Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης: “Τί θα κάνουμε την Μεγάλη Εβδομάδα;”

Ἐν ὄ­ψει τῆς Ἁ­γί­ας καί Με­γά­λης Ἑ­βδο­μά­δος, τοῦ ἁ­γί­ου Πά­σχα —ἀλ­λά καί τῆς Δι­α­και­νη­σί­μου Ἑ­βδο­μά­δος—, θά ἤ­θε­λα νά δι­α­τυ­πώ­σω δη­μό­σια μί­α δέ­σμη προ­τά­σε­ων γιά τό φλέ­γον θέ­μα τῆς «ἀ­πα­γό­ρευ­σης» νά τε­λοῦμε τή θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί κά­θε ἄλ­λη ἱ­ε­ρο­πρα­ξί­α,ἡ ὁ­ποί­α ἐ­πι­βλή­θη­κε μέ τήν ὑπ᾽ ἀ­ριθμ. 2867/Υ1 ὑ­πουρ­γι­κή ἀ­πό­φα­ση τῆς 16ης Μαρ­τί­ου,ἡ ἰσχύς τῆς ὁποίας παρατάθηκε μέ νέα ἀπόφαση τῆς 28ης Μαρτίου μέχρι καί τήν 11η Ἀπριλίου. 

Ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε ὅ­λοι μας,Ἱ­ε­ράρ­χες, Ἱ­ε­ρεῖς, Δι­ά­κο­νοι, μο­να­χοί καί μο­να­χές καί τό θε­ο­φι­λές πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τή σο­βα­ρό­τη­τα τῆς κα­τα­στά­σε­ως ἐ­ξαι­τί­ας τῶν κιν­δύ­νων γιά τή δη­μό­σια ὑ­γεί­α ἀ­πό τήν ἐμ­φά­νι­ση καί ἐ­ξά­πλω­ση καί στή χώ­ρα μας τοῦ νέ­ου κο­ρω­νο­ϊ­οῦ (C­o­v­id19).

Τη­ρή­σα­με καί συ­νε­χί­ζου­με νά ἐ­φαρ­μό­ζου­με τά μέ­τρα προ­φύ­λα­ξης τά ὁ­ποῖ­α ἀ­πο­φά­σι­σαν οἱ εἰ­δι­κοί καί οἱ ἁρ­μό­διοι. Τό βα­ρύ­τε­ρο καί ὀ­δυ­νη­ρό­τε­ρο ἐξ ὅ­λων, τό νά μήν τε­λοῦ­με τή θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί τίς λοι­πές ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές Ἀ­κο­λου­θί­ες στήν ἱ­ε­ρώ­τε­ρη πε­ρί­ο­δο τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ ἔ­τους, ὅ­πως εἶ­ναι ἡ Με­γά­λη Τεσ­σα­ρα­κο­στή.

Θλι­βό­μα­στε βα­θύ­τα­τα γι᾽ αὐ­τό. Οἱ ἐ­πί­σκο­ποι μά­λι­στα ἐ­πι­κρι­θή­κα­με, γί­να­με δέ­κτες δι­α­μαρ­τυ­ρι­ῶν καί πα­ρα­πό­νων ζη­λω­τῶν κλη­ρι­κῶν καί εὐ­σε­βῶν χρι­στια­νῶν, τι­μί­ων με­λῶν τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ σώ­μα­τος. Ὑ­πο­φέ­ρου­με, ἀ­κού­ον­τας κα­θη­με­ρι­νά τό εὔ­λο­γο αἴ­τη­μα χρι­στια­νῶν μας νά κοι­νω­νή­σουν τῶν Ἀ­χράν­των Μυ­στη­ρί­ων, κι ἐ­μεῖς νά μήν μπο­ροῦ­με νά ἀν­τα­πο­κρι­θοῦ­με σ᾽ αὐ­τό.

Φθά­νου­με, ὅ­μως, σέ λί­γες ἡ­μέ­ρες στή Με­γά­λη Ἑ­βδο­μά­δα καί τό Ἅ­γιο Πά­σχα. Τί θά γί­νει; Τί μπο­ρεῖ νά γί­νει;

*

Ἀ­σφα­λῶς δέν δι­και­ού­μα­στε νά ἀ­δι­α­φο­ροῦ­με γιά τήν ὑ­γεί­α ὅ­λων μας. Ὁ κίν­δυ­νος τῆς παν­δη­μί­ας εἶ­ναι με­γά­λος. Τά ὅ­σα συμ­βαί­νουν σέ ἄλ­λες χῶ­ρες προ­κα­λοῦν τρό­μο. Σέ ὅ,τι χρει­ά­ζε­ται νά συμ­βά­λου­με ὡς Ἐκ­κλη­σί­α θά συ­νε­χί­σου­με νά τό πράτ­του­με, καί ὁ παν­το­δύ­να­μος Κύ­ριος ἄς ἔλ­θει βο­η­θός καί σκε­πα­στής ὅ­λων· ὁ­λο­κλή­ρου τοῦ κό­σμου.

Ὡ­στό­σο, δέν μπο­ροῦ­με νά πα­ρί­δου­με καί τήν ἐ­πι­τα­κτι­κή ἀ­νάγ­κη ἡ Ἐκ­κλη­σί­α νά συ­νε­χί­σει τή ζω­ή της· τήν προ­σφο­ρά τῆς θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας, τήν κοι­νή λα­τρεί­α, τήν ἔμ­πο­νη προ­σευ­χή της γιά τήν ἐξ ὕ­ψους βο­ή­θεια ὅ­λων, προ­κει­μέ­νου νά ξε­πε­ρά­σου­με τή μα­γά­λη αὐ­τή δο­κι­μα­σί­α.

Προ­φα­νῶς, ὄ­χι ἐ­λεύ­θε­ρα, χω­ρίς μέ­τρα καί πε­ρι­ο­ρι­ο­σμούς. Τόκα­τα­νο­οῦ­με καί τό ἀ­πο­δε­χό­μα­στε. Ὁ συ­νω­στι­σμός καί ὁ συγ­χρω­τι­σμός ἐν­τός τῶν Ἱ­ε­ρῶν Να­ῶν κα­τά τή θεί­α Λα­τρεί­α καί μά­λι­στα με­γα­λο­βδο­μα­δι­ά­τι­κα ἐ­νέ­χει ὑ­πό τίς πα­ροῦ­σες συν­θῆ­κες με­γά­λους κιν­δύ­νους.

Οἱ ἄν­θρω­ποι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας συμ­με­ρι­ζό­μα­στε τήν εὐ­θύ­νη τῶν κυ­βερ­νών­των γιά τή δη­μό­σια ὑ­γεί­α καί τήν ἁρ­μο­δι­ό­τη­τα τῶν εἰ­δι­κῶν ἐ­πι­στη­μό­νων γιά τή λή­ψη τῶν ἀ­ναγ­καί­ων μέ­τρων προ­κει­μέ­νου νά ἀ­πο­φευ­χθεῖ ἡ ἐ­ξά­πλω­ση τοῦ φο­νι­κοῦ ἰ­οῦ.

Θά θέ­λα­με ὅ­μως —καί πα­ρα­κα­λοῦ­με θερ­μά— κι αὐ­τοί νά δεί­ξουν ἀ­νά­λο­γη κα­τα­νό­η­ση πρός τήν Ἐκ­κλη­σί­α, τή λει­τουρ­γι­κή ζω­ή της καί τίς πνευ­μα­τι­κές εὐ­αι­σθη­σί­ες τῶν πι­στῶν.

Γιά τούς λό­γους αὐ­τούς προ­τεί­νου­με νά ἰ­σχύ­σουν τά ἀ­κό­λου­θα ἐν σχέ­σει μέ τή Με­γά­λη Ἑ­βδό­μα­δα, τήν ἑ­ορ­τή τοῦ Πά­σχα καί τή Δι­α­και­νή­σι­μη Ἑ­βδο­μά­δα.

*

Κατά τή Μεγάλη καί τή Διακαινήσιμη Ἑβδομάδα, ἡθεί­α Λει­τουρ­γί­α καί οἱ ἄλλες Ἀ­κο­λου­θί­ες νά τελοῦνται ΚΕΚΛΕΙΣΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΘΥΡΩΝ μέ τή συμμετοχή μόνο :

  • τῶν κλη­ρι­κῶν
  • τῶν ἱ­ε­ρο­ψαλ­τῶν
  • τοῦ νε­ω­κό­ρου
  • καί δύ­ο ἐκ τῶν ἐ­πι­τρό­πων, ἐ­ναλ­λάξ ἀ­πό τά τα­κτι­κά καί ἀ­να­πλη­ρω­μα­τι­κά μέ­λη τῶν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν Συμ­βου­λί­ων.

Δη­λα­δή,γιά τίς ἀ­στι­κές Ἐ­νο­ρί­ες συμ­με­το­χή ὀ­λι­γο­τέ­ρων τῶν δέ­κα (10) ἀ­τό­μων. Καί γιά τίς ἐ­παρ­χια­κές Ἐ­νο­ρί­ες συμ­με­το­χή ὀ­λι­γο­τέ­ρων τῶν πέν­τε (5) ἀ­τό­μων μέ τά προ­βλε­πό­με­να μέ­τρα πα­ρα­μο­νῆς καί προ­φύ­λα­ξης.

Θεί­α Λει­τουρ­γί­α νά τελεσθεῖ κατά τίς ἡμέρες

Κυ­ρια­κή Βα­ΐ­ων

Με­γά­λη Πέμ­πτη

Μέ­γα Σάβ­βα­τον

Κυ­ρια­κή τοῦ Πά­σχα

Δευ­τέ­ρα Δι­α­και­νη­σί­μου (20 Ἀ­πρι­λί­ου)

Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου (23 Ἀ­πρι­λί­ου)

Ζω­ο­δό­χου Πη­γῆς (24 Ἀ­πρι­λί­ου)

Κυ­ρια­κή τοῦ Θω­μᾶ (26 Ἀ­πρι­λί­ου).

Νά τε­λε­σθοῦν ἀ­κό­μη :

  • Οἱ Ἀ­κο­λου­θί­ες τοῦ Νυμ­φί­ου
  • Ἡ Ἀ­κο­λου­θί­α τῶν Ἁ­γί­ων Πα­θῶν
  • Ἡ Ἀ­πο­κα­θή­λω­ση καί ἡ Ἀ­κο­λου­θί­α τοῦ Ἐ­πι­τα­φί­ου.

Ἐ­πί­σης νά τε­λε­σθεῖ ἡ θεί­α Λει­τουρ­γί­α τῶν Προ­η­γι­α­σμέ­νων Δώρων μό­νο τή Με­γά­λη Τε­τάρ­τη, προ­κει­μέ­νου οἱ Ἱ­ε­ρεῖς νά μπο­ρέ­σουν νά κοι­νω­νή­σουν κατ᾽ οἶ­κον ἀ­σθε­νεῖς καί κα­τα­κοί­τους πι­στούς, κα­τό­πιν γρα­πτοῦ αἰ­τή­μα­τός τoυς τό ὁ­ποῖ­ο θά ἔ­χει ὑ­πο­βλη­θεῖ μέ­χρι τήν Κυ­ρια­κή τῶν Βα­ΐ­ων.

 *

  • Στο­λι­σμός καί πε­ρι­φο­ρά Ἐ­πι­τα­φί­ων δέν θά πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ. Ὁ Ἐ­πι­τά­φιος κατ᾽ οἰ­κο­νο­μί­αν θά το­πο­θε­τη­θεῖ ἁ­πλῶς στό πα­ρα­τρα­πέ­ζιο τῶν γά­μων.
  • Ἡ Παν­νυ­χί­δα τό βρά­δυ τοῦ Με­γά­λου Σαβ­βά­του, ἡ τε­λε­τή τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως καί ἡ θεί­α Λει­τουρ­γί­α τοῦ Πά­σχα θά πραγ­μα­το­ποι­η­θοῦν ἐν­τός τῶν Να­ῶν κε­κλει­σμέ­νων τῶν θυ­ρῶν, καθ᾽ ὅ­μοι­ο τρό­πο μέ τή θεί­α Λει­τουρ­γί­α πού προ­βλέ­πε­ται καί γιά τίς ἄλ­λες ἡ­μέ­ρες.

Κα­τά τίς ἡ­μέ­ρες τῆς Με­γά­λης Ἑ­βδο­μά­δας οἱ Ἱ­ε­ροί Να­οί θά ἀ­νοί­γουν με­τά τό πέ­ρας τῶν Ἱ­ε­ρῶν Ἀ­κο­λου­θι­ῶν γιά νά μπο­ροῦν οἱ πι­στοί νά εἰ­σέρ­χον­ται καί νά προ­σεύ­χον­ται ἀ­το­μι­κά, ἀ­κο­λου­θών­τας πάν­το­τε τά κα­θο­ρι­σμέ­να μέ­τρα προ­φυ­λά­ξε­ων.

Κα­τά τή Με­γά­λη Πέμ­πτη καί τό Μέ­γα Σάβ­βα­το ὅ­σοι πι­στοί ἔ­χουν προ­ε­τοι­μα­σθεῖ καί τό ἐ­πι­θυ­μοῦν δι­α­κα­ῶς, θά μπο­ροῦν νά κοι­νω­νή­σουν τῶν Ἀ­χράν­των Μυ­στη­ρί­ων με­τά τό πέ­ρας τῆς θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας καί κα­τά τίς ὧ­ρες 9-11 π.μ., τη­ρών­τας σχο­λα­στι­κά τίς ἀ­ναγ­καῖ­ες προ­φυ­λά­ξεις.

Εἶναι ἀδιανόητο γιά τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας, ἔστω καί ἐν μέσω πανδημίας, πιστοί οἱ ὁποῖοι ἐλεύθερα, ἀβίαστα καί προετοιμασμένοι πνευματικά ἀποφασίζουν νά προσέλθουν στή θεία Εὐχαριστία νά ἐμποδίζονται.

Τό δί­λημ­μα, ἐν τέ­λει, με­τα­ξύ τοῦ φό­βου γιά τόν Κο­ρω­νο­ϊ­ό καί τοῦ «πό­θου» καί τοῦ «θεί­ου ἔ­ρω­τος» τοῦ Χρι­στοῦ («Ἔ­θελ­ξας πό­θῳ με, Χρι­στέ, καί ἠλ­λοί­ω­σας τῷθεί­ῳ σου ἔ­ρω­τι») τό ἐ­πι­λύ­ει προ­σω­πι­κά καί ὑ­πεύ­θυ­να ὁ κά­θε Χρι­στια­νός καί κα­νείς ἄλ­λος στή θέ­ση του. Κα­τα­νο­ῶ ὅ­τι μιά τέ­τοι­α ἄ­πο­ψη τρο­μά­ζει πολ­λούς —ἀ­κό­μα καί βα­πτι­σμέ­νους—,ὅ­μως δέν μπο­ρῶ νά φαν­τα­στῶ πῶς ἀλ­λι­ώ­τι­κα τό ζή­τη­μα μπο­ρεῖ νά τε­θεῖ.

Τό πα­ρόν κεί­με­νο καί οἱ προ­τά­σεις πού πε­ρι­έ­χει ὑ­πα­γο­ρεύ­τη­κε ἀ­πό τ­ό αἴ­σθη­μα εὐ­θύ­ν­ης μου ὡς ἐ­πι­σκό­που τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί μό­νο.

Μα­κά­ρι νά βο­η­θή­σει ἔ­στω καί κατ᾽ ἐ­λά­χι­στον στήν ὀρ­θή ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τοῦ θέ­μα­τος στό ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­φέ­ρε­ται.

Διαβάστε ακόμα