Πανηγύρισαν χωρίς να ξεχάσουν στον Ι. Ναό Αγίου Ευθυμίου Κυψέλης

Στο εορτάζοντα ναό του οσίου Ευθυμίου Κυψέλης ιερούργησε την 20η Ιανουαρίου 2020, ο επίσκοπος Θαυμακού Ιάκωβος.

Με συλλειτουργούς του, τους εκ των αδελφών της μονής Πετράκη, αρχιμανδρίτες Αλέξιο Γιαννιό, Σεραφείμ Δημητρίου και τον διάκονο Φιλούμενο Καϊταλίδη, καθώς και τον οικονόμο Θεότιμο Τσάλλα τίμησαν τον άγιο και μνημόνευσαν τον ομώνυμο του, πρότριτα κοιμηθέντα μακαριστό μητροπολίτη Αχελώου Ευθύμιο, και εκείνον κατασταθέντα αδελφό της αυτής Μονής.

Ο εφημέριος του ναού και γενικός Διευθυντής του Γενικού Φιλοπτώχου Ταμείου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Χαβάτζας, αμέσως μετά το μνημόσυνο, αναφέρθηκε στο πρόσωπο του μακαριστού ιεράρχου και στην σχέση του με τον ναό του οσίου Ευθυμίου Κυψέλης.

Την προσεχή Κυριακή 26 Ιανουαρίου και στο ναό του Αγίου Δημητρίου παλαιού Ψυχικού, θα τελεσθεί το 40ήμερο μνημόσυνο του αειμνήστου αρχιερέως.

Παραθέτουμε εν συνεχεία φωτογραφίες με τον αοίδιμο ιερουργούντα στον άγιο Ευθύμιο, αλλα και εκ της θείας λειτουργιας την 20η Ιανουαρίου 2020, καθώς και τον επικήδειο που εκφώνησε ο επίσκοπος Θαυμακού Ιάκωβος, καθηγουμένος της ιεράς μονής Ασωμάτων Πετράκη, κατά την εξόδιο ακολουθία, στο Μητροπολιτικό ναό των Αθηνών την 28η Δεκεμβρίου 2019.

«Μακάριος ἀνήρ, ὃς ἐν σοφίᾳ τελευτήσει καὶ ὃς ἐν συνέσει αὐτοῦ διαλεχθήσεται» (Σοφία Σειράχ ιδ΄, 20)

Μακαριώτατε Πάτερ καί Δέσποτα,

Σεβασμιώτατοι καί Θεοφιλέστατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,

Σεπτή τῶν Πατέρων χορεία,

Χριστός ὁ Καλός Ποιμήν, τήν προηγουμένην τῆς Γεννήσεώς Του, ἐκάλεσε τόν ποιμένα τῶν λογικῶν προβάτων, τόν πολιόν καί «πέπειρον βότρυν», τόν πλήρη ἡμερῶν, σοφίας καί συνέσεως, τόν πέραν τοῦ μισοῦ αἰῶνος διακονήσαντα τήν Ἱεράν Ἀρχιεπισκοπήν Ἀθηνῶν καί τήν Ἐκκλησίαν ἐν γένει, τόν εὐλαβῆ Ἱεράρχην, Ἐπίσκοπον Ἀχελώου κυρόν Εὐθύμιον, νά συνεορτάσῃ μετά τῶν ἐν τῇ ἄνω Ἱερουσαλήμ τόν ἐν σπηλαίῳ τεχθέντα Βασιλέα.

Ὁ ἐκλιπών, μεστός ἤθους καί πνευματικότητος, γεννήθηκε τό ἔτος 1929 εἰς τήν πόλιν τοῦ Ἀγρινίου, ἀπό τούς εὐλαβεῖς γονεῖς του, Κωνσταντῖνον καί Ἑλένην. Ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τάς ἐγκυκλίους σπουδάς του, τό ἔτος 1948 εὑρίσκεται εἰς τό κλεινόν ἄστυ, φοιτητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, τῆς ὁποίας ἀποφοιτεῖ τό ἔτος 1952, γιά νά ὑπηρετήσῃ ὡς Ἔφεδρος Ἀξιωματικός τοῦ Πεζικοῦ.

Ἡ ἀγάπη του διά τήν Θεολογίαν, τόν καθοδηγεῖ σέ περαιτέρω μελέτη, ἔρευνα καί σπουδή, γι’ αὐτό καί τό ἔτος 1980 ἀναγορεύεται Διδάκτωρ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἐθνικοῦ καί Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου, ἐνῷ παράλληλα διδάσκει ὡς Ἐπισκέπτης Καθηγητής τοῦ Οἰκουμενικοῦ Ἰνστιτούτου τῆς Γενεύης καί τῶν Πανεπιστημίων τῆς Λουβαίν καί τοῦ Σικάγου, γνώστης ἄριστος ὤν τῆς Γαλλικῆς καί τῆς Ἀγγλικῆς γλώσσας.

Τό ἔτος 1962 εἰσέρχεται εἰς τάς τάξεις τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου καί τό ἑπόμενον ἔτος χειροτονεῖται Πρεσβύτερος ἀπό τόν μακαριστόν Ἱεράρχην Διδυμοτείχου κυρόν Κωνσταντῖνον. Πολύ πρίν ἀπό τήν χειροτονίαν του, καί συγκεκριμένα ἀπό τοῦ ἔτος 1954 ἐπιδίδεται μέ ζῆλον εἰς τήν διακονίαν τοῦ Θείου Λόγου, ἐνῷ παράλληλα ἐπί μίαν δεκαετίαν (1955-1964) διετέλεσεν Γενικός Γραμματεύς τοῦ Παγκοσμίου Συνδέσμου Ὀρθοδόξου Νεολαίας, συμμετέχων εἰς Παγκόσμια Συνέδρια ἐν Ἑλλάδι, Λιβάνῳ καί Φιλλανδίᾳ.

Τόν Δεκέμβριον τοῦ ἔτους 1968 ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τῆς πάλαι ποτε διαλαμψάσης Ἐπισκοπῆς Ἀχελώου. Εἰς τόν χειροτονητήριον λόγον του διαφαίνεται τό ὄραμά του, εἰς τό ὁποῖον παρέμεινεν πιστός ἔως τῆς τελευτῆς του. Εἶπε χαρακτηριστικῶς: «Μᾶς ἤρεσεν αὐτή ἡ ἔκφρασις τῆς Ἐκκλησίας, καθώς τήν ἐβλέπαμεν νά ἀγκαλιάζῃ ὅλας τάς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς, τούς φυλακισμένους, τά παιδιά, τούς γέρους, τά ὀρφανά. Νά ἱδρύῃ συσσίτια, νοσοκομεῖα, γηροκομεῖα… Καί ἦταν αὐτή ἡ ἔκφρασις τῆς Ἐκκλησίας, πού ἔκλεψε τήν ἀγάπην μας». Καί αὐτό τό ὄραμα ἐφήρμοσεν ὡς τρόπον ζωῆς.

Ἀπ’ ἐκείνην τήν στιγμήν καί ἔκτοτε, ἐπεδόθη μετά ζήλου εἰς τό ἱερόν κήρυγμα, τήν λειτουργικήν ἀγωγήν τῶν Κληρικῶν, τήν ἀγωγήν τῶν Πνευματικῶν, τίς ποιμαντικές ἐπισκέψεις σέ Σχολεῖα, Νεανικά Κέντρα, Συλλόγους, Ἱδρύματα, Ραδιοφωνικούς καί Τηλεοπτικούς Σταθμούς.

Ὑπηρέτησεν τήν Ἱεράν Ἀρχιεπισκοπήν Ἀθηνῶν ἀπό διαφόρους καίριες διοικητικές θέσεις, ὡς Γενικός Ὑπεύθυνος Προνοιακοῦ καί Κοινωνικοῦ Ἔργου, Ἀντιπρόεδρος τοῦ Γενικοῦ Φιλοπτώχου Ταμείου, Ἀντιπρόεδρος τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ὀρφανοτροφείου Βουλιαγμένης, Διευθυντής τῆς «Κεντρικῆς Διεύθυνσης Ποιμαντικοῦ Ἔργου», αλλά καί τήν Ἱεράν Σύνοδον, ὡς Πρόεδρος τῆς «Εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Οἰκολογίας».

Ἐκ τῶν σημαντικοτέρων ἔργων του, ὑπῆρξεν ἡ Ἵδρυσις τῆς «Χριστιανικῆς Ἀλληλεγγύης» (1969), ἡ Ἵδρυσις τῆς «Διευθύνσεως Νεότητας», ἡ Ἵδρυσις τῆς «Ὑπηρεσίας Ἐθελοντικῆς Διακονίας Ἀσθενῶν», τῆς «Ὑπηρεσίας Γυναικείων Θεμάτων», τῶν «Ἐνοριακῶν Συνάξεων Μελέτης Ἁγίας Γραφῆς» καί ἄλλων.

Ἡ γραφίδα του παρήγαγε περί τά 74 βιβλία Θεολογικοῦ καί Παιδαγωγικοῦ περιεχομένου.

Περισσότερον δέ ὅλων, ἠγάπησε τήν προσευχήν καί τήν μελέτην τοῦ Θείου Λόγου. Παρέμεινεν ἔως τέλους ἐραστής τῆς ἡσυχίας, γνήσιος Μοναχός.

Ἡ Ἱερά Μονή Ἀσωμάτων Πετράκη, τῆς ὁποίας ὑπῆρξε Ἀδελφός, ἀναγνωρίζουσα τό μοναχικόν ἦθος του, ἔταξεν κατά τά τελευταία ἔτη τῆς ζωῆς του εἰς τήν ὑπηρεσίαν του ἕναν ἐκ τῶν Ἀδελφῶν αὐτῆς.

Ἡ ἀναχώρησή του ἀπό τά ἐπίγεια καί πρόσκαιρα ἀποτελεῖ δι’ ὅλην τήν Ἐκκλησίαν ὀδυνηρότατη στέρησιν. Ἐν τούτοις, τό ἔργον του συνεχίζεται μέσα ἀπό τήν πλειάδα τῶν Κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι, ἐμμέσως ἤ ἀμέσως, ὠφεληθήκαμε ἀπό αὐτό.

Προσφιλέστατε Ἅγιε Ἀδελφέ μας, συλλειτουργέ καί συνεπίσκοπέ μας κυρέ Εὐθύμιε, ὁ θάνατός σου, ἀποτελεῖ μετάθεσιν ἐκ τῶν λυπηροτέρων εἰς τά θυμηδέστερα καί ἀπό τήν σκιάν τοῦ θανάτου εἰς τήν ὄντως ζωήν· εἶναι «ἱδρώτων ἀντίδοσις, ἀμοιβή παλαισμάτων καί στέφανος». Ἀνάμεσα εἰς τήν κατάπαυσιν τῶν ἁγίων Ἱεραρχῶν, εἰς τήν ὁποίαν ἔχομεν βεβαιότητα ὅτι εὑρίσκεσαι, εὔχου καί ὑπέρ ἡμῶν, τῶν περιλειπομένων.

 

 

 

 

 

 

Διαβάστε ακόμα