«Η Ύψωση του Υιού και Θεού της Παρθένου»

Tου Παντελεήμονα Λεβάκου, θεολόγου ΜΑ Ιστορικής Θεολογίας – Εκκλησιαστικής Ιστορίας ΕΚΠΑ

Απευθυνόμενος, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στον Θεό Πατέρα, σε μια από τις ευχές της Θείας Λειτουργίας λέει τα εξής: «Δέσποτα, Εσύ ως φιλάνθρωπος, τόσο πολύ αγάπησες τον άνθρωπο (που δημιούργησες) ώστε θυσίασες τον Μονογενή Σου Υιό για να μην χαθεί όποιος πιστεύει σε Αυτόν (στον Υιό και κατ’ επέκταση σε Εσένα που είσαι ο Θεός Πατέρας). Ο Υιός, για να εκπληρώσει το σχέδιο της Θείας Οικονομίας, ήλθε στον κόσμο και παραδόθηκε εκείνη την (φοβερή) νύχτα, για την ακρίβεια παρέδωσε εκούσια τον εαυτό του για να θυσιαστεί, με σκοπό να χαρίσει την αιώνια ζωή στον κόσμο». Με τα λόγια αυτά, ο ιερός πατήρ, αποδίδει την απεριόριστη αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο καθώς και την εκούσια παράδοση του Υιού στον σταυρικό Του θάνατο, ώστε, ο άνθρωπος να αποκτήσει νέο περιεχόμενο στη ζωή του· την προοπτική της ζωής χωρίς τον φόβο του θανάτου. Μετά την παράδοση των Αχράντων Μυστηρίων για να τελούνται στην ανάμνηση του Πάθους και για την βεβαιότητα της Ανάστασης, ο Ιησούς Χριστός έρχεται αντιμέτωπος αρχικά με την εκδικητικότητα των Ιουδαίων (Αρχιερέων, Γραμματέων και Φαρισαίων) και στη συνέχεια με την βαναυσότητα των Ρωμαίων. Ο Διδάσκαλος αντικρίζει μπροστά Του το όργανο του εξευτελισμού, της ατίμωσης και της θανάτωσης των κοινών εγκληματιών και των στασιαστών απέναντι στην εξουσία της Ρώμης, τον σταυρό.

«Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Παρασκευῇ, τὰ ἅγια καὶ σωτήρια καὶ φρικτὰ Πάθη τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτελοῦμεν, τοὺς ἐμπτυσμούς, τὰ ῥαπίσματα, τὰ κολαφίσματα, τὰς ὕβρεις, τοὺς γέλωτας, τὴν πορφυρᾶν χλαίναν, τὸν κάλαμον, τὸν σπόγγον, τὸ ὄξος, τοὺς ἥλους, τὴν λόγχην, καὶ πρὸ πάντων, τὸν σταυρόν, καὶ τὸν θάνατον, ἃ δι’ ἡμᾶς ἑκὼν κατεδέξατο – Την Αγία και Μεγάλη Παρασκευή εορτάζουμε τα άγια και σωτήρια και φρικτά Πάθη του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, τους εμπτυσμούς, τα ραπίσματα, τα κολαφίσματα, τους γέλωτες, τον πορφυρό (κόκκινο) χιτώνα, το καλάμι, τον σπόγγο (το σφουγγάρι), το ξύδι, τα καρφιά, την λόγχη και περισσότερο από όλα τον Σταυρό και τον θάνατο που για την δική μας σωτηρία καταδέχθηκε». Η φοβερή αυτή παράγραφος αποτυπώνει το είδος και το νόημα της θυσίας του Αμνού του Θεού. Όλα αυτά που ο Συναξαριστής καταγράφει στο Υπόμνημα του Τριωδίου, είναι οι περίτρανες αποδείξεις μιας αληθινής, άδολης, ανυπόκριτης και βαθιάς αγάπης. Παράλληλα, όλα αυτά είναι τα αποκυήματα του διαβολικού μίσους των Εβραίων εκκλησιαστικών αξιωματούχων για τον Ιησού Χριστό. Όλα αυτά κάνουν τον Πολύκαρπο Σμύρνης να αναφωνήσει ότι «ὁ ἑμός ἒρως ἐσταῦρωται».

«Τὸν δι’ ἡμᾶς Σταυρωθέντα, δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν». Με τη φράση αυτή η Εκκλησία μας καλεί να υμνήσουμε Αυτόν που σταυρώθηκε για εμάς· μας καλεί, επίσης, να προσέξουμε μια λεπτομέρεια που αποτυπώνεται στην συνέχεια του Κοντακίου: «αὐτὸν γὰρ κατεῖδε Μαρία ἐπὶ τοῦ ξύλου, καὶ ἔλεγεν· Εἰ καὶ σταυρὸν ὑπομένεις, σὺ ὑπάρχεις ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου». Η Μαρία, λοιπόν, παρακολουθώντας τον Υιό της να είναι κρεμασμένος στο Τίμιο Ξύλο και έλεγε· Αν και υπομένεις τον Σταυρό, Εσύ είσαι ο Υιός και Θεός μου. Αν και Είσαι καταδικασμένος να πεθάνεις επάνω στον Σταυρό ως κακούργος, Εσύ είσαι ο Υιός και Θεός μου. Αν και σηκώνεις στους ώμους Σου το βάρος των αμαρτιών μας, Εσύ είσαι ο Υιός και Θεός μου.

«Τὸν ἴδιον Ἄρνα, ἡ ἀμνὰς θεωροῦσα πρὸς σφαγὴν ἑλκόμενον, ἠκολούθει Μαρία, τρυχομένη μεθ’ ἑτέρων γυναικῶν, ταῦτα βοῶσα· Ποῦ πορεύῃ Τέκνον, τίνος χάριν, τόν ταχὺν δρόμον τελεῖς; μὴ ἕτερος γάμος πάλιν ἐστὶν ἐν Κανᾷ; Κᾀκεὶ νῦν σπεύδεις, ἵνα ἐξ ὕδατος αὐτοῖς οἶνον ποιήσης; συνέλθω σοι Τέκνον, ἢ μείνω σοι μᾶλλον, δός μοι λόγον Λόγε, μὴ σιγῶν παρέλθῃς με, ὁ ἁγνὴν τηρήσας με· σὺ γὰρ ὑπάρχεις ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου». Στον Οίκο της ημέρας, η Παναγία παρομοιάζεται ως η «ἀμνὰς» που παρακολουθεί το «παιδί» της, να σύρεται στην σφαγή. Η Μαρία, ως φιλόστοργη μητέρα, συνοδευόμενη από άλλες (ευλαβείς) γυναίκες και υποφέροντας από το θέαμα ο Υιός της να βαδίζει λοιδορούμενος στην Οδό του Μαρτυρίου, εκστομίζει αυτά τα λόγια· Πού πηγαίνεις Παιδί μου; για ποιανού την χάρη γρήγορα προχωράς σε αυτόν τον δρόμο; Μήπως κάποιος άλλος γάμος γίνεται πάλι στην Κανά; Μήπως εκεί πηγαίνεις ώστε να μετατρέψεις πάλι το νερό σε κρασί; Να έλθω και εγώ μαζί σου ή μάλλον να σε περιμένω; Απάντησέ μου Λόγε του Θεού· μην περάσεις από δίπλα μου σιωπηλός, Εσύ που με την Γέννησή Σου με τήρησες αγνή. Γιατί Εσύ είσαι ο Υιός και Θεός μου.

Τα λόγια αυτά της Παναγίας, προέρχονται από την καρδιά μιας μητέρας που παρακολουθεί το δράμα, κατά την ανθρώπινη οπτική, του Υιού της. Παρακολουθεί την τραγικότητα αλλά και το μεγαλείο των στιγμών. Καταβάλει μεγάλη προσπάθεια να έχει στην άκρη του μυαλού της ότι η «άδικος σφαγή» του Υιού της είναι εκούσια. Η Παναγία παρομοιάζει την πορεία προς τον Γολγοθά ως πορεία προς έναν γάμο. Ο γάμος αυτός δεν είναι στην Κανά, δεν είναι κοσμικός γάμος, δεν είναι ο γάμος που ο Χριστός (για δεύτερη φορά) θα μετατρέψει το νερό σε κρασί. Αυτός ο «γάμος», στον οποίο ο Υιός της σπεύδει να φθάσει, είναι εντελώς διαφορετικός. Είναι ο «γάμος» που θα «τελεστεί» στον Γολγοθά, ο «γάμος» της ανθρωπότητας με την αιωνιότητα που αναφύεται από την κατάλυση του Θανάτου. Στον «γάμο» αυτό, νερό και κρασί συνυπάρχουν καθώς, ο Υιός και Λόγος του Θεού ως κρασί προσφέρει το «τίμιο αίμα» Του και από την «λογχευθείσα» πλευρά Του αναβλύζει «ύδωρ ζωής». Η Παναγία παρακαλεί τον Υιό της να Τον ακολουθήσει και να μην περάσει σιωπηλός από δίπλα της. Ο Υιός της απαντά σε αυτήν και στις άλλες γυναίκες που θρηνούν ότι «μην θρηνείτε για Εμένα, αλλά για τις αμαρτίες του κόσμου». Ο Υιός της πορεύεται στον Σταυρό, στον Άδη και επανέρχεται στα δεξιά του Θεού Πατέρα (Τον οποίο ποτέ δεν αποχωρίστηκε) στον Παράδεισο ώστε να ετοιμάσει εκεί έναν τόπο για όλους μας.

Μέσα στα γεγονότα του Πάθους, εξίσου σημαντική θέση κατέχει ο ευγνώμων Ληστής – «ἔτι δὲ καὶ τὴν τοῦ εὐγνώμονος Λῃστοῦ, τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ, σωτήριον ἐν τῷ Σταυρῷ ὁμολογίαν». Ο Ληστής ομολογεί την αμαρτωλότητά του και αναγνωρίζει ότι ο αληθινός Θεός είναι ακριβώς δίπλα του, μαζί του πάσχει και πεθαίνει. Ο Ληστής ανοίγει τις κλειστές πόρτες της Εδέμ χρησιμοποιώντας ως «κλειδί» το «Μνήσθητί μου».

Ο Θεός «πεθαίνει» ως προς την ανθρωπότητα επάνω στον Σταυρό κουβαλώντας τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων, μαζί και τις δικές μας. Εμείς, στεκόμαστε με δέος και τρόμο απέναντι στον Σταυρό βλέποντας τον Υιό και Λόγο του «ζῶντος Θεοῦ» να θυσιάζεται ως αρνίο άκακο για την επίτευξη της νίκης ενάντια στον «παμπόνηρο Διάβολο». Ο Χριστός, με τη Σταύρωσή Του, διδάσκει ότι εμείς πρέπει να «σταυρώσουμε» τα πάθη μας. Διδάσκει ότι, για να φθάσουμε στην πνευματική Ανάσταση, πρέπει οι πονηροί λογισμοί μας να σταυρωθούν. Διδάσκει ότι η Σταύρωσή Του είναι το προοίμιο της Ανάστασής Του. Διδάσκει ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη αγάπης από την θυσία για τους φίλους μας. Ο Χριστός μας θεωρεί «φίλους» Του, εμείς όμως μπορούμε να αντέξουμε τόση αγάπη; Μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε ότι η ζωή μας αποκτά νέο περιεχόμενο, νέα ελπίδα και προοπτική αιωνιότητας; Είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε ότι το «χειρόγραφο των αμαρτιών μας» σχίζεται και η ανθρωπότητα αποκτά, πλέον, το δικαίωμα να θριαμβεύει (με οδηγό την θυσία του Υιού του Ανθρώπου) επάνω στον Διάβολο; Υποκλινόμενοι ευλαβικά απέναντι στην «ὑπερφυεῖ καὶ περὶ ἡμᾶς παναπείρῳ Σου εὐσπλαγχνίᾳ, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς», Ἀμήν!

Διαβάστε ακόμα