Και οι έσχατοι έσονται πρώτοι…

Του Αρχιμ. Τιμοθέου Γεωργίου, Εφημερίου Ι. Ν. Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Καλλιθέας

«Πόρνη επιθύμησε ο Θεός; Ναι πόρνη, εννοώ τη δική μας φύση…και Αυτός ο τέτοιου μεγέθους και τέτοιας αξίας, την επιθύμησε…και τι κάνει; Επειδή αυτή δεν μπορούσε να ανέβει ψηλά, εκείνος κατέβηκε χαμηλά…Και τι της δίνει; Δακτυλίδι, ποιό; Το Άγιο Πνεύμα…. Δες τι κάνει: Ήρθε να πάρει την πόρνη, όπως ήταν ακάθαρτη, για να καταλάβεις τον Έρωτα του Νυμφίου. Αυτό είναι χαρακτηριστικό του ερωτευμένου, το να μην απαιτεί δηλαδή ευθύνες για τα αμαρτήματα, αλλά να συγχωρεί. Αυτός που αγαπά δεν ασχολείται με τον τρόπο. Ο έρωτας δεν παρατηρεί την ασχήμια. Γι’ αυτό λέγεται έρωτας, επειδή πολλές φορές αγαπά ακόμα και την ασχήμια. Άσχημη την είδε, την αγάπησε και την έκανε νέα[1]».

«Τη αγία και μεγάλη Τετάρτη της αλειψάσης τον Κύριον μύρω πόρνης γυναικός μνείαν ποιούμεθα οι θειότατοι πατέρες εθέσπισαν, ότι προ του σωτηρίου πάθους μικρόν τούτο γέγονεν».

Αυτό είναι το συναξάρι της σημερινής ημέρας, της Μεγάλης Τετάρτης. Εκεί οπού βοούν τα γεγονότα οι άνθρωποι σιωπούν και η Εκκλησία δεν προβάλλει κάποια διδαχή περί μετανοίας, αλλά προβάλλει ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Η υμνολογία της μέρας είναι ο ατίμητος θησαυρός της Εκκλησίας μας, από την Κασσιανή μοναχή. Η ηθική καλυτέρευση πάει περίπατο και η άντληση της ζωής, προβάλει ως το μοναδικό νόημα, η ταυτότητά μας για να ξαναβρούμε την ομορφιά Του, το δρόμο Του να ανακαλύψουμε τη χάρη Του, το μυστήριό Του, την Ανάστασή Του.

Η Ευαγγελική πόρνη λύνει τα μαλλιά της για να σφουγγίσει τα πόδια του Δεσπότου Χριστού, που τα έπλυνε με μύρα και δάκρυα που αρδεύουν την ζωή. Δάκρυα που πεθύμησαν την ωραιότητα του Παραδείσου και την ομορφιά του προσώπου του Θεού, δάκρυα που προσεύχεται η Εκκλησία να μας δίνει ο Θεός, όπως κάποτε «τη γυναικί τη αμαρτωλώ». Δεν ζητάει τίποτα. Μόνο προσφέρει, αυτό που έχει και αυτό που είναι. Δεν προσφέρει μετάνοια για να εισπράξει δικαίωση. «Ο έσχεν αύτη εποίησε». Η προσωπική της ευκαιρία στο «σήμερον», έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με την αποτυχία της και ως ειλικρινής του Θεού, της είναι περιττή η πανοπλία της υποκρισίας. δεν κρύβεται στο Θεό και δεν παρουσιάζεται σαν κάποια άλλη, αλλά όπως ακριβώς είναι, και όλα της γίνονται εργαλεία σωτηρίας. Έτσι λυτρώνεται και μεταμορφώνεται αφήνεται στην εμπειρία της σχέσης με τον Χριστό.

Η έσχατη αμαρτωλότητα τολμάει, άβυσσος αμαρτιών καλεί άβυσσο ελέους και λαχταρά την Αγάπη Του και η Αγάπη, είναι πράξη πνευματικότατη, δεν εξαγοράζεται και δεν ξεγελιέται, μόνο προσφέρεται. Μόνη της αρετή η αγάπη Του και από «του κόσμου τες πολλές αναστροφές» κατακτιέται από την αγάπη Του Χριστού, περνά στην ευθύνη της σχέσης, στην ελευθερία του Χριστού. Ως «εκζητούσα τον Κύριον…» έχει φως στο λυχνοστάτη της ανθρωπιάς της, ο Λόγος πήρε σάρκα και για εκείνη, έγινε αδελφός και έχει λόγο να διψά για ουρανό και η ύπαρξή της να γίνεται το «ναι» στον Χριστό. Ό,τι έχει και ότι είναι το δωρίζει στο Χριστό, για ότι σημαίνει ο Κύριος για εκείνη. Του δίνει τα μύρα του ενταφιασμού και Εκείνος της δείχνει την οδό της έγερσης. Δεν θεωρεί άξιο τον εαυτόν της. Η σιωπή της δεν είναι αφωνία, ακούγεται από το Θεό των μετανοούντων αμαρτωλών και Εκείνος τη διαβεβαιώνει πως η ζωή – και στην έσχατη πτώση της, αξίζει. Πάνω της πέφτει το βλέμμα Εκείνου που «…ήλθε καλέσαι … αμαρτωλούς εις μετάνοιαν,…ήλθε ζητήσαι και σώσαι το απολωλός», που την κάνει πρόσωπο, πίσω από την πόρνη βλέπει ένα μέλος της Βασιλείας Του. Πίσω από Εκείνη βλέπει όλο τον κόσμο.

Η λογική μας αχρηστεύεται από τη σιωπή της αγάπης της που μιλά μόνο με αυτό που δίνει, δίχως να νοιάζεται για την απόηχο της αντιπαροχής. Η μετάνοια της Μαγδαληνής γίνεται στέφανος και δρόμος της ελευθερίας. Η μετάνοια της παραπέμπει στην τόλμη της επιστροφής του ανθρώπου στο Θεό, εμπνέει την σχέση του καθενός μας με το Θεό. Εκείνη που μπορεί να «έχασε» κάποτε το δρόμο της αλλά ποτέ την πυξίδα της, τον Χριστό.

 

[1] Ιωάννου του Χρυσοστόμου P.G. 52, 404 A- 411B.

Διαβάστε ακόμα