Ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο σωτήρας του ανθρωπίνου γένους

Του Ραφαήλ Χ. Μισιαούλη

Τα περισσότερα από τα θαύματα που επιτέλεσε ο Ιησούς προέρχονταν κατόπιν αιτήσεως των ανθρώπων που χρειάζονταν το θαύμα, αφού προηγουμένως εξέταζε την πίστη τους. Υπήρχαν όμως θαύματα τα οποία επιθυμούσε ο ίδιος να πραγματοποιήσει. Ένα τέτοιο θαύμα είναι το σημερινό που ακούσαμε.  Ο λόγος για τον οποίο επιθυμούσε ο Ιησούς να κάνει το θαύμα στη συγκεκριμένη περίπτωση με τους δύο δαιμονισμένους είναι διότι οι δαιμονιζόμενοι ήταν εγκαταλελειμμένοι, περιθωριοποιημένοι από τους ανθρώπους, συγγενείς και μη,, γι΄ αυτό και ο Κύριος ενδιαφέρθηκε να λυτρώσει τους ανθρώπους αυτούς από τη δυναστεία των πονηρών πνευμάτων.

Στη σημερινή Ευαγγελική περικοπή ο Ευαγγελιστής Ματθαίος μας διηγείται  το περιστατικό της θεραπείας δύο δαιμονισμένων, οι οποίοι κατοικούσαν σε μνήματα έξω από την πόλη των Γαδαρηνών[1], και αποτελούσαν κίνδυνο για τον κόσμο, λόγω της επιρροής που ασκούσαν πάνω τους τα δαιμόνια. Οι άνθρωποι αυτοί κυριεύθηκαν από το πονηρό και ακάθαρτο πνεύμα και ενεργούσαν κατά την επιθυμία του. Δεν μπορούσαν να αντικρύσουν άνθρωπο γιατί τον θεωρούσαν εχθρό τους. Με την φρικτή τους παρουσία δεν άφηναν κανένα άνθρωπο να πλησιάσει στον τόπο εκείνο.

Η περικοπή αυτή περιέχει δύο παράδοξα και αλληλοσυγκρουόμενα γεγονότα. Από τη μία μεριά, οι δαίμονες αναγνωρίζουν την θεότητα του Ιησού Χριστού και Τον παρακαλούν να τους σπλαχνισθεί, ενώ από την άλλη, οι κάτοικοι της πόλεως αρνούνται να Τον δεχτούν. Τα δαιμόνια δεν μπορούν να μην αναγνωρίσουν ότι μπροστά τους βρίσκεται ο Υιός και Λόγος του Θεού, γι΄ αυτό και τρέμουν την δίκαια κρίση Του .

Μόλις αντίκρυσαν τον Κύριο, λοιπόν, άρχισαν να φωνάζουν λέγοντας «Τί ἡμῑν καὶ σοί, Ἰη­σοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ;[2]». Δηλαδή, ποια η σχέση τους ανάμεσα στον Υιό του Θεού. Μας χωρίζει χάσμα αγεφύρωτο. Τρέμουμε στην παρουσία σου, αλλά και στο όνομά σου.Το πιο αξιοσημείωτο στην κραυγή αυτή των δαιμόνων, είναι ότι αναγνώρισαν τον Ιησού ως Υιό του Θεού και το βροντοφώνησαν με τρόμο. Σε καμιά κοσμική δύναμη και εξουσία δεν υποχωρεί ο διάβολος. Μόνο την παρουσία του Χριστού τρέμει και φοβείται. Μπροστά στον Χριστό ο τρομερός δυνάστης και τύραννος γίνεται αδύναμο νήπιο και ανίσχυρος αντίπαλος.

Ας καταισχυνθούν λοιπόν εκείνοι που κοιτάζουν κατά πρόσωπο τον Κύριο και δεν τον αναγνωρίζουν ή τον αναγνωρίζουν μεν αλλά δεν τον ομολογούν δημόσια, λέει ο Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς[3]. Ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός αναφέρει ότι καθώς οι μαθητές και ο λαός τον έβλεπαν σαν άνθρωπο, οι δαίμονες ήρθαν τώρα να κηρύξουν τη θεότητά Του.

Όταν με την αμαρτία εξωσθεί ο άνθρωπος από την «εν Χριστώ» κοινωνία, τότε βρίσκει θύρα ανοικτή ο αντίδικος διάβολος, ορμά και καταλαμβάνει την ψυχή και καθιστά την καρδιά μας κέντρο της εξουσίας του. Και όλα αυτά συμβαίνουν λόγω της αποκοπής του ανθρώπου από το Μυστικό Σώμα του Χριστού[4].

Στη συνέχεια ο Ιησούς επέτρεψε να εισέλθουν τα δαιμόνια στους χοίρους[5], οι οποίοι έπεσαν στη λίμνη και πνίγηκαν. Ο λόγος του Κυρίου προς τα δαιμόνια «ὑπάγετε» έγινε έργο. Αμέσως τα δαιμόνια υπάκουσαν στην εντολή του Κυρίου.

Εκεί οδηγεί ο διάβολος τον άνθρωπο, στην καταστροφή. Ο Θεός ουδέποτε εγκαταλείπει τον άνθρωπο, αλλά όταν ο άνθρωπος εγκαταλείψει το Θεό, τότε βρίσκει χώρο ο διάβολος, παρασύρει και αιχμαλωτίζει τον άνθρωπο. Ο διάβολος χρησιμοποιεί τα πάντα για να εξοντώσει τον άνθρωπο. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης τον ονομάζει ανθρωποκτόνο «ἐκεῖνος ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς[6]». Επιδιώκει το θάνατο του αμαρτωλού.

Θα διερωτηθεί κανείς γιατί επέτρεψε ο Θεός να εισέλθουν τα δαιμόνια στους χοίρους; Την απάντηση μας την δίδει ο Άγιος Βασίλειος Σελευκείας. Αναφέρει ότι ο λόγος που επιτρέπει ο Θεός αυτό, είναι για μάθουν οι άνθρωποι ότι οι δαίμονες είναι πιο αδύνατοι ακόμα και από τους χοίρους, όταν τους εμποδίζει ο Θεός. Εκτός από αυτό, θέλει να διδάξει τους ανθρώπους ότι είναι χαρά στους δαίμονες η απώλεια των ανθρώπων και ότι εκείνοι διασκεδάζουν με τις συμφορές τις δικές μας. Επίσης, από αυτό διδασκόμεθα για την κηδεμονία του Θεού προς τους ανθρώπους.

Πολλές είναι οι επιβουλές των δαιμόνων κατά των ανθρώπων. Πολλαπλάσια όμως η βοήθεια του Θεού προς τους ανθρώπους. Πράγματι, εάν δεν μας υπεράσπιζε η άνωθεν συμμαχία, θα είχεν εξαφανισθεί προ πολλού το γένος από τις πολιορκίες των δαιμόνων, μας λέει ο Άγιος Βασίλειος επίσκοπος Σελευκείας[7]. Και συνεχίζει ο ίδιος πατήρ: ποια ευκαιρία ή ποιο χρόνο άφησαν χωρίς πειρασμούς; Πότε έπαψαν να ετοιμάζουν παγίδες στην ανθρώπινη φύση και να σχεδιάζουν τις συμφορές μας;  Δεν είναι πονηρά η φύσις του διαβόλου, αλλά απεδείχθη η προαίρεσίς του.

Μετά τη θεραπεία των δύο δαιμονιζομένων, όλοι οι κάτοικοι ανάστατοι έτρεξαν να συναντήσουν τον Ιησού. Τί έκαναν όταν αντίκρυσαν τον Ιησού οι κάτοικοι της πόλεως; Ούτε τον ευχαρίστησαν για την θεραπεία των δύο δαιμονιζομένων συγχωριανών τους, ούτε τον παρακάλεσαν  να θεραπεύσει και άλλους ασθενείς που οπωσδήποτε υπήρχαν στο χωριό τους, ούτε να ακούσουν την διδαχή Του. Αλλά ήλθαν να τον παρακαλέσουν να αποχωρήσει όχι μόνο από το χωριό αλλά και από τα σύνορα του χωριού «Καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ Ἰησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν[8]».

Έτσι, ο Ιησούς αποχώρησε χωρίς να τους πει ούτε λέξη. Τι ταπείνωση, τι υπομονή, τι θεϊκό μεγαλείο. Θεώρησε ότι και να τους μιλούσε δεν θα πίστευαν, δεν πείθονταν από το θαύμα.

Όταν έχουμε τον Χριστό οδηγό στη ζωή μας δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα και κανένα. Δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε ούτε και να ανησυχούμε όταν βρισκόμαστε μέσα στην μεγάλη προστασία που μας προσφέρει η αγκαλιά του Χριστού μας. Αυτό μας το διαβεβαιώνει και ο ψαλμωδός «Κύριος ἐμοὶ βοηθός, καὶ οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος[9]». Ο Θεός είναι ο μόνος που πραγματικά μας αγαπά. Είναι ο μόνος, που όσο και να Τον ξεχνάμε, να Τον αποστρεφόμαστε, να Τον πληγώνουμε καθημερινά με τις αμαρτίες μας, Αυτός μας περιμένει να Τον φωνάξουμε με την καρδιά μας. Όποιος τον δέχεται, δέχεται την αιώνιον ζωή. Όποιος τον απομακρύνει από τη ζωή του, παραμένει στη συντροφιά των χοίρων του σημερινού Ευαγγελίου, στην αιώνια παραφροσύνη και τον αιώνιο θάνατο. Ας επιλέξει ο κάθε ένας τι θα πρέπει να πράξει. Μην ξεχνούμε, όμως, ότι σκοπός μας είναι να εισέλθουμε στη Βασιλεία του Θεού την ητοιμασμένη για τον άνθρωπο και μόνο για τον άνθρωπο.

 

[1]Τα Γέργεσα και τα Γάδαρα ήταν δυο πόλεις ειδωλολατρικές, στην απώτερη ακτή της θάλασσας της Γαλιλαίας. Ήταν δυο από τις δέκα πόλεις που βρί­σκονταν στα παράλια αυτά. Σύμφωνα με όσα αναφέρουν οι ευαγγελιστές Μάρκος και Λουκάς, τα Γάδαρα αναφέρονται αντί για τα Γέργεσα. Αυτό σημαίνει πως οι δυο πόλεις πρέπει να βρίσκονταν πολύ κοντά η μια στην άλλη και πως το περιστατικό που αναφέρουν πρέπει να έγινε κάπου ανάμεσα στις δύο.

[2] Ματθαίου 8,29.

[3] Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Λόγος εις την θεραπεία του δαιμονισμένου, ομιλίες Δ΄, εκδόσεις Πέτρου Μπότση.

[4] Μητροπολίτου Φθιώτιδος Νικολάου, «Εἰς ἐπίγνωσιν Θεοῦ», Αποστολική Διακονία, β΄έκδοση, 1999.

[5] Ματθαίου 8,32: «οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων· καὶ ἰδοὺ ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν».

[6] Ιωάννου 8,44.

[7] Αγίου Βασιλείου επισκόπου Σελευκείας, Λόγος εις τον δαιμονιζόμενο των Γεργεσηνών.

[8] Ματθαίου 8,34.

[9] Ψαλμός 117,6.

Διαβάστε ακόμα