Οι σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας στην Ευρώπη

Του Χρήστου Η. Χαλαζία

Πολλά και αντικρουόμενα ακούγονται και γράφονται σ’ όλα τα Μέσα Ενημέρωσης από «ειδικούς» και πρόχειρους ειδικούς, με αποτέλεσμα να μην μπορεί ο πολίτης να καταλάβει πόσο εκσυγχρονιστική είναι αυτή η πρόταση της Ελληνικής Εκκλησίας και της κυβέρνησης, που θα μας κάνει περισσότερο Ευρωπαίους από τους Ευρωπαίους.

Για να αποκτήσουμε μια σωστή εικόνα, ας δούμε όμως τι ισχύει στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας και πώς υπερασπίζονται την πολιτιστική τους ιστορική ταυτότητα.

Η Γαλλία που φέρεται από αρκετούς ως η πλέον ουδετερόθρησκη χώρα: Ως γνωστόν, υποστηρίζεται ότι στη Γαλλία ο χωρισμός Κράτους – Εκκλησίας έχει επιβληθεί με νόμο το 1905. Ο νόμος αυτός στο άρθρο 1 κατοχυρώνει τη θρησκευτική ελευθερία, στο άρθρο 2 ορίζει ότι η Γαλλία είναι ένα κράτος λαϊκό, εγγυάται την ισότητα ενώπιον του νόμου αδιακρίτως θρησκείας και σέβεται όλες τις θρησκευτικές πεποιθήσεις.

Η Εκκλησία είναι κρατική, διδάσκεται ως υποχρεωτικό το μάθημα των θρησκευτικών της Χριστιανικής Εκκλησίας, οι κληρικοί μισθοδοτούνται από το κράτος, ενώ με νόμο του 1964 προβλέπονται φορολογικές εκπτώσεις και απαλλαγές υπέρ της Εκκλησίας.

Στο προοίμιο του Γερμανικού Συ­ντάγματος γίνεται αναφορά στον Θεό: «Ο γερμανικός λαός… με επίγνωση της ευθύνης του έναντι του Θεού…». Το άρθρο 140 σε συνδυασμό με το 137 στο Σύνταγμα της Βαϊμάρης του 1919 (άρθρα που ισχύουν μερί σήμερα) καταλύει και αποκλείει κάθε έννοια χωρισμού Κράτους – Εκκλησίας.

Οι δύο πολυπληθείς Χριστιανικές Εκκλησίες στη Γερμανία (Καθολικοί και Χριστιανοί) αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ), με ευθεία συνταγματική διάταξη του άρθρου 137 (Βαϊμάρης) και του άρθρου 140.

Οι υπόλοιπες Εκκλησίες ή θρησκευτικές οργανώσεις (εκτός της Ισραηλιτικής) αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ). Προβλέπεται με συνταγματική διάταξη οι πολίτες να δηλώνουν σε ποια θρησκεία ανήκουν, ενώ επιβάλλεται εκκλησιαστικός φόρος υπέρ των Χριστιανικών Εκκλησιών.

Στην Αγγλία Κράτος και Εκκλησία είναι ενωμένοι θεσμοί και Ηη Εκκλησία αναγνωρίζεται ως κρατική. Ο ίδιος ο βασιλιάς διορίζει τους υποψήφιους ως επισκόπους της Εκκλησίας, ορισμένοι από τους συγκεκριμένους επισκόπους είναι μέλη της Βουλής των Λόρδων και οι αποφάσεις της Συνόδου της Αγγλικανικής Εκκλησίας είναι ισότιμες προς τον νόμο και έχουν πλήρη ισχύ νόμου.

Η Αγγλικανική και η Εκκλησία της Σκωτίας αποτελούν τις επίσημες εγκατεστημένες θρησκείες. Οι κληρικοί των συγκεκριμένων Εκκλησιών μισθοδοτούνται από το κράτος. Το Αυστριακό Σύνταγμα, στο άρθρο 14 παράγραφος 10, προβλέπει το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας. Η Καθολική Εκκλησία θεωρείται κρατική, αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Προβλέπεται εκκλησιαστικός φόρος.

Στο Λουξεμβούργο οι σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας ρυθμίζονται με το Κονκορδάτο (Συνθήκη μεταξύ Πάπα και κοσμικής εξουσίας για θρησκευτικές υποθέσεις) του 1801, το οποίο έχει συνάψει με το Βατικανό. Το άρθρο 126 του Συντάγματος αναφέρει ότι οι κληρικοί της Καθολικής και Προτεσταντικής Εκκλησίας μισθοδοτούνται από το κράτος.

Στην Ιταλία το άρθρο 7 του Συντάγματος αναφέρει ότι η Καθολική Εκκλησία είναι κυρίαρχη και οι μεταξύ τους σχέσεις ρυθμίζονται από τις συμφωνίες του Λατερανού (1929) που υπέγραψε το ιταλικό κράτος με το Βατικανό και το 1947 περιελήφθησαν στο Σύνταγμα.

Οι κανόνες που εκδίδει η Καθολική Εκκλησία έχουν ισχύ νόμου και επηρεάζουν ευθέως την ιταλική νομοθεσία. Στην Ιταλία ισχύει «εκκλησιαστικός φόρος», που ανέρχεται στο 0,8% του φορολογητέου εισοδήματος κάθε πολίτη. Όσοι δηλώνουν άθεοι δεν απαλλάσσονται από την πληρωμή του φόρου, ενώ αυτός δεν πάει στην Εκκλησία αλλά σε κοινωφελείς σκοπούς. Οι κληρικοί μισθοδοτούνται από το κράτος.

Το Ισπανικό Σύνταγμα του 1978 αναγνωρίζει τις χριστιανικές αρχές και το κράτος λαμβάνει υπ’ όψιν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του ισπανικού λαού και προβλέπεται σύστημα σχέσεων συνεργασίας μεταξύ Κράτους και Καθολικής Εκκλησίας, η οποία έχει υπεροχή.

Η Καθολική Εκκλησία χρηματοδοτείται από το κράτος.

Η Πορτογαλία είναι ίσως η μόνη που στο Σύνταγμά της θεσπίζει τον χωρισμό Κράτους – Εκκλησίας και την πλήρη ισότητα των Εκκλησιών. Το άρθρο 41 καθιερώνει την ισότητα των θρησκειών και τον χωρισμό Κράτους – Εκκλησίας. Το προοίμιο του Ιρλανδικού Συντάγματος περιέχει διάταξη (όμοια με του Ελληνικού Συντάγματος) που επικαλείται το «όνομα της Αγίας Τριάδος και του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού».

Το άρθρο 44 παράγραφος 1 του Συντάγματος αναγνωρίζει ότι οφείλεται σεβασμός και δημόσια λατρεία στον Παντοδύναμο Θεό, του οποίου το όνομα χρησιμοποιείται με ευλάβεια, και σέβεται και τιμά τη θρησκεία. Αναγνωρίζει την Καθολική Εκκλησία ως επίσημη θρησκεία.

Στη Δανία το άρθρο 4 του Συντάγματος αναφέρει ότι η Ευαγγελική Λουθηριανή Εκκλησία είναι Δανική Εθνική Εκκλησία και υποστηρίζεται από το κράτος. Οι κληρικοί της επίσημης Εκκλησίας είναι δημόσιοι υπάλληλοι και μισθοδοτούνται από το κράτος.

Υπάρχει εκκλησιαστικός φόρος που εισπράττει το κράτος, με τον οποίο καλύπτει το 67% των εξόδων του, ενώ το 33% προέρχεται από τον κρατικό προϋπολογισμό.

Η Εκκλησία της Σουηδίας αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Προβλέπεται εκκλησιαστικός φόρος υπέρ της Εκκλησίας της Σουηδίας, τον οποίο εισπράττει το κράτος. Το Φινλανδικό Σύνταγμα στο άρθρο 83 ορίζει ότι τα θέματα της Ευαγγελικής Λουθηριανής Εκκλησίας διευθετούνται από τον εκκλησιαστικό κώδικα.

Το άρθρο 90 του 1919 καθιερώνει δύο κρατικές επίσημες εκκλησίες, τη Λουθηριανή και την Ορθόδοξη, για την οποία υπάρχει ειδικός νόμος (54/1989).

Το Ολλανδικό Σύνταγμα στα άρθρα 181 και 187 προβλέπει τη θρησκευτική ελευθερία και την ισότητα όλων των θρησκειών. Σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, πιστοί και άθεοι σέβονται τον θεσμό και τον ρόλο της Εκκλησίας, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να τη στηρίξουν και όχι να την απαξιώσουν με αοριστολογίες και ρετσέτες χωρίς περιεχόμενο προκειμένου να πετύχουν τον σκοπό τους.

 

 

Διαβάστε ακόμα