεομάρτυρες, όπως σωστά έχει διατυπωθεί από διακεκριμένους επιστήμονες, δεν γνωρίζουμε εάν θα είχαμε φθάσει στην πολυπόθητη εκείνη ημέρα της ελευθερίας της πατρίδος μας. Αξίζει λοιπόν να σταθούμε με σεβασμό στη μορφή του Αγίου Ιακώβου και με τη βοήθεια του ιερού συναξαριστή να σκιαγραφήσουμε για λίγο τη μορφή του.

Α. Η εποχή που έζησε.

Το δεύτερο ήμισυ του 15ου αιώνος ήταν η πιο ζοφερή εποχή για το δούλο Γένος. Δεν του επέτρεπαν τη δημόσια λατρεία, ούτε την ανέγερση εκκλησιών αισθητώς υπερυψωμένων του εδάφους, όπως αυτό παρατηρείται και σε διαφόρους ιερούς ναούς της επαρχίας Καστορίας. Και το πιο τραγικό ήταν όπως έγραφε ένας ξένος περιηγητής της εποχής εκείνης «η μετατροπή των ιερών της θρησκείας, η αποπομπή του βασιλικού ιερατείου από τις εκκλησίες του και η μετατροπή αυτών εις τζαμιά»2. Έτσι, ο Μητροπολιτικός Ναός της Καστοριάς, η Παναγία η Πορφύρα, καθώς και ο Ναός της Αγίας Παρασκευής μετατράπηκαν σε τζαμιά, όπως σημειώνει ο εξαίρετος συντοπίτης μας Πάνος Τσολάκης. Οι Θείες Λειτουργίες ακόμη τελούνταν σε απόκρυφα και σκοτεινά μέρη ή σε ταπεινά Παρεκκλήσια προκειμένου να μην υπάρξει ανταγωνισμός με τους υψηλούς μιναρέδες των μουσουλμανικών τεμενών3. Οι εξισλαμισμοί ακόμη ήταν σύνηθες φαινόμενο και μάλιστα γίνονταν δια της βίας.

Το υπόδουλο όμως Γένος μας συσπειρωμένο γύρω από την Εκκλησία, με την ανύστακτη φροντίδα του κέντρου της Ορθοδοξίας, του Οικουμενικού Πατριαρχείου, και με την παρουσία σημαντικών φωτεινών μορφών, μπόρεσε να σταθεί στα πόδια του και να μεγαλουργήσει. Η ύπαρξη ακόμη θαρραλέων Κληρικών και λαϊκών και η ομολογία της Πίστεώς τους ήταν η απάντηση απέναντι στη βία και στους πάσης φύσεως εξισλαμισμούς. Ήταν ένα θαύμα, όπως γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον πρόλογο του Νέου Μαρτυρολογίου, να βλέπει κανείς μέσα στο χειμώνα της δουλείας άνθη εαρινά και πανεύοσμα να αμιλλώνται στη δύναμη του λόγου και να υπομένουν φρικτά μαρτύρια, όπως οι παλαιοί Μάρτυρες της Εκκλησίας. Ήταν ακόμη μια επαλήθευση των λόγων του Κυρίου ότι «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής»4, δηλαδή η Εκκλησία θα εξακολουθήσει να διατηρείται παρά την καταπίεση και την τυραννία και τα παιδιά της φανερά και δημόσια θα ομολογούν το όνομα του Χριστού.

Β. Η καταγωγή του.

Το κατά κόσμον όνομα του Αγίου Ιακώβου ήταν Ιωάννης. Οι γονείς του ονομάζονταν Μαρτίνος και Παρασκευή. Καταγωγή του, όπως μας σημειώνει ο ιερός συναξαριστής, ήταν η περίοικος της Καστορίας και μάλιστα η κώμη Βοϊβοδάδες που βρίσκεται στους πρόποδες του Οστροβίου Όρους. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι τα όρια της επαρχίας της Καστοριάς δεν έφθαναν όπως σήμερα μέχρι την Κρυσταλλοπηγή, αλλά επεκτείνονταν και στο έδαφος της σημερινής Ιεράς Μητροπόλεως Κορυτσάς της Βορείου Ηπείρου. Μάλιστα, στο χωριό Βιθκούκι από το οποίο καταγόταν ο Άγιος Νικόδημος της Τισμάνα σώζεται μέχρι σήμερα ο Ιερός Ναός με την μαρτυρία του καθαγιασμού του από τον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Καστορίας. Άλλωστε η Καστοριά ήταν η πρωτεύουσα του σαντζακιού της Κορυτσάς, όπως σημειώνει ο καθηγητής Βακαλόπουλος5.

Γ. Τα μοναστήρια της εποχής.

Παρηγοριά για τον Έλληνα ραγιά την εποχή εκείνη ήταν τα μοναστήρια. Λειτουργούσαν ως πνευματικά θεραπευτήρια και ιερά φροντιστήρια κατά την έκφραση του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. «Τα μοναστήρια αποτελούν μια μικρογραφία, έναν μικρόκοσμο της Εκκλησίας, η οποία λειτουργεί ως ένα μεγάλο πνευματικό νοσοκομείο μέσα στο οποίο, κατά διαφόρους βαθμούς, δέχεται κάθε πιστός δια της ελευθέρας θελήσεώς του τη θεραπεία του μέσω της ακτίστου χάριτος του Θεού»6. Σ’ αυτά αναγεννήθηκαν μεγάλες μορφές οι οποίες συνδύασαν, αφενός την ησυχία προκειμένου να φθάσουν στην κάθαρση της καρδιάς, στο φωτισμό και στη θέωση και αφετέρου την ιεραποστολή με μοναδικό σκοπό τη σωτηρία των Xριστιανών. Εδώ ισχύει ο λόγος του Αποστόλου Παύλου : «τοις πάσι γέγονα τα πάντα, ίνα πάντως τινάς σώσω»7. Κι ένας αληθινός ιεραπόστολος δεν είναι απλώς ένας θεωρητικός διδάσκαλος αλλά κυρίως ένας έμπειρος θεραπευτής που μεταφέρει τις αλήθειες της πίστεως και την εμπειρία της Εκκλησίας την οποία απέκτησε από την κοινωνία του με τον Θεό.

Μέσα σ’ αυτήν την Παράδοση έζησε ο Άγιος Οσιομάρτυρας Ιάκωβος. Ασκήθηκε στα Ιερά Μοναστήρια, γενόμενος Μοναχός στην Ιερά Μονή του Δοχειαρίου, στη Σκήτη του Τίμιου Προδρόμου της Ιεράς Μονής των Ιβήρων αλλά και σε άλλα ιερά προσκυνήματα της Ορθοδόξου Πίστεώς μας, μέσα στα οποία ανδρώθηκε. Λαμβάνοντας έτσι την περίσσεια της θείας χάριτος, προετοιμασμένος κατάλληλα και βλέποντας την φρικτή κατάσταση του δούλου Γένους, αφού πρώτα είχε μία φοβερή αποκάλυψη στην κορυφή του Άθω, μαζί με δύο μαθητές του εξήλθε του Αγίου Όρους, προκειμένου να στηρίξει με την εμπειρία του τον πονεμένο λαό του Θεού.

Δ. Φωτισμένες μορφές.

Την εποχή εκείνη ο Θεός δεν άφησε χωρίς στήριγμα το λαό Του και την κληρονομία Του. Ανέδειξε μία χορεία σπουδαίων ασκητών Ιεραρχών και λοιπών Μοναχών οι οποίοι στάθηκαν ως καλοί ποιμένες και έμπειροι ιατροί στον Έλληνα ραγιά. Θα πρέπει να μνημονεύσουμε τον Άγιο Θεωνά Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης ο οποίος υπήρξε ο πιστότερος μαθητής του Αγίου Ιακώβου (+1541), τον Άγιο Νήφωνα τον Β’ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (+1508), τον Άγιο Διονύσιο τον εν Ολύμπω (+1541), τον Όσιο Νικάνορα (+1549), τον Όσιο Συμεών κτήτορα της Μονής Φλαμουρίου Πηλίου (+1549). Άλλες μορφές αγίας ζωής και διακονίας ήταν ο Άγιος Βησσαρίων ο Β΄ (+1540), ο Όσιος Δαβίδ της Εύβοιας (+1546), ο Άγιος Ιγνάτιος επίσκοπος Μυθήμνης (+1526) και ο θαυμαστός πολιούχος της Κεφαλληνίας και θαυματουργός Άγιος Γεράσιμος (+1579). Θα μπορούσε κανείς να μνημονεύσει και άλλες μορφές Ιεραρχών και Οσίων οι οποίοι στάθηκαν ως στυλοβάτες του Γένους, μάλιστα δε ένας εξ αυτών, ο Άγιος Σεραφείμ Επίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου ο θαυματουργός, στη θεσσαλική γη σφράγισε την επίγεια ζωή του με μαρτυρικό τέλος το 1601. Η προσφορά όλων αυτών είναι ανυπολόγιστη. Αν δεν υπήρχαν τα πρόσωπα αυτά, θα είχαμε φθάσει σίγουρα στον δια της βίας εξισλαμισμό, όπως αυτό σημειώθηκε σε πολλά χωριά της Βορείου Ηπείρου και σ’ ολόκληρη τη Μικρά Ασία και την Παλαιστίνη.

Στους παραπάνω φημισμένους Ιεράρχες και Οσίους συγκαταλέγεται και ο Όσιος Ιάκωβος. Δεν προσέφερε μόνο το λόγο του και τη στήριξή του, αλλά και αυτό το ίδιο του το αίμα. Διέβη πόλεις και χωριά του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου κηρύσσοντας το λόγο του και στηρίζοντας και ενισχύοντας τον πονεμένο λαό μας, όπως ακριβώς έπραξε ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός 200 χρόνια μετά. Δέχτηκε τα πυρά της συκοφαντίας ότι δήθεν υποκινεί σε εξέγερση κατά της εξουσίας των απογόνων της Άγαρ και, αφού συνελήφθη μαζί με τους μαθητές του Ιάκωβο και Διονύσιο από τον μπέη των Τρικάλων, σιδηροδέσμιος εστάλη αρχικά στο Διδυμότειχο και εν συνεχεία στην Ανδριανούπολη. Εκεί, αφού υπεβλήθη σε φοβερά βασανιστήρια, «σιδηροίς όνυξι την σάρκα κατεσχίσθη, την σιαγόνα συνετρίβη και βουνεύροις εμαστιγώθη, απηγχονίσθη συν τοις μαθηταίς αυτού τη 1η Νοεμβρίου του σωτηρίου έτους 1519»8. Έτσι σήμερα χαίρεται η Καστοριά στην περίοικο της οποίας γεννήθηκε ο Οσιομάρτυρας Ιάκωβος, αγάλλεται η Μονή Δερβεκίστης της Αιτωλίας, τα Μετέωρα, τα Τρίκαλα, το Διδυμότειχο και η Ανδριανούπολη στην οποία δέχτηκε το μαρτυρικό τέλος. Γι αυτό και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης θα γράψει σε ένα τροπάριο : «Μακεδονίας αι πόλεις, και Ελλάς σύμπασα, αγάλλεται εν τη μνήμη σου, οσιομάρτυς Ιάκωβε. Άθως δε ο περίδοξος, το των Οσίων ενδιαίτημα, πνευματικώς σε εκθρέψας, και τω Χριστώ σε άμωμον προσαγαγών θύμα, τοις οσίοις καυχάται αγώσι σου»9.

Δεν σας αποκρύπτω ότι κάθε φορά που φθάνω ταπεινός προσκυνητής στη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, περνώντας από την Ανδριανούπολη ασπάζομαι ευλαβικά το έδαφός της το οποίο ποτίστηκε με τα δάκρυα και τα αίματα αυτού του νέου Οσιομάρτυρος. Πόσα οφείλει η Εκκλησία σε αυτό το πρόσωπο! Πόσα χρωστάει η Καστοριά σε αυτήν την αγία μορφή! Και δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένας Ιερός Ναός σ’ αυτήν αφιερωμένος στον Όσιο αυτό Νεομάρτυρα, παρά τις άοκνες προσπάθειες των μακαριστών προκατόχων μου Γρηγορίου του Β’, που έφερε στην επιφάνεια τη μορφή του και Γρηγορίου του Γ’, που έφυγε από τον κόσμο αυτό με τη σφοδρή επιθυμία της ανεγέρσεως ενός Ιερού Ναού αφιερωμένου στον πολιούχο της Καστοριάς Άγιο Μηνά και στον συντοπίτη μας Άγιο Ιάκωβο.

Παρακαλώ τον Άγιοι Ιάκωβο «εν αυχένος και γονάτων κλίσεσι», μαζί με την υπόλοιπη χορεία των Αγίων Μαρτύρων, Ιερομαρτύρων και Νεομαρτύρων, των Οσίων Πατέρων και Μητέρων και με προεξάρχουσα την Κυρία Θεοτόκο να δέεται στο θρόνο της Παναγίας Τριάδος για την ιδιαίτερη πατρίδα του αλλά και για τον κόσμο ολόκληρο που βρίσκεται μέσα στο φοβερό σκοτάδι της αγνωσίας.

Άγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών!

[1] «Ακολουθίαι και λόγοι εις τον Οσιομάρτυρα Ιάκωβον τον Νέον», Άνθη Ευσεβείας 14, Αθήνα 2014, σελ. 301

[2] «Βίος και πολιτεία Ιακώβου του Νέου Οσιομάρτυρος», Άνθη Ευσεβείας 7, Αθήνα 2003, σελ. 10

[3] αυτόθι

[4] Μτθ. 16,18

[5] «Βίος και πολιτεία Ιακώβου του Νέου Οσιομάρτυρος», ο.π., σελ. 306

[6] ο.π. σελ. 24

[7] Α’ Κορ. 9,22-23

[8] Συναξάριον Όρθρου της εορτής (1η Νοεμβρίου)

[9] «Ακολουθίαι και λόγοι εις τον Οσιομάρτυρα Ιάκωβον τον Νέον», ο.π., σελ. 171

Διαβάστε ακόμα