Η προσφορά του Κλήρου στους Εθνικούς Αγώνες κατά τον Ν. Καζαντζάκη

Του Δρ Ευτυχίου  Καλογεράκη  – Σχολικού Συμβούλου Θεολόγων

Θεωρούν πολλοί ότι ο Ν. Καζαντζάκης, είναι μόνο αυστηρός επικριτής των ιερωμένων[1]. Κάθε άλλο, τα παραδείγματα των αντρειωμένων και καλών ιερωμένων που παρουσιάζει στα έργα του είναι πολλοί περισσότερα από των μεμπτών κληρικών. Πλήθος ύμνων για την προσφορά τους στους εθνικούς αγώνες κατακλύζουν τα έργα του. Για τον Ν. Καζαντζάκη οι κληρικοί είναι:

1)  Oι ηγέτες του λαού σε κάθε δύσκολη αλλά και ευχάριστη στιγμή της ζωής του. Είναι «μπροσταρόκριοι» που τον οδηγούν και ο λαός τους ακολουθεί:  «Μπροστά ο παπάς και το λάβαρο κι οι γέροι με τα κονίσματα»[2]. Ο Καζαντζάκης στέκεται με απέραντο θαυμασμό  μπροστά σ’ αυτά τα υπέροχα πρότυπα των ιερωμένων, που ξεπερνούν τα όρια του απλού λειτουργού του Θεού: «Δεν είναι παπάς αυτός, είναι ο Μωυσής που οδηγάει το λαό του στην έρημο»[3]. Πολλοί απ’ αυτούς στάθηκαν υπεύθυνα μπροστά στους δυνάστες, όπως στην τουρκοκρατία. Γι’ αυτό με θαυμασμό ο συγγραφέας μας περιγράφει τέτοιες ηγετικές παρουσίες ιερωμένων: «Μπήκε ο Μητροπολίτης (Κρήτης), άρχισαν οι χαιρετούρες, οι δυο πιο τρανές κεφαλές του Μεγαλόκαστρου(Ηρακλείου) έσμιγαν, ο ένας της Τουρκιάς, ο άλλος της χριστιανοσύνης. Σα δυο γέροι βασιλιάδες ήταν στη πολιτεία ετούτη, και τα βασίλειά τους κείτουνταν μπλεγμένα το ένα μέσα στο άλλο, τούρκικοι και ρωμέικοι μαχαλάδες ανάκατα, σταυρός και μισοφέγγαρο κολλημένα»[4]. Αλλά χαρισματικοί ηγέτες ήταν και πολλοί απλοί ιερείς, τους οποίους  θαύμαζε ο λαός, γιατί τον συγκινούσαν με το ζήλο τους. Ιερωμένοι όχι μόνο της νηστείας, των μυστηρίων και της προσευχής, αλλά καπετανοπαπάδες[5] όταν οι περιστάσεις το απαιτούσαν. Συντόνιζαν τις ενέργειες του λαού σε δύσκολες καταστάσεις με τις πρωτοβουλίες τους. Τους οργάνωναν στις κρίσιμες στιγμές σαν πραγματικοί ηγέτες[6]. Ήταν μέσα σ’ όλα. Δεν ήταν μονοδιάστατοι. Την ιερωσύνη τους δεν την αντιλαμβανόταν μόνο ως τελετουργία των μυστηρίων και διδασκαλία του λαού, αλλά και ως πατρότητα και ηγεσία, όπως ορίζει το ορθόδοξο πρότυπο του ιερωμένου.

2) Oι αληθινοί  ιερωμένοι του Καζαντζάκη  είναι θαρραλέοι, ριψοκίνδυνοι, ατρόμητοι στο θάνατο, άνθρωποι θυσίας και ευθύνης. Δεν δειλιάζουν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, χάρη της αλήθειας η για να σταματήσουν το αδερφοφάγωμα και το ντρόπιασμα της ανθρώπινης ζωής[7]. Είναι νοσταλγοί του μαρτυρίου[8], στο οποίο προχωρούν με χαρά και ιλαρότητα, όταν απαιτείται χάρη του ποιμνίου τους, όπως έκανε ο Χριστός, οι Απόστολοι, και πολλοί άγιοι ιεράρχες.  Χαρακτηρίζονται από υπευθυνότητα και ευαισθησία, όσο ακριβό και αν είναι το τίμημα του θάρρους και της τόλμης τους. Ο Καζαντζάκης γνωρίζει τέτοιες περιπτώσεις από την ιδιαίτερη πατρίδα του[9], όταν μούγκριζε το μεγάλο κάστρο(Ηράκλειο) κάτω από του τούρκου το μαχαίρι. Περιγράφει το Μητροπολίτη που δεν άντεχε να ακούει το κοπάδι του να σφάζεται. Έκαμε το σταυρό του, ντύθηκε τα χρυσά του άμφια, έβαλε στο λιονταρίσιο κεφάλι του την αυτοκρατορική μίτρα, έσφιξε τη ψηλή πατερίτσα με τα ασημένια φίδια και ξεκίνησε για του πασά ή για να παλέψει με το χάρο, δεν ήξερε. Θεόρατος, πεντάμορφος, ποτάμι κατάλευκο τα γένια του, τα μάτια του γαλάζια γεμάτα καλοσύνη και αστραπή. Όμοιος με τον Παντοκράτορα στον τρούλο της Αγια-Σοφιάς. Βγήκε στους δρόμους που βούιζαν από θρήνους και ουρλιαχτά μαζί. Προχωρούσε και σκίζονταν η καρδιά του. Ένοιωθε το μεγάλο κάστρο σαν κορμί δικό του. Προχωρούσε ίσια κατά το θάνατο και τα μάτια του ήταν  γεμάτα πόνο,  αγανάχτηση και δίψα μαρτυρίου, δεν έβλεπαν τίποτα. Ένα μονάχα συλλογιζόταν πόσο γλυκό είναι να σκοτωθείς για να σώσεις το λαό σου. Ηλί! Ηλί!  θα πει: Χαρά Χαρά στη γλώσσα της θυσίας. Φθάνει στο σεράι του Πασά. Τον ελέγχει με παρρησία και θάρρος για την ανοχή του στις σφαγές των Τούρκων. Στέκεται με τόλμη μπροστά στην οργή και τα αιμοβόρα ένστικτα του ανατολίτη, ο οποίος δεν μπορεί να δεχτεί έλεγχο από ένα «γκιαουρόπαπα». Δέχεται τις ειρωνείες και τις απειλές, για τη ζωή του. Στέκεται με αντρειοσύνη μπροστά του για να υπερασπίσει το λαό του.

Και η αυθεντική και ηρωική αυτή μορφή του Μητροπολίτη πατέρα και όχι Δεσπότη δεν έφυγε μέχρι που έπεισε τον Πασά, με έμμεσες απειλές τη μία,  με καλό τρόπο και φιλική συμπεριφορά την άλλη και με επίκληση της δικαιοσύνης του Θεού άλλοτε,  να σταματήσει τη σφαγή.

3)  Οι σωστοί ιερωμένοι κατά το Ν. Καζαντζάκη ήταν προστάτες[10] και υποστηρικτές του λαού, με κάθε κόστος. Προέτασσαν τα στήθη τους και τη ζωή τους για να τον προστατεύσουν από τις σφαγές των κατακτητών και τις λεηλασίες. Πονούσαν και έπασχαν μαζί του, έκλαιγαν και θρηνούσαν γι’ αυτόν. Αυτή τους τη δυναμικότητα και ανθεκτικότητα στις δυσκολίες αναγνώριζαν και οι κατακτητές, που ιδιαίτερα χαιρόντουσαν στο σκοτωμό τους, γιατί γνώριζαν καλά το ρόλο το και την απήχησή τους στο λαό[11].

4)  Οι Καζαντζακικοί κληρικοί ήταν επαναστάτες, πρωτεργάτες στους αγώνες της λευτεριά[12], βασικοί συντελεστές στα απελευθερωτικά[13] κινήματα των ελλήνων εναντίον των Τούρκων. Έδωσαν πολύ αίμα για την ελευθερία. Τα μοναστήρια ήταν τα επαναστατικά κέντρα[14], αλλά και τα κέντρα εφοδιασμού των επαναστατών[15]. Πάντα ήταν παθιασμένοι εραστές της λευτεριάς. Πολέμαρχοι και καπετάνιοι[16] στις μάχες. Συνδυάζουν σταυρό και τουφέκι[17], σπαθί και ράσο, αφού το διακυβευόμενο ήταν το υπέρτατο αγαθό, η λευτεριά και η αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Ο Καζαντζάκης αναφέρεται και στην ταυτόχρονη ευαισθησία των κληρικών επαναστατών μέσα στην αγριότητα της μάχης και του θανάτου. Γνώριζαν ότι μεταξύ των δύο κακών, της δουλείας και του σκοτωμού των εχθρών, διάλεγαν το λιγότερο κακό, το φόνο των εχθρών, γνωρίζοντας όμως, ότι δεν ήταν το τέλειο και καλύτερο. Το να σκοτώνεις γι αυτούς ήταν αποτρόπαιο, γι’ αυτό προσευχόταν γρήγορα να τελειώσει αυτή η ανάγκη.«Πιάσαν τα πόστα  τους οι καλόγεροι, δεμένο ήταν το κεφάλι του γούμενου, χάρβαλο από τις σπαθιές, κι οι πληγές δεν πραγάλιαζαν μήτε και σταματούσαν τα αίματα. Τ’ άσπρα γένια είχαν κατακοκκινίσει κι έσταζαν. Μα αξημέρωτα είχε γονατίσει ομπρός στην τουφεκίστρα του και το αετίσιο μάτι του παγάνιζε τους αγαρηνούς. Και  κάθε που έβλεπε  ένα κεφάλι να σηκώνεται, του ’ριχνε κατακούτελα. Κακή δουλειά ’ναι αυτή, να σκοτώνεις ανθρώπους, ας είναι κι άπιστοι αγαρηνοί, συλλογίζουνταν. Μα δε φταίμε εμείς, λευτέρωσε μας Θεέ μου, να ησυχάσουμε»[18].  Οι παλικαριές τους στις μάχες και τα κατορθώματά τους στους αγώνες θαυμάζονταν από το λαό, που καμάρωνε γι’ αυτούς. Πολλές φορές «βούιξε το Μεγάλο Κάστρο μαθαίνοντας την καινούργια αντραγαθιά του γούμενου του τουρκοφά»[19]. Αρκετοί απ’ αυτούς ήταν ο φόβος και ο τρόμος των κατακτητών, για τις βάρβαρες πράξεις τους και τις χυδαίες ή ανήθικες ορέξεις τους, γι’ αυτό και ζητούσαν τον εξολοθρεμό τους[20]. Τα σημάδια των ηρωισμών τους ήταν εμφανή στο σώμα τους, έμοιαζαν σαν τα πιο λαμπερά παράσημα ανδρείας, όπως του γούμενου του Αφέντη Χριστού που «τα μάγουλα του, το κούτελο του, τα ροζωμένα μπράτσα του, ο λαιμός του, ό,τι από το κορμί του φαίνουνταν, ήταν πετσοκομμένα από σπαθιές, κατατρυπημένα από μπάλες»[21].

5) Οι ιερωμένοι είναι φιλοπάτριδες κατά το Ν.Καζαντζάκη. Πιστεύουν πως θυσία για την πατρίδα είναι θυσία για το λαό και την πίστη. Ισοδυναμεί δε με το μαρτύριο των πρώτων Χριστιανών, γι’ αυτό το ποθούν και μακαρίζουν όσους έχουν αυτό το μαρτυρικό τέλος, θεωρώντας το σαν το καλύτερο εφόδιο μπροστά στον κριτή Χριστό κατά τη Δευτέρα Παρουσία του. Ο Καζαντζάκης, εμπνεόμενος από την ορθόδοξη αγιογραφία και τα μαρτυρολόγια της Εκκλησίας, βάζει το Μητροπολίτη Κρήτης να παραπονιέται: «Γέρασα, σα χόρτο μαράθηκα, κοντεύει πια η μέρα να σταθώ μπροστά στο φοβερό βήμα, με τα χέρια αδειανά.  Πόσοι Μητροπολιτάδες της Κρήτης θα παραστούν στον αδέκαστο κριτή και θα κρατούν στα χέρια τους τα σύνεργα του μαρτυρίου-μαχαίρια, μπαλτάδες, σκοινιά παλούκια-κι εγώ με τις φούχτες αδειανές! Θεέ μου, αξίωσε με να μαρτυρήσω για χάρη σου και για την άμοιρη τη θυγατέρα σου, την Κρήτη!»[22] Τα πάθη της πατρίδας τους θεωρούνται όμοια με τα πάθη του Χριστού, γι’ αυτό  τους συγκινούσαν διπλά και έκλαιγαν και για τα δυο. Η σταυρωμένη πατρίδα τους δεν διέφερε από το σταυρωμένο Χριστό, γι’ αυτό την προσκυνούσαν με την ίδια ευλάβεια[23].  «Ο Θεός να με συχωρέσει, μιλώ για τα πάθη του Χριστού, κι έχω στο νου μου την Κρήτη».[24]  Η αγάπη τους  για την πατρίδα ήταν τόσο έντονη που τους δημιουργούσε τύψεις, επειδή μερικές φορές ήταν εξ ίσου μεγάλη, όπως και ο έρωτας  προς το Χριστό,  που έπρεπε να προηγείται[25]. Καλλιεργούσαν στις δύσκολες ώρες την εθνική συνείδηση και μνήμη,  αναθέρμαιναν τα οράματα του γένους, συντηρούσαν τις ελπίδες και τα όνειρα που έδιναν κουράγιο στο λαό.[26]

6) Οι σωστοί ιερωμένοι ήταν διπλωμάτες, ευέλικτοι και πονηροί  σαν τον Οδυσσέα, προκειμένου να  προστατευθεί ο λαός από τις σφαγές και τις λεηλασίες των κατακτητών. Γνώριζαν τις αδυναμίες τους και τις εκμεταλλευόταν για να προστατεύσουν το λαό. Τους παραπλανούσαν, όταν χρειαζόταν, με μυθεύματα, κολακείες και δώρα,[27] με κίνδυνο να χαρακτηρισθούν φιλότουρκοι. Τους εμφάνιζαν κινδύνους για τη ζωή τους, πραγματικούς ή φανταστικούς, από χριστιανούς ή μουσουλμάνους και τους οδηγούσαν σε αυτοσυγκράτηση.[28] Με υποσχέσεις και φιλικές δήθεν προς αυτούς διαθέσεις τους μαλάκωναν και κατόρθωναν το επιθυμητό[29]. Ακόμα και τους Τούρκους εξόργιζε αυτή η σχέση οικειότητας των εκκλησιαστικών ηγετών με τους τούρκους αξιωματούχους, γι’ αυτό  ζητούσαν πολλές φορές περισσότερη σκληρότητα[30]. Αναγνώριζαν όμως αυτή τη μαεστρία και την ικανότητα τους, γι’ αυτό και ομολογούσαν: «Μα τον Αλλάχ, εσείς οι Ρωμιοί….πότε με το μέλι πότε με το ξύδι, πιάνετε όλες τις μύγες».[31]

Αυτή είναι η κυριαρχούσα άποψη του Ν. Καζαντζάκη για την προσφορά του  Ορθόδοξου κλήρου στους εθνικούς αγώνες, χωρίς να αγνοεί και τα αρνητικά παραδείγματα στα οποία ασκεί σφοδρή κριτική.

[1] Βλ. Ευτυχίου Σ. Καλογεράκη, Είναι Άθεος ο Ν. Καζαντζάκης; Η Κριτική της Θρησκείας στο Έργο του, Εκδ. Σταμούλη, Αθήνα 2006, σ. 226.

[2]Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται,έβδομη έκδ. (χ.τ.χ.). σ. 57.

[3]Βλ.Ν. Καζαντζάκη, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται , ό.π.,σ. 55.

[4]Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα (χ.χ.).σ. 178.

[5]Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, ό.π., σ. 43: «Τι καπετάν παπάς και τούτος! συλλογίστηκε πάλι ο καπετάν Φουρτούνας. Τι φωτιά τι κέφι τι κουράγιο, ο αφιλότιμος!…Γειά σου, Παπαφλέσσα!»

[6]Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, ό.π., σ. 304: «Κρυφά μια νύχτα μαζώχτηκαν οι προεστοί κι οι καπετάνιοι στη Mητρόπολη».

[7]Βλ. Ν. Καζαντζάκη,  Οι Αδελφοφάδες, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα (χ,χ.).  σ. 84.

[8]Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης,ό.π., σ. 330: «Ο Μητροπολίτης όρθιος στο κατώφλι αναστέναξε: «Δε μ’ έκρινε ο Θεός άξιο να κρεμαστώ κι εγώ στην πόρτα της Μητρόπολης, δεν πειράζει, φτάνει που να σωθούν οι χριστιανοί».

[9]Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης,ό.π., σ. 326..329.

 

[10]Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης,ό.π., σ. 304: «Μα ο Μητροπολίτης κούνησε το κεφάλι του: – Δεν αφήνω εγώ τα πρόβατα του, είπε την ώρα που πρόβαλλε ο λύκος».

[11]Βλ. Ν.Καζαντζάκη, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, ό.π., σ. 439.

[12]Βλ. Ν.Καζαντζάκη, ό.π., Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, σ. 45.

[13]Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, ό.π.,σ. 44.

[14]Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, ό.π., σ. 346: «Στις αυλές των μοναστηριών κοριτσόπουλα και γυναίκες έσκιζαν παλιά χειρόγραφα και κιτάπια κι έδεναν φισέκια. Οι κατεχάρηδες καλόγεροι έτριβαν σε γουδιά αλοιφές και μπάλσαμο για τις πληγές κι άλλοι ξεκαπάκωναν τους κουμπέδες της εκκλησιάς κι έβγαζαν το μολύβι για τις μπάλες».

[15]Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, ό.π., σ. 358: «Ο ηγούμενος μέσα στην εκκλησιά αρματώνουνταν, ξέθαβαν, οι καλόγεροι κάτω από την Άγια Τράπεζα τα τουφέκια. Γονάτισε ο ηγούμενος μπρος στη μεγάλη εικόνα του Χριστού, δεξά στο τέμπλο».

[16]Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, ό.π.,σ. 366,367.

[17]Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, ό.π., σ. 45: «Ξετρυπώσαμε τ’ άρματα από τα ταβάνια, ζώστηκα κι εγώ το φυσεκλίκι μου και το σταυρό, μάζεψα το λαό στ’ αλώνια»

[18]Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, ό.π., σ. 368.

[19]Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, ό.π.,σ. 360.

[20]Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης,ό.π., σ. 359.

[21]Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, ό.π., σ. 342.

[22]Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, ό.π., σ. 169.

[23]Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, ό.π.,σ. 173.

[24]Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, ό.π.,σ. 115.

[25]Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, ό.π.,σ.116.

[26]Βλ. Ν.Καζαντζάκη, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, ό.π., σ. 96.

[27]Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, ό.π., σ. 180.

[28]Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, ό.π.,σ. 329.

[29]Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης,ό.π., σ. 181.

[30]Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, σ. 163.

[31]Βλ. Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης,ό.π., σ. 181.

Διαβάστε ακόμα