“Περί του δευτέρου γάμου των κληρικών” του Αρχιμ. Κυρίλλου Κωστοπούλου

Του Αρχιμ. Κυρίλλου Κωστοπούλου – Ιεροκήρυκος Ι. Μ. Πατρών – Δρος Θεολογίας

Τα ιερά μυστήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας έχουν αγιαστικό και μεταμορφωτικό – ηθικό χαρακτήρα στην επίγεια ζωή του ανθρώπου. Έτσι και ο γάμος, ως «μυστήριον μέγα» (πρβλ. Εφεσ. 5, 32), αποτελεί γεγονός φανερώσεως και πραγματώσεως της αγαπητικής εν τη Εκκλησία κοινωνίας.Με το μυστήριο του γάμου, μέσα από την ενότητα ανδρός και γυναικός, έρχεται η Εκκλησία να φανερώση το χάρισμα της «όντως ζωής». Η σχέση των συζύγων γίνεται εκκλησιαστικό γεγονός, το οποίο πραγματώνεται κυρίως μέσω της Εκκλησίας. Είναι, θα λέγαμε, εμπειρία μετοχής στην κοινωνία των Αγίων. Εξάλλου, η συσχέτιση της κοινωνίας του γάμου με την Εκκλησία έχει γίνει εξ αρχής γενική διδασκαλία στην Ι. Παράδοση της Εκκλησίας μας. Για τον λόγο αυτό και ο γάμος – οικογένεια χαρακτηρίσθηκε ως «κατ᾽οίκον εκκλησία» (βλ. Ρωμ. 16, 5. Α´ Κορ. 16, 19. Κολ. 4, 15). Ο Ιερός Χρυσόστομος το ομολογεί: «Ου μικρά αρετή, το και την οικίαν εκκλησίαν ποιήσαι» (PG 61, 376).

Η ιερότητα και η αποδοχή του γάμου υπήρξε γεγονός που αφορούσε και το ιερατικό τάγμα της Εκκλησίας από την πρώτη στιγμή της ιδρύσεως αυτής. Όλοι γνωρίζουμε ότι ανάμεσα στην χορεία των Αγίων Αποστόλων υπήρχαν και έγγαμοι (πρβλ. Ματθ. 8, 14. Πραξ. 21, 9). Γι᾽ αυτό και στην Ορθόδοξο Εκκλησία μας δεν εφαρμόζεται η υποχρεωτική αγαμία στον κλήρο, όπως δυστυχώς βλέπουμε να επιβάλλεται στην αίρεση του Παπισμού. Αντιθέτως, ο 1ος κανόνας της εν Γάγγρα Συνόδου αναθεματίζει όποιον βδελύσσεται τον γάμο (Σύνταγμα Κανόνων 3, 100), ενώ επίσης στον 4ο κανόνα της ιδίας Συνόδου αναθεματίζεται όποιος καταφρονεί τους εγγάμους κληρικούς και προτιμά τους αγάμους ως καθαρωτέρους (οπ.π., 103. Βλ. και Γάγγρ.10). Πρέπει δε να υπογραμμίσουμε στο σημείο αυτό ότι η αγαμία στον μοναστικό βίο είναι ειδικό χάρισμα και δίδεται εκ Θεού με την θέληση του υποψηφίου μοναχού. Ο Ίδιος ο Κύριός μας έχει πεί: «ου πάντες χωρούσιν τον λόγον [τούτον] αλλ᾽ οις δέδοται» (Ματθ. 19, 11).

Ο Απόστολος Παύλος ρητώς ξεκαθαρίζει τα περί γάμου των κληρικών. Γράφει στον Τιμόθεο: «Δεί ούν τον επίσκοπον ανεπίληπτον είναι, μιάς γυναικός άνδρα, νηφάλιον, σώφρονα, κόσμιον, φιλόξενον, διδακτικόν» (Α´ Τιμ. 3, 2). [Σημ.: Όταν οι επίσκοποι άρχισαν να επιλέγωνται από τις τάξεις των μοναχών, έπαυσε να ισχύη η προτροπή της μονογαμίας γι᾽ αυτούς]. Συνεχίζων ο Απόστολος μας λέγει: «Διάκονοι έστωσαν μιάς γυναικός άνδρες, τέκνων καλώς προιστάμενοι και των ιδίων οίκων» (Α´ Τιμ. 3, 12). Κατά παρόμοιο τρόπο προτρέπει τον Τίτο: «Καταστήσης κατά πόλιν πρεσβυτέρους, ως εγώ σοι διεταξάμην, ει τις εστιν ανέγκλητος, μιάς γυναικός ανήρ, τέκνα έχων πιστά, μη εν κατηγορία ασωτίας η ανυπότακτα» (Τιτ. 1, 6).

Οι Άγιοι Πατέρες, για να καταδείξουν τον απόλυτο σεβασμό τους στην ιερότητα του μυστήριου του γάμου των κληρικών, με τον 13ο κανόνα της ΣΤ´ Οικουμενικής Συνόδου ορίζουν να αφορίζεται κι αν επιμένει να καθαιρήται ο κληρικός, ο οποίος παρεμποδίζει την συνάφειαν του γάμου (βλ. Συντ. Καν. 2, 333).

Ωστόσο, όπως καταφαίνεται στην Καινή Διαθήκη, ο κληρικός οφείλει να είναι μονόγαμος. Οι Αποστολικές Διαταγές σαφώς ορίζουν για τον κληρικό να είναι «μιάς άνδρα γεγενημένον γυναικός μονογάμου» (ΒΕΠΕΣ 2, 14). Και τούτο πρέπει να συμβαίνη για τον λόγο ότι ο παραλληλισμός της ενώσεως των δύο στο μυστήριο του γάμου με την σχέση του Χριστού προς την Εκκλησία επιβάλλει εξ αρχής την μονογαμία στον κλήρο. Εφόσον μία κεφαλή ο Χριστός και ένα σώμα η Εκκλησία, άρα και ο κληρικός, ως φυλάσσων την παρακαταθήκη της Εκκλησίας που είναι το μυστικό Σώμα του Χριστού, δεν ημπορεί να έχη πολλά σώματα. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει επ᾽αυτού: «Δοκεί μοι παραιτείσθαι την διγαμίαν […] Ει μεν γαρ δύο Χριστοί, δύο και άνδρες, δύο και γυναίκες. Ει δε εις Χριστός, μία κεφαλή της Εκκλησίας και μία σαρξ, η δευτέρα δε αποπτυέσθω» (PG 36, 292).

Η διγαμία, κατά τους ιερούς Πατέρες, ενώ επιτρέπεται κατ᾽ οικονομίαν, αλλά όχι χωρίς επιτίμιο, στους λαικούς (βλ. Α´Κορ. 6, 8. 7, 28), ταυτόχρονα αποτελεί κώλυμα ιερωσύνης για τους υποψηφίους κληρικούς. Ο Απολογητής Αθηναγόρας είναι κατηγορηματικός ως προς την μονογαμία του κληρικού, θεωρώντας τον δεύτρο γάμο ως «ευπρεπή μοιχεία» και επεξηγεί: «Ο γαρ αποστερών εαυτόν της προτέρας γυναικός, και ει τέθνηκεν, μοιχός εστιν παρακεκαλυμμένος, παραβαίνων μεν την χείρα του θεού, ότι εν αρχή ο θεός ένα άνδρα έπλασεν και μίαν γυναίκα, λύων δε την σάρκα προς σάρκα κατά την ένωσιν προς μίξιν του γένους κοινωνίαν», (ΒΕΠΕΣ 4, 30820-21). Έτσι, η Αποστολική σύνοδος με τον 17ο κανόνα της σαφέστατα απαγορεύει στον ελθόντα σε δεύτερο γάμο να ιερωθή: «Ο δυσί γάμοις συμπλακείς μετά το βάπτισμα, η παλλακήν κτησάμενος, ου δύναται είναι επίσκοπος, η πρεσβύτερος, η διάκονος, η όλως του καταλόγου του ιερατικού» (Συντ. Καν. 2, 33). Η φράση «μετά το βάπτισμα» υποδηλώνει ότι κάθε αμαρτία, η οποία συνέβη πριν το μυστήριο, αποπλύνεται με την επιτέλεσή του και άρα δεν κωλύει τον «δυσί γάμοις συμπλακέντα» να ιερωθή. Διευκρινίζεται, ωστόσο, ότι εάν η τέλεση του δεύτερου γάμου συνέβη μετά το βάπτισμα, τότε αποτελεί αιτία αποκλεισμού από την χορεία των κληρικών. Ο Αριστηνός είναι απόλυτος: «Ανίερος άπας δίγαμος· Άπας δίγαμος εις ιερωσύνην απρόσδεκτος» (Βλ. Κ. Κωστοπούλου, Τα κωλύοντα την ιερωσύνην και καθαιρούντα τους κληρικούς παραπτώματα, εκδ. Γρηγόρη, σ. 98-102).

Αλλά και ο 87ος κανόνας του Μ. Βασιλείου, βασιζόμενος στην έως τότε παράδοση, αποκλείει τους συνάψαντας δεύτερο γάμο να ιερωθούν: «Τους διγάμους παντελώς ο κανών της υπηρεσίας απέκλεισε» (Συντ. Καν. 4, 260).
Και έρχεται ο Άγιος Επιφάνιος να υπογραμμίση ότι δεν γίνεται δεκτός στον κλήρο ο δίγαμος, ακόμη κι αν η δευτερογαμία οφείλεται σε χηρεία, διότι το μέγεθος της τιμής της ιερωσύνης είναι απροσμέτρητο, γι᾽αυτό και οφείλει να είναι ακηλίδωτο από κάθε είδους μομφή. Λέγει χαρακτηριστικά: «Και γαρ τω μεν όντι ου δέχεται εις ιερωσύνην το άγιον του θεού κήρυγμα μετά την του Χριστού ενδημίαν ουδέ τους από πρώτου γάμου τελευτησάσης της αυτών γυναικός δευτέρω γάμω συναφθέντας, διά το υπερβάλλον της τιμής της ιερωσύνης· και ταύτα ασφαλώς η αγία του θεού εκκλησία μετά ακριβείας παραφυλάττεται» (PG 41, 1024A).

Και ενώ είναι «ησφαλισμένα τα επί της ιερωσύνης περί δευτέρου γάμου» (πρβλ. PG 41, 1033D) υπό της Αγίας Γραφής, των ιερών Κανόνων και της διδασκαλίας των Αγίων Πατέρων, έρχεται ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και η περί αυτόν σύνοδος να προκαλέσουν αναταραχή στο Σώμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, προσβάλλοντας αυτήν την φορά το «φρικτόν μυστήριον της σεμνής ιερωσύνης» (PG 48, 1067), με το να εισάγουν την βλασφημία του επιτρεπτού του δευτέρου γάμου των χηρευσάντων η εγκαταλειφθέντων υπό των συζύγων των κληρικών. Η αθέτηση και καταπάτηση τόσο της Αγίας Γραφής, όσο και των ιερών Κανόνων είναι καταφανής και επαίσχυντη. Συνιστά φαίνεται κύρια προτεραιότητα του Οικουμενικού Θρόνου ο δυναμιτισμός των θεμελίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, με το να καταλύη βαναύσως τους πυλώνες αυτής, τους Ιερούς Κανόνες. Και δεν συμβαίνει αυτό μόνον στο θέμα του δευτέρου γάμου των ιερέων, αλλά και σε άλλα δογματικής και Κανονικής φύσεως θέματα.

Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα δεν θα έπρεπε να τίθεται θέμα δευτερογαμίας των κληρικών, εφόσον αυτή αποτελεί κώλυμα για την εισδοχή του λαικού μέλους της Εκκλησίας στην ιερωσύνη. Είναι ρητώς και απειράκις διατυπωμένο ότι η Εκκλησία «τα χαρίσματα της ιερωσύνης διά των από μονογαμίας εγκρατευομένων και των εν παρθενία διατελούντων τω κόσμω προδιετύπου» (PG 41, 868D).

Ωστόσο, η πείρα των Αγίων Πατέρων απέδειξε ότι η Εκκλησία θα πρέπη αφ᾽ ενός να προφυλάξη τους κληρικούς της από ένα τέτοιο ολισθημα και αφ᾽ ετέρου να προασπίση το φοβερό λειτούργημα της ιερωσύνης. Για τον λόγο αυτό οι Άγιοι Πατέρες με τον 6ο κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου κατηγορηματικώς οριστικοποιούν τον αποκλεισμό δυνατότητος συνάψεως γάμου του κληρικού: «[…] ορίζομεν, από του νυν μηδαμώς υποδιάκονον, η διάκονον, η πρεσβύτερον, μετά την επ᾽ αυτώ χειροτονίαν, έχειν άδειαν, γαμικόν εαυτώ συνιστάν συνοικέσιον. Ει δε τούτο τολμήσοι ποιήσαι, καθαιρείσθω». Διευκρινίζει δε ο παρών κανών ότι όποιος θέλει να νυμφευθεί οφείλει να κάμει τούτο πριν από την χειροτονία του: «Ει δε βούλοιτό τις των εις κλήρον προσερχομένων, γάμου νόμω συνάπτεσθαι γυναικί, προ της του υποδιακόνου, η διακόνου, η πρεσβυτέρου χειροτονίας τούτω πραττέτω» (Συντ. Καν. 2, 318).

Προς επίρρωση των ανωτέρω ημπορούμε να αναφέρουμε τον 26ο κανόνα των Αγίων Αποστόλων, ο οποίος καλεί τον υποψήφιο κληρικό να επιλέξη εν ελευθερία αν θα ακολουθήση την έγγαμη ιερωσύνη η θα παραμείνη παρθενεύων. Συγκεκριμένα διαλαμβάνει τα εξής: «Των εις κλήρον προσελθόντων αγάμων, κελεύομεν βουλομένους γαμείν, αναγνώστας και ψάλτας μόνον» (Συντ. Καν. 2, 33). Ο κανόνας ρητώς προειδοποιεί ότι, τελεσθείσης της χειροτονίας, δεν ημπορεί να οπισθοδρομήση ο κληρικός και να μετέχη στο μυστήριο του γάμου, της ιερωσύνης υπερτερούσης αυτού. Επιτρέπει να έλθουν σε γάμου κοινωνία μόνον οι κατώτεροι κληρικοί, αναγνώστες και ψάλτες, οι οποίοι, εξάλλου, υπόκεινται σε χειροθεσία και όχι σε χειροτονία.

Σχετικός είναι και ο 10ος κανόνας της εν Αγκύρα Συνόδου, ο οποίος καθαιρεί εκείνους τους κληρικούς, οι οποίοι ήλθαν σε γάμου κοινωνία μετά την χειροτονία τους, επειδή μετενόησαν που δεν ενυμφεύθησαν προ αυτής. Ο κανόνας σαφώς διευκρινίζει ότι, ενώ ημπορούσαν να επιλέξουν την έγγαμη ιερωσύνη, σιώπησαν και δέχθηκαν την ιερωσύνη ως άγαμοι: «… ει τινες σιωπήσαντες, και καταδεξάμενοι εν τη χειροτονία μένειν ούτω, μετά ταύτα ήλθον εις γάμον, πεπαύθαι αυτούς της διακονίας» (Συντ. Καν. 3, σ. 40).

Ο Όσιος Νικόδημος στην ερμηνεία του 42ου κανόνος των Αγίων Αποστόλων επισημαίνει: «Οι ιερωμένοι πρέπει να είναι έμπροσθεν εις όλους ζωντανά παραδείγματα και εικών κάθε ευταξίας και αρετής, και παρακίνησις προς κάθε αγαθοεργίαν» (Πηδάλιον, 47). Η θέση αυτή είχε λάβει θέση νόμου στο Βυζάντιο. Γι᾽ αυτό και στην 3η Νεαρά του Λέοντος του Σοφού διαβάζουμε: «Διότι δεν είναι καλό εκείνοι (ενν. οι κληρικοί), που ανυψώθηκαν πάνω από τις σαρκικές αδυναμίες με την ανωτερότητα του πνεύματος, οι ίδιοι να καταπίπτουν πάλι στην ευτέλεια της σάρκας, ενώ, αντιθέτως, θα έπρεπε, φέρουσα προς τα άνω, η υπηρεσία του θείου να βρίσκεται υπεράνω σωματικών παθών» (Τρωιάνος, Οι Νεαρές Λέοντος του Σοφού, σ. 51).

Πως, λοιπόν, ένας κληρικός, διάκονος η πρεσβύτερος, υπηρέτης της αληθείας, ημπορεί να αποδεχθή την ψευδή αυτή κατάσταση του δευτέρου γάμου; Πως κατόπιν θα εμφανισθή στα πνευματικά του τέκνα, για να κηρύξη υπέρ της σωφροσύνης, της εγκρατείας και της υποταγής στο θέλημα του Θεού; Εξάλλου και οι ευχές του δευτέρου γάμου είναι συγχωτητικές και παρηγορητικές προς τους μη δυναμένους να κρατήσουν την ακρίβεια της σωφροσύνης.

Σημαντικό είναι επίσης να τονισθή ότι οι Άγιοι Απόστολοι κατηγορούν την διγαμία, όχι για την σχέση αυτή καθ᾽ εαυτήν, αλλά για το ψεύδος και την αθέτηση των πρώτων υποσχέσεων, πάνω στα οποία αυτή στηρίζεται. Λέγουν χαρακτηριστικά: «η μονογαμία μεν κατά νόμον γινομένη δικαία, ως αν κατά γνώμην Θεού υπάρχουσα, διγαμία δε μετά επαγγελίαν παράνομον, ου διά την συνάφειαν, αλλά διά το ψεύδος» (ΒΕΠΕΣ 2, 59). Ο Ορθόδοξος κληρικός, «τύπος γενόμενος του ποιμνίου» (Ζ´4), οφείλει να βιώνη και να κηρύσση την Ευαγγελική και Πατερική αλήθεια, σεβόμενος «την μονόγαμον νύμφην Χριστού, την Εκκλησίαν» (PG 61, 719). Πως θα την κηρύξη αυτή την αλήθεια ο δευτερονυμφευθείς ιερέας, όταν ευρίσκεται ο ίδιος στο ψεύδος;
Η «αλήθεια» αυτή θα είναι το τελευταίο έρεισμα δικαιώσεως του «εγώ» του. Εν τη πράξει δεν κηρύσσει την Αυτοαλήθεια, τον Χριστό και την διδασκαλία Του, αλλά την δική του πεποίθηση.

 

* Έχει δημοσιευτεί στην εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος στις 12/10/2018

Διαβάστε ακόμα