Όταν το 2004 η Μόσχα αμφισβητούσε την Οικουμενικότητα της Κωνσταντινούπολης

 Του Ιερομ. Ιωακείμ Οικονομίκου, Ιεροκήρυκα της Ι. Μ. Κίτρους

Το Ουκρανικό εκκλησιαστικό ζήτημα, έχει φέρει στην επιφάνεια πολλά ιστορικά στοιχεία, τα οποία χρησιμοποιούνται από πολλούς για να στηρίξουν τα επιχειρήματά τους. Η Εκκλησία της Ρωσίας και οι δορυφόροι της, κατηγορούν την Μεγάλη Εκκλησία και τον Πατριάρχη του Γένους ότι προκαλούν σχίσματα, ότι προκαλούν και διαταράσσουν την ενότητα της ορθοδοξίας, ενώ παραμένουν πιστή στο δόγμα περί της “τρίτης Ρώμης” και της προσπαθείας της να καταλάβει την Πρωτοκαθεδρία εντός του συστήματος της Διοικήσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Πολλές φορές μέσα στην ιστορική της πορεία, αμφισβήτησε την Πρωτοκαθεδρία και την Οικουμενικότητα της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, διακόπτοντας κατά καιρούς και το μνημόσυνο του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχου. Επάνω σε αυτό το θέμα θα ήθελα να καταθέσω ορισμένες σκέψεις και κάποια στοιχεία, τα οποία αποδεικνύουν τα παραπάνω.

Καταρχής, θα πρέπει να πώ πώς δεν είμαι ιστορικός, αλλά ένας άνθρωπος πού αγαπά την ιστορία. Η ιστορία, είναι κάτι πού σε κάνει να γνωρίζεις το παρελθόν σου, ώστε να μπορείς να αντιμετωπίζεις το μέλλον σου. Μέσα στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας, η Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, έχουσα το εξαιρετικό προνόμιο τόσο από την ίδια την ιστορία, την παράδοση, και τις αποφάσεις των Οικουμενικών και Τοπικών συνόδων, πορεύθηκε με γνώμονα την Ενότητα της Ορθοδοξίας, χωρίς να σκεφτεί κόπο και θυσία. Η Μεγάλη Εκκλησία, είναι αυτή πού έχει και την πείρα και την γνώση να αντιμετωπίζει τις διάφορες καταστάσεις πού αναφύονται εντός αυτής.

Ένα τέτοιο, είναι και η Εκκλησία της Ρωσίας, η οποία αποτελεί την πρώτη από τις νεότερες τοπικές εκκλησίες. Η Θυγατέρα Εκκλησία της Ρωσίας, έλαβε τόσο τον εκχριστιανισμό, όσο και την Αυτοκεφαλία, αλλά και την πατριαρχική αξία, από την Κωνσταντινούπολη. Το 1589, η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξέδωσε τον Τόμο της Αυτοκεφαλίας, χωρίς να παραχωρήσει την επαρχία του Κιέβου σε αυτήν, εκτός από το προνόμιο στον Μόσχας να χειροτονεί τον Κιέβου, ο οποίος θα είχε την υποχρέωση να μνημονεύει το όνομα του Οικουμενικού Πατριάρχου. Εκείνη την εποχή, αρχίζει να διαφαίνεται η τάση της Ρωσίας, περί της θεωρίας της “τρίτης Ρώμης” ζητώντας να καταλάβει την πρώτη θέση.

Αυτή η τάση, δυστυχώς συνεχίστηκε σε όλη την υπόλοιπη ιστορική πορεία της Εκκλησίας της Ρωσίας. Το 2004 όμως, η εκκλησιαστική και πολιτική ηγεσία της Ρωσίας, αμφισβήτησε ευθαρσώς και την Πρωτοκαθεδρία και την Οικουμενικότητα της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.

Εκείνη την χρονιά, πραγματοποιήθηκε στην Μόσχα η 8η Παγκόσμια Σύναξη των Ρώσων, με γενικό θέμα: “Η Ρωσία και ο Ορθόδοξος κόσμος”. Ειρήσθω εν παρόδω, Πατριάρχης την εποχή είναι ο Μόσχας Αλέξιος Β’ και Μητροπολίτης Σμολένσκ ο νύν Μόσχας Κύριλλος. Στην Σύναξη αυτή, το Οικουμενικό Πατριαρχείο εκπροσωπήθηκε από  αντιπροσωπεία.

Κατά την έναρξη της παγκοσμίου αυτής συνάξεως, ο Πατριάρχης Μόσχας Αλέξιος ο Β’ επεσήμανε την ηγετική θέση της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, χαρακτηρίζοντας την δική του Εκκλησία ως “Κέντρο της Παγκοσμίου Ορθοδόξου Εκκλησίας”. Εκτός από τον Πατριάρχη Αλέξιο Β’ , και  δύο Υπουργοί της Ρωσικής Κυβερνήσεως κινήθηκαν στο ίδιο πλαίσιο. Ο Υπουργός Βλαδιμήρ Ζόριν, υπογράμμισε την ανάγκη συνενώσεως όλων των ορθοδόξων εθνών κάτω από “την ηγεσία της Ρωσικής Εκκλησίας, η οποία είναι η μεγαλυτέρα, και ως εκ τούτου κατέχει de facto ηγετική θέση μεταξύ των Ορθοδόξων”, ενώ ο Υπουργός Εξωτερικών Ιβάνοφ πρόσθεσε ότι “η διπλωματία μας, συνεργάζεται με την Ρωσική Ορθόδοξο Εκκλησία, η οποία είναι ο ενωτικός κρίκος όλων των Ορθοδόξων Σλαβικών λαών”, ο δε Μητροπολίτης Σμολένσκ Κύριλλος, νύν Μόσχας, είχε δηλώσει ότι “η Ρωσική Ορθόδοξος Εκκλησία κατέχει de facto  ηγετική θέση μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών, λόγω μεγέθους, πνευματικότητος, ηθικών αρχών και πολιτικής επιρροής”.

Σε αυτήν την παγκόσμιο σύναξη, εκτός των άλλων, ακούστηκε για μία φορά ακόμα, η θεωρία της “τρίτης Ρώμης”, πρώτον από τον εκπρόσωπο της Palestinian Emperial Society τονίζοντας ότι “η τρίτη Ρώμη – Μόσχα είναι ήδη ιστορική πραγματικότης”, ενώ ο εκπρόσωπος του Μητροπολίτου Οδησσού τόνισε ότι “η Ρωσία είναι η τρίτη Ρώμη και εμείς είμαστε οι ηγέτες της Ορθοδοξίας και πρέπει να το δείξουμε”. Αυτά ειπώθηκαν επίσημα το 2004, χωρίς ποτέ η Ρωσία να  τα απεμπολήσει.

Η Οικουμενικότητα της Κωνσταντινουπόλεως, δεν στηρίζεται, ούτε στην διπλωματία, ούτε στην εξουσία, ούτε στη πολιτική δύναμη, ούτε και στα χρήματα. Η Οικουμενικότητα της Κωνσταντινουπόλεως, στηρίζεται επάνω στην ιστορία, την παράδοση, την διδασκαλία και στις Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους.

Η θεωρία όμως της “τρίτης Ρώμης” την οποία κατά καιρούς φέρνει στην επιφάνεια η Ρωσία, είναι απόρροια της Τσαρικής πολιτικής, την οποία η Εκκλησία χρησιμοποιεί πρός ίδιον όφελος. “Τρίτη Ρώμη” ούτε υπήρξε ούτε και θα υπάρξει ποτέ. Αυτό το τόνισε και ο Μητροπολίτης Μίνσκ και Λευκορωσίας Φιλάρετος, ενώπιον του τότε Μητροπολίτου Χαλκηδόνος και νύν Οικουμενικού Πατριάρχου κυρίου Βαρθολομαίου. Υπάρχει η Παλαιά Ρώμη, η οποία αποκόπηκε από το Σώμα της Εκκλησίας, και η Νέα Ρώμη πού είναι η Κωνσταντινούπολη. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, αναφερόμενος στο θέμα αυτό, ανέφερε ότι “Ο Μέγας εκείνος εν Βασιλεύσι και Άγιος Κωνσταντίνος, δεν μετέφερε εις το Βυζάντιον μόνο την Πρωτεύουσαν αυτού, αλλά αυτήν την πόλιν της Ρώμης”. Αυτό σημαίνει ότι από την Παλαιά Ρώμη μετακόμισαν στην Νέα Ρώμη Συγκλητικοί, σοφοί, άνθρωποι των γραμμάτων, Άρχοντες, μένοντας στην Παλαιά η κατώτερη τάξη. Όπως έχουμε την Σμύρνη και την Νέα Σμύρνη, την Ραιδεστό και την Νέα Ραιδεστό, την Καλλίπολη και την Νέα Καλλίπολη, την Μηχανιώνα και την Νέα Μηχανιώνα, την Τραπεζούντα και την Νέα Τραπεζούντα, έτσι έχουμε την Ρώμη και την Νέα Ρώμη. Οι κάτοικοι δεν δημιούργησαν δεύτερη Ρώμη, επομένως δεν μπορεί να υπάρξει Τρίτη.

Ο Μητροπολίτης Φιλαδελφείας Μελίτων, σε επιστολή του πού στέλνει πρός τον τότε Μητροπολίτη Σμολένσκ Κύριλλο, νύν Πατριάχη Μόσχας, αναφέρει: “Εκείνοι πού ομιλούν περί της τρίτης Ρώμης προφανώς έχουν εκπέσει της Ορθοδόξου αντιλήψεως και Πίστεως περί της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού, εχούσης κεφαλήν τον Χριστόν (και μόνον Αυτόν) και είναι εν επιγνώσει ή ανεπιγνώστως επηρεασμένοι από την Ρωμαιοκαθολική αντίληψιν περί Εκκλησίας. Ως εκ τούτου, είναι τελείως ακατάλληλοι να καταστούν ηγέται της Ορθοδοξίας, διότι θα μετατρέψουν της εις Χριστόν πίστιν εις φεουδαλικήν εξουσίαν μεσαιωνικών δυτικοευρωπαϊκών προτύπων”. (Περιοδικό ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ. Τεύχος  Β’ Απρίλιος – Ιούνιος 2004).

Η Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, ήταν και παραμένει εις αιώνας αιώνων, το Ιερό και Συντονιστικό Κέντρο της Εκκλησίας. Η Οικουμενικότητα της Κωνσταντινουπόλεως, είναι αδιαμφισβήτητη. Όσοι κατηγορούν και μιλούν περί διασπαστικές και σχισματικές τάσεις εκ μέρους της Κωνσταντινουπόλεως, είναι μακρά νυχτωμένοι, γιατί το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ενδιαφέρεται για την ενότητα της Εκκλησίας. Και αυτό το έχει δείξει πολλές φορές στην ιστορική της πορεία, με τελευταία την σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Άλλοι είναι αυτοί πού διασπούν και τεμαχίζουν την ενότητα.

 

Διαβάστε ακόμα