Η Μητρόπολη Πειραιώς απαντά σε επικρίσεις

Ἐν Πειραιεῖ τῇ 9 Ἰανουαρίου 2020

Ἡ ἐνασχόληση μέ ζητήματα κονονικῆς ὑφῆς καί τάξεως προϋποθέτουν οὐσιώδη γνώση τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου καί δέν ἐπαρκεῖ ὁ ζῆλος γιά τήν διασφάλιση καί διακράτηση τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως διότι εἶναι θέματα βαθείας γνώσεως καί ἀσφαλῶς πρέπει νά ὑφίσταται ὁ φωτισμός τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἡ ψυχοσωματική καθαρότης καί ἀκεραιότης ἀλλά καί ἡ ἐπιστημοσύνη περί τό ἀντικείμενο καί εἰδικώτερα ἡ σαφής καί πλήρης γνῶσι καί τῆς Θεολογίας καί τῆς θύραθεν Νομικῆς, τῆς ὁποίας οἱ προβλέψεις εἶναι ἀπαραίτητες γιά τήν κατανόηση καί συμπλήρωση τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου, τό ὁποῖον δέν εἶναι εἰδικό ποινικό δίκαιο καί ἑπομένως σέ πολλές περιπτώσεις χρειάζεται νά γίνεται διασταλτική ἤ συσταλτική ἑρμηνεία ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς θύραθεν νομικῆς ἐπιστήμης, πού ἰσχύει σέ ὅλα τά δικαιϊκά συστήματα τῶν κρατῶν δικαίου.

Οἱ διευκρινίσεις αὐτές κρίνονται ἀπαραίτητες διότι ἀρκετοί ἀνησυχοῦντες ἀγαπητότατοι ἀδελφοί γιά τήν πορεία τῶν ἐκκλησιαστικῶν μας πραγμάτων καί ἀγωνιζόμενοι γιά τήν διασφάλιση τῆς ἀποστολικοπαραδότου πίστεώς μας ὀχλήθησαν ἀπό τό γεγονός τῆς μνημονεύσεως ὑπό τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερωνύμου τοῦ Β΄ κατά τήν θεία λειτουργία τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων στόν Καθεδρικό Ἱ. Ναό τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς τοῦ φερομένου ὡς «Μητροπολίτου Κιέβου Ἐπιφανίου» γεγονός πού ἐπισυμβαίνει πλέον σέ κάθε λειτουργική παρουσία τοῦ Μακαριωτάτου μετά τήν Ἱεραρχία τῆς 12/10/2019.

Χωρίς τόν ἀνάλογο νομοκανονικό ἐξοπλισμό ἀλλά μόνο μέ ἐφαλτήριο τόν ἱερό ζῆλο καί τήν ἄγνοια τῶν λεπτοτάτων αὐτῶν θεμάτων ἡ καλή μας πρόθεσι δέν ἐπαρκεῖ γιά τήν νομοκανονική κατανόηση τοῦ πολυπλόκου οὐκρανικοῦ ζητήματος διότι ἄλλως ἁπλουστευτικά προσεγγίζομε τό θέμα καί ἀπό τίς δύο πλευρές τῶν καταγγελόντων καί τῶν ὑποστηριζόντων.

Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς ὡς ἔχων εἰδική ἐμπειρία καί γνῶσι νομοκανονικῶν ζητημάτων ὑπηρετήσας ἐπί 25ετία ὡς Γραμματεύς τῶν Συνοδικῶν Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων διά Μοναχούς, Διακόνους, Πρεσβυτέρους καί Μητροπολίτας καί ὡς ἀνακριτής τῆς Ἱ. Συνόδου καί ὡς Ἀρχιγραμματεύς Αὐτῆς, Α. Ἔχει δημοσίᾳ καταγγείλει τήν λεγομένη Σύνοδο τῆς Κρήτης διότι παρεβίασε τήν σαφεστάτη ὑποχρέωση Της ἐκ τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων νά καταγνώσει παγκοσμίως τίς ὑφιστάμενες ἐν χώρῳ καί χρόνῳ αἱρέσεις καί κακοδοξίες καί νά ὁριοθετήσει τήν σώζουσα πίστη ἔναντι αὐτῶν, ἐπικαιροποιοῦσα τήν ὑπό τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων κατάγνωσι (Ηης) τῆς παναιρέσεως τοῦ Παπισμοῦ, (Γης καί Ζης) τοῦ Προτεσταντισμοῦ καί (Δης, Εης καί Στης) τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ καί γιά τόν λόγον αὐτόν διεφώνησε καί μέ τά κείμενα πού ἐξεδόθησαν καί μέ τήν διαδικασία πού ἠκολουθήθη παραιτηθείς διαμαρτυρόμενος ἀπό τήν συμμετοχή του εἰς Αὐτήν. Β. Καταδικάζει δριμύτατα τῆν παναίρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ, μέ πολλές του παρεμβάσεις στούς προεστῶτες τῶν αἱρέσεων, πού ὁμογενοποιεῖ τήν ἀλήθεια μέ τό ψεῦδος καί ἐπιπολάζει τά τελευταῖα 100 χρόνια καί ἐκζητεῖ τήν δημιουργία τόξου τῶν Ὀρθοδόξων Λαῶν γιά τόν ὀρθόδοξο ἐπανευαγγελισμό τῆς Οἰκουμένης προτείνων τόν συνασπισμό Ἑλλάδος, Κύπρου, Σερβίας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας καί Ρωσίας μέ παγκόσμιες ἐνημερωτικές πλατφόρμες ἀπέναντι στό γνωστικό Ἰσλάμ, τίς ἀνατολικές θρησκεῖες καί παραθρησκεῖες, τήν ἀθεΐα, τόν μηδενισμό, τόν ἀποκρυφισμό καί τόν νεοπαγανισμό. Γ. Ἀπό τοῦ ἔτους 2018 ἔχει καταδείξει τήν ἀληθῆ νομοκανονική διάστασι τοῦ οὐκρανικοῦ ζητήματος καί ἔχει ὀρθῶς ἑρμηνεύσει τούς Ἱ. Κανόνες Θ καί ΙΖ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τούς ΛΣΤ΄ καί ΡΛΔ΄ Κανόνας τῆς ἐν Καρθαγένῃ Ἱερᾶς Συνόδου τούς ὀνομαστικῶς ἐπικυρωθέντας ὑπό τοῦ Β΄ Ἱεροῦ Κανόνος τῆς Ἁγίας Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού ἐπιλύουν πλήρως τό ζήτημα καί μετά ἀπολύτου σεβασμοῦ καί ἀγάπης πρός τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἔχει δημοσίως ἀναντιρρήτως καταθέσει ὅτι ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμεικοῦ Πατριαρχείου παρερμήνευσε τούς ἀνωτέρω Κανόνας τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί δέν ἔλαβε ὑπ’ ὄψιν τούς Κανόνες τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης, παραβιάσασα τήν ἀρχή τῆς ταυτότητος τῶν ποινῶν πού ἀποτελεῖ ἑνοποιητικό στοιχεῖο τῶν Ὁρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Εἰρήσθω ἐν προκειμένῳ ὅτι ἡ ἀνάκλησις τῆς Πράξεως τοῦ 1686 τοῦ Πατριάρχου Διονυσίου τοῦ Δ΄ διά τούς λόγους πού ἐπεκαλέσθη ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος ἀντιβαίνει στόν ΙΖ΄ Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁ ὁποῖος καθιερώνει τήν ἀρχή τῆς παραγραφῆς, διά διοικητικῆς ὑφῆς θέματα καί ἑπομένως εἶναι ἐξωπραγματικό 350 χρόνια μετά ταῦτα νά μήν ἔχει παραγραφεῖ, φερόμενο σχετικό δικαίωμα τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, διότι ἡ ἔννοια τῆς παραγραφῆς διασταλτικῶς ἐφαρμοζομένη καταλαμβάνει καί τό εἰρημένο ζήτημα.

Τίς θέσεις αὐτές κατέθεσε καί γραπτῶς ἐν ὑπομνήματι καί στήν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί δημοσιοποίησε εὑρέως καί ἐν τἀυτῷ μετά τῶν Σεβ. Μητροπολιτῶν Δρυϊνουπόλεως, Κυθήρων καί Αἰτωλοακαρνανίας ὑπέβαλον ἐν εἴδει ἐφέσεως κατά τῆς Ἀποφάσεως τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος περί ἀναγνωρίσεως τῶν ἀκύρων καί ἀντικανονικῶν ἐνεργειῶν τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πρός τόν Παναγιώτατον καί τούς Μακαριωτάτους Προκαθημένους αἴτηση ἀμέσου συγκλήσεως Πανορθοδόξου (Οἰκουμενικῆς) Συνόδου μέ τήν συμμετοχή ὅλων τῶν διαποιμαινόντων Ἐκκλησιαστικάς Ἐπαρχίας Μητροπολιτῶν καί Ἐπισκόπων.

Δ. Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς ὡς μόνο Κανονικό Μητροπολίτη Κιέβου ἀναγνωρίζει τόν Σεβ. Μητροπολίτη Κιέβου κ. Ὀνούφριο καί τή περί Αὐτόν Ἱ. Σύνοδο καί θεωρεῖ τάς πράξεις ἀποδοχῆς τῶν ἐκκλήτων προσφυγῶν τοῦ καθηρημένου καί ἀναθεματισμένου Μοναχοῦ Φιλαρέτου Ντενισένκο καί τοῦ καθηρημένου Πρεσβυτέρου Νικολάου-Μακαρίου Μάλετιτς, ὡς κανονικῶς ἄκυρες, διότι χωρίς κανονική δικαιοδοσία καί δωσιδικία ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος ἐπελήφθη καί ἐξεδίκασε αὐτάς καί ἑπομένως  προδήλως ἄκυρες εἶναι οἱ ἀκόλουθες πράξεις ἀναγνωρίσεως τῶν χειροτονιῶν πού οἱ εἰρημένοι ἐν καθαιρέσει ἐτέλεσαν καί ἀσφαλῶς ἄκυρος ἡ σύγκλησις τῆς λεγομένης «Ἑνωτικῆς Συνόδου» ἁπαρτιζομένης ἀπό λαϊκά πρόσωπα ἐν σχίσματι καί παρασυναγωγῇ διότι ὁ μέν Ντενισένκο συνέπηξε σχίσμα ὡς καθηρημένος Ἐπίσκοπος, ὁ δέ Μάλετιτς παρασυναγωγή ὡς καθηρημένος Πρεσβύτερος καί βέβαια ἄκυρος ἡ χορήγησις Αὐτοκεφαλίας στούς συγκεκριμένους λαϊκούς.

Κατά τό Κανονικό μας Δίκαιο οἱ ἀνωτέρω πράξεις εἶναι μέν ἄκυρες διότι ἐλήφθησαν ἄνευ ἁρμοδιότητος, ἀλλά δέν εἶναι ἀνυπόστατες διότι ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι ἀσφαλῶς ταμειοῦχος τῆς Θ. Χάριτος, ἔχει τό ὑπό τοῦ Κυρίου χορηγηθέν κανονικόν δικαίωμα τοῦ «δεσμεῖν καί λύειν» ὑπό τάς προϋποθέσεις τῶν Θ. καί Ἱ. Κανόνων καί οἱ τυχόν ἀντικανονικές ἀποφάσεις Της, ὡς ἐν προκειμένῳ δέν αἵρονται ἀπό τήν ἀγαθή βούλησι τοῦ κάθε ἐνισταμένου καί ἀνησυχοῦντος πιστοῦ ἀλλά ἀπό τό καθοριζόμενο κανονικό ὄργανο ὑπό τῶν Θ. καί Ἱ. Κανόνων δηλ. ἀπό τήν συγκληθησομένη Πανορθόδοξο (Οἰκουμενική) Σύνοδο. Αὐτό ἐξέφρασε ἐπιτυχῶς, ἀλλά χωρίς νομική πληρότητα, ὁμιλῶν περί «ἐλλειματικῆς ἀποκαταστάσεως» τῶν ἀνωτέρω καί ἀναγνωρίσεως τῶν χειροτονιῶν τους ὁ Μακαρ. Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας κ.κ. Ἀναστάσιος.

Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς ἔχει δημοσίως καταδείξει ὅτι τό ζήτημα αὐτό παρ’ ὅλη τήν πρόδηλη γεωπολιτική καί γεωστρατηγική του ἐμπλοκή διά τήν ὁποία ἀσφαλῶς εὐθύνονται καί οἱ Ρῶσοι ἀδελφοί μας «παραχωροῦντες» τήν ὑποχρεώση στηρίξεως τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τῆς Πρωτοθρόνου κατά τούς Ἱερούς Κανόνας Ἐκκλησίας τῶν Ὀρθοδόξων ἐντός τῆς φασιστικῆς ἰσλαμικῆς Τουρκίας στούς Εὐρωατλαντιστάς, τυγχάνει διοικητικῆς ὑφῆς ζήτημα διότι δέν ἀναφέρεται στό δόγμα τῆς Πίστεως ἀλλά στήν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καί μπορεῖ μέν νά ὑφέρπει ὅπως καί στήν αἴτηση συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου ἀνεφέρθη, ἡ ἐσφαλμένη ἐκκλησιολογία περί δῆθεν ὑπάρξεως παγκοσμίου πρώτου ἐκτός τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλά τό ζήτημα αὐτό δέν κρίνεται ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀντίληψης ἀλλά ἐπί τῇ βάσει τῆς διοικητικῆς φύσεως τοῦ θέματος. Οἱ δέ ἄθεσμες συλλειτουργίες μέ Παπικούς καί Οὐνίτες τῶν λαϊκῶν τῆς νέας δομῆς στήν Οὐκρανία, εἶναι ἐπίμεπτες ἐνέργειες πού καταδεικνύουν τό σφάλμα τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου νά ἐμπιστευθεῖ εἰς τοσοῦτον ἀδοκίμους, ἀκαταρτίστους  καί ἀνοήτους ἀνθρώπους τόν μέγαν θησαυρόν τῆς Αὐτοκεφαλίας.

Ἑπομένως δέν τίθεται ζήτημα ἀμέσου ἐφαρμογῆς τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Ἁγίας Συνόδου καί δέν μολύνεται οὐδείς ἐκ τῆς συνιερουργίας μετ’ ἐκείνων πού ἀναγνωρίζουν προδήλως ἐσφαλμένως, τάς ἀκύρους κατά τούς ἱερούς κανόνας ἐνεργείας τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, πού ὅμως δέν τυγχάνουν ἀνυπόστατες καί ἀπαιτεῖται ἡ κατάγνωσις καί ἀκύρωσίς των ἀπό τό ἁρμόδιο Κανονικό Ὄργανο πού εἶναι ἡ Πανορθόδοξος Οἰκουμενική Σύνοδος ὡς ἀνεφέρθη. Ὁ μολυσμός ἐκ τῆς συνιερουργίας ἐπέρχεται μόνον μέ τήν αὐτοπρόσωπη συμμετοχή τῶν ἀκύρως ἀποκατασταθέντων λαϊκῶν προσώπων διότι ὁ Ι΄ Κανών τῶν ἁγίων Ἀποστόλων πού ἔχει Οἰκουμενικό κῦρος ἀναγνωριζόμενος ἀπό τήν Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀπαιτεῖ νομοκανονικῶς τήν κατάγνωσι τοῦ ἀκοινωνήτου, τήν ὁπο;iα δέν μπορεῖ νά τήν καταγνώσει παρά μόνο τό ἁρμόδιο Ἐκκλησιαστικό Ὄργανο. Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι συνοθύλευμα αὐτοπροσδιοριζομένων καί αὐτοχριομένων «σωτήρων» ἀλλά σῶμα μέ κεφαλή τόν Σωτῆρα Χριστό καί μέλη τούς εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος Ὀρθοδόξως βεβαπτισμένους καί κατά ταῦτα ἡ Ἐκκλησία σώζει καί δέν σώζεται κατά τά κελεύσματα τοῦ Παναγίου καί Τελεταρχικοῦ Πνεύματος διά τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί μέ τήν προβλεπομένην κανονικήν τάξιν.

Ἑπομένως δέν δύναται κάθε πιστός ἀκόμα καί Ἐπίσκοπος κινούμενος ἀπό ὑπερβάλλουσα εὐσέβεια ἤ ἱερό ζῆλο νά αὐτοχρίεται Οἰκουμενική Σύνοδος καί νά ἐπιλαμβάνεται μέ συνοπτικές διαδικασίες διοικητικῶν καί κανονικῶν θεμάτων τῆς Ἐκκλησίας καί νά προβαίνει σέ «καθαιρέσεις καί ἀναθεματισμούς» μελῶν τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, διότι αὐτό ἀποτελεῖ τήν ἀποθέωση τοῦ ὀθνείoy καί κακοδόξου Προτεσταντικοῦ πνεύματος!!! Ἡ ἄμεσος ἄρσις ὑποχρέωσις διακοπῆς κοινωνίας πρό συνοδικῆς καταδίκης ὑφίσταται μόνον στήν διακοινωνία μέ τήν αἵρεση.

Συμπερασματικῶς ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς οὐδεμία ἁρμοδιότητα εἶχε νά ἐπιβάλλει στόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν τίς θέσεις του, οὔτε ἀσφαλῶς νά διακόψει τήν κοινωνία μαζί Του.

 

ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ

Διαβάστε ακόμα