Η Αγία Θεοδώρα η Κομνημή, η Βασίλισσα της Άρτας

Η πολυτάραχη ζωή της διδάσκει και παραδειγματίζει. Ένας πληγωμένος γάμος, μια μαχητική προσωπικότητα. Τη συναντούμε σε όλους τους ρόλους, που μπορεί να παίξει μια γυναίκα μέσα στον κόσμο. Αποτέλεσε και αποτελεί πρότυπο ζωής, υπομονής και αγάπης. Ο συγκινητικός βίος μιας γενναίας βασίλισσας, που μόνο παραμυθένιος δεν

ήταν Βασίλισσα της Άρτας, μιας πόλης με πανάρχαια ιστορία, πρωτεύουσας του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Ήταν ένα από τα κράτη που προέκυψαν από την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την Δ΄ Σταυροφορία το 1204 μ.Χ. και κράτησε μέχρι τα μισά περίπου του 14ου αιώνα. Μαζί με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας και της Τραπεζούντας θεωρούσε ότι είναι νόμιμη συνέχεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Περιελάμβανε τα εδάφη της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας, τα Ιόνια Νησιά, καθώς και σημαντικά τμήματα της Αλβανίας, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Θράκης.

Η καταγωγή της, τα πρώτα χρόνια της ζωής της

Η Θεοδώρα γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη περί το 1210 μ.Χ. Καταγόταν από τη μεγάλη και επιφανή βυζαντινή οικογένεια των Πετραλείφα. Πατέρας της ήταν ο Ιωάννης Πετραλείφας, που κατείχε τον τίτλο του Σεβαστοκράτορα και ήταν διοικητής της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Μητέρα της η αρχόντισσα Ελένη. Οι γονείς της, με την ορθόδοξη πίστη τους, το ταπεινό τους φρόνημα και τη μεγάλη τους φιλανθρωπία αποτέλεσαν για τη Θεοδώρα δυνατό παράδειγμα προς μίμηση. Εκεί, στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης, προσευχόταν, κοινωνούσε και παρακαλούσε για το καλύτερο στη ζωή της.

Η μητέρα της Ελένη πέθανε πολύ γρήγορα και λίγο αργότερα και ο πατέρας της, αφήνοντας τη Θεοδώρα σε μικρή ακόμη ηλικία μαζί με τα τέσσερα μεγαλύτερα αδέλφια της. Την προστασία της ανέλαβε ο θείος της, Δούκας της Ηπείρου Θεόδωρος, που στο μεταξύ είχε καταλάβει τη Θεσσαλονίκη και επέκτεινε το κράτος του. Ο Θεόδωρος πολεμώντας τους Βουλγάρους νικήθηκε και τυφλώθηκε από το βασιλιά τους Ασάν. Ο Ασάν κάλεσε από το Μωριά το νεαρό Μιχαήλ (ανεψιό του Θεόδωρου) ως νόμιμο διάδοχο, για να αναλάβει τη διοίκηση του κράτους που του άφησε ο πατέρας του Μιχαήλ Α΄ Άγγελος Κομνηνός.

Ο Γάμος της

Ο Μιχαήλ πηγαίνοντας στην Άρτα περνά από τα Σέρβια της Κοζάνης, που ήταν τότε ισχυρό φρούριο και σημαντική στρατηγική θέση. Εκεί ζει πλέον η Θεοδώρα με τα αδέρφια της. Εντυπωσιάζεται από την ωραιότητά της, την ευγένεια και τη δυνατή της σκέψη. Μα και η Θεοδώρα πρώτη φορά γνώριζε τέτοιον άνθρωπο, που το διαπεραστικό του βλέμμα τη γέμιζε με γλυκύτητα και τρυφερότητα. Τελούν το γάμο τους με κάθε μεγαλοπρέπεια στα Σέρβια περί το 1230. Μετά από λίγο καιρό με λαμπρή και μεγάλη συνοδεία έρχονται στην Άρτα, την οποία ο Μιχαήλ κάνει πρωτεύουσα του κράτους του και την οχυρώνει.

Στην Άρτα

Νέα ζωή και νέα πορεία αρχίζει για το νεαρό ζευγάρι. Ο λαός της Άρτας τους υποδέχεται με ενθουσιασμό. Ο Μιχαήλ, ισχυρή προσωπικότητα, πνεύμα ανήσυχο και φιλόδοξο, αρχίζει να φροντίζει για την εδραίωση και εξάπλωση του κράτους του. Η Θεοδώρα στέκεται με αφοσίωση στο πλευρό του, τον συμβουλεύει και τον βοηθά στο δύσκολο έργο του να κρατήσει το κράτος ορθόδοξο και ελληνικό. Η καρδιά της λεπτή και φιλάνθρωπη. Πολλές φορές έβγαζε τη φορεσιά της βασίλισσας και ντυμένη απλά, μοίραζε τρόφιμα σε φτωχές οικογένειες και διακονούσε αρρώστους. Ο λαός κυριολεκτικά την λάτρευε.

Στο καμίνι των θλίψεων

Οι ευτυχισμένες στιγμές του ζευγαριού έμελλαν να είναι λίγες. Ο πειρασμός, φθονώντας την ευτυχία τους και το έργο που κλήθηκαν να κάνουν μαζί, βρίσκει έδαφος στον αδύναμο χαρακτήρα του Μιχαήλ και πληγώνει την αγάπη τους. Ο Μιχαήλ παρασύρεται από την Γαγγρινή, την χήρα ενός από τους αξιωματικούς του, με αποτέλεσμα να φέρεται απότομα στη Θεοδώρα, να την κρατά σε απόσταση και να την κακομεταχειρίζεται. Φτάνει, τελικά, στο σημείο να την διώξει από το παλάτι και απαγορεύει σε οποιονδήποτε να της δώσει βοήθεια. Η Θεοδώρα, πικραμένη και εγκυμονούσα, χωρίς καμιά ανθρώπινη βοήθεια, εγκαταλείπει τα ανάκτορα. Δεν θέλει να μαθευτεί το γεγονός, για να μην πέσει ο σύζυγός της χαμηλά στα μάτια του λαού.

Καταφεύγει στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου κοντά στο χωριό Πρένιστα, το σημερινό Κορφοβούνι. Εκεί γεννάει το πρωτότοκο παιδί τους. Από το παλάτι την καταδιώκουν. Αναγκάζεται να φύγει από το μοναστήρι και βρίσκει καταφύγιο στη σπηλιά ενός βράχου. Πέντε χρόνια περιπλανιέται στα βουνά των Τζουμέρκων με το μικρό της γιο, πικραμένη, άγνωστη και ταλαιπωρημένη από την πείνα και τις κακουχίες. Ένας βοσκός από το χωριό Μαρκινιάδα την παίρνει σπίτι του. Τον χειμώνα εκείνο ζει με την οικογένειά του, χωρίς ποτέ να αποκαλύψει ποια ήταν, για την ασφάλειά τους και την καλή εικόνα του συζύγου της, που δεν έπαψε να τον αγαπά πραγματικά και να προσεύχεται για τη μετάνοιά του.

Για να αντέξει τον Γολγοθά της αναζητά παρηγοριά και πνευματική στήριξη στον ιερέα της Πρένιστας. Στην πολλή του επιμονή να μάθει ποιά είναι, του φανερώνεται και για λίγο διάστημα βρίσκει προστασία στο σπίτι του. Βαφτίζει τον μικρό γιο τους και του δίνει το όνομα Νικηφόρος, για να θυμάται πάντα να έχει θάρρος και να νικά στις δυσκολίες της ζωής. Ο Νικηφόρος μεγαλώνει, γίνεται πέντε χρονών. Η Θεοδώρα του μιλά πάντα με τα καλύτερα λόγια για τον πατέρα του και ο μικρός τον αγαπά και ας μην τον έχει δει ποτέ.

Η δικαίωση και η μετέπειτα ζωή τους

Μετά από τόσο πόνο και πίκρα η δοκιμασία άρχισε να βαδίζει προς το τέλος. Οι ευγενείς άρχοντες της Άρτας αγανακτισμένοι από την έκλυτη ζωή του Μιχαήλ και την αλαζονεία της Γαγγρινής, τη διώχνουν από τα ανάκτορα. Ο Μιχαήλ αρχίζει πλέον να βλέπει καθαρά τη ζωή του, αηδιάζει την αμαρτία και αφού στέλνει έμπιστους ανθρώπους να βρουν τη Θεοδώρα, την υποδέχεται στα ανάκτορα και στη ζωή του με λαμπρότητα, μετάνοια και αγάπη. Η Θεοδώρα χρειάζεται και η ίδια δύναμη και κουράγιο, για να στηρίξει τον σύζυγό της στη μετάνοιά του. Σκέφτεται ότι ο χαρακτήρας του Μιχαήλ είναι ασταθής και τα πάθη φιλεπίστροφα. Γι’ αυτό προστρέχει στον Όσιο Ανδρέα τον ερημίτη, που ασκήτευε κοντά στη λίμνη των Κρεμαστών. Εκείνος τη συμβουλεύει: «Μόνο με την πολλή και τρυφερή αγάπη θα τον βοηθήσεις. Με την αγάπη κερδίζει κανείς όλες τις μάχες. Αυτή η μικρή λέξη να μπει βαθιά μέσα σου, γιατί η αγάπη σπάζει ακόμη και τις πέτρες. Κάθε μέρα να βρίσκεις και κάποιο καινούριο τρόπο να δείχνεις την αγάπη σου. Όλα θα αλλάξουν».

Και πράγματι όλα άλλαξαν. Νέα ζωή ξαναρχίζει με έργα μετάνοιας για το Μιχαήλ και με απόφαση αγιότητας. Η πόλη λαμπρύνεται με ναούς, μοναστήρια και έργα φιλανθρωπίας. Χτίζουν μαζί το μοναστήρι της Κάτω Παναγιάς, εκεί που βρίσκεται και σήμερα, στα νότια της πόλης κοντά στον ποταμό Άραχθο. Απέξω από το ναό, στη βόρεια πλευρά, ο Μιχαήλ έγραψε: «Πύλας ημίν άνοιξον, ω Θεού μήτερ, της μετανοίας του φωτός ούσα πύλη. Δ(εσπότη) Μ(ιχαήλ) π(αράσχου) Ρ(ύσιν) αμαρτημάτων». Για να δείξει τη μετάνοιά του, έχτισε και άλλες εκκλησίες, την Παντάνασσα, την Παναγία των Βλαχερνών και ένα μοναστήρι του Σωτήρος Χριστού στο Γαλαξίδι της Στερεάς Ελλάδας. Η Θεοδώρα έκτισε το ναό του Αγίου Γεωργίου κοντά στα ανάκτορα. Ο ναός αυτός ονομάσθηκε μετά την κοίμησή της ναός της Αγίας Θεοδώρας, αλλά τιμά και τους δύο Αγίους. Η αγάπη του ζευγαριού δυνάμωσε και άνθισε. Άλλα πέντε παιδιά έρχονται στη ζωή, ο Ιωάννης, μια κόρη που δεν σώθηκε το όνομά της, η Άννα, η Ελένη και ο Δημήτριος. Όλη η ζωή κυλά μέσα στη χάρη του Θεού.

Οι διπλωματικές δραστηριότητες της Αγίας

Η Θεοδώρα, σοφή και προικισμένη με πολλά διοικητικά προσόντα, διαδραμάτισε σπουδαίο πολιτικό και διπλωματικό ρόλο δίπλα στον σύζυγό της καθ’ όλη την περίοδο της ηγεμονίας του. Κατά αυστηρή ιστορική τεκμηρίωση τρεις ήταν οι αναλλοίωτοι πολιτικοί στόχοι του Μιχαήλ Β΄ και της Θεοδώρας: α) η υπεράσπιση και η διατήρηση των εδαφών του Δεσποτάτου της Ηπείρου, β) η διαφύλαξη της Ορθοδόξου Πίστεως και γ) η επίτευξη του υπέρτατου σκοπού της απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους.

Η Θεοδώρα αναλαμβάνει σύντομα διπλωματική δράση. Με τον πρωτότοκο γιο της τον Νικηφόρο, που τους ένωνε ο παλιός πόνος εκείνης της μεγάλης περιπέτειας, επισκέπτονται τον Ιωάννη Βατάτζη, με σκοπό να ενωθούνε τα δύο κράτη, το Δεσποτάτο της Ηπείρου και της Νίκαιας εναντίον των Φράγκων, ώστε να γίνει ξανά η Κωνσταντινούπολη ελληνική και ορθόδοξη. Τα δύο κράτη ειρηνεύουν. Ο Νικηφόρος γνωρίζει και αρραβωνιάζεται την εγγονή του Βατάτζη και παντρεύονται λίγα χρόνια αργότερα.

Η μικρότερη κόρη τους Ελένη παντρεύεται τον Μανφρέδο, βασιλιά της Σικελίας και της Απουλίας της Κάτω Ιταλίας, που ήταν φίλος των ορθοδόξων και αντίπαλος του πάπα. Ο γάμος του με την ορθόδοξη πριγκίπισσα Ελένη αποτέλεσε ένδειξη τιμής προς τους ορθόδοξους ελληνικούς πληθυσμούς της Κάτω Ιταλίας, βοηθώντας να υποχωρήσουν οι επιθετικές διαθέσεις των παπικών. Μόνο προσωρινά όμως, διότι ο πάπας λίγο αργότερα αφορίζει τον Μανφρέδο, που χάνει τον θρόνο του και σκοτώνεται σε μάχη το έτος 1266 μ.Χ. Τα παιδιά τους τα απαγάγουν και η Ελένη φυλακίζεται. Μάταιες οι παρακλήσεις του Μιχαήλ και της Θεοδώρας προς τον πάπα. Μετά από πέντε χρόνια στη φυλακή, η Ελένη πεθαίνει ως μάρτυρας σε ηλικία κάτω των τριάντα χρόνων, χωρίς να υποχωρήσει σε τίποτα και χωρίς να προδώσει την ορθόδοξη πίστη και την βυζαντινή αρχοντιά της. Ο μακαριστός Μητροπολίτης Αργολίδος κ.κ. Ιάκωβος κατά την εορτή της Οσίας Θεοδώρας το 1997, ζήτησε από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησία της Ελλάδος να συμπεριληφθεί και η Ελένη μεταξύ των Οσίων της Ορθοδοξίας.

Έντονη ήταν η προσπάθεια της Θεοδώρας να αντισταθεί στην απόφαση του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (αυτοκράτορα της Νίκαιας και εν συνεχεία της Κωνσταντινουπόλεως) να προχωρήσει στην ένωση της Καθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας, γεγονός που της στοίχισε τον οικτρό θάνατο δύο γενναίων τέκνων της, του Δημητρίου και του Ιωάννη, οι οποίοι είχαν διακριθεί ως στρατηγοί στον βυζαντινό στρατό.

Στο μοναστήρι της

Το 1268 μ.Χ., μετά από σαράντα περίπου χρόνια έγγαμου βίου, ο Δεσπότης Μιχαήλ ο Β΄  εκοιμήθη εν Κυρίω. Πόνεσε πολύ η Θεοδώρα και ο λαός της Άρτας τον αποχαιρέτησε με δάκρυα. Ετάφη στην Παναγία των Βλαχερνών, τον ναό που έκτισε ο ίδιος και υπάρχει μέχρι σήμερα. Η Θεοδώρα ως μητέρα, ως σύζυγος και ως βασίλισσα έφερε εις πέρας την αποστολή της. Μετά το θάνατο του συζύγου της, αποφασίζει να γίνει μοναχή. Εκεί στο ναό του Αγίου Γεωργίου που η ίδια έκτισε, ιδρύει μοναστήρι και δημιουργείται αδελφότητα. Είναι ο σημερινός ναός της Αγίας Θεοδώρας. Το 1296 μ.Χ. πεθαίνει και ο πρωτότοκος γιός της ο Νικηφόρος. Δικό του έργο είναι η «αρχόντισσα» της Άρτας, η Παρηγορήτισσα, μεγάλη βυζαντινή εκκλησία, αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Παναγίας. Η Θεοδώρα κάνει και πάλι κουράγιο, προσπαθώντας να αντέξει μερικά χρόνια ακόμη, για να φροντίσει το μοναστήρι της.

Η οσία κοίμησή της

Και ήρθε το τέλος της ζωής της ή μάλλον η αρχή της αληθινής της ζωής. Η Οσία προγνωρίζει και παρακαλεί θερμά την Παναγία και τον μεγαλομάρτυρα Γεώργιο να της δώσουν έξι μήνες παράταση ζωής, για να τελειώσει τον νάρθηκα του ναού. Όταν τελείωσε το έργο της, συμβούλεψε τις αδελφές για το πώς πρέπει να ζουν και να αγωνίζονται, έκανε το σημείο του σταυρού, σταύρωσε τα χέρια της και παρέδωσε την ψυχή της στις 4 Μαρτίου 1303 μ.Χ. σε ηλικία 89 ετών. Κηδεύτηκε στις 11 Μαρτίου ως απλή μοναχή, όπως ήταν και η επιθυμία της, στον νάρθηκα του Αγίου Γεωργίου, όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται ο σεπτός της τάφος. Η πλάκα του τάφου που βλέπει στο εσωτερικό του ναού απεικονίζει ρόδακες, ανθέμια και δύο δράκοντες. Η πλάκα που βλέπει στο νάρθηκα του ναού απεικονίζει την Αγία Θεοδώρα και τον γιο της Νικηφόρο. Παραπλεύρως εικονίζονται και οι δύο αρχάγγελοι, που αποτελούσαν τους προστάτες των Κομνηνοδούκων, δεσποτών της Ηπείρου. 
Ένα χρόνο μετά την κοίμησή της, δολοφονήθηκε και το μικρότερο παιδί της, ο Δημήτριος, από αυλικούς του αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Τα οστά του Ιωάννη και του Δημητρίου μεταφέρθηκαν στην Παναγία των Βλαχερνών, όπου βρίσκεται και ο τάφος του πατέρα τους.

Ανακομιδή των ιερών λειψάνων της

Επειδή πολλοί αμφισβητούσαν την ύπαρξη των λειψάνων της Αγίας και υποστήριζαν ότι κλάπηκαν από τους Φράγκους (όπως συνέβη με πολλά ιερά λείψανα), ο τότε Μητροπολίτης Άρτης Σεραφείμ ο Βυζάντιος έδωσε εντολή να ανοιχθεί ο τάφος της. Έτσι στις 20 Μαρτίου του 1873, αφού έψαλλαν την παράκληση της Αγίας ο ιερός κλήρος, ο ευσεβής λαός, οι επίτροποι του ναού, οι πρόκριτοι της Άρτας και οι πρόξενοι της Ρωσίας και της ελεύθερης Ελλάδας, με επικεφαλής τον Αρχιμανδρίτη Στέφανο Κλεόμβροτο, άνοιξαν τον τάφο και με πολλή ευλάβεια συνέλεξαν τα ιερά και ευωδιάζοντα λείψανα της Οσίας. Αφού τα τοποθέτησαν σε ξύλινη λάρνακα, έκαναν ολονύκτια αγρυπνία προς τιμή της.

Πολλά τα θαύματα της Αγίας από τότε μέχρι σήμερα και μεγάλη η δόξα της. Δεν έπαψε ούτε μια στιγμή την ποικιλότροπη βοήθειά της στον αγαπητό της λαό, τα πνευματικά της παιδιά, που την λάτρεψαν σαν μάνα πραγματική και Αγία. Τα χαριτόβρυτα λείψανά της μεταδίδουν στους πιστούς τη χάρη που είχε η ίδια από τον Θεό. Και αυτή η χάρη μετατρέπεται σε φώτιση και ψυχική γαλήνη, γίνεται δύναμη και αντοχή, προσθέτει υπομονή και αγάπη. Αυτά τα λείψανα προσκύνησε και ο Νικόλαος Σκουφάς, όταν οργάνωσε τη Φιλική Εταιρεία, που ξεσήκωσε τους σκλαβωμένους Έλληνες εναντίον των Τούρκων κατακτητών. Αυτά τα λείψανα προσκυνούν και τόσοι άλλοι άνθρωποι οκτακόσια χρόνια τώρα.

Η εορτή της

Η λαμπρότερη ημέρα της Άρτας είναι η 11η Μαρτίου, η ημέρα εορτής της Αγίας Θεοδώρας. Την Κυριακή μετά των Αγίων Πάντων εορτάζεται κατά παράδοση η μνήμη της ανακομιδής των λειψάνων της. Κάθε 11η Μαρτίου είναι αργία για την πόλη. Λαός και κλήρος από όλα τα μέρη της Ελλάδας κατακλύζουν το ναό, για να προσκυνήσουν και να πάρουν την ευλογία της. Κεντρικό σημείο του εορτασμού αποτελεί η μεγαλοπρεπής λιτάνευση των ιερών λειψάνων και της εικόνας της Αγίας. Η πομπή που σχηματίζεται στους δρόμους της πόλης εικονίζει την πορεία της Εκκλησίας προς την Βασιλεία των Ουρανών, που όλοι πρέπει να ακολουθήσουμε, για να έχει αξία και σημασία και η σύντομη πορεία της δικής μας προσωπικής ζωής.

Στην Άρτα, που είναι χτισμένη πάνω στα ερείπια της Αρχαίας Αμβρακίας, με το ιστορικό γεφύρι της, βυζαντινές εκκλησίες, αρχαία θέατρα, υδροβιότοπους, ποτάμια και βουνά με άγρια ομορφιά, ζει και βασιλεύει νυν και αεί η Αγία Θεοδώρα η Κομνηνή. Οι Αρτινοί τη νιώθουν ανάμεσά τους, ακόμη και όταν βρίσκονται μακριά. Παίρνει πάνω της τον πόνο και τον καημό του κόσμου και της Πατρίδας, όπως τότε που ήταν η βασίλισσά τους. Και αυτό επίσης που μπορώ να πω, είναι πως η ευωδία των λειψάνων της ακολουθεί για ώρα πολλή, σαν ευλογία και προσευχή. Αμήν 

Διαβάστε ακόμα