“Ο άλλος και εγώ + Εγώ και ο άλλος = Εμείς!!!”

Του Αρχιμ. Φιλίππου Χαμαργιά, Πρωτοσυγκέλλου Ι. Μητροπόλεως Μεσσηνίας

Είναι γεγονός πως από τότε που δημιουργήθηκε ο άνθρωπος πάνω στη γη, δημιουργήθηκε και η ανάγκη του για επικοινωνία και συνύπαρξη με κάποιον άλλον[1]. Έτσι δημιουργήθηκε η πρώτη κοινωνία ανθρώπων μεταξύ των Πρωτοπλάστων. Και από την πρώτη αυτή κοινωνία ανθρώπων δημιουργήθηκαν και ο πρώτοι νόμοι, ώστε να στηρίζονται οι άνθρωποι σε αυτούς και να οδηγούνται σε μια ευνομούμενη συνύπαρξη και να υπάρχει τάξη στη ζωή τους. Και οι νόμοι αυτοί έρχονται αφενός μεν να θέσουν τα θεμέλια, τους όρους και τις προϋποθέσεις ώστε να γίνεται ο κάθε άνθρωπος καλύτερος και αφετέρου να οριοθετήσουν και να κατευθύνουν τη σχέση του με τον άλλον άνθρωπο, τον συνάνθρωπο.

Αν σταθούμε μπροστά στον καθρέπτη αναμφίβολα θα δούμε εμάς. Αν σταθούμε στον πνευματικό καθρέπτη πρέπει να δούμε τον άλλον. Να ατενίσουμε μέσα από εμάς τον συνάνθρωπο μας και μέσα από τον συνάνθρωπό μας τον εαυτό μας, όχι με πνεύμα φιλαυτίας και εγωισμού αλλά με πνεύμα συνοχής και αλληλοπεριχώρησης, της ύπαρξης του ενός μέσα από τον άλλον ή μέσα στον άλλον, χωρίς να χάνει την ιδιαιτερότητά του, χωρίς να αφομοιώνεται ο ένας από τον άλλον.

Αυτό ουσιαστικά ζητά ο Κύριος από τον άνθρωπο, μέσα από την αυριανή ευαγγελική περικοπή , της Κυριακής Β’ Λουκά. Ζητά  να βάζει ο ένας τον εαυτό του στη θέση του άλλου, σε ότι αφορά τις σχέσεις, διαπροσωπικές ή κοινωνικές, ακόμα και στις συναλλαγές μας. Διότι όταν βάζοντας τον εαυτό μου στη θέση του άλλου, τότε μόνο τον νιώθω, τον καταλαβαίνω και τον κατανοώ. Αν νιώθαμε και καταλαβαίναμε ο ένας τον άλλον τότε θα ελαττώνονταν οι αδικίες, οι καταπιέσεις, η βία και το χάσμα μεταξύ των ανθρώπων.

Τι θα θέλαμε να μας κάνουν οι συνάνθρωποι μας; Να μας αγαπούν; Να μας κατανοούν; Να μη μας αδικούν; Αλήθεια έχουμε μετρήσει ποτέ τον εαυτό μας με γνώμονα τα παραπάνω;  Τότε μόνο θα καταφέρουμε να φέρουμε ένα μέτρο στις σχέσεις μας. Αν αγαπάμε τον άλλον όσο επιθυμούμε να μας αγαπά. Αν τον κατανοούμε όπως επιθυμούμε να μας κατανοεί. Αν μας δικαιώνει στο μέτρο που τον δικαιώνουμε. Δεν μπορούμε να αδικούμε τον άλλον και να απαιτούμε δίκαιο. Πρέπει να εμπεδώσουμε πως η ευτυχία μας συνδέεται με την ευτυχία του άλλου.  

Κάποιο βέβαια μπορεί να δουν κερδοσκοπικά και συμφεροντολογικά αυτή την μεταξύ ανθρώπων σχέση και να πουν : «Ωραία!!! Θα ωφελήσω τους συνανθρώπους και έτσι ανταποδοτικά θα μου αντιπροσφέρουν κι αυτοί όφελος!!!!»…. Αλίμονο σε αυτόν που σκέφτεται έτσι.

Η προσφορά αγάπης και κατανόησης δεν έχει κερδοσκοπική έννοια, ούτε γίνεται με σκοπό το υλικό όφελος. Το καλό πρέπει να γίνεται επειδή το θέλει και το ζητά Εκείνος κι όχι επειδή ζητάμε ανταπόδοση και έπαινο από τους ανθρώπους. Μακριά από τον χριστιανό κάθε τέτοιος λογισμός, που μολύνει και καταστρέφει την αγαθή πράξη.

Και βέβαια το δυσκολότερο, κατ’ άνθρωπον,  που ζητά ο Θεός είναι να αγαπήσουμε τους εχθρούς μας. Μακάρι να μην υπήρχαν εχθροί. Μακάρι να ήταν όλοι οι άνθρωποι φίλοι μεταξύ τους. Να λοιπόν η ευκαιρία  να γίνει πράξη αυτό. Ο Θεός δεν εξετάζει το πώς και το γιατί υπάρχουν εχθροί. Δεν μας ζητά το λόγο, στο γιατί υπάρχουν εχθροί στη ζωή μας. Μας ζητά αυτούς τους εχθρούς να τους κάνουμε φίλους. Και όχι μόνο να τους κάνουμε φίλους αλλά να τους αγαπήσουμε, που σημαίνει να γίνουν όχι απλά μέρος της ζωής μας αλλά η ίδια η ζωή μας.

Μέσα λοιπόν στην παρανομία της πολυνομίας που ζούμε, μας καλεί ο Χριστός να τηρήσουμε τον νόμο Του και τη διδασκαλία Του, μέσα από την γνώση και την εφαρμογή αυτών στις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους, με τον εαυτό μας, αλλά προ πάντων στη σχέση μας με τον ίδιον τον Θεόν. Έτσι θα καταφέρουμε να κερδίσουμε τον ανεκτίμητο τίτλο και να γίνουμε «υιοί του Υψίστου[2]».

[1] Γεν. Β’ , 18

[2] Λουκ. 6,31

 

Διαβάστε ακόμα