Κοινωνία χωρὶς θεία Κοινωνία

Του Ἀντωνίου Κουτεντάκη, Λειτουργιολόγου, ὑπ. Διδάκτωρος Ἱστορίας

Καθήμενος στὸ γραφεῖό μου καὶ μὴ δυνάμενος νὰ μεταβῶ στὴν ἐργασία μου -ὢν ἐκπαιδευτικός-, περιορισμένος ἀπὸ κοινωνικὲς δραστηριότητες καὶ τηρώντας ὅλα τὰ ἀπαραίτηταπροληπτικὰ μέτρα, ξεφυλλίζω τὸ Ἱερατικό.

Τὸ βλέμμα μου σταματᾷ σὲ κάποιες φράσεις «Ὑπὲρ πλεόντων, ὁδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αἰχμαλώτων καὶ τῆς σωτηρίας αὐτῶν τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν. Ὑπὲρ τοῦ ῥυσθῆναι ἡμᾶς ἀπὸ πάσης θλίψεως, ὀργῆς, κινδύνου καὶ ἀνάγκης, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν. Ἀντιλαβοῦ, σῶσον, ἐλέησον καὶ διαφύλαξονἡμᾶς ὁ Θεὸς τῇ σῇ χάριτι». «Κύριε ὁ Θεὸςἡμῶν, σῶσον τὸν λαόν σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου· τὸ πλήρωμα τῆς ἐκκλησίας σου φύλαξον». «Ἐλέησον ἡμᾶς κατὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους Σου, καὶ τοὺς οἰκτιρμούς Σου κατάπεμψον ἐφ´ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ πάντα τὸν λαόν Σου, τὸν ἀπεκδεχόμενον τὸ παρὰ σοῦ μέγα καὶ πλούσιον ἔλεος». «Μνήσθητι, Κύριε, πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας, οὓς ἐδικαίωσας βασιλεύειν ἐπὶ τῆς γῆς. (  ) Μνήσθητι, Κύριε, τοῦ περιεστῶτος λαοῦ, καὶ τῶν δι´ εὐλόγους αἰτίας ἀπολειφθέντων, καὶ ἐλέησον αὐτοὺς καὶ ἡμᾶς, κατὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους σου. Τὰ ταμεῖα αὐτῶν ἔμπλησον παντὸς ἀγαθοῦ, (  ) τὰ νήπια ἔκθρεψον· τὴν νεότητα παιδαγώγησον· τὸ γῆρας περικράτησον· τοὺς ὀλιγοψύχους παραμύθησαι· τοὺς ἐσκορπισμένους ἐπισυνάγαγε·(  ). Τοῖς πλέουσι σύμπλευσον· τοῖς ὁδοιποροῦσι συνόδευσον· χηρῶν πρόστηθι· ὀρφανῶν ὑπεράσπισον· αἰχμαλώτους ῥῦσαι· νοσοῦντας ἴασαι. Τῶν ἐνβήμασι, καὶ μετάλλοις, καὶ ἐξορίαις, καὶ πικραῖς δουλείαις, καὶ πάσῃ θλίψει καὶ ἀνάγκῃ καὶ περιστάσει ὄντων, μνημόνευσον, ὁ Θεός, καὶ πάντων τῶν δεομένων τῆς μεγάλης σου εὐσπλαγχνίας· (  ) Καὶ παντὸς τοῦ Λαοῦ σου μνήσθητι, Κύριε, ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ ἐπὶ πάντας ἔκχεον τὸ πλούσιον σου ἔλεος, πᾶσι παρέχων τὰ πρὸς σωτηρίαν αἰτήματα. Καὶ ὧν ἡμεῖς οὐκ ἐμνημονεύσαμεν, δι´ ἄγνοιαν ἢ λήθην, ἢ πλῆθος ὀνομάτων, αὐτὸς μνημόνευσον, ὁ Θεός, ὁ εἰδὼς ἑκάστου τὴν ἡλικίαν, καὶ τὴν προσηγορίαν, ὁ εἰδὼς ἕκαστον ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ. Σὺ γὰρ εἶ, Κύριε, ἡ βοήθεια τῶν ἀβοηθήτων, ἡ ἐλπὶς τῶν ἀπηλπισμένων, ὁ τῶν χειμαζομένων σωτήρ, ὁ τῶν πλεόντων λιμήν, ὁ τῶν νοσούντων ἰατρός. Αὐτὸς τοῖς πᾶσι τὰ πάντα γενοῦ, ὁ εἰδὼς ἕκαστον, καὶ τὸ αἴτημα αὐτοῦ, οἶκον, καὶ τὴν χρείαν αὐτοῦ. Ῥῦσαι, Κύριε, τὴν πόλιν καὶ χώραν ταύτην, καὶ πᾶσαν πόλιν, καὶ χώραν, ἀπὸ λιμοῦ, λοιμοῦ, σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας, ἐπιδρομῆς ἀλλοφύλων, καὶ ἐμφυλίου πολέμου».

Πραγματικὸ ἀναλγητικὸ φάρμακο τὰ λόγια τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, λόγια ἀπευθυνόμενα ὄχι πρὸς τοὺς ἰσχυροὺς τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλὰ πρὸς τὸν Ἰσχυρὸ οὐρανοῦ καὶ γῆς, τὸν Δημιουργὸ τοῦ σύμπαντος κόσμου, ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου. Τὸ κλείνω ὅμως (τὸ Ἱερατικό) πολὺ γρήγορα. Δὲν ὑπάρχει ἄλλωστε κανένας λόγος μελέτης του. Δὲν θὰ χρησιμοποιηθεῖ κατὰ τὶς προσεχεῖς Κυριακές, οὔτε -ὅπως δείχνουν τὰ πράγματα- κατὰ τὴ Μεγάλη Πέμπτη καὶ τὸ Μεγάλο Σάββατο. Τοὐλάχιστον ὄχι στὶς ἐνορίες, διότι εὐτυχῶς ὑπάρχουν στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια καὶ οἱ ἱερὲς Μονὲς ποὺ ἀπρόσκοπτα θὰ συνεχίσουν νὰ κάνουν αὐτὸ ποὺ πάντοτε ἤξερε ἡ Ἐκκλησία νὰ κάνει, δηλαδὴ τὴν καθολικὴ προσευχὴ καὶ λατρεία, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴ θεία Λειτουργία.

Οἱ ἰσχυροὶ τοῦ κόσμου τούτου γιὰ πολλοστὴ φορὰ ἀπέδειξαν πόσο ἀνίσχυροι πραγματικὰ εἶναι, ἕρμαια μιᾶς καταστάσεως ποὺ σὲ καμία περίπτωση δὲν δύνανται νὰ διαχειρισθοῦν. Ἡ ἐπιστημονικὴ κοινότητα πειραματίζεται καθημερινὰ μὲ ἕναν ἰὸ τοῦ ὁποίου τὴ σύσταση καὶ τὴ συμπεριφορά, ἆρα καὶ τὴν καταπολέμηση, δὲν γνωρίζει καὶ δὲν ἐπιτυγχάνει νὰ γνωρίσει παρὰ τὶς ὁλόθυμες προσπάθειές της, καὶ μὲ ἕνα σύστημα ὑγείας στὴ χώρα μας – ἀποτέλεσμα πολιτικῆς ἀνικανότητος δεκαετιών- παντελῶς ἀνύπαρκτο. Ἔτσι, ἔρχονται οἱ πρωτοβουλίες τῆς κυβέρνησης, ὥστε νὰ λειτουργήσουν προληπτικά. Ἀπαγόρευση κάθε συναθροίσεως, δικαίωμα ὅμως στὴν ἐλεγχόμενη κίνηση σὲ ὁρισμένα καταστήματα, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι στὰ καταστήματα πάσης φύσεως τροφοδοσίας.

Μόνον ἡ Ἐκκλησία ἐξαιρέθηκε τοῦ μέτρου αὐτοῦ, ἀφοῦ ἡ κυβέρνηση κατ’ οὐσίαν ἀπαγόρευσε στοὺς ἱερεῖς νὰ φοροῦν ἐπιτραχήλιο. Ἐὰν δηλαδὴ ἐντὸς ἱεροῦ Ναοῦ βρίσκονται 5 ἄνθρωποι προσευχόμενοι ἰδιωτικά, δὲν ὑπάρχει κίνδυνος μεταδόσεως τοῦ ἰοῦ. Ὁ κίνδυνος ἐλλοχεύει μόλις ὁ ἱερεὺς φορέσει τὸ ἐπιτραχήλιό του καὶ πεῖ «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν…»! Κανεὶς σαφῶς δὲν παίζει μὲ τὴ ζωή του, οὔτε καὶ μὲ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων, ἐνπροκειμένῳ ὅμως τὸ πρόβλημα κατὰ τὴν κυβέρνηση δὲν εἶναι ποσοτικὸ ἀλλὰ ποιοτικό, διότι ἂν ἴσχυε τὸ πρῶτο, ἡ ἀπαγόρευση θὰ ἀνέφερε ἀριθμοὺς σηνηθροισμένων ἀνθρώπων, ὅπως καὶ σὲ ὅλες τὶς ἄλλες περιπτώσεις ἀπαγορεύσεων, καὶ ὄχι τὴν «απαγόρευση της τέλεσης κάθε είδους λειτουργιών και ιεροπραξιών». Μήπως τελικὰ πρώτιστο μέλημα τῆς κυβέρνησης δὲν εἶναι ἡ ἀναστολὴ τοῦ ἱοῦ ἀλλὰ ἡ ἀναστολὴ τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας δοθείσης (ἢ δημιουργηθείσης;) τῆς εὐκαιρίας τοῦ ἰοῦ;

Ὁ πρωθυπουργὸς τῆς χώρας λίγες ἡμέρες πρὶν ζητοῦσε τὴ συνδρομὴ τῆς Ἐκκλησίας στὴν καταπολέμηση τῆς νέας αὐτῆς λαίλαπας. Ἄραγε, τί ἀκριβῶς εἴδους βοήθεια ἀνέμενε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία; Οἰκονομική; Ἠθική; Πολιτική; Προφανῶς δὲν εἶναι γνώστης τῆς ἱστορίας. Λησμονεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία πάντοτε βρισκόταν στὶς ἐπάλξεις τοῦ γένους δίχως νὰ τῆς ζητηθεῖ ἀπὸ κανέναν βοήθεια, ἁπλᾶ καὶ μόνον διότι ἡ Ἐκκλησία τὸν κάθε ἄνθρωπο τὸν ἀντιλαμβάνεται καὶ τὸν νιώθει ὡς μέλος καὶ σῶμά της, ἐν ἀντιθέσει μὲ τοὺς πολιτικοὺς συλλήβδην, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀντιλαμβάνονται ὡς πιθανὸ ψηφοφόρο, ἆρα θύμα τους! Πάντοτε λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία συνέδραμε πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως τὸ πανταχόθεν δοκιμαζόμενο γένος μας, χωρὶς ὅμως ποτὲ μέχρι τώρα νὰ χάσει τὴν αὐτοσυνειδησία της, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴ θεία Εὐχαριστία.

Πῶς ἀλήθεια ὁρίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὴν Ἐκκλησία; Ὡς «σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους». Ὄχι ὡς ἀφηρημένη ἔννοια ἀλλ’ ὡς ἕνα ὄντως σῶμα, τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τὸν ἄρτο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ὁ δὲ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας θὰ πεῖ χαρακτηριστικὰ καὶ μὲ ἀπόλυτο τρόπο «Σημαίνεται δὲ ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις, οὐχ ὡς ἐν συμβόλοις, ἀλλ’ ὡς ἐν καρδίᾳ μέλη καὶ ὡς ἐν ρίζῃ φυτοῦ κλάδοι καὶ καθάπερ ἔφη ὁ Κύριος ὡς ἐν ἀμπέλῳ κλήματα». Ἡ Ἐκκλησία ἱδρύεται τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης κατὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, τὴν τέλεση δηλαδὴ τῆς πρώτης ἐπὶγῆς θείας Λειτουργίας καὶ μέχρι σήμερα ὑπάρχει γι’ αὐτὸν καὶ μόνον τὸν σκοπό. Τὸ κοινωνικό, φιλανθρωπικό, ἐθνικό, ἀνθρωπιστικό, ἐκπολιτιστικὸ ἔργο της ἑπομένως εἶναι δευτερεύοντες τομεῖς, οἱ ὁποῖοι πάντοτε ἦταν -ἢ τοὐλάχιστον θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι- ἐναρμονισμένοι πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς θείας Εὐχαριστίας. Μία Ἐκκλησία ποὺ δὲν λειτουργεῖ δὲν ἔχει λόγο ὕπαρξης, ἀφοῦ ἡ θεία Εὐχαριστία τὴ νοηματοδοτεῖ καὶ τὴ συνέχει, ὅπως συνέχει καὶ διακρατεῖ καὶ τὸν σύμπαντα κόσμο ὑπὲρ τοῦ ὁποίου εὔχεται σὲ κάθε θεία Λειτουργία.

Ὁ πρωθυπουργὸς λοιπὸν μὲ τὴν καθ’ ὕλην ἁρμόδια ὑπουργό του μὲ ἕνα Φ.Ε.Κ. κατάφεραν νὰ ἀκυρώσουν τὴν Ἐκκλησία ἀπαγορεύοντάς της νὰ κάνει τὸ μόνο πράγμα ποὺ τὴ νοηματοδοτεῖ, τὸ μόνο γεγονὸς γιὰ τὸ ὁποῖο ὑφίσταται, δηλαδὴ νὰ λειτουργεῖ, ὑποβιβάζοντας ἔτσι τοὺς ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς ἀπὸ διαχειριστὲς τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ σὲ δημοσίους ὑπαλλήλους μὴ διαφέροντες σὲ τίποτε ἀπὸ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐργάζονται στὶς λοιπὲς δομὲς τῶν δημοσίων ὑπηρεσιῶν. Ἀπέδειξε ἡ κυβέρνηση πὼς γνωρίζει πολὺ καλύτερη θεολογία ἀπὸ τοὺς ἰθύνοντες, ἀφοῦ ἔτρωσε τὴν Ἐκκλησία στὴν καρδιά της, δηλαδὴ τὴ θεία Λειτουργία. Ἄφησε ἔτσι στὴν Ἐκκλησία ὅλα τὰ ἄλλα, ἀλλὰ τῆς ἀφήρεσε τὴ ζωοποιὸ καρδιά, θέλοντας νὰ τὴν καταστήσει ἕνα ἄψυχο κουφάρι παρατημένο στὴ φθορὰ καὶ τὴ σήψη.

Ἡ κυβέρνηση λοιπὸν μὴ μπορώντας νὰ χτυπήσει ἀποτελεσματικὰ τὸν ἰό, βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ χτυπήσει θανατηφόρα τὴν Ἐκκλησία. Οἱ ἀρχιερεῖς ὅμως; Γιατί τόση σιγή; Γιατί αὐτὴ ἡ ἀνεξήγητη ἀπόλυτη ταύτιση μὲ τοὺς κυβερνῶντες; Ὄχι, δὲν περιμέναμε αὐτὴ τὴν ἀντίδραση. Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ πεπατημένη ὁδὸς ποὺ πρῶτοι βάδισαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας σὲ ἀντίστοιχες περιπτώσεις τοῦ παρελθόντος. Ὄχι, δὲν ἔπραξε ἔτσι ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐνώπιον τοῦ συνεδρίου, οὔτε ὁ Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος. Δὲν ἔπραξε ἔτσι ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος ἐνώπιον τῆς ἀυτοκράτειρας Εὐδοξίας, οὔτε καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος ενώπιον τοῦ ἐπάρχου Μοδέστου. Δὲν ἔπραξε ἔτσι ὁ Γερμανὸς Κων/πόλεως ἐνώπιον τοῦ Λέοντος τοῦ Γ, οὔτε καὶ ὁ διάδοχός του Ταράσιος. Δὲν ἔπραξε ἔτσι ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, οὔτε καὶ πλεῖστοι ὅσοι ποιμένες ποὺ πραγματικὰ πονοῦσαν γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ ὄντως ποίμαιναν τὸ λογικὸ ποίμνιό Της προστατεύοντάς το ἀπὸ τοὺς κάθε λογῆς λύκους.

Καὶ κάπως ἔτσι, πορευόμαστε τὴν ἀνηφορικὴ ὁδὸ πρὸς τὴν Ἀνάσταση μὲ τὶς ἐκκλησίες σιωπηλὲς καὶ τοὺς Χριστιανοὺς νὰ μποροῦν νὰ πᾶνε στὶς δημόσιες ὑπηρεσίες, στὰ παντοπωλεῖα καὶ στὰ καφεπωλεῖα, ὅπου μποροῦν νὰ συναντήσουν τὸν καθένα, ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησία νὰ συναντήσουν ὑποστατικὰ τὸν Χριστὸ κατὰ τὴ θεία Λειτουργία. Τοὺς Χριστιανοὺς βέβαια, ποὺ κάθε Κυριακὴ ποὺ χτυποῦσαν οἱ καμπάνες, ἔκαναν παράπονα διότι ἐνοχλεῖτο ὁ ὕπνος τους. Τοὺς Χριστιανοὺς ἐκείνους ποὺ ἔρχονταν στὴν ἐκκλησία τὴ Μεγάλη Τετάρτη γιὰ νὰ μυρωθοῦν κατὰ τρόπο μαγικὸ ἀπὸ τὸ λάδι τοῦ εὐχελαίου, τὴ Μεγάλη Πέμπτη γιὰ νὰ κοινωνήσουν «γιὰ τὸ καλό», τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ γιατὶ ἦταν ἔθιμο ἡ περιφορὰ τοῦ Ἐπιταφίου καὶ τὸ βράδυ τῆς Ἀναστάσεως γιὰ νὰ πάρουν τὸ Ἅγιο Φῶς καὶ νὰ ἀκούσουν μετὰ δυσκολίας τὸ πρῶτο «Χριστὸς ἀνέστη» γιὰ νὰ ἐξαφανισθοῦν καὶ νὰ στρογγυλοκαθίσουν στὸ τραπέζι!

Καὶ κάπως ἔτσι μᾶς ἔπιασε ὁ κορωνοϊὸς στὸν ὕπνο ὅλους. Τὴν κυβέρνηση, τοὺς ἐπιστήμονες, τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ταγούς, τοὺς Χριστιανούς. Μαζὶ μὲ τὸ σύστημα ὑγείας δοκιμάζεται καὶ ἡ πίστη μας. Καὶ ἀντὶ τώρα παρὰ ποτὲ νὰ ἐντατικοποιήσουμε τὴν τέλεση τῶν θείων Λειτουργιῶν κατὰ τὰ Σαββατοκύριακα καὶ ἀπὸ τὸ Πάσχα καὶ ἔπειτα καθημερινά (τηρώντας βεβαίως πάντα τοὺς προληπτικοὺς κανόνες ποὺ οἱ εἰδικοὶἐπιβάλλουν), ἀποποιούμεθα τοῦ ἰσχυροτέρου μέσου ποὺ ἔχουμε, δηλαδὴ τῆς θείας Λειτουργίας, τοῦ μόνου γεγονότος ποὺ διακρατεῖ καὶ συνέχει τὸν κόσμο.

«Σὺ γὰρ εἶ, Κύριε, ἡ βοήθεια τῶν ἀβοηθήτων, ἡ ἐλπὶς τῶν ἀπηλπισμένων, ὁ τῶν χειμαζομένων σωτήρ, ὁ τῶν πλεόντων λιμήν, ὁ τῶν νοσούντων ἰατρός. Αὐτὸς τοῖς πᾶσι τὰ πάντα γενοῦ, ὁ εἰδὼς ἕκαστον, καὶ τὸ αἴτημα αὐτοῦ, οἶκον, καὶ τὴν χρείαν αὐτοῦ. Ῥῦσαι, Κύριε, τὴν πόλιν καὶ χώραν ταύτην, καὶ πᾶσαν πόλιν, καὶ χώραν, ἀπὸ λιμοῦ, λοιμοῦ, σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας, ἐπιδρομῆς ἀλλοφύλων, καὶ ἐμφυλίου πολέμου».

Διαβάστε ακόμα