Κριτική στο βιβλίο: “Η εκλογή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και των Ιεραρχών”

Του Δρ. Μάριου Αθανασόπουλου*

Θεμιτή επιθυμία κάθε άγαμου κληρικού αποτελεί η εκλογή του στον επισκοπικό θρόνο μιας από τις (υπερβολικά) πολλές Μητροπόλεις της ελλαδικής Εκκλησίας. Ποια είναι όμως η διαδικασία με την οποία εκλέγονται; Σύμφωνα με ποια εκκλησιαστική ή κρατική νομοθεσία; Ποια είναι η ιστορία της εκλογής των επισκόπων από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού, και κυρίως, κατά τα νεώτερα χρόνια;

     Σε όλα αυτά έρχεται να απαντήσει η εμβριθής μελέτη του αρχιμ. π. Ευθύμιου Θεοδωρόπουλου με τίτλο: «Η εκλογή του αρχιεπισκόπου Αθηνών και των ιεραρχών στη νεώτερη ιστορία της ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος».

     Ο αρχιμ. π. Ευθύμιος Θεοδωρόπουλος, γεννήθηκε στην Πάτρα το 1967 και ζει στην Καλαμάτα από το 1986. Ανήκει στην αδελφότητα της μονής Βουλκάνου και υπηρετεί ως κληρικός στη Μητρόπολη Μεσσηνίας. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Έλαβε μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών «Σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία» του ΕΑΠ στην Πάτρα. Δίδαξε τα μαθήματα «Εισαγωγή στην Ομιλητική» και «Εισαγωγή στη Λειτουργική» στην ειδικότητα «Εκκλησιαστική και Πολιτιστική Κατάρτιση» του Δημόσιου ΙΕΚ Καλαμάτας. Παρακολούθησε και συμμετείχε σε πλείστα εκπαιδευτικά, επιμορφωτικά και μεταπτυχιακά σεμινάρια και συνέδρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει συγγράψει αρκετές μελέτες και άρθρα, τα περισσότερα δημοσιευμένα ηλεκτρονικά, σε ακαδημαϊκούς ιστότοπους, ιστότοπους εκκλησιαστικής ενημέρωσης και περιοδικά.

     Το βιβλίο είναι ένα καλαίσθητο έργο 206 σελίδων, η έκδοση του οποίου πραγματοποιήθηκε με χρηματοδότηση της Περιφέρειας Πελοποννήσου.

     Το εξώφυλλό του είναι εξίσου σοβαρό με το θέμα που πραγματεύεται∙σε χρώμα μπορντό προβάλλει μία κενή επισκοπική μήτρα.

     Ο συγγραφέας αφιερώνει το βιβλίο στον σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο Γ’ (Σαββάτο), χρησιμοποιώντας μάλιστα μία χαρακτηριστική φράση του βυζαντινού εκκλησιαστικού ιστορικού του 6ου αιώνα, Αγαθία του Σχολαστικού: «…τῆς δ’ εὐγνωμοσύνης μάρτυς γραφίς», επιθυμώντας προφανώς να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του προς το πρόσωπο του μητροπολίτου Μεσσηνίας.

     Στον σύντομο, αλλά εξαιρετικά κατατοπιστικό πρόλογο του μητροπολίτου, σημειώνεται πως τα καταστατικά κείμενα τόσο της Πολιτείας (Σύνταγμα) όσο και της Εκκλησίας (Καταστατικός Χάρτης) καταγράφουν με άριστο τρόπο τις σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών, επισημαίνοντας παράλληλα πως κατά τη δεκαετία του 1960 τα ίδια αυτά κείμενα, αποτέλεσαν σημεία τριβής, εξαιτίας κυρίως των πολιτειοκρατικών αντιλήψεων και επεμβάσεων της Πολιτείας στα της Εκκλησίας. Είναι χαρακτηριστική η αποστροφή του κ. Χρυσοστόμου, ο οποίος σημειώνει με ενάργεια: «Στα κείμενα των Καταστατικών αυτών Νομοθετημάτων “διαζωγραφεῖται”, de facto και de jure, το πλαίσιο των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, ως σχέσεις συναλληλίας και σεβασμού των διακριτών ρόλων μεταξύ των δύο θεσμών».    

     Στον πρόλογο του συγγραφέως, σημειώνεται ότι η παρούσα μελέτη αποτελεί τη δημοσιευμένη σε ηλεκτρονική μορφή διπλωματική εργασία του στο πλαίσιο των μεταπτυχιακών σπουδών του στο Ελληνικό Aνοικτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ) και αναλύονται διεξοδικά τα επιμέρους κεφάλαιά της.

     Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου αναφέρεται γενικά στη διδασκαλία της Εκκλησίας περί του επισκοπικού αξιώματος και στην ιστορία του από τα πρώτα έτη μετά την επίσημη αναγνώριση του χριστιανισμού από τον Μ. Κωνσταντίνο, επισημαίνοντας ταυτόχρονα τη δυσκολία στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας ήδη από εκείνα τα χρόνια. Το δεύτερο κεφάλαιο αφορά την περίοδο από την απελευθέρωση της χώρας από τους Τούρκους, μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα και την οδυνηρή για την Εκκλησία δια της βίας ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου της ή «κακοκεφάλου» όπως έχει ευφυώς χαρακτηριστεί. Το τρίτο κεφάλαιο περιγράφει την περίοδο κατά την οποία το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναθέτει (επιτροπικώς) τη διαποίμανση των μητροπόλεων των λεγομένων «Νέων Χωρών» στην Εκκλησία της Ελλάδος (1928) και ολοκληρώνεται με την πολύπλοκη δεκαετία του 1940. Το κεφάλαιο που ακολουθεί (τέταρτο), πραγματεύεται τα όσα έλαβαν χώρα μέχρι και τη δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967 και το εκκλησιαστικό πραξικόπημα της εκλογής Ιερωνύμου (Κοτσώνη). Το πέμπτο κεφάλαιο καλύπτει χρονικά την περίοδο της Μεταπολίτευσης, φτάνοντας ως τις μέρες μας. Ακολουθούν δύο ακόμη κεφάλαια, στα οποία ο συγγραφέας πραγματεύεται τη θέση των αρχιερέων από διοικητικής απόψεως και τον θεσμό των βοηθών επισκόπων.  

     Η βιβλιογραφία τέλος που χρησιμοποιείται είναι πλούσια, και το κυριότερο, ενημερωμένη σχεδόν μέχρι το έτος εκδόσεως του έργου.

     Εν κατακλείδι, ο αρχιμανδρίτης π. Ευθύμιος Θεοδωρόπουλος, πτυχιούχος Θεολογίας και Ιστορίας και κάτοχος πλέον μεταπτυχιακού τίτλου, αποδεικνύει πως εκτός από άριστος λειτουργός και ακάματος (και ταπεινός) κήρυκας του Ευαγγελίου, είναι και εμβριθής μελετητής της νεώτερης εκκλησιαστικής ιστορίας, και μάλιστα σε ένα ζήτημα με πολλαπλές προεκτάσεις, οι οποίες δεν περιορίζονται μόνο στην εκκλησιαστική/θεολογική (πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές κ.ά.)[1]. Ο τρόπος με τον οποίο γράφει, δηλώνει βαθιά γνώση του θέματος και πρωτοτυπία, εξαντλητική έρευνα και αντίληψη των πραγμάτων, χαρακτηριστικών που σπανίζουν στους μεταπτυχιακούς φοιτητές σήμερα.

     Το βιβλίο λοιπόν αξίζει να κοσμήσει τις βιβλιοθήκες μητροπολιτών, υποψηφίων μητροπολιτών, κληρικών, αλλά και ημών των λαϊκών, και όσων ενδιαφέρονται να πληροφορηθούν με επιστημονική εγκυρότητα τα περί της εκλογής Αρχιεπισκόπου Αθηνών και ιεραρχών στη νεώτερη ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος. 

 

* Ο δρ. Μάριος Αθανασόπουλος είναι μέλος ΕΔΙΠ και διδάσκει Βυζαντινή Φιλολογία στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

 

[1] Ας μου επιτραπεί να σημειώσω δύο παραδείγματα από το βυζαντινό μας παρελθόν (ένα στο οποίο υπερισχύει η Εκκλησία και ένα στο οποίο επιβάλλεται η Πολιτεία), για να αντιληφθούμε καλύτερα τις διακυμάνσεις από τις οποίες πέρασαν οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας διαχρονικά∙ το πρώτο αφορά τον Αμβρόσιο, επίσκοπο Μεδιολάνων, ο οποίος έζησε τον 5ο αιώνα.∙ Ο επίσκοπος αυτός, αντιδρώντας σε μια, τουλάχιστον επιπόλαιη, απόφαση του Μ. Θεοδοσίου (347-395) να εξοντώσει 7.000 περίπου Θεσσαλονικείς, τον κατήγγειλε, με αποτέλεσμα ο Θεοδόσιος να υποστεί την ταπείνωση μέχρι τις εορτές των Χριστουγέννων να εμφανίζεται στον μητροπολιτικό ναό της πόλης ως μετανοών, απογυμνωμένος από «τὸν βασιλικὸν κόσμον», μέχρι να κρίνει ο Αμβρόσιος ότι είχε πραγματικά μετανοήσει και να τον δεχθεί ξανά στη Θεία Κοινωνία. Το δεύτερο έχει να κάνει με την περίοδο της Εικονομαχίας (726-842) και την προσπάθεια επιβολής της εικονομαχικής άποψης των αυτοκρατόρων στην Εκκλησία∙ χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας προσπάθειας, ο αποκεφαλισμός κατόπιν διαπομπεύσεως που υπέστη ο πατριάρχης Κωνσταντίνος Β’ λόγω της εικονοφιλίας του.

Το βιβλίο διατίθεται από τον Ιερό Ναό Αγίας Αικατερίνης Καλαμάτας

Πληροφορίες: 27210-25059, email: [email protected]

Διαβάστε ακόμα