“Τι είναι η Κωνσταντινούπολη;” του Ιερομ. Ιωακείμ Οικονομίκου

Του Ιερομ. Ιωακείμ Οικονομίκου Ιεροκήρυκα της Ι. Μ. Κίτρους

Στις 22 Οκτωβρίου του 1991, ή Αγία και ιερά Σύνοδος της Μεγάλης Εκκλησίας, εξέλεξε στον πρώτο Θρόνο της καθ ημάς ανατολής, και Ύπατο του Γένους, τον από Χαλκηδόνος Βαρθολομαίο. Από τότε περασαν 27 χρόνια. Με την ευκαιρία λοιπόν αυτής της σημαντικής επετείου, αλλά και λόγω της κινήσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου να προχωρήσει στην ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου της Ουκρανίας, θα θέλαμε μέσα από την νέα μας αυτήν συνάντηση, να μιλήσουμε και να μάθουμε τι είναι ή Κωνσταντινούπολη, και ποια ή θέση της μέσα στον Ορθόδοξο κόσμο. Το άρθρο αυτό το αφιερώνουμε στον Πατριάρχη του Γένους, με την συμπλήρωση 27 χρόνων στον μαρτυρικό Οικουμενικό Θρόνο. Τι είναι λοιπόν η Κωνσταντινούπολη;

Από την βιογραφία του Μεγάλου Κωνσταντίνου, διαβάζουμε: “Ο Μέγας Κωνσταντίνου μετέφερε αυτήν την Πόλη από την Παλαιά Ρώμη για τους εξής λόγους. Γιατί αυτή ή νέα Πόλις ευρίσκεται σε θέσιν όπου επικρατούν υπέροχες εποχές όλον τον χρόνον. Έχει αφθονία καρπών. Βρίσκεται σε τόπο παραθαλάσσιο. Απλώνεται πάνω σε δύο ηπείρους, την Ευρώπη και την Ασία. Αγάπησε λοιπόν τον τόπο αυτόν και θέλησε να τον αναδείξει. Γι αυτό δεν λυπήθηκε έξοδα και δαπάνες. Ανοικοδόμησε μία πόλη που νίκησε όλες τις άλλες που είχαν ποτέ οι άνθρωποι οικοδομήσει. Και σε αυτήν εγκαθίδρυσε την Κυβέρνησή του και έστησε τον Θρόνο του”.

Τον 5ο αιωνα, ο Σωκράτης ο Σχολαστικός αναφερόμενος στην ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως γράφει: “Την Πόλη που Παλαιά λεγόταν Βυζάντιο, ο Κωνσταντίνος την επέκτεινε. Την περιέβαλε με μεγάλα τείχη, την διακοσμησε με διάφορα μνημεία, διέταξε με νόμο να ονομάζεται Νέα Ρώμη. Αυτός ο νόμος χαράχτηκε σε μία πέτρινη κολώνα και ο Κωνσταντίνος την τοποθέτησε κατά την διάρκεια της δημοσίας τελετής δίπλα στον έφιππο ανδριάντα του”.

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως σε ποίημα του την χαρακτηρίζει ως εξής: “Ω Κωνσταντίνου κλεινόν έδος Μεγάλου, οπλότερη Ρώμη, τόσον προφέροντας πολήων, οσσάτιος γαίης ουρανός αστερόεις”. Δηλαδή: “Ω δοξασμένη του Μεγάλου Κωνσταντίνου,  νεώτερα Ρώμη, τόσο ξεπερνάς κάθε άλλη πολη, όσο την γη ο αστροστόλιστος ουρανός”. Σε άλλη ομιλία του, ο ίδιος Ιεράρχης αναφέρει: “Άνδρες, το κλεινόν όμμα της οικουμένης, οι κόσμον οικειθ ως ορών, το δευτερον, γης και θαλαττης κόσμον ημφιεσμενοι,  Ρώμη νεουργής, ευγενών άλλων έδος, Κωνσταντίνου Πόλις τε και στήλη του Κράτους”.

Ο Μέγας Αυτοκράτορας Ιουστινιανός αναφερόμενος στην Κωνσταντινούπολη γράφει: “Πάντων των εκκλησιαστικών πραγμάτων και διαφερόντως των προσηκόντων τη Αγιωτάτη Μεγάλη Εκκλησία της ευδαίμονος ταύτης Πόλεως, τη ημετερα και Πάντων Μητρι, ήτις Κεφαλή των άλλων απασών…..Κεφαλή Πάντων των Αγιωτάτων του Θεού Ιερέων”.

Το 860 στην Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως, οι πατέρες όρισαν και αναγνώρισαν τον Μέγα Φώτιο ως Πρόεδρο αυτής λέγοντας: “Τον του σύμπαντος κόσμου επιστασίαν λαχόντα, Αρχιερέας μέγιστον”.

Τον 13ο αιώνα, ο Νικήτας Χωνιάτης γράφει για την Κωνσταντινούπολη: “Ω Πόλις, Πόλις πόλεων οφθαλμέ,  άκουσμα παγκόσμιον, θέαμα υπερκόσμιον, Εκκλησιών γαλουχέ,  πίστεως αρχηγέ, Ορθοδοξίας ποδηγέ, λόγων μέλημα, καλού παντός ενδιαίτημα”.

Ο Στουδίτης μονάχος Ιωσήφ Βρυέννιος τον 15ο αιώνα, εγκωμιαζοντας την Κωνσταντινούπολη, αν και βρίσκεται στις παραμονές της αλώσεως, αναφέρει: “Πόλις πασών των υπό τον ήλιον πόλεων, και πολυώνυμος εστί Πόλις και Μεγαλώνυμος. Οικουμένης το άγαλμα, της καλλονής ή εστία. Εντεύθεν πάσαι αι προς της Εκκλησίας αξιαι μερίζονται, Πατριάρχαι,  Μητροπολίται, Επίσκοποι …. Της Ορθοδοξίας ή βασις, ή κορυφή των δογμάτων, της Θεολογίας ακρώρεια”, ενώ ο Πατριάρχης Γεννάδιος ο Σχολάριος θα γράψει: “Κωνσταντινούπολις, Μητρόπολις εξ αρχής εγένου τοις χριστιανοίς. Συγχρόνως,ήσθα τη του Χριστού παρρησία τη ρίζη των Βασιλέων”.

Ο αείμνηστος και διαπρεπής Μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιμος στο βιβλίο του “Το Οικουμενικόν  Πατριαρχείον εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία” γράφει: “Μετά  την εν Χαλκηδόνι Σύνοδο, ή προνομιούχος θέσις της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως εν τη ανατολή, ουδεμίαν διεγείρει αμφιβολιαν και εκδηλούται αυτομάτως, ενισχυμένη συνεχώς δια νέων νομοθετικών πράξεων. Κατά την περίοδον αυτήν τα εξωτερικά όρια του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως εκτάκτως ευρύνονται και υπερβαίνουν την εκτασιν και σημασίαν πασών των άλλων αυτοκεφάλων Εδρών της Ανατολής. Κατά τον Ζ’ αιώνα, εις την Κωνσταντινούπολιν υπάγονται Ορθόδοξα τμήματα των Εκκλησιών  Αρμενίας, και Ιβηρίας (Γεωργίας). Από του Ζ’ και ιδία από του Θ’ και Ι’ αιώνος, δι ιεραποστολικής δράσεως ιδρύονται υπό της Κωνσταντινουπόλεως μεγάλαι Εκκλησίαι: Σερβίας, Βουλγαρίας,  Ρωσιας, Βλαχίας. Αι Εκκλησίαι αύται αποτελούν νέαν εκκλησιαστικήν οικουμένην καθ ον χρόνον αι Έδραι Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, και Ιεροσολύμων φθίνουν και σμυκρίνονται υπό ξένους κατακτητάς”.

Θα κλείσουμε με την φράση του Αυτοκράτορος Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού για το τι είναι ο Πατριάρχης: “Ο Πατριάρχης εστιν εικών ζώσα Χριστού και έμψυχος, δι έργων και λόγων χαρακτηρίζουσα την αλήθειαν. Τέλος αυτώ, ή των καταπεπιστευμένων ψυχών σωτηρία και το υπέρ της αληθείας και της εκδικήσεως των δογμάτων λαλείν ενώπιον Βασιλέως και ουκ αισχύνεσθαι”.

Πολλά τα έτη σας Παναγιώτατε.

Διαβάστε ακόμα