Μια σκέψη στον θόρυθο «κορωνοϊός και Θεία Ευχαριστία»

Του Παναγιώτη Σιαχάμη, θεολόγου

Μεγάλη αναστάτωση έχει προκαλέσει σε παγκόσμια κλίμακα το γεγονός της εξάπλωσης του κορωνο-ιού σε πολλές χώρες του πλανήτη. Ακόμη περισσότερο όταν πλέον έγινε γνωστό πως ο ιός ήρθε και στην Ελλάδα. Πλέον έγινε αντιληπτό πως ο εν λόγω ιός δεν έμεινε ως μια απλή είδηση από τα ΜΜΕ η οποία δεν μας αφορά ή μας αφήνει σχετικά αδιάφορους (αφού συμβαίνει στην Κίνα), αλλά καθίσταται σαφές πως μας αφορά και μάλιστα άμεσα.                      

Όπως ενημερώνουν ειδήμονες δεν χρειάζεται πανικός, αλλά άμεσες ενέργειες πρόληψης, ιδιαίτερα να ακολουθούνται οι απαιτούμενοι κανόνες υγιεινής όπως το Υπουργείο προβλέπει.   

Όμως η όλη κατάσταση επέφερε πολλές ανησυχίες και δικαιολογημένα αφού πλήττονται από τον ιό (λόγω της αυξημένης μεταδοτικότητας)  κυρίως ευπαθείς ομάδες και ασθενείς με βεβαρημένο ιατρικό παρελθόν.                                                                                                         

Ύστερα από ύποπτα κρούσματα είδαμε Πανεπιστήμια, Σχολές, Σχολεία να κλείνουν, εκδηλώσεις να αναβάλλονται, δημόσιοι χώροι συνάθροισης να απολυμαίνονται και πολύ σωστά διότι η μεταδοτικότητα είναι αυξημένη και ο κίνδυνος εξάπλωσης μεγάλος.                      

Μέσα σε όλη αυτή λοιπόν την κατάσταση ακούσαμε από διαφόρους και την προτροπή για (προσωρινή) διακοπή του εκκλησιασμού από τους πιστούς με την λογική ότι οι εκκλησιαζόμενοι είναι κυρίως άνθρωποι μεγάλης ηλικίας. Μάλιστα η σκέψη αυτή εξελίχθηκε και πήγε στο επίπεδο «διακοπή της Θείας Κοινωνίας» για λόγους υγιεινής αφού όλοι οι πιστοί κοινωνούν από κοινή λαβίδα (κουταλάκι).                                                                             

Ο θόρυβος που προκλήθηκε μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια γόνιμη ευκαιρία για έναν επαναπροσδιορισμό της σημασίας της Θείας Κοινωνίας και για προβληματισμό για το εάν ο φόβος για μετάδοσης νοσημάτων μέσα απ’ αυτήν μπορούν να εμποδίσουν τον πιστό να κοινωνήσει.                                                                               

Στο σημείο αυτό γίνεται σαφές πως σκοπός του παρόντος άρθρου δεν είναι η από πλευράς επιστήμης (μικροβιολογίας ή ιατρικής) προσέγγιση της μεταδοτικότητας νοσημάτων  από την Θεία Ευχαριστία, αλλά η από θεολογικής και χριστιανικής πλευράς η σημασία, η σπουδαιότητα αλλά και εμπειρία της Θείας Ευχαριστίας ως την ραχοκοκαλιά της Χριστιανικής πίστης. 

 Η Θεία Κοινωνία αποτελεί εντολή ευαγγελική αφού ξεκάθαρα ο Χριστός αφήνει την παρακαταθήκη για την τέλεσή της[1]. Όλη η ζωή των χριστιανών είναι άρρητα συνδεδεμένη με την Θεία Ευχαριστία. Ακόμη ο Απόστολος Παύλος καλεί τους Κορινθίους για την τέλεσή της[2]. Η Θεία Ευχαριστία αποτελεί το κέντρο της ενότητας των Χριστιανών με τον Χριστό, στο σώμα της Εκκλησίας[3]. Αποτελεί το Σώμα και το Αίμα του ίδιου του Χριστού και μέσω της κοινωνίας μαζί Του, οι πιστοί επιτυγχάνουν την ένωσή στη Κυριακό Του Σώμα.

Άλλωστε η Θεία Κοινωνία αλλά και κατ’ επέκταση όλα τα Μυστήρια της Εκκλησίας παρουσιάζονται ταυτόχρονα και ως θείες εντολές[4]. Επιπλέον η Θεία Κοινωνία αποτελεί σχεσιακό γεγονός και καθιστά τους πιστούς σε πρόσωπα τα οποία επι-κοινωνούν αγαπητικά με τον Θεό αλλά ταυτόχρονα και μεταξύ τους. Αποτελεί έκφραση αγάπης, κοινής πίστης και προεικόνιση της βασιλείας του Θεού αφού η Εκκλησία προσδιορίζεται από τα έσχατα[5].  

Άραγε κατά πόσον όλα αυτά απασχολούν τον σύγχρονο χριστιανό ή μάλλον καλλίτερα, κατά πόσο ο σύγχρονος χριστιανός αντιλαμβάνεται το γεγονός της Θείας Κοινωνίας ως γεγονός πίστης, γεγονός ένωσης και κοινωνίας με τον Θεό δια Ιησού Χριστού, γεγονός το οποίο τον ενισχύει πνευματικά και το οποίο δεν  τον οδηγεί σε σχολαστικές ορθολογιστικές αγκυλώσεις;  Μήπως ο ορθολογισμός στερεί την πνευματική διάσταση του σκοπού του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας και επιτυγχάνει τρόπον τινά τον ατομικισμό ο οποίος αποτελεί πράγμα αντίθετο προς το πνεύμα της εξωστρέφειας και της κοινωνίας των προσώπων[6];                                             

 Με άλλα λόγια, το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι το κατά πόσο αντιλαμβανόμαστε την Θεία Κοινωνία ως Σώμα και Αίμα Χριστού το οποίο παρουσιάζεται ως κρασί και ψωμί. Εάν η πίστη μας αποτελεί μια συμπλήρωση σε μια δική μας κοσμοθεωρία την οποία ερμηνεύουμε με λογική, τότε η πίστη καθίσταται σαν μια από τις λοιπές κοσμικές «φιλοσοφίες ζωής»[7].

Θα ήταν μεγάλη παράληψη να μην αναφερθεί πως οι ιερείς που δια του Αγίου Πνεύματος μεταβάλουν το κρασί και το ψωμί σε Σώμα και Αίμα Χριστού, αφού κοινωνήσουν τους πιστούς, έπειτα οι ίδιοι καταλύουν την Θεία Ευχαριστία. Το επιχείρημα εάν μετά από την κατάλυση έκαναν αιματολογικές εξετάσεις για να εξακριβωθεί εάν κόλλησαν κάποιο νόσημα από πιστό ας το σχολιάσει ο καθένας μόνος του.                                             

Ουδέποτε η Εκκλησία υποβάθμισε την λογική του ανθρώπου! Αντίθετα την εξύψωσε και την χαρακτήρισε γνώρισμα της Εικόνας του Θεού, μάλιστα οι Πατέρες την συσχέτισαν με την ελευθερία (αυτεξούσιο).

Ο θόρυβος λοιπόν που προκλήθηκε από ενδοιασμούς για την Θεία Μετάληψη, δεν ταράσσει καθόλου την Εκκλησία διότι κατά το παρελθόν σε ανάλογες περιπτώσεις, σε λοιμούς και πανδημίες, η Εκκλησία εντονότερα τελούσε την Θεία Ευχαριστία και η πίστη των Χριστιανών τρεφόταν από την Θεία Κοινωνία. 

Άρα ας μετριάσουμε τον φόβο και ας αυξήσουμε την πίστη. Ούτε υποβιβάσθηκε η λογική ούτε η Εκκλησία την απεμπόλησε. Σε όλα υπάρχει το «ναι μεν αλλά…» έτσι και στο προκείμενο ζήτημα καλούμαστε συνειδητά ως λογικά όντα πάσα πρόληψη για την αποφυγή μετάδοσης του ιού, συγχρόνως όμως ας είμαστε περισσότερο συνειδητά πρόσωπα με διάκριση.                                                                                                                                                                                                                                                            

[1] Λουκ. 22, 19-20.

[2] Α΄Κορ. 11, 18.

[3] Ι. Καρμίρη, Σώμα Χριστού, σ. 365, και Ι. Ζηζιούλα, Η Ενότης της Εκκλησίας εν τη Θεία Ευχαριστία και εν τω Επισκόπω κατά τους τρείς πρώτους αιώνας, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1990.

[4] Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική ηθική Ι, Εισαγωγή-Γενικές Αρχές και Σύγχρονη Προβληματική, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη.

[5] Μητροπολίτη Ιωάννου Ζηζιούλα, Εκκλησία και Έσχατα, στο συλλογικό τόμο Εκκλησία και Εσχατολογία, Καλαϊτζίδης Παντελής (επιμ.) εκδ. Κατανιώτης, Αθήνα 2003, σ. 27-48.

[6] Δες Μ. Μπέζγου, Ψυχολογία της Θρησκείας, β΄εκδ. Ελληνικά Γράμματα σ.144.

[7] Α. Σμέμαν, Η Αποστολή της Εκκλησίας στον Σύγχρονο Κόσμο, β΄εκδ, Ακρίτας, σ. 162.

Διαβάστε ακόμα