“Κωνσταντινούπολη και Μόσχα” του Ιερομ. Ιωακείμ Οικονομίκου

Του Ιερομ. Ιωακείμ Οικονομίκου, Ιεροκήρυκα της Ι. Μ. Κίτρους

Με αφορμή το θέμα της Αυτοκεφαλίας της Ουκρανίας και τις αντιδράσεις της Εκκλησίας της Ρωσίας, θα θέλαμε να εκφέρουμε ορισμένες σκέψεις επί του θέματος.

Η Εκκλησία της Ρωσίας, ανήκει στις νεότερες Εκκλησίες της Ορθοδοξίας. Η Ρωσία δέχτηκε τον Χριστιανισμό καταρχήν την εποχή του Μεγάλου Φωτίου, για να ολοκληρωθεί το 988 με την βάφτιση του Τσάρου Βλαδιμήρου, εγγονού της Βασιλίσσης Όλγας, στον Δνείπερο ποταμό, και από τότε ο λαός της αχανούς αυτής χώρας ασπάστηκε τον Χριστιανισμό. Από τότε οργανώνεται η Εκκλησιαστική διοίκηση, η οποία εξαρτάται από την Μεγάλη Εκκλησία, αφού η Μητρόπολη Κιέβου αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της Κωνσταντινουπόλεως.

” Το 991, η Μητρόπολη Κιέβου έχοντας αποκτήσει ένα σταθερό ποίμνιο, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαος Β’ ο Χρυσοβέργης (984 – 996) χειροτονεί τον πρώτο Μητροπολίτη Μιχαήλ ή Λέοντα σύμφωνα με τον 28ο Κανόνα της Τετάρτης Οικουμενικής Συνόδου.

Το 1307, ο Πατριάρχης Αλέξιος ο Στουδίτης (1025 – 1043) εντάσσει την Μητρόπολη Κιέβου στις τάξεις των θρόνων της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως κατέχοντας την 61η θέση στο Συνταγμάτιο του Οικουμενικού Θρόνου. Στον Μητροπολίτη Κιέβου την περίοδο εκείνη υπάγονται 12 Επισκοπές των ανατολικών περιοχών της Ρωσίας και 7 Επισκοπές πρός την δυτική πλευρά της Λευκορωσίας, ενώ χτίζονται και διακοσμούνται σπουδαίοι Βυζαντινοί Ναοί με επιρροή από την Βασιλεύουσα – Νέα Ρώμη” (Αριστείδου Πανώτου. Ήταν πάντα υπό την Μόσχα η Εκκλησία του Κιέβου;).

Η ανάπτυξη της Ρωσίας, θα διακοπεί από την εισβολή και την άλωση της χώρας από τους Μογγόλους το 1240. Την χρονιά εκείνη, η πόλις του Κιέβου αλώθηκε από τα βάρβαρα αυτά φύλα, με αποτέλεσμα οι Μογγόλοι να κυριαρχήσουν για δύο περίπου αιώνες. Οι μορφωμένοι κληρικοί εξαφανίζονται, ενώ οι διάφορες Αυλές καταλύθηκαν. Παρά τα προβλήματα, η Εκκλησία του Κιέβου συνεχίζει να τελεί κάτω από την σκέπη της Μητρός Εκκλησίας, η οποία και αυτή περνά την δική της “Βαβυλώνια αιχμαλωσία”. Είναι η περίοδος της Φραγκοκρατίας.

Παρά την Μογγολική κυριαρχία, ο Επίσκοπος Κιέβου έφερε τον τίτλο του “Κιέβου και πάσης Ρωσίας” χωρίς να έχει μόνιμη έδρα το Κίεβο, αλλάζοντας συνεχώς έδρες. Μετά το 1299, ο Μητροπολίτης Κιέβου Μάξιμος (1283 – 1305) μετέφερε την έδρα του στην πόλη του Βλαδιμήρ. Ήταν τότε πού ο Πατριάρχης Ιωάννης ο ΙΒ’ συνιστά την δεύτερη Μητρόπολη Γαλλίτσης στην Γαλλικία της Ρωσίας, για να προστατευτεί ο ορθόδοξος βορράς. Αργότερα, ο διάδοχος του Μαξίμου, ο Πέτρος (1308 – 1326) μεταφέρει την έδρα από το Βλαδιμήρ στην Μόσχα. Η Μόσχα γίνεται η τρίτη Μητρόπολη, με τον τίτλο “πάσης Ρωσίας”, ενώ ο Μητροπολίτης χειροτονείται κατά την τάξη από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νήφωνα Α’ (1311 – 1315).

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, έχοντας την ευθύνη για την καλή οργάνωση της διοικήσεως της Μητροπόλεως Κιέβου, στέλνει διαπρεπείς Έλληνες – Ρωμηούς Ιεράρχες, για την διαποίμανση της επαρχίας. Ορισμένοι από αυτούς είναι ο Κυπριανός, μαθητής του Πατριάρχου Φιλοθέου Κοκκίνου, ο Μητροπολίτης Φώτιος ο Μονεμβασιώτης (1408 – 1431), ο Ισίδωρος ο μετέπειτα Καρδινάλιος ύστερα από την συμμετοχή του στην Σύνοδο της Φερράρας – Φλωρεντίας και άλλοι.

Παρά την άλωση της Πόλεως από τους Οθωμανούς, η Μεγάλη Εκκλησία συνεχίζει να ενδιαφέρεται για την Εκκλησία του Κιέβου, και όχι μόνο. Το 1590, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με τον Πατριαρχικό Τόμο, ανακηρύσσει την Μόσχα σε Αυτοκέφαλη Εκκλησία, δίδοντας συγχρόνως και την Πατριαρχική αξία, χωρίς ποτέ να παραχωρήσει την Εκκλησία του Κιέβου στην απόλυτη δικαιοδοσία της. Αυτό κάνει λίγο μετά, παραχωρώντας μόνο το δικαίωμα της χειροτονίας από τον Μόσχας, ενώ το μνημόσυνο του επισκόπου θα ήταν του Οικουμενικού Πατριάρχου. Το Πατριαρχείο, θέτει την εκκλησία της Ρωσίας πέμπτη στην σειρά της διοικήσεως των Εκκλησιών, δηλαδή μετά τον Ιεροσολύμων. Διαβάζουμε στον σχετικό τόμο: “Ίνα ο χειροτονηθείς Μοσκοβισίου κύρ Ιώβ υπάρχη πέμπτος Πατριάρχης, και έχη την Πατριαρχικήν αξίαν και τιμήν, ονομάζηται Πατριάρχης και συναριθμήται τοις λοιποίς πατριάρχαις και έχη την τάξιν και το μνημόσυνον μετά τον Πατριάρχην Ιεροσολύμων, χρεωστών μνημονεύειν ημών του ονόματος και των λοιπών και κεφαλήν αυτού και Πρώτον έχει και νομίζειν τον Αποστολικόν Θρόνον Κωνσταντινουπόλεως, ως και οι λοιποί έχουσι Πατριάρχαι….επί γάρ τούτω και ο παρών Συνοδικός Τόμος εγένετο εις μόνιμον και διηνεκή την εγκράτειαν κατά το 7098 έτος, εν μηνί Μαΐω Ινδικτίωνος ΣΤ’.

Ιερεμίας, ελεώ Θεού Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως – Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης.

Ιωακείμ, ελέω Θεού Πατριάρχης της Μεγάλης πόλεως Θεοπούλεως Αντιοχείας και πάσης ανατολής,

Σωφρόνιος, ελεώ Θεού Πατριάρχης της Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ” και ακολουθούν οι υπογραφές των υπολοίπων αρχιερέων.

Η απόφαση αυτή, δεν άρεσε ούτε στον Μόσχας, ούτε και στον Τσάρο, και αυτό γιατί επεφύλαξαν την τελευταία θέση στον Μόσχας. Εκείνοι βέβαια ήθελαν να καταλάβουν την τρίτη θέση μετά τον Αλεξανδρείας και πρίν τον Αντιοχείας. Για τον λόγο αυτό συνεκλήθη νέα Σύνοδος το 1593 στην οποία ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος Πηγάς “επανέλαβε την προηγουμένην απόφασιν περί της σειράς των Θρόνων χωρίς απαλλαγήν [ώστε] τα πρεσβεία φέρεσθε σωζόμενα ταις εκκλησίαις”.

Σήμερα όμως, μετά την έκτακτη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας Ρωσίας, για το θέμα της Ουκρανίας, αφού διέκοψε πρώτα την κοινωνία με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, Ιεράρχης της Ρωσικής Εκκλησίας, έκανε κάποιες δηλώσεις, λέγοντας ότι το Πατριαρχείο, δεν έκανε τίποτα για την Εκκλησία της Ρωσίας σε δύσκολες περιόδους, ενώ υφάρπαξε επαρχίες της Ρωσίας, όπως την Φιλανδία και την Εσθονία. Είναι αλήθεια αυτό ή όχι;

Το 1721, ο Τσάρος Μέγας Πέτρος, καταργεί πραξικοπηματικά την Πατριαρχική αξία της Εκκλησίας της Ρωσίας. Αυτή η κατάσταση θα παραμείνει μέχρι το 1917, όπου έχουμε την πτώση του Τσαρικού Καθεστώτος και την άνοδο στην εξουσία των Μποσελβίκων. Λίγο πρίν από τον Οκτώβριο του 1917, η Εκκλησία της Ρωσίας επαναφέρει και πάλι την Πατριαρχική αξία, με Πρώτο Πατριάρχη τον Τύχωνα.

Την εκλογή του Πατριάρχου Μόσχας Τύχωνος, την αναγνωρίζει αμέσως το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως και όλες οι υπόλοιπες εκκλησίες, απαντώντας αμέσως στα λεγόμενα “Ειρηνικά γράμματα” του Μόσχας Τύχωνος. Σε αυτό το διάστημα της μεγάλης δοκιμασίας της Εκκλησίας της Ρωσίας, το Ιερό Κέντρο της Ορθοδοξίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο παρά τα προβλήματα πού αντιμετωπίζει και αυτό, προσπαθεί να συμπαρασταθεί στην χειμαζομένη Εκκλησία της Ρωσίας. Το 1923, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μελέτιος Δ’ ο Μεταξάκης, συγκαλεί ένα Πανορθόδοξο Συνέδριο, στο οποίο μέσα στις αποφάσεις πού έλαβαν, ήταν και ο δεύτερος γάμος των κληρικών. Σε αυτό το Συνέδριο, έλαβαν και Ρώσοι Αρχιερείς, άλλο το τι λέει σήμερα η Μόσχα, ότι η απόφαση του Πατριαρχείου για τον δεύτερο γάμο των κληρικών αντίκειται στους Ιερούς Κανόνες, ζητώντας  την προστασία της Μητρός Εκκλησίας, από το άθεο Καθεστώς πού είχε επικρατήσει στην χώρα τους. Αρκετοί Ρώσοι Αρχιερείς είχαν ζητήσει καταφύγιο στις Αυλές της Μητρός Εκκλησίας. Το Πατριαρχείο και η Ομογένεια της Πόλεως παρέχουν άσυλο, παραχωρώντας Ναούς για να μπορούν να λειτουργούν οι Αρχιερείς και οι Κληρικοί, ενώ παιδιά φιλοξενούνται τόσο στο Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου, όσο και στις Κατασκηνώσεις της Ιεράς Μονής της Μεταμορφώσεως στην Πρώτη των Πριγκιποννήσων. Δυστυχώς όμως, παρά την φιλοξενία πού παρείχε η Μητέρα Εκκλησία πρός την χειμαζόμενη Θυγατέρα και Αδελφή Εκκλησία της Ρωσίας, ορισμένοι Αρχιερείς και νοσταλγοί του Τσαρικού Καθεστώτος, αμφισβητούν την Αποστολικότητα της Κωνσταντινουπόλεως λέγοντας ότι, η Πόλη δεν είναι Αποστολική έδρα, αγνοώντας “την αποστολική κληρονομιά της Εφέσου και της Καππαδοκίας και την από τον δ’ αιώνα μέριμνα πασών των Εκκλησιών της Ανατολής”.

Όσο δε αφορά την Εκκλησία της Εσθονίας, και πάλι η Μόσχα έχει άδικο, γιατί και η επαρχία αυτή της Μητρός Εκκλησίας, ήταν και παρέμενε πάντοτε κάτω από την σκέπη της. Ο Χριστιανισμός ήδη υπήρχε στην περιοχή αυτή από τον 11ο αιώνα, ενώ ο Τσάρος Ιβάν ο Δ’ ο Τρομερός το 1558 ανακοίνωσε ότι η επαρχία αυτή ανήκει στην δικαιοδοσία της Κωνσταντινουπόλεως, αφού οι κάτοικοι της περιοχής αυτής δεν ήταν σλάβοι.

Το 1721, η επαρχία αυτή μαζί με τις υπόλοιπες της Βαλτικής, υπήχθησαν στην δικαιοδοσία της Μόσχας, χωρίς να ερωτηθεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Το 1918, με την ανακήρυξη της Εσθονίας σε ανεξάρτητο Κράτος, οι κάτοικοι ζητούν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο την επανένταξή τους σε αυτό, με την μορφή της Αυτονομίας. Έτσι το 1923, ο Πατριάρχης Μελέτιος ο Δ’ ο Μεταξάκης εκδίδει τον Τόμο περί της Αυτονομίας της Εσθονίας. Ο Τόμος αυτός καταργήθηκε βίαια το 1945 από τα Σοβιέτ.

Με την διάλυση της Σοβιετικής Ενώσεως το 1991, λαός και κλήρος ζητά από το Οικουμενικό Πατριαρχείο την επανεργοποίηση του Αυτονόμου Καθεστώτος της Εσθονίας, κάτι πού το Πατριαρχείο έκανε στις 20 Φεβρουαρίου 1996, θέτοντας ως Τοποτηρητή της περιοχής τον Αρχιεπίσκοπο Καρελίας και πάσης Φιλανδίας Ιωάννη, μετέπειτα Μητροπολίτη Γέροντα Νικαίας. Το 1999, η Αγία και Ιερά Σύνοδος εξέλεξε ως Προκαθήμενο της εν Εσθονία Εκκλησίας, τον Επίσκοπο Ναζιανζού Στέφανο, θέτοντάς τον επικεφαλής της Εσθονίας.

Η Εκκλησία της Ρωσίας, οφείλει πολλά στην Μητέρα Εκκλησία, και καλό θα είναι να μελετά κανείς την εκκλησιαστική ιστορία και τα κείμενα. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν και είναι το Κέντρο και ο Συντονιστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Χωρίς το Πατριαρχείο, η Εκκλησία θα ήταν μια Ομοσπονδία Εκκλησιών, όπως συμβαίνει με τις Προτεσταντικές κοινότητες, όπου ο καθένας ενεργεί κατά το δοκούν. Γι’  αυτό και σωστά ειπώθηκε πώς “εάν δεν υπήρχε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, θα έπρεπε να το είχαμε δημιουργήσει μόνοι μας”.

 

Διαβάστε ακόμα