«Η συμβολή των Τριών Ιεραρχών στα Γράμματα και στην Παιδεία»

Του Αρχιμ. Ευθυμίου Θεοδωρόπουλου, Εφημέριου  Ι. Ν.  Αγ. Αικατερίνης Καλαμάτας

Ιδιαιτέρως σημαντικό το θέμα μας αυτό, το οποίο έχει να κάμει με την μορφή και το έργο τριών μεγάλων προσωπικοτήτων της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, οι οποίοι αφιέρωσαν την ζωή τους και την δράση τους στην πνευματική καλλιέργεια και  την πνευματική ανόρθωση του ανθρώπου της εποχής τους, αλλά και διαχρονικώς διδάσκουν τον άνθρωπο με τις διδαχές τους. Η εορτή των Αγίων Τριών Ιεραρχών κατά την 30ή του μηνός αυτού, μας δίδει την ευκαιρία να εντρυφήσωμε στο έργο και την διδασκαλία των Αγίων αυτών Πατέρων της Εκκλησίας μας και να συλλέξωμε τους πολύτιμους καρπούς της σοφίας τους, σχετικώς με το αγαθό της Παιδείας και της γνώσεως, ως προϋποθέσεων για την πνευματική καλλιέργεια και ανύψωση του ανθρώπου και ιδιαιτέρως των νέων. Προστάτες της Παιδείας και των Γραμμάτων,  οι άγιες μορφές των Τριών μεγίστων φωστήρων της Τρισηλίου  Θεότητος, των Οικουμενικών Διδασκάλων και Ιεραρχών της Αγίας Εκκλησίας μας, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου τού Θεολόγου και Ιωάννου τού Χρυσοστόμου, των οποίων  ο κοινός εορτασμός της μνήμης τους άγεται κατά την 30ήν του μηνός τούτου.

Ο μήνας Ιανουάριος, τον οποίον με την χάρη του Αγίου Θεού μόλις διανύσαμε, είναι ο κατεξοχήν μήνας ο αφιερωμένος στους Αγίους Τρείς Ιεράρχες, διότι κατ᾿ αυτόν τιμώνται οι Άγιοι αυτοί κοινώς κατά την 30ήν ημέρα του, αλλά και κεχωρισμένως. Την 1ην Ιανουαρίου τιμάται ο Μέγας Βασίλειος, την 25ην ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος και την 27ην εορτάζομε την ανακομιδήν του ιερού λειψάνου του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.  Η δε καθιέρωση της κοινής εορτής τους ως ημέρας εορτής των Γραμμάτων έγινε πολλούς αιώνες πριν, περί τα  μέσα του 11ου αιώνος, από τον Ιωάννη Μαυρόποδα Μητροπολίτη Ευχαΐτων. Η αφορμή  εδόθη  στον Μητροπολίτη Ιωάννη   από την  συζήτηση περί των Συναξαρίων των τριών τιμωμένων Αγίων. Η διαφωνία  για το ποιος από τους τρεις  αυτούς μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας ήταν ο σοφώτερος είχε διαιρέσει  τους πιστούς σε Ιωαννίτες, Βασιλείτες και Γρηγορίτες.  Με την καθιέρωση κοινής Εορτής προς τιμήν των τριών Αγίων Διδασκάλων,  ο Μητροπολίτης Ιωάννης – και στην συνέχεια η Αγία μας Εκκλησία εν τω συνόλω Της – απέρριψε την μονομερή προσέγγιση της  αλήθειας αναφορικώς με την διδασκαλία των Αγίων αυτών σε κεφαλαιώδη θέματα της πίστεως και της πνευματικής ζωής.[1] Η δε καθιέρωση της κοινής εορτής τους επισήμως ως εορτής των Γραμμάτων και της Παιδείας έγινε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών κατά το έτος 1842 και στην συνέχεια συν τω χρονω, η εορτή καθιερώθηκε και από τα άλλα Πανεπιστήμια της χώρας. Όμως, μνεία περί της υπάρξεως της εορτής των Τριών Ιεραρχών για τον αυτό λόγο, έχομε ακόμα ενωρἰτερον, κατά τους χρόνους της τουρκικής δουλείας.[2]

Η εορτή λοιπόν αυτή της Παιδείας και των Γραμμάτων, αναφορικώς με τους Αγίους αυτούς Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, μας δίδει την ευκαιρία να εντρυφήσωμε στο πραγματικό νόημά της και στον σκοπό της, ο οποίος δεν είναι άλλος από την κατεξοχήν πνευματική καλλιέργεια και ολοκλήρωση του ανθρώπου, σε όντως άνθρωπο και όντως πρόσωπο.

Την αξία της Παιδείας έχουν αναλύσει  δεόντως οι αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι και Διδάσκαλοι, τους οποίους εμελέτησαν και ανέπτυξαν οι Άγιοι Τρεις Ιεράρχες. Το έργον του Παιδαγωγού είναι εργώδες και κοπιώδες,  οι  καρποί του όμως γλυκείς, αγαθοί και δημιουργικοί, πράγμα το οποίον εναργώς καθίσταται εμφανές και στην αναφορά του Πλάτωνος στο έργο του Πολιτεία, όπου μέσα από τον μύθο του σπηλαίου τονίζεται ο αγώνας του ανθρώπου να εξέλθει από τα δεσμά του σκότους προς το φως της γνώσεως και του αγαθού. Η οδός προς το φως είναι η πορεία από την απαιδευσία προς την Παιδεία κατά τον φιλόσοφο. Αλλά και μέσω του μύθου αυτού  αντιλαμβανόμεθα τις δυσχέρειες του παιδαγωγικού έργου, τις οποίες αντιμετωπίζει ο παιδαγωγός. Και άλλοι φιλόσοφοι και διδάσκαλοι της αρχαιότητος εξυμνούν το έργο της Παιδείας, όπως ο Πλούταρχος, ο οποίος το χαρακτηρίζει ως αθάνατο και θεϊκό αγαθό: «παιδεία δέ τῶν ἐν ἡμῖν μόνον ἐστίν ἀθάνατον καί θεῖον», το οποίον συντείνει στην αρετή και στην ευδαιμονία. Ο Αριστοτέλης επίσης επισημαίνει ότι η φύση συμβάλει στην διαμόρφωση του χαρακτήρος των ανθρώπων, αλλά δεν αρκεί μόνον αυτό, διότι χωρίς την συμβολή της παιδείας και η πιο προικισμένη φύση καταστρέφεται. Η παιδεία κατά τον Σταγειρίτη φιλόσοφο αναδεικνύει τα χαρίσματα του ανθρώπου: «γίνεσθαι δ᾿ ἀγαθούς οἴονται οἵ μεν φύσει οἵ δ᾿ ἔθει οἵ δε διδαχῇ». Και κατά τον διδάσκαλο των φιλοσόφων , τον μέγιστο Σωκράτη, η διδασκαλία δεν είναι μία απλή συσσώρευση γνώσεων μόνον ή έκθεση κάποιας θεωρίας, αλλά μετάδοση αρετής, ενός τρόπου ζωής δηλαδή, ο οποίος αποτελεί την ουσία της ανθρώπινης υπάρξεως. Την ίδια σκέψη επαναλαμβάνει και ο Πλάτων, λέγοντας ότι η διδασκαλία της αρετής διακρίνεται οποιουδήποτε άλλου έργου και αποβαίνει ανάταση της ψυχής προς την τελείωση, συνιστά δηλονότι τον μέγιστο σκοπό της ανθρώπινης υπάρξεως. [3]

Τί είναι όμως η παιδεία κατά τους Τρεις Ιεράρχες;

Παιδεία είναι η διαδικασία αναπτύξεως του ανθρώπου σε πρόσωπο, σε ολοκληρωμένη προσωπικότητα. Είναι η σκόπιμη και συνειδητή προσπάθεια για πνευματική καλλιέργεια και τελείωση και κοινωνική ένταξη του ανθρώπου. Δεν είναι συσσώρευση εγκυκλοπαιδικών γνώσεων. Δεν είναι πολυμάθεια κατά τον ί. Χρυσόστομο. Δεν είναι γυμναστική της διανοίας, αλλά του συνόλου των ψυχικών και πνευματικών δυνάμεων του ανθρώπου. Κατά τον Μ. Βασίλειο μάλιστα είναι το μόνο αγαθό, το οποίον παραμένει αναφαίρετο και μετά τον θάνατο του ανθρώπου: «Παιδεία μόνη τῶν κτημάτων ἀναφαίρετον καί ζῶντι καί τελευτήσαντι παραμένουσα». Την αξία της Παιδείας ως αγωγής εξαίρουν οι τιμώμενοι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Ο ιερός Χρυσόστομος λέγει χαρακτηριστικώς:  «Ἐκτρέφετε  αὐτὰ  (τά τέκνα)  ἐν  παιδείᾳ  καὶ  νουθεσίᾳ Κυρίου».  Και παρακάτω:  «Μὴ  ῥήτορα αὐτὸν  σπούδαζε  ποιῆσαι,  ἀλλὰ  φιλοσοφεῖν παίδευε».[4]  Και σε άλλο έργο του ο ιερός Πατήρ σημειώνει: «Μισθὸς  χαρίτων, ἡ παιδεία  τοῖς χρωμένοις.  Ἡ ἠθικὴ παίδευσις,  μισθὸς ἀρετῶν·  τοῦτο γὰρ τῶν  χαρίτων.  Ὁ  τοίνυν  κατορθῶντὰς  ἀρετὰς  ἤθει  πεπαιδευμένῳ αὐτὴν ἕξει τέλος τὴν παίδευσιν». [5]  Αυτή η αναγωγή της Παιδείας ως πρακτικής πνευματικής καλλιέργειας της ψυχής του νέου και ηθικής ανυψώσεώς του, είναι ο κύριος σκοπός της διδασκαλίας των Τριών Αγίων Πατέρων. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος την χαρακτηρίζει ως: «τέχνη τις εἶναι τεχνῶν, καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν, ἄνθρωπον ἄγειν, τὸ  πολυτροπώτατον  ζῶον  καὶ  ποικιλώτατον». [6]

Οι Τρεις Ιεράρχες επιμένουν στην σημασία της Παιδείας ως αγωγής, αγωγής η οποία είναι επιμέλεια της ψυχής και η οποία επιτυγχάνεται με την πνευματική καλλιέργεια και την κατά Θεόν γνώση: «Ὅτι τῶν οἰκείων ἀμελοῦμεν παίδων, καί τῶν μέν κτημάτων αὐτῶν ἐπιμελούμεθα, τῆς δέ ψυχῆς αὐτῶν καταφρονοῦμεν, ἐσχάτης ἀνοίας πρᾶγμα»,[7] επισημαίνει ο ιερός Χρυσόστομος. Αυτή η αγωγή της ψυχής των νέων ουδόλως σημαίνει καταφρόνηση της γνώσεως, αντιθέτως σημαίνει διαφορετική ιεράρχηση των αναγκών των νέων: πρώτον το πνεύμα και μετά το σώμα, πρώτον η αγωγή και μετά η γνώση. Κατ᾿ αυτόν τον τρόπο οδηγείται ο άνθρωπος σε μία πνευματική ανάταση και εγρήγορση και μπορεί να διακρίνει το καίριο από το ασήμαντο, το μόνιμο από το πρόσκαιρο.  Βεβαίως, προκειμένου να αρθούν τυχόν παρεξηγήσεις από αυτήν την επιμονή του ιερού Πατρός, όσον αφορά στην αξία της αγωγής και θεωρηθεί ότι καταφρονεί την γνώση, ο ίδιος σημειώνει: «Καί μή μέ τις νομιζέτω νομοθετεῖν ἀμαθεῖς τούς παῖδας γίνεσθαι……Οὐ κωλύων παιδεύειν ταῦτα λέγω, ἀλλά κωλύων ἐκείνοις μόνοις προσέχειν».[8]

Οι Τρεις Ιεράρχες υπήρξαν ολοκληρωμένες προσωπικότητες, οι οποίοι δεν διακρίθηκαν μόνο σε έναν τομέα αλλά σε πολλούς. Όλοι τους εχαρακτηρίζοντο για τη θεολογική αλλά και την θύραθεν μόρφωσή τους, τη ριζοσπαστική κοινωνική τους παρουσία, την διεύρυνση του πνεύματος και την κριτική στάση τους απέναντι σε κάθε μορφής εξουσία. Έζησαν και έδρασαν σε μία ιστορική καμπή της ιστορίας του Χριστιανισμού, κατά τον 4ο αιώνα,  εποχή η οποία εσημαδεύθηκε από δύο κοσμοϊστορικά γεγονότα για την θρησκεία και τον πολιτισμό. Την αναγνώριση και διάδοση του Χριστιανισμού ως επίσημης πλέον θρησκείας της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την μεγαλειώδη συνάντηση των δύο αντιθέτων ιδεολογικώς κόσμων, Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Αυτή η συνάντηση, με την βοήθεια των μεγάλων αυτών Πατέρων, άλλαξε ριζικώς τον τρόπο θεωρήσεως του ανθρώπου και του κόσμου.  Η σύζευξη αυτή Ελληνισμού και Χριστιανισμού, με τα πανθομολογούμενα θετικά αποτελέσματα, τα οποία έχει  για την παγκόσμια ιστορία και σκέψη, είναι έργον των Αγίων Πατέρων και Διδασκάλων του 4ου και 5ου αιώνος. Η αξία της ελληνικής παιδείας περνάει μέσα από το έργο των Τριών Ιεραρχών στην ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία. Διακηρύττουν ότι οι επιστήμες, οι τέχνες και τα γράμματα όπως τα εδημιούργησεν ο ελληνικός στοχασμός, δεν αντιστρατεύονται την ορθόδοξη πίστη. Η αρχαιοελληνική φιλοσοφική σκέψη γίνεται το εργαλείο, το όχημα και η αρωγός του θεολογικού προβληματισμού για την διατύπωση των θεμελιωδών δογμάτων της ορθοδόξου πίστεως. Η θετική αυτή συμβολή τους στην αναγνώριση και καλλιέργεια του αρχαιοελληνικού πνεύματος ήταν απόρροια κυρίως της βαθείας  θεολογικής καταρτίσεώς τους, αλλά και της εξαιρετικής σπουδής τους στην ελληνική παιδεία και στα ελληνικά γράμματα. Ο Μέγας Βασίλειος και ο ιερός Χρυσόστομος εμαθήτευσαν κοντά τον μεγάλο Έλληνα ρήτορα και διδάσκαλο Λιβάνιο (314-392),  ο Μέγας Βασίλειος και ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός εφοίτησαν στην ονομαστή Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών (στην οποία έγιναν και οι πρωτεργάτες στην ίδρυση του πρώτου στην ιστορία φοιτητικού συλλόγου). Ο ιερός Χρυσόστομος εφοίτησε στην Θεολογική Σχολή της Αντιόχειας. Με τέτοιες άριστες σπουδές διεκρίθησαν από τους συγχρόνους τους, τόσο για την Χριστιανική τους παιδεία, όσο και για την θύραθεν. Όμως, η διευρυμένη αυτή μόρφωσή τους δεν εστάθη εμπόδιο για την πνευματική τους ολοκλήρωση και την περαιτέρω πνευματική καλλιέργεια, την οποία επέτυχαν με την αναχώρηση και την μοναχική άσκηση, ώστε να αφοσιωθούν ολοκληρωτικώς στον Θεόν και να σπουδάσουν την χριστιανική φιλοσοφία της ερήμου και της προσευχής.

Έτσι, αξιοποίησαν με τον ορθό και αληθή τρόπο την ελληνική σκέψη και τον ελληνικό λόγο, προκειμένου να εμβαθύνουν στον θεολογικό προβληματισμό  και να υπηρετήσουν το Ευαγγέλιο. Αναδεικνύουν δηλαδή με το έργο τους την ελληνική παιδεία ως θεραπαινίδα της χριστιανικής αγωγής. Γράφει σχετικώς ο Άγιος Γρηγόριος:  «Τήν µάθησιν τῶν παρ’ Ἕλλησι λόγων ὑπηρετεῖσθαι τόσων,  ὥς ἐστι πρέπον τῇ τῶν ἀληθινῶν δογμάτων παρρησίᾳ τῇ πανσόφῳ τε τῶν Γραφῶν θεωρίᾳ». Αλλά και ο Μέγας Βασίλειος, στην περίφημη ομιλία του προς τους Νέους «ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων», αναφέρει: «καί ποιηταῖς καί λογοποιοῖς καί ῥήτορσι καί πᾶσιν ἀνθρώποις ὁμιλητέον, ὅθεν ἄν μέλλῃ πρός τήν τῆς ψυχῆς ἐπιμέλειαν ὠφέλειά τις ἔσεσθαι».[9]

Παιδεία, αγωγή και μόρφωση όμως, είναι κατά τους Αγίους Τρεις Ιεράρχες, τα εργαλεία εκείνα της πνευματικής ολοκληρώσεως του νέου ανθρώπου, τα οποία θεραπεύονται μέσω της ελληνικής γλώσσης και για τον λόγον αυτό η συμβολή τους στην ανάπτυξη και αξιοποίηση της ελληνικής υπήρξε μεγίστη. Η ελληνική γλώσσα, με το πλούσιο λεξιλόγιό της και τα αξεπέραστα μοναδικά χαρακτηριστικά της, απετέλεσε το άριστο εκείνο εργαλείο στην υπηρεσία της διαδόσεως του Ευαγγελίου διαχρονικώς. Η ελληνιστική κοινή των Ευαγγελίων ήλθε σε επαφή με την λόγια γλώσσα των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας και εχρησιμοποιήθη στην διατύπωση των δογμάτων και στην εν γένει αντιαιρετική γραμματεία. Οι φιλοσοφικοί όροι, οι οποίοι με θαυμαστή ακρίβεια διατυπώνονται και ερμηνεύονται μέσω της ελληνικής γλώσσης, απετέλεσαν το άριστο εργαλείο και για την διατύπωση των δογμάτων και της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Η ποιητική διάσταση της ελληνικής γλώσσης ήταν εκείνη, η οποία εχρησίμευσε στην δημιουργία της πλούσιας υμνολογικής παραγωγής των πρώτων χριστιανικών αιώνων και στην συνέχεια κατά την βυζαντινή περίοδο. Η αλλαγή αυτή στην γλώσσα, από την απλή μορφή της στην πιο λόγια, ήταν αποτέλεσμα της υψηλής επιστημοσύνης των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά και των αναγκών της Εκκλησίας για την διατύπωση της διδασκαλίας της, εν μέσω μάλιστα των αιρετικών κινδύνων, αλλά και για την διάδοση του λόγου του Ευαγγελίου σε περιοχές, όπως ο ελλαδικός χώρος (και πέραν αυτού βεβαίως – και τούτο αποτελεί την οικουμενική διάσταση της ελληνικής στο διαχρονικό της εύρος), με πλούσια γλωσσική και λογοτεχνική παραγωγή. Σύμφωνα με τον έγκριτο Καθηγητή Γλωσσολογίας Γεώργιο Μπαμπινιώτη, αν οι μεγάλοι αυτοί Πατέρες της Εκκλησίας επέλεγαν να χρησιμοποιήσουν στον λόγο τους και στα συγγράμματά τους την απλή Κοινή Αλεξανδρινή γλώσσα των Ευαγγελίων, η εξέλιξη της ελληνικής θα ήταν διαφορετική, διότι με το να επιλέξουν την αρχαία ελληνική, ανέδειξαν το μεγαλείο της και καθιέρωσαν ένα «γλωσσικό ήθος», το οποίο εξασφάλισε μία ποιότητα της ελληνικής γλώσσας, ανεγνωρισμένης διεθνώς.[10]

Δικαίως λοιπόν έχουν χαρακτηρισθεί ως οι προστάτες της Παιδείας και των Γραμμάτων. Η προσφορά τους είναι ανεκτίμητη, διότι όχι απλώς εδίδαξαν, αλλά και εφήρμοσαν τις παιδαγωγικές αυτές σκέψεις τους και προτροπές στο ποίμνιό τους και κυρίως στους νέους.  Κατά τον Μέγα Βασίλειο η σωστή αγωγή δίνεται στο νέο και με τη μελέτη της θύραθεν (κοσμικής)  Παιδείας. Για τους  Χριστιανούς της εποχής τους, το Ευαγγέλιο ήταν εκείνο το οποίο έδιδε τις κατευθυντήριες αρχές για το πώς πρέπει να διαπαιδαγωγείται ο νέος χριστιανός. Η αρχαία γραμματεία ήταν κάτι διαφορετικό από τα ιερά Γράμματα και η αξία της παραμελημένη, ως   έξωθεν (κοσμική) Παιδεία. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι πρωτοτυπεί λέγοντας «Ἀλλ᾽ ὅτι μὲν οὐκ ἄχρηστον ψυχαῖς τὰ μαθήματα τὰ ἔξωθεν δὴ ταῦτα ἱκανῶς εἴρηται· ὅπως γε μὴν αὐτῶν μεθεκτέον ὑμῖν ἑξῆς ἂν εἴη λέγειν».[11] Οι νέοι πρέπει να είναι ικανοί να διακρίνουν στην αρχαία γραμματεία αυτά τα οποία θα τους ωφελήσουν ψυχικώς και πνευματικώς και θα διδαχθούν την αρετή. Δεν θα επιλέξουν αυτά τα οποία θα τους μολύνουν, δηλαδή εκείνα τα οποία οδηγούν  στην τέρψη δήθεν της ψυχής, αλλά με εικονικό και παραπλανητικό τρόπο. Μάλιστα κάμνει χρήση μιας εικόνος, λέγοντας ότι  χρέος των νέων είναι να λειτουργούν όπως οι μέλισσες, οι οποίες δεν πηγαίνουν σε όλα τα άνθη, αλλά διαλέγουν εκείνα τα οποία είναι ικανά να δώσουν ωραίο και γλυκύ μέλι.[12]

Η Παιδεία στη χώρα μας, διήλθε και διέρχεται πλείστες όσες δοκιμασίες και πειραματισμούς, και μάλιστα πειραματισμούς ως μη ώφελε, οι οποίοι δοκιμάζουν και προβληματίζουν, με αρνητικά αποτελέσματα για την μαθητιώσα  νεολαία μας. Δικαίως αναρωτώμεθα γιατί οι σύγχρονοι Έλληνες ελησμόνησαν την σοφία των προγόνων τους και τις αξιολογώτατες υποθήκες των Ελλήνων Χριστιανών Πατέρων, πάνω σε αυτήν την καίριας σημασίας εκπαιδευτική και πνευματική διαδικασία της καλλιέργειας του ανθρώπου, οι οποίες μάλιστα, έπειτα από σειράν αιώνων παραμένουν αναλλοίωτες και αναγνωρίζονται διεθνώς από σύνολο τον πνευματικό κόσμο. Η Παιδεία μας, όπως την διεμόρφωσαν και την εδίδαξαν οι αρχαίοι μας σοφοί και διδάσκαλοι και οι μεγάλοι Πατέρες και Διδάσκαλοι της πίστεώς μας, δεν επιδέχεται προσθαφαιρέσεις, παρά μόνον εφαρμογή των θεμελιωδών της αρχών, όπως τις παρελάβαμε από εκείνους. Παραπέμπομε όλους αυτούς τους συγχρόνους πειραματιστάς, στον διάλογο του  Πλάτωνος «Πρωταγόρας», όπου ο μεγάλος φιλόσοφος και διδάσκαλος  αποδοκιμάζει με ατράνταχτα επιχειρήματα τις βλαβερές πρακτικές και τους πειραματισμούς εις βάρος της Παιδείας.[13]

Ας ευχηθούμε οι άγιοι μεγάλοι Πατέρες και Ιεράρχες της Εκκλησίας μας, οι προστάτες της Παιδείας και των Γραμμάτων, να φωτίζουν όλους μας και να πρεσβεύουν στον Ύψιστον Θεόν, για την πνευματική μας προκοπή και σωτηρία, η οποία είναι το ζητούμενον πάντων.

 

 Σημειώσεις και ενδεικτική Βιβλιογραφία:

[1] Σταύρ. Α. Ζένιου, «Αλαζονεία ή Παιδική ειλικρίνεια;»,  : Γεωργ. Δ. Μπαμπινιώτη, Γλώσσα και Παιδεία στους Τρεις Ιεράρχες, εκδ. Πανεπιστήμιο Κύπρου, Λευκωσία 2004, σ. 9.

[2] Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου Θέμελη, «Η εορτή των Τριών Ιεραρχών εν τω Πανεπιστημίω Αθηνών (1842-1991)», ΘΕΟΛΟΓΙΑ, Τόμ.. ΞΒ΄, τεύχ. Α΄(Ιανουάριος-Μάρτιος 1991), Εν Αθήναις 1991, σσ. 10-13.

[3] Αναστασ. Δημητρακοπούλου, Η περί Παιδείας Διδασκαλία του Αριστοτέλους, εκδ. Έννοια, Αθήνα 2012, σσ. 30-31, 43-44, 152-153, 175-176.

[4] Ιωάν. Χρυσοστόμου, Ομιλία στην Προς Εφεσίους, J.-P. Migne, Patrologiae cursus completus (series Graeca) (MPG) 62, Paris: Migne, 1857-1866, σ. 152.

[5] Ιωάν. Χρυσοστόμου, Εξήγηση στις Παροιμίες Σολομώντος, J.-P. Migne, Patrologiae cursus completus (series Graeca) (MPG) 64, Paris: Migne, 1857-1866, σ. 713.

[6] Γρηγ. Ναζιανζηνού, Απολογητικά, J.-P. Migne, Patrologiae cursus completus (series Graeca) (MPG) 35, Paris: Migne, 1857-1866, σ. 425.

[7] Ιωάν. Χρυσοστόμου, Περί παίδων ανατροφής, J.-P. Migne, Patrologiae cursus completus (series Graeca) (MPG) 51, Paris: Migne, 1857-1866, σ. 327.

[8] Ιωάν. Χρυσοστόμου, Λόγος γ΄, Προς Πιστόν Πατέρα, J.-P. Migne, Patrologiae cursus completus (series Graeca) (MPG) 47, Paris: Migne, 1857-1866, σ. 368.

[9] Γεωργ. Δ. Μπαμπινιώτη, Γλώσσα και Παιδεία στους Τρεις Ιεράρχες, εκδ. Πανεπιστήμιο Κύπρου, Λευκωσία 2004, σσ. 15-19.

[10] Γεωργ. Δ. Μπαμπινιώτη, όπ.π., σσ. 25-29.

[11] Μέγας Βασίλειος, Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων, έκδ. F. Boulenger, Paris 1952, κεφ. 4.

[12] «Ὡς γὰρ τῶν ἀνθέων τοῖς μὲν λοιποῖς ἄχρι τῆς εὐωδίας ἢ τῆς χρόας ἐστὶν ἡ ἀπόλαυσις, ταῖς μελίτταις δ᾽ ἄρα καὶ μέλι λαμβάνειν ἀπ᾽ αὐτῶν ὑ- πάρχει, οὕτω δὴ κἀνταῦθα τοῖς μὴ τὸ ἡδὺ καὶ ἐπίχαρι μόνον τῶν τοιούτων λόγων διώ- κουσιν ἔστι τινὰ καὶ ὠφέλειαν ἀπ᾽ αὐτῶν εἰς τὴν ψυχὴν ἀποθέσθαι. Κατὰ πᾶσαν δὴ οὖν τῶν μελιττῶν τὴν εἰκόνα τῶν λόγων ἡμῖν μεθεκτέον. Ἐκεῖναί τε γὰρ οὔτε ἅπασι τοῖς ἄνθεσι παραπλησίως ἐπέρχονται, οὔτε μὴν οἷς ἂν ἐπιπτῶσιν ὅλα φέρειν ἐπιχει- ροῦσιν, ἀλλ᾽ ὅσον αὐτῶν ἐπιτήδειον πρὸς τὴν ἐργασίαν λαβοῦσαι, τὸ λοιπὸν χαίρειν ἀφῆκαν· ἡμεῖς τε, ἢν σωφρονῶμεν, ὅσον οἰκεῖον ἡμῖν καὶ συγγενὲς τῇ ἀληθείᾳ παρ᾽ αὐτῶν κομισάμενοι, ὑπερβησόμεθα τὸ λειπόμενον.»: Μέγας Βασίλειος, Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων, έκδ. F. Boulenger, Paris 1952, κεφ. 4.

[13] Προς περαιτέρω μελέτη και ανάλυση του θέματος αυτού, βλέπε στο:  Αναστασ. Δημητρακοπούλου, Η περί Παιδείας Διδασκαλία του Αριστοτέλους, εκδ. Έννοια, Αθήνα 2012,           σσ. 12-44.

 

Διαβάστε ακόμα