Η Εκκλησία στον Μακεδονικό Αγώνα

Του Αρχιμ. Ιωακείμ Οικονομίκου, Ιεροκήρυκα της Ι. Μ. Κίτρους

Ο μήνας Οκτώβριος, αποτελεί για τους μακεδόνες, ότι ο Μάρτιος για την υπόλοιπη Ελλάδα. Είναι ο μήνας κατά τον οποίο εορτάζουμε τα γεγονότα του Μακεδονικού Αγώνος, με κορυφαία θυσία τον θάνατο του Παύλου Μελά στην Στάτιστα σημερινό Μελάς της Καστοριάς στις 13 Οκτωβρίου 1904, την έναρξη των Νικηφόρων Βαλκανικών πολέμων του 1912 – 1913, αλλά και τον εορτασμό της επετείου της 28ης Οκτωβρίου 1940 και το ηρωϊκό έπος στα βουνά της Βορείου Ηπείρου. Με αφορμή αυτές τις τόσο σημαντικές επετείους, θα ήθελα να κάνουμε μία ιστορική αναδρομή στην προσφορά της Εκκλησίας και μάλιστα της Μεγάλης Εκκλησίας στα δύσκολα εκείνα χρόνια του Μακεδονικού αγώνος, αφού ο αγώνας ήταν εναντίον “Εξαρχικών” και Πατριαρχικών.

Η Εκκλησία σε όλη την ιστορική πορεία της, στάθηκε δίπλα στο Γένος πάντοτε, θυσιαζομένη και προσφέρουσα το αίμα της καρδιά της. Μία τέτοια περίπτωση, είναι και ο Μακεδονικός Αγώνας.

Tο 1870, η Υψηλή Πύλη εξέδωσε το Φιρμάνι με το οποίο δημιουργείται η “Βουλγαρική Εξαρχία”, ένα εκκλησιαστικό μόρφωμα με σκοπό την προσάρτηση της Μακεδονίας και της Θράκης, στην “Εξαρχία”. Δύο χρόνια μετά, το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην δικαιοδοσία του οποίου η Μακεδονία και η Θράκη υπήγοντο, συγκαλεί μία Σύνοδο το 1872 με την οποία καταδικάζει τόσο την “Εξαρχία” όσο και τον Εθνοφυλετισμό ως αίρεση.

Τον Φεβρουάριο του 1878 υπογράφεται η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου με την οποία δημιουργούνταν η “γκουλέμα βουλγάρια” δηλαδή η “μεγάλη βουλγάρια” στην οποία συμεπριλαμβάνονταν όλη η μακεδονία πλήν θεσσαλονίκης και χαλκιδικής, η οποία μετά την Επανάσταση του Ολύμπου, οδήγησε τις Μεγάλες Δυνάμεις να συγκαλέσουν το Συνέδριο του Βερολίνου τον Ιούνιο του 1878, περιορίζοντας την Βουλγαρία στα σημερινά περίπου σύνορα. Αυτό η Βουλγαρία και η “Εξαρχία” δεν το δέχτηκαν, αρχίζοντας ένα νέο όργιο λεηλασιών, βιασμών και καταστροφών σε όλη την Μακεδονία, με σκοπό την ένταξη των κατοίκων πατριαρχικών στην “Εξαρχία”.

Αυτήν την κρίσιμη στιγμή, η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, σήκωσε το βάρος για την σωτηρία του ποιμνίου της και αυτών των προνομίων της, από τις αυθαιρεσίες της “Εξαρχίας” με τις ευλογίες της Πύλης και την ανοχή των Μεγάλων Δυνάμεων. Το Πατριαρχείο με επικεφαλής τον Μεγάλο Πατριάρχη και Μακεδονομάχο Ιωακείμ Γ’ τον Μεγαλοπρεπή, αναλαμβάνει δράση για την διάσωση των κατοίκων, των προνομίων, και των δικαίων της Υψηλής Πύλης από τις αυθαιρεσίες της “Βουλγαρικής Εξαρχίας”.

Ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ’ ο Μεγαλοπρεπής, και στην πρώτη και στην δευτέρα πατριαρχεία του, παρακολουθεί άγρυπνος την κατάσταση, γι’ αυτό και αποφασίζει να στείλει στην Μακεδονία νέους Κληρικούς, με παλμό, όρεξη, θάρρος και γενναιότητα, για να σταθούν με αυταπάρνηση κοντά στο ποίμνιό τους. Όλοι οι νέοι Μητροπολίτες και Επίσκοποι είναι απόφοιτοι της Χάλκης, με σπουδές και στην Εσπερία. Στην Καστοριά έρχεται ο Γερμανός Καραβαγγέλης, στην Κορυτσά ο Φώτιος Καλπίδης, στο Μοναστήρι ο Ιωακείμ Φορόπουλος, στα Βοδενά σημερινή Έδεσσα ο Στέφανος Δανιηλίδης, στα Γρεβενά ο Αιμιλιανός Λαζαρίδης, στην Σιάτιστα ο Σεραφείμ Σκαρούλης, στην Κοζάνη ο Κωνστάντιος Ματουλόπουλος, στην Δράμα ο Χρυσόστομος Καλαφάτης, στις Σέρρες ο Γρηγόριος Ζερβουδάκης, στην Στρώμνιτσα ο Γρηγόριος Ωρολογάς, στο Νευροκόπι ο Θεοδώρητος Βασματζίδης, στην Κατερίνη ο Παρθένιος Βαρδάκας, και άλλοι. Ο Μητροπολίτης Μοναστηρίου Ιωακείμ, από τον άμβωνα διακήρυττε: “Δεν σας συμβουλεύω οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος. Αλλά οφθαλμούς αντί οφθαλμού και οδόντας αντι οδόντος”. Οι αναφορές τους πρός το Πατριαρχείο, αποτελούν ιστορικά μνημεία, όπου περιγράφουν τις θηριωδίες των Κομιτατζήδων εναντίον των πατριαρχικών κατοίκων των επαρχιών τους.

Εκτός από τους Μητροπολίτες, σημαντική είναι και η προσφορά των Μοναστηριών της Μακεδονίας. Τα Μοναστήρια, πάντοτε στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων, και πολλές φορές θυσιάστηκαν για του Χριστού την πίστη την Αγία και της Πατρίδος την ελευθερία. Μοναστήρια και Ηγούμενοι που έπαιξαν σημαντικό και θυσιαστικό ρόλο για τον αγώνα της Μακεδονίας είναι ο, Ηγούμενος Γεννάδιος Καρτζίδης της Ιεράς Μονής Παναγίας Σισανίου, ο Ευσέβιος Ταρνίκας Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγίου Δημητρίου Βλάστης, ο Γρηγόριος Νικολαΐδης Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγίων Αναργύρων Μελισσοτόπου Καστορίας, ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Ροδοπόλεως Σερρών Κωνσταντίνος. Σημαντική είναι η προσφορά της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής της Αγίας Αναστασίας Φαρμακολυτρίας, όπου ο οπλαρχηγός Νταφώτης το 1905, έδωσε σπουδαία μάχη εναντίον βουλγάρων κομιτατζήδων.

Μεγάλη είναι και η προσφορά των απλών ιερέων πού θυσιάστηκαν, για να μείνουν τα μέρη της Μακεδονίας ρωμαίϊκα και πατριαρχικά. Το 1902, οι Βούλγαροι Κομιτατζήδες συνέλαβαν τον παπά Ηλία από το Νερέτι, και αφού έκοψαν τις φλέβες του, τρύπησαν το σώμα του με μαχαίρι και τον αποτελείωσαν πυροβολώντας τον. Όταν ο βούλγαρος Κομιτατζής Πομόλεφ έχασε μέσα από το χέρια του ήρωα Καβαλιεράτο, από το κακό του συνέλαβε τον παπά – Γιώργη από το χωριό Λέχοβο και μαζί με τον γιό του Δημήτριο αφού τους βασάνισαν φρικτά, τελικά τους έθαψαν ζωντανούς. Στις αρχές Νοεμβρίου 1902 ο γηραιός Ιερεύς Δημήτριος, από το Στρέμπενο, θείος του ξακουστού Βαγγέλη Στρεμπενιώτη, συνελήφθη από τους Κομιτατζήδες και κατακρεουργήθηκε. Ο γιός του παπά Δημήτρη, ζήτησε από τον Μητροπολίτη Καστορίας Γερμανό, να χειροτονηθεί λαμβάνοντας το όνομα του πατέρα του. Στο χωριό Καλή Βρύση Δράμας, ο παπά Οικονόμου, αφού οι Κομιτατζήδες δεν μπόρεσαν τον πάρουν με το μέρος τους, κατάφεραν με δόλο να τον βγάλουν από το χωριό του, παρουσιαζόμενοι ως Έλληνες και ζητώντας από αυτόν να πάει να κοινωνήσει κάποιον δικό τους στο διπλανό χωριό πού δεν διέθετε παπά. Ο παπά – Οικονόμου, δεν κατάλαβε τον δόλο των ανθρώπων αυτών, και όταν βγήκαν έξω από το χωριό τον έδεσαν και τον κατακρεούργησαν.

Θρυλική και ιστορική θα μείνει η προσφορά και η θυσία του παπά Σταύρου Τσάμη από το Πισοδέρι, πού ανδραγάθησε όσο κανείς άλλος. Συνεργαζόταν με όλα τα αντάρτικα σωματεία και ήταν αυτός πού έθαψε το κεφάλι του Παύλου Μελά στην Αγία Τράπεζα της Εκκλησίας του την Αγία Παρασκευή Πισοδερίου. Στις 15 Ιουλίου 1906, ένας έλληνας σύνδεσμος του Ελληνικού Κομιτάτου, έχασε ένα φάκελλο με στοιχεία και με κωδικούς, όπου επικοινωνούσαν οι οπλαρχηγοί. Οι Κομιτατζήδες, με βάση τον φάκελλο αυτό, έγραψαν μία επιστολή στον παπά Σταύρο Τσάμη. Εκείνος χωρίς να βάλλει κακό στο μυαλό του πήγε στην συνάντηση. Οι Κομιτατζήδες κρυμμένοι μέσα σε δέντρα τον πυροβόλησαν. Εκείνος, αιμόφυρτος κατάφερε να κρυφτεί σε κάτι θάμνους. Εκεί τον βρήκαν οι Κομιτατζήδες, και τον αποτελείωσαν με τσεκούρι. Τον βρήκε ο αδελφός του και η κηδεία του ήταν πάνδημη. Το Ελλαδικό Κράτος, μετά την απελευθέρωση, απένειμε στο αείμνηστο παπά Σταύρο Τσάμη, τον βαθμό του Οπλαρχηγού και το Μετάλλιο των Μακεδονομάχων. Αργότερα ο Στρατός, έδωσε το όνομα του ηρωϊκού αυτού παπά σε ένα Φυλάκιο “Φυλάκιον παπά Σταύρου”.
Η προσφορά της Εκκλησίας στον Μακεδονικό Αγώνα, είναι μεγάλη και δεν ολοκληρώνεται σε ένα άρθρο. Η Μεγάλη Εκκλησία στα χρόνια εκείνα, έδωσε το αίμα της, για την διατήρηση της ελληνικότητος – ρωμαίϊκης ταυτότητος της.

Το θέμα της Μακεδονίας, δεν είναι μόνο πολιτικό, αλλά και εκκλησιαστικό. Θα κλείσω με αυτό πού το 1902, είχε πεί ο Μακεδόνας Ίων Δραγούμης: “Άν τρέξουμε να σώσουμε την Μακεδονία, η Μακεδονία θα μας σώσει. Αν τρέξουμε να σώσουμε την Μακεδονία, εμείς θα σωθούμε”.

Διαβάστε ακόμα