Περί τῆς ἀξίας τῆς ἡμέρας τῆς Κυριακῆς

Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’

     Κυριακή, εἶναι ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος καί ἔλαβε τό ὄνομα ἀπό τόν Κύριον, τόν Χριστόν, ἡμέρα ὡς ἀφιερωμένη στήν ἀνάμνηση τῆς Ἀναστάσεώς Του. Ἑορταστικῶς ἡ Κυριακή εἶναι ἡ ἀρχαιοτέρα τῶν χριστιανικῶν ἑορτῶν. Ἑορταζόταν ἀπό τούς πρώτους χριστιανούς ὡς χαρμόσυνος ἡμέρα κατά τήν ὁποίαν οἱ χριστιανοί συνήθιζαν νά συνέρχωνται γιά νά τελέσουν τήν Θ. Λειτουργία. Διαβάζουμε στίς Ἀποστολικές Διαταγές: «Τήν ἀναστάσιμον τοῦ Κυρίου ἡμέραν τήν Κυριακήν φαμέν, συνέρχεσθε ἀδιαλείπτως, εὐχαριστοῦντες τῷ Θεῷ» (κεφ. Ζ’,λ’). Ὁ δέ ἅγ. Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος ἀναφέρει «εἰ οὖν ἐν παλαιοῖς πράγμασιν ἀναστραφέντες εἰς καινότητα ἐλπίδος ἦλθον, μηκέτι σαββατίζοντες, ἀλλά κατά Κυριακήν ζῶντες, ἐν ἦ καί ἡ ζωή ἡμῶν ἀνέτειλε δι’ αὐτοῦ καί τοῦ θανάτου αὐτοῦ» (Πρός Μαγνησ. ΙΧ,1). Τήν Κυριακή καθιέρωσε, μάλιστα, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ὡς ἡμέρα ἀργίας. Κατά δέ τόν 2ο κανόνα τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325 μ.Χ.) ὁρίστηκε νά μή γονατίζουν οἱ χριστιανοί τήν Κυριακή. Ἀκόμη ὁ 64ος Ἀποστολικός Κανών ὁρίζει ὅτι δέν πρέπει νά νηστεύει κανένας χριστιανός τήν Κυριακή, «διά τήν τοῦ Κυρίου παγκόσμιον χαράν καί ἀνάστασιν».

     Προβάλλεται, λοιπόν, ἐπιτακτική ἡ ἀνάγκη τῆς καλλιέργειας τῆς συνειδήσεως ὅτι ἡ Κυριακή εἶναι μία ξεχωριστή ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος τήν ὁποία οἱ πιστοί ὀφείλουν νά τήν τιμοῦν ὅπως ἁρμόζει στήν χριστιανική διδασκαλία.

     Κατ’ ἀρχήν, δέν νοεῖται συνειδητός χριστιανός ὁ ὁποῖος δέν προβαίνει σέ ἐκκλησιασμό τήν Κυριακή. Κάθε Κυριακή ὁ Χριστός εἶναι ἐκεῖ στόν Ἱερό Ναό, στήν εὐχαριστιακή σύναξή Του καί μᾶς προσκαλεῖ. Μᾶς προσκαλεῖ γιά τή συμμετοχή μας στόν Μυστικό Δεῖπνο, γιά τήν Θ. Κοινωνία μαζί Του. Ἡ συμμετοχή αὐτή τοῦ πιστοῦ στή Θ. Λειτουργία τῆς Κυριακῆς φέρει πολύ κοντά καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Εἶναι πασχάλιος ἡμέρα ἡ Κυριακή, γι’ αὐτό στή λατρεία εἶναι ὅλα ἀναστάσιμα. Ὅλοι οἱ ὕμνοι ἀναστάσιμοι, τά τροπάρια, τά ἀπολυτίκια, ὅλα τήν Ἀνάστασιν ἐξυμνοῦν. Αὐτός ὁ ἀναστάσιμος χαρακτῆρας τῆς λατρείας τῆς Κυριακῆς φανεροῦται ἀπό τόν Ὄρθρο μέ τά ἀναστάσιμα τροπάρια, ἰδίως τά Ἐξαποστειλάρια καί τούς Αἴνους ἀλλά πρωτίστως μέ τό Ἑωθινόν Εὐαγγέλιον καί στή Θ. Λειτουργία μέ τό Ἀναστάσιμο Ἀπολυτίκιο.

     Ἔτσι ὁ ἐκκλησιασμός τῆς Κυριακῆς εἶναι ἡ πνευματική της σφραγῖδα. Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος γιά τήν προσέλευση τῶν πιστῶν στόν Ναό καί τόν ἐκκλησιασμό γράφει σχετικά: «Καθώς ἀκριβῶς ἕνα λιμάνι, πού εἶναι ἀπηλλαγμένον ἀπό τούς ἀνέμους καί τά κύματα, παρέχει πολλήν ἀσφάλειαν εἰς τά πλοῖα, πού ἀγκυροβολοῦν, τοιουτοτρόπως λοιπόν καί ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ, σάν νά σῴζῃ τούς εἰσερχομένους ἀπό κάποιαν τρικυμίαν τῶν ἐξωτερικῶν ὑποθέσεων, δίδει εἰς αὐτούς τήν δυνατότητα νά στέκωνται μέ πολλήν γαλήνην καί ἀσφάλειαν καί νά ἀκούουν τούς θείους λόγους. Αὐτός ὁ τόπος εἶναι θεμέλιον ἀρετῆς, διδασκαλεῖον φιλοσοφίας˙ ὄχι μόνον κατά τήν ὥραν τῆς (λατρευτικῆς) συνάξεως, ὁπότε γίνεται προσεκτική διά τῆς ἀκοῆς παρακολούθησις τῶν Γραφῶν καί πνευματική διδασκαλία καί συγκέντρωσις σεβαστῶν πατέρων, ἀλλά καί εἰς ὅλον τόν ὑπόλοιπον χρόνον. Πάτησε μόνον τό πόδι σου εἰς τόν πρόναον, καί ἀμέσως ἀπεμάκρυνες τάς φροντίδας τῆς καθημερινῆς ζωῆς. Νά εἰσέλθῃς μετά εἰς τόν πρόναον, καί ἕνα εἶδος αὔρας πνευματικῆς σοῦ περικυκλώνει τήν ψυχήν. Αὐτή ἡ ἡσυχία ὁδηγεῖ εἰς θρησκευτικόν ρῖγος (δέος) καί διδάσκει νά φιλοσοφῶμεν˙ ἀνυψώνει τό φρόνημα καί δέν ἀφήνει νά ἐνθυμούμεθα τά παρόντα˙ σέ μεταθέτει ἀπό τήν γῆν εἰς τόν οὐρανόν. Ἐάν δέ χωρίς λατρευτικήν σύναξιν εἶναι τόσον μέγα τό κέρδος ἐκ τῆς παρουσίας ἐδῶ (εἰς τόν ναόν), ὅταν ἀπό ὅλα τά μέρη οἱ Προφῆται λαλοῦν μεγαλοφώνως, ὅταν οἱ Ἀπόστολοι κηρύττουν τό Εὐαγγέλιον, ὅταν ὁ Χριστός εὑρίσκεται εἰς τό μέσον, ὅταν ὁ Πατήρ δέχεται ἐκεῖνα, πού τελοῦνται, ὅταν τό Ἅγιον Πνεῦμα παρέχῃ τήν ἰδικήν του (πνευματικήν) ἀγαλλίασιν, τότε μέ πόσην ὠφέλειαν ἀφοῦ γεμίσουν οἱ παρόντες φεύγουν; Οἱ δέ ἀπόντες πόσην βλάβην ὑφίστανται;… Ὅσα ὑπάρχουν καί γίνονται ἐδῶ εἶναι πνευματικόν λουτρόν, τό ὁποῖον μέ τήν θερμότητα τοῦ Πνεύματος ἀφαιρεῖ κάθε ρυπαρότητα˙ μᾶλλον δέ ἡ φωτιά τοῦ Πνεύματος δέν ἀφαιρεῖ μόνον τήν ρυπαρότητα, ἀλλά καί τόν χρωματισμόν. «Διότι, λέγει (ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ), ἐάν αἱ ἁμαρτίαι σας εἶναι ὡς τό ἐρυθρόν χρῶμα, θά δώσω τήν λευκότητα τοῦ χιονιοῦ». (P.G. 31,145).

     Ὀφείλουμε, λοιπόν, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι οἱ πιστοί χριστιανοί νά μήν ἀφήνουμε ἄδειους τούς ναούς μας. Ραθυμία τήν Κυριακή τό πρωΐ καί ἀποφυγή τοῦ ἐκκλησιασμοῦ μέ διάφορες δικαιολογίες συνιστοῦν πνευματική ἀμέλεια. Ὁ ἐκκλησιασμός εἶναι χάρις καί εὐλογία.

     Ἔπειτα ἡ Κυριακή, πρέπει νά εἶναι κατ’ ἐξοχήν ἡμέρα τῆς οἰκογένειας. Ἀρχίζει μέ τόν ἐκκλησιασμό καί συνεχίζεται μέ τό οἰκογενειακό τραπέζι. Νά σκεφθοῦμε τήν εἰκόνα τοῦ οἰκογενειάρχου στή κεφαλή τῆς τράπεζας τοῦ πατέρα καί γύρωθεν σύζυγος, παιδιά καί παπποῦς καί γιαγιά. Ὁποία χαρά! Τό οἰκογενειακό τραπέζι εἶναι μεγάλη εὐλογία καί ἀφήνει ξεχωριστή ἐντύπωση στίς ψυχές ὅλων καί ἰδιαίτερα τῶν παιδιῶν. Εἶναι πηγή χαρᾶς καί δύναμης καί δέν πρέπει νά παραλείπεται.

     Ἀλλά καί ὅσοι ἄνθρωποι δέν ἔχουν οἰκογένεια, εἶναι μόνοι τους ἤ σέ κάποια ἄλλη κατάσταση οἰκογενειακῆς φύσεως νά γνωρίζουν δέν εἶναι μόνοι τους. Εἶναι μαζί τους ὁ Οὐράνιος Πατέρας, ὁ Θεός. Καί ὁ Θεός βλέπει καί Ἐκεῖνος παρέχει τήν στοργή Του. Γι’ αὐτό καί αὐτοί οἱ ἄνθρωποι νά χαίρωνται τήν Κυριακή καί νά τήν διέρχονται ἐν Κυρίῳ. Τό Πανάγιον Πνεῦμα φωτίζει καί βρίσκονται οἱ τρόποι.

     Μία ἄλλη σπουδαία πλευρά τῆς Κυριακῆς εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ Κυριακή εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν ἡμέρα τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον. Δέν εἶναι ἀρκετόν μία φιλάνθρωπη κίνηση κατά τήν μετάβασή μας στό ναό. Μία ἐπίσκεψη σ’ ἕνα ἀσθενῆ συνάνθρωπό μας, σ’ ἕνα ἡλικιωμένο στό γηροκομεῖο ἤ ἄλλη πράξη συμπόνοιας, ἀλληλεγγύης ἤ προσφορᾶς τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς εἶναι μεγάλη εὐλογία.

     Ἔτσι ἡ Κυριακή καθίσταται ἡμέρα ἀφιερώσεως στό Θεό, ἡμέρα ψυχικῆς ἀγαλλιάσεως καί φιλανθρωπίας. Συγχρόνως καθίσταται ἱερός σταθμός πνευματικοῦ ἀνεφοδιασμοῦ.

     Συνεπῶς ἔχει ἀξία καί μεγάλη σημασία ἡ Κυριακή. Εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου.

 

Διαβάστε ακόμα