“Μοριάς και Ναυτικός Αγώνας κατά το 1821”

Του Γεωργίου Πραχαλιά, Ιστορικού – Συγγραφέως

Συμπληρώνονται φέτος 197 χρόνια από την Εθνική Παλιγγενεσία του 1821 και παρά το γεγονός ότι πέρασαν σχεδόν δύο αιώνες από τότε, το μήνυμα της Ελληνικής Επανάστασης παραμένει επίκαιρο σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ. Και αυτό για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν όσοι εντός και εκτός Ελλάδας προσπαθούν με αβάσιμες απόψεις να ισοπεδώσουν το συγκλονιστικό γεγονός της εθνικής παλιγγενεσίας του 1821 και να μας πείσουν ότι δήθεν οφείλουμε την απελευθέρωσή μας στην επέμβαση του διεθνούς παράγοντα. Και δεύτερον, γιατί η προκλητική στάση της Τουρκίας, ειδικά τον τελευταίο καιρό, μας αναγκάζει να προστρέξουμε στην πρόσφατη πολεμική ιστορία του Ελληνικού Έθνους και να θυμηθούμε ξανά τους τρόπους με τους οποίους
τους συντρίψαμε.

Στην επανάσταση του ’21 συμμετείχε όλο το Γένος απ’ άκρη σ’ άκρη της Ελλάδας. Στην αποψινή εκδήλωση, από την ιστορική Τριπολιτσά, που αποτέλεσε αναμφίβολα το επίκεντρο της εθνεγερσίας, θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τη σχέση της επανάστασης στο Μοριά με το ναυτικό αγώνα των νησιών του Αρχιπελάγους. Μέσα από την παρουσίαση τοπικών παραδοσιακών χορών του Μοριά, της Δωδεκανήσου, της Χίου και της Κρήτης, θα επιχειρήσουμε ένα νοερό ταξίδι σε εκείνα τα χρόνια, «από το Μοριά στα νησιά», όπως είναι και ο τίτλος της αποψινής εκδήλωσης.

ΜΟΡΙΑΣ – ΑΡΚΑΔΙΑ

Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και της τελευταίας ελεύθερης Ελληνικής πόλης, της Καρύταινας της Αρκαδίας το 1461, οι Μοραΐτες κατέφυγαν στα ορεινά και άρχισαν τον ένοπλο αγώνα. Τα απόμερα χωριά της Αρκαδίας έγιναν προπύργια αντίστασης κι ελευθερίας. Με τα νώτα φυλαγμένα από τα βουνά πρόβαλαν αντίσταση και κράτησαν ζωντανό το Ελληνικό Γένος. Σε αυτά τα χωριά γεννήθηκε και ανδρώθηκε η Κλεφτουριά του Μοριά. Οι επαναστατικές εξεγέρσεις ήταν συνεχείς και αδιάκοπες σε όλη την περίοδο της σκλαβιάς. Εξίσου συνεχείς και αδιάκοπες όμως ήταν και οι σφαγές στις οποίες προέβαιναν οι Τούρκοι, εξίσου συνεχή και αδιάκοπα ήταν και τα καραβάνια με τα παιδιά και τις γυναίκες που στέλνονταν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.  Πάνω από εκατό εξεγέρσεις και επαναστάσεις έχουν καταγραφεί κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας στο Μοριά. Και άλλες τόσες είναι οι φορές που οι Τούρκοι κατέκαψαν το Μοριά, απ’ άκρη σ’ άκρη. Γι’ αυτό και από τότε υπάρχει η φράση «Ο κατακαημένος ο Μοριάς». Το πασαλίκι του Μοριά, είχε ως έδρα του την Τριπολιτσά. Πανίσχυρη έδρα του Μόρα Βαλεσή, του Διοικητή του Μοριά, με τους γενίτσαρους και τα τρομερά μπουντρούμια του Σεραγιού, όπου γίνονταν φρικαλέοι βασανισμοί. Στο κέντρο της πόλης υπήρχε ο φοβερός πλάτανος της Τριπολιτσάς όπου οι αρχές και ο τουρκικός όχλος κρέμαγαν τους ραγιάδες. Στην αρχή της πόλης υπήρχε η τρομερή ‘’παλουκόραχη’’, όπου οι Τούρκοι παλούκωναν ζωντανούς εκατοντάδες Έλληνες και τους άφηναν άθαφτους.

Στα βουνά της Τριπολιτσάς και στα χωριά της όμως, γεννήθηκε και ανδρώθηκε η Κλεφτουριά του Μοριά. Από τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αναδεικνύεται η μεγάλη επαναστατική δράση μιας οικογένειας από το Λιμποβίσι της Αρκαδίας. Μιας οικογένειας που η ακτινοβολία της κράτησε ζωντανά τα όνειρα των σκλαβωμένων ραγιάδων για ελευθερία σ’ ολόκληρη τη διάρκεια της φρικτής σκλαβιάς των 400 χρόνων. Μια οικογένεια που έμελε να σηκώσει στις πλάτες της ολόκληρο το Γένος. Οι Κολοκοτρωναίοι!

Από το 1550 μέχρι το 1821 η οικογένεια των Κολοκοτρωναίων έδωσε γενιές ατρόμητων πολέμαρχων, οι οποίοι κληροδότησαν μια μεγάλη οικογενειακή παράδοση στο σημαντικότερο απόγονό τους, το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Δεν υπάρχει άλλος άνθρωπος που να έχει ταυτιστεί στο συλλογικό εθνικό υποσυνείδητο με την εθνεγερσία του 1821, όσο ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Για να κατανοήσουμε τη σύνδεση του αγώνα στο Μοριά με το ναυτικό αγώνα
στα νησιά, θα πρέπει να ανατρέξουμε στο στρατηγικό σχέδιο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη για την επανάσταση σε ολόκληρη την επικράτεια. Σύμφωνα με το σχέδιο του Κολοκοτρώνη ο Καποδίστριας θα κέρδιζε διπλωματικό χρόνο
για την επανάσταση, ο Υψηλάντης θα αγκίστρωνε σημαντικές Τουρκικές δυνάμεις στη Μολδοβλαχία από το φόβο της εμπλοκής των Ρώσων, οι ναυτικοί του Αιγαίου θα απέκοπταν τις θαλάσσιες γραμμές εφοδιασμού από τα Μικρασιατικά παράλια προς τον Ελλαδικό ηπειρωτικό χώρο, οι επαναστάτες στη Ρούμελη, στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, θα ανέκοπταν την κάθοδο Τουρκικών δυνάμεων προς την Πελοπόννησο, ενώ ο Κολοκοτρώνης θα
απελευθέρωνε γρήγορα το Μοριά. Στη συνέχεια ο Γέρος με τους Μοραΐτες θα ανέβαινε βόρεια, βοηθώντας στην απελευθέρωση της Ρούμελης, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, ενώ θα έστελνε και στρατιωτικές δυνάμεις
στα νησιά για να τα ελευθερώσει.

Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Μοριάς και η Αρκαδία ήταν ο βασικός πυρήνας της επανάστασης. Εδώ προετοιμάστηκε η επανάσταση, εδώ ξεκίνησε, εδώ στεριώθηκε και εδώ έκλεισε το δραματικό κύκλο της, πολύ μετά την απελευθέρωση. Είναι όμως τόσο μεγάλη η δράση και η προσφορά του Μοριά και της Αρκαδίας στον αγώνα της ανεξαρτησίας, που και πάλι δεν θα μπορέσουμε να αναφερθούμε σε όλα τα γεγονότα. Αν το επιχειρούσαμε θα χρειαζόταν να μιλάμε μερόνυχτα.

ΝΗΣΙΑ

Η επανάσταση από το Μοριά εξαπλώθηκε στη Ρούμελη και στα νησιά του Αιγαίου. Πρώτα επαναστάτησαν οι κοντινές Σπέτσες και η Ύδρα. Στη συνέχεια ξεσηκώθηκαν η Χίος, τα Ψαρά, η Σάμος, η Κάσος, τα Δωδεκάνησα και η
Κρήτη.

Τα εξεγερμένα νησιά συμμετείχαν αποφασιστικά στον μεγάλο ξεσηκωμό του 1821. Τα ελληνικά καράβια, παρόλο που ήταν λιγότερα σε αριθμό και μικρότερα σε χωρητικότητα, κυριαρχούσαν στο Αιγαίο, καθώς ήταν ταχύτερα
και διέθεταν πληρώματα με μεγάλη ναυτική εμπειρία. Οι Έλληνες ναυτικοί διακρίθηκαν σε τρία είδη πολεμικών επιχειρήσεων:

α) στην πολιορκία παραθαλάσσιων κάστρων, όπως η Μονεμβασιά και το Ναυαρίνο και στην υποστήριξη χερσαίων μαχών από τη θάλασσα.

β) σε καταδρομές στα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου αιχμαλώτιζαν ή κατέστρεφαν εχθρικά πλοία, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται ο τουρκικόςστόλος να πλεύσει προς το Μοριά και

γ) σε ναυμαχίες στο ανοιχτό πέλαγος, στις οποίες συμμετείχαν και τα περίφημα πυρπολικά, σκάφη γεμάτα με εύφλεκτο υλικό που προσδένονταν στα οθωμανικά πλοία και κατόπιν έπαιρναν φωτιά.

ΡΟΔΟΣ

Το αποψινό ταξίδι στα νησιά, ξεκινά από τη Ρόδο. Η Ρόδος ήταν έδρα του Τούρκου διοικητή (βαλή) και βάση των τουρκικών στρατευμάτων, με οθωμανικό πληθυσμό να κατοικεί μέσα στο Κάστρο. Για το λόγο αυτό ήταν εξαιρετικά δύσκολη η ενεργός συμμετοχή της στην επανάσταση του 1821. Συνέβαλλε όμως στον αγώνα για ανεξαρτησία, καθώς επίλεκτοι Ρόδιοι μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία, με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Αγάπιο. Όμως, το κίνημα που δημιουργήθηκε, προδόθηκε και οι μυημένοι σ’ αυτό συνελήφθησαν, βασανίστηκαν και θανατώθηκαν. Αρκετοί Ρόδιοι σπουδαστές στην Ευρώπη και έμποροι της Αιγύπτου βοήθησαν οικονομικά τον αγώνα, ενώ αρκετοί έφυγαν από τη Ρόδο στην επαναστατημένη Ελλάδα και πήραν μέρος στην Επανάσταση.

Διοικητής της Ρόδου τα χρόνια της επανάστασης, (1822-1835), ήταν ο διαβόητος Μεχμέτ Σουκιούρμπεης, μπέης του σαντζακίου της Ρόδου, που η παράδοση περιγράφει ως τρομερό χριστιανομάχο, ανάλγητο και τυραννικό. Είχε αντικαταστήσει τον φιλέλληνα Γιουσούφ Βέη, που μετατέθηκε στη Χίο με τον τίτλο του πασά. Λέγεται ότι ο Σουκιούρμπεης καταγόταν από τη Μάνη, γόνος της αρχοντικής οικογένειας των Μαυρομιχαλαίων και αδελφός του
Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Στη Ρόδο, διέμενε στη συνοικία του Νιοχωριού, στου «Μουσταφά Καπιτάνου το Σαράι», κοντά στη σχολή των «Φρέρηδων». Μικρό παιδί το πήραν οι Τούρκοι και τούρκεψε. Κι όπως ήταν έξυπνος ανέβηκε γρήγορα στα αξιώματα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ως ναύαρχος, επισκέφθηκε τη Μάνη, την πατρίδα του και τον υποδέχθηκε εθιμοτυπικά ο ίδιος ο αδελφός του ο Πετρόμπεης. Ζήτησε να δει τη γρια Μαυρομιχάλαινα κι όταν βρέθηκε μπροστά της γονάτισε, της φίλησε το χέρι και της είπε ότι είναι ο χαμένος της γιος. Κι εκείνη, αγέρωχη αρχόντισσα του δήλωσε πως δεν μπορεί να έχει Τούρκο γιο και τον έδιωξε ασυγκίνητη.

ΚΡΗΤΗ

Από την εθνική επανάσταση δεν θα μπορούσε να λείπει η φωτιά της Κρήτης. Παρά το γεγονός ότι οι τοπικές συνθήκες ήταν ιδιαίτερα δυσμενείς για την οργάνωση επαναστατικού κινήματος, την μεγάλη απόσταση από το γεωγραφικό κορμό της Ελλάδας, το ενδιάμεσο θαλάσσιο πέλαγος και τις πληγές που υπήρχαν ακόμα από την επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770, η Κρήτη έδωσε βροντερό παρόν το 1821. Αλλά και μέσα στο νησί υπήρχαν
ιδιαιτερότητες, που δεν υπήρχαν στην άλλη Ελλάδα. Τα ισχυρά γενιτσαρικά τάγματα των αυτοκρατορικών και των ντόπιων γενιτσάρων είχαν επιβάλλει ένα καθεστώς ισχυρής καταπίεσης και αγριότητας στο νησί. Παράλληλα η παιδεία μέσω της οποίας ιδεολογικά προπαρασκευάστηκε η επανάσταση στην άλλη Ελλάδα, ήταν στην Κρήτη σχεδόν ανύπαρκτη. Το νησί που άλλοτε βρισκόταν στην πρωτοπορία της πνευματικής αναγέννησης του έθνους, ζούσε επί δυο σχεδόν αιώνες σε απομόνωση και βαθύ πνευματικό σκοτάδι.

Η επανάσταση στην Κρήτη ξεκίνησε το Μάρτιο του 1821, όταν ο ηγούμενος της ιστορικής μονής Πρεβέλης Μελχισεδέκ Τσουδερός, ύψωσε τη σημαία της επανάστασης στο νησί και καταλήγει τον Ιανουάριο του 1830, όταν η Κρήτη έμεινε εκτός της ελεύθερης Ελληνικής επικράτειας με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, παρά το γεγονός ότι το νησί ήταν ελεύθερο σχεδόν ολόκληρο.

Στα δέκα αυτά χρόνια, είναι ατελείωτες οι μάχες και το αίμα που χύθηκε στο νησί, όπως επίσης ατελείωτη είναι και η συμμετοχή ενόπλων Κρητικών στην επανάσταση στην ηπειρωτική Ελλάδα. Με την έκρηξη της Επανάστασης, η Κρήτη σχημάτισε αμέσως προσωρινή διοίκηση, την περίφημη “Καγκελαρία των Σφακίων”. Αμέσως οι Τούρκοι βασάνισαν και απαγχόνισαν το μητροπολίτη Κισσάμου και Σελίνου Μελχισεδέκ Δεσποτάκη στην πόλη των
Χανίων. Μεγάλες και σημαντικές μάχες ακολούθησαν. Μάχη στο Λούλο, στους Λάκκους, στο Αμάρι Ρεθύμνου, στις Καλύβες Αποκορώνου, στα Ρούστικα Ρεθύμνου και στον Άγιο Ιωάννη Λάμπης. Οι Τούρκοι απαντούν με σφαγή 1.200 Χριστιανών στον Αποκόρωνα, την εκτέλεση του Αρχιεπισκόπου Κρήτης Γερασίμου και πέντε επισκόπων και τη μεγάλη σφαγή αμάχων, τον μεγάλο ‘’απερντέ’’ όπως ονομάστηκε, στο Μεγάλο Κάστρο της Κρήτης. Οι επαναστάτες απαντούν με νίκη στη Μαλάξα, στο Θέρισο, στη Μεσσαρά, στο Μυλοπόταμο, στην Κυδωνία, στον Άγιο Βασίλειο, στα Χανιά, στο Βαθύπετρο, στο Αρκάδι, στα Ακόνια, στο Φουρφουρά και στο Καστέλι Κισσάμου. Το Μάιο
του 1822 ψηφίζεται το «Προσωρινόν Πολίτευμα της νήσου Κρήτης».

Όλες αυτές οι επιτυχίες αναγκάζουν το σουλτάνο να στείλει τον Αιγύπτιο Χασάν Πασά στην Κρήτη, με 114 πλοία και αρκετές χιλιάδες στρατό. Ταυτόχρονα, η διχόνοια και οι εμφύλιες έριδες εμφανίζονται στο στρατόπεδο
των επαναστατών. Όλα αυτά βοηθούν τους Τούρκους να καταπνίξουν στο αίμα την επανάσταση στο νησί μέχρι το καλοκαίρι του 1824. Τότε η επανάσταση αναζωπυρώνεται στο νησί. Έρχονται οι νίκες στα φρούρια Γραμβούσας και Κισσάμου, στη Χαλαρά Ρεθύμνου και στον Άγιο Ιωάννη Γόρτυνας. Λίγο μετά, θα έρθει η επική έξοδος του Χατζημιχάλη Νταλιάνη στο Φραγκοκάστελο. Παρά το γεγονός ότι το 1829 η Κρήτη ήταν ελεύθερη και οι Τούρκοι κλεισμένοι στα κάστρα Ηρακλείου, Ρεθύμνου και Χανίων, οι Μεγάλες Δυνάμεις πέτυχαν το 1830 την εξαίρεση της Κρήτης από το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, ενώ έστειλαν και στόλο που απέκλεισε τα παράλια της Κρήτης
επιβάλλοντας την ειρήνη στο νησί υπέρ των Τουρκοαιγυπτίων. Το Κρητικό Συμβούλιο εξέδωσε τότε την ακόλουθη συγκλονιστική απόφαση:

«Προς τους Έλληνας»
«Η Κρήτη ήτο και είναι μέρος αδιάσπαστο της Ελλάδος αυτή ως συναγωνισθείσα και συναγωνιζομένη με τα λοιπά επαναστατημένα μέρη από την αρχήν, ώστε δεν μπορεί να εννοήσει πώς εις διαφόρους πράξεις πληρεξουσίων των σεβαστών τούτων μοναρχών η Κρήτη παρεσιωπήθη διόλου,……. Ημείς δεν ευρίσκομεν αλλού την σωτηρίαν μας παρά εις τα όπλα μας και εις αυτόν τον έντιμον θάνατον…….»

Η Κρήτη, θα ξανασυναντηθεί με την επανάσταση το 1866, όταν στην εξέγερση του Αρκαδίου θα συμμετέχει και ο Αρκάς Υπολοχαγός Δημακόπουλος από τη Βυτίνα, που έπεσε ηρωικά μαχόμενος στα χώματα της
Κρήτης.

ΧΙΟΣ

Το 1821 η Χίος ευημερούσε . Με τον στόλο τους, το εμπορικό τους δαιμόνιο και τη διπλωματία τους, οι Χιώτες κυριαρχούσαν στη Μαύρη Θάλασσα, το Αιγαίο και τη Μεσόγειο, αναγκάζοντας τον Σουλτάνο να παραχωρήσει στο νησί πολλά προνόμια, που άγγιζαν το καθεστώς αυτονομίας. Έτσι, οι πρόκριτοι της Χίου ήταν πολύ διστακτικοί στη συμμετοχή τους στον ξεσηκωμό, καθώς επιπλέον το νησί βρίσκεται σχεδόν δύο μίλια από τη Μικρασιατική ενδοχώρα, με αποτέλεσμα κάθε απόπειρα εξέγερσης να είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

Στις 10 Μαρτίου 1822 ο Σάμιος Λυκούργος Λογοθέτης, με την προτροπή του Χιώτη Αντωνίου Μπουρνιά, αποβιβάστηκε στο νησί με 1.500 άνδρες και πέτυχε να συνεγείρει τους ντόπιους, κυρίως τους κατοίκους της υπαίθρου. Οι 3.000 Τούρκοι του νησιού πρόλαβαν να κλειστούν στο Κάστρο και η ολιγοήμερη πολιορκία τους δεν έφερε κάποιο σημαντικό αποτέλεσμα, καθώς οι άνδρες του Λογοθέτη ήταν ανεπαρκώς εξοπλισμένοι.

Μόλις έφθασε η είδηση της εξέγερσης στην Υψηλή Πύλη, ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β’ την εξέλαβε ως αχαριστία των Χίων, αλλά και ως προσωπική προσβολή, επειδή η αδελφή του καρπούταν από το νησί τον φόρο από τα μαστιχόδεντρα. Οργισμένος ο σουλτάνος διέταξε αμέσως να φυλακιστούν όλοι οι Χιώτες της Κωνσταντινούπολης και εξήντα από αυτούς να αποκεφαλιστούν. Στη συνέχεια έδωσε την εντολή στον αντιναύαρχο Καρά-Αλή πασά να
καταπλεύσει στον νησί και να τιμωρήσει παραδειγματικά τους εξεγερθέντες.

Στις 30 Μαρτίου 1822 και μετά από έντονο κανονιοβολισμό, ο Καρα-Αλής αποβίβασε στην ακτή 7.000 άνδρες και με τη συνδρομή της τουρκικής φρουράς κατέστειλε εύκολα και σύντομα την εξέγερση, εκμεταλλευόμενος τον κακό σχεδιασμό της και τις έριδες για την αρχηγία μεταξύ Μπουρνιά και Λογοθέτη. Στη συνέχεια πυρπόλησε όλα τα περίχωρα και την πρωτεύουσα του νησιού και επιδόθηκε σε ανήκουστες σφαγές. Υπολογίζεται ότι από τους
117.000 χριστιανούς κατοίκους του νησιού, 42.000 σφαγιάστηκαν, 50.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι και 23.000 διέφυγαν προς τις επαναστατημένες περιοχές της Ελλάδας και τη Δυτική Ευρώπη. Οι Τούρκοι έχασαν περίπου 600
άνδρες, ενώ αναφέρθηκαν και θύματα μεταξύ των Εβραίων, που διεκπεραιώθηκαν από τη Μικρασιατική ακτή στο νησί για να πλιατσικολογήσουν και επόπτευαν το δουλεμπόριο.

Τα αιματηρά γεγονότα της Χίου προκάλεσαν αλγεινή εντύπωση στην Ευρώπη. Η κοινή γνώμη ξεσηκώθηκε και οι τάξεις των φιλελλήνων πύκνωσαν. Αυτόπτες μάρτυρες περιέγραψαν τις φρικιαστικές σκηνές στις εφημερίδες. Ο
Ντελακρουά ζωγράφισε τον περίφημο πίνακα με τη σφαγή της Χίου, τον οποίο μόλις αντίκρισε ο Βίκτωρ Ουγκώ συγκλονίστηκε και έγραψε το περίφημο ποίημα «Το Ελληνόπουλο». Οι διανοούμενοι της Ευρώπης έκαναν λόγο για το ασυμβίβαστο της τουρκικής φυλής με τον ανθρωπισμό, ενώ άλλοι τόνισαν την αδυναμία συνύπαρξης Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Η ελληνική απάντηση για τη θηριωδία θα έρθει λίγο αργότερα από τον πυρπολητή Κωνσταντίνο Κανάρη, ο οποίος πυρπόλησε και ανατίναξε την τουρκική ναυαρχίδα του Καρα-Αλή.

Τους τελευταίους μήνες του 1827 οι ανά την Ελλάδα και Ευρώπη έστειλαν επιστολές στην κυβερνητική επιτροπή, μέσα από τις οποίες τον εκλιπαρούσαν να αναλάβει εκστρατεία για την απελευθέρωση της πατρίδας τους. Παρά την
καταστροφή που είχαν υποστεί στον δεύτερο χρόνο της επανάστασης, έκαναν προσπάθειες για να απομακρυνθούν από τον τουρκικό ζυγό προσπερνώντας τις δυσκολίες που θα είχε μια τέτοια επιχείρηση.

Έτσι ξεκίνησε η εκστρατεία απελευθέρωσης του νησιού από ελληνικές δυνάμεις υπό το Γάλλο φιλέλληνα συνταγματάρχη Φαβιέρο. Παρά τις αρχικές επιτυχίες του Φαβιέρου, που είχε ως αποτέλεσμα να εκδιωχθούν οι Τούρκοι από την πρωτεύουσα της Χίου και να περιοριστούν στο φρούριο, η εκστρατεία βρέθηκε τελικά σε αδιέξοδο.

ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ

Τα Δωδεκάνησα έδωσαν δυναμικό παρόν στην εθνεγερσία. Τον Απρίλη του 1821 ξεσηκώνεται η Κάσος και θέτει στη διάθεση του αγώνα τη ναυτική της αρμάδα. Τα μέχρι τότε εμπορικά καράβια οπλίζονται με κανόνια κι αρχίζουν
την πολεμική τους δράση. Την Κάσο ακολουθεί η Κάρπαθος, η Χάλκη, η Νίσυρος, η Σύμη, η Τήλος, η Κάλυμνος, η Λέρος, η Κως, το Καστελλόριζο, η Αστυπάλαια. Όλα τα Δωδεκάνησα σηκώνουν τη σημαία της επανάστασης και
διώχνουν τις τουρκικές φρουρές.

Στην Κω, στίφη φανατισμένων μουσουλμάνων ξεχύνονται στο νησί, σφάζουν, λεηλατούν και εξανδραποδίζουν. Τα νησιά φοβούνται αντίποινα. Και τότε, δυο κασιώτικα πολεμικά καράβια αναλαμβάνουν να περιπολούν νύχτα και μέρα το στενό της Ρόδου, άγρυπνοι φύλακες της Σύμης, της Χάλκης, της Τήλου και της Νισύρου. Αλλά η κασιώτικη αρμάδα προσπαθεί να βοηθήσει και την Κρήτη, παίρνοντας τροφές, όπλα, εφόδια στο επαναστατημένο νησί και
μεταφέροντας Κρητικούς πρόσφυγες στην Κάσο και την Κάρπαθο. Οι ναυτικές επιχειρήσεις των Κασιωτών γίνονταν ολοένα και πιο παράτολμες. Κατέστρεψαν τουρκικά πλοία μέσα στον κόλπο της Αττάλειας, ενώ επιχειρούν
ριψοκίνδυνες επιδρομές στο Καστελλόριζο και στο λιμάνι της Δαμιέττης της Αιγύπτου. Αιχμαλωτίζουν 36 πλοία γεμάτα τροφές, που τις μετέφεραν στη λιμοκτονούσα Κάσο, ενώ τα καράβια τα παρέδωσαν στην επαναστατική
κυβέρνηση για να τα μετατρέψει σε πυρπολικά.

Το 1824, η αρμάδα των Αιγυπτίων, μεταφέροντας χιλιάδες στρατιωτών,ανεβαίνει στο Αιγαίο. Οι Κασιώτες αντιλαμβάνονται ότι θα είναι ο πρώτος της στόχος, αλλά δεν πτοούνται. Οχυρώνουν το νησί σε όλα τα σημεία μιας
πιθανής απόβασης των Τουρκοαιγυπτίων και εξοπλίζουν όλους, όσοι μπορούν να κρατήσουν όπλα, υπερήφανοι και αποφασισμένοι για τον έσχατο αγώνα και την αναπόφευκτη υπέρτατη θυσία. Η επανάσταση στην είχε ήδη καταπνιγεί στο αίμα. Στις 27 Μαϊου 1824, ημέρα Σάββατο, είχε φτάσει η ώρα της θυσίας. Οι Αιγύπτιοι αποβιβάζονται στο νησί και ακολουθούν φονικές μάχες με τους Έλληνες. Οι Κασιώτες πολεμιστές, μετά από σφοδρή και άνιση μάχη, με πολλούς νεκρούς, υποχωρούν στα βουνά αφήνοντας τα χωριά στα χέρια των εχθρών. Οι Τουρκοαιγύπτιοι ρίχτηκαν στη σφαγή, την αρπαγή, τη λεηλασία και σε κάθε είδους κτηνωδία. 2.000 γυναικόπαιδα
• εξανδραποδίστηκαν και μεταφέρθηκαν για να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής και της Αφρικής. Η Κάσος καταστράφηκε ολοσχερώς και συγκλόνισε την υπόλοιπη αγωνιζόμενη Ελλάδα.

Την κατάληψη της Κάσου ακολούθησε η κατάληψη της Καρπάθου, της Χάλκης, της Σύμης και των άλλων επαναστατημένων νησιών. Ο ελληνικός στόλος θα εκδικηθεί για την Κάσο και τα Ψαρά, που κι αυτά είχαν το ίδιο
φρικτό τέλος, όταν, στις 29 Αυγούστου του 1824, στον μικρασιατικό κόλπο του Γέροντα, απέναντι από την Κάλυμνο, θα δώσει τη μεγαλύτερη ναυμαχία της Επανάστασης. Ο ναύαρχος Μιαούλης, παρά την αριθμητική υπεροχή του
εχθρού, θα κάψει τα πλοία τους και θα πετύχει πρωτοφανή νίκη, προκαλώντας παραλήρημα χαράς στο λαό της Καλύμνου που υποδέχθηκε τους δοξασμένους ναυμάχους, όταν τα καράβια αγκυροβόλησαν, μετά τη
ναυμαχία, στο νησί τους. Παρά τη μεγάλη συμμετοχή τους όμως στην επανάσταση, τα Δωδεκάνησα έμειναν και αυτά εκτός της ελεύθερης ελληνικής επικράτειας με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830.

Σήμερα, την ώρα που οι γείτονές μας αποθρασύνονται, ο Μοριάς και τα νησιά ορθώνουν και πάλι το ανάστημά
τους και αποτελούν ανάχωμα στην αήθη επίθεση που δέχεται το εθνικό φρόνημα.

Την ώρα που κάποιοι μιλούν για αλύτρωτες Σλαβικές Μακεδονίες, για μεγάλες Αλβανίες, που απειλούν θρασύτατα στο Αιγαίο, στον Έβρο και στην Κύπρο, στην Τριπολιτσά ο Γέρος του Μοριά σηκώνεται από τον τάφο,
καβαλάει τ’άλογο και ανεβαίνει στις ράχες του Μοριά. Από εκεί αγναντεύει τον Ελληνισμό, από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη, από την Ήπειρο μέχρι την Κύπρο και απαντά σε κάθε θρασύ επιβουλέα όπως απάντησε κάποτε στον Ιμπραήμ:
«όχι τα κλαριά να μας κόψεις, όχι τα δέντρα, όχι τα σπίτια που μας έκαψες, μόνον πέτρα απάνω στην πέτρα να μη μείνη, ημείς δεν προσκυνούμε. Τι τα δέντρα μας αν τα κόψεις και τα κάψεις, την γήν δεν θέλει την σηκώσεις και η
ίδια η γης που τα έθρεψε, αυτή η ίδια γή μένει δική μας και τα ματακάνει. Μόνον ένας Έλληνας να μείνει πάντα θα πολεμούμε και μην ελπίζεις πως την γήν μας θα την κάμεις δικήν σου. Βγάλτο από το νού σου».

Με την ανάμνηση αυτής της βαριάς κληρονομιάς που πέφτει στους ώμους, κλείνω επαναλαμβάνοντας
τα λόγια του εθνικού ποιητή Κωστή Παλαμά:

Αυτό το λόγο θα σας πώ, δεν έχω άλλο κανένα, μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του ’21!

Διαβάστε ακόμα