“Ο θείος νόμος και η ύλη”

Του Αρχιμ. Φιλίππου Χαμαργιά, Πρωτοσυγκέλλου της Ι. Μ. Μεσσηνίας

Η ευαγγελική περικοπή του, κατά πάντα, συμπαθούς νεανίσκου αποτελεί ίσως την πλέον παρεξηγημένη προσέγγιση της κατοχής υλικών αγαθών. Πολλοί θεωρούν πως ο νεανίσκος είναι ένας τυχαίος καιροσκόπος, που απλά ρωτάει πράγματα χωρίς να τον νοιάζει τελικά η απάντηση. Μέγα λάθος!

Ο νέος αυτός δεν είναι ένας τυχαίος καιροσκόπος, ούτε άγευστος πνευματικής σκέψης και συνείδησης. Προσφωνώντας τον Κύριος ως “Διδάσκαλο αγαθό“[1] δεν πέφτει σε μια κολακεία ή σε φιλοφρόνηση έναντι του Ιησού.  Ένας κόλακας δεν νοιάζεται για την αιώνια ζωή, αλλά την αγνοεί ή ακόμα χειρότερα την χλευάζει και υποδουλώνεται στα κοσμικά αγαθά. Ο νεανίσκος όμως της ευαγγελικής περικοπής, όχι μόνο γνωρίζει την αιώνια ζωή αλλά επιθυμεί να την βιώσει κιόλας και για τούτο τηρεί πάντα όσα ορίζει ο θείος νόμος.  Προσφωνώντας λοιπόν τον Κύριο “αγαθό” δέχεται μια ανταπάντηση από τον Κύριο, με την οποία όχι μόνο δεν τον επιτιμά αλλά του δίνει τη δυνατότητα να κατανοήσει τη συζήτηση η οποία πρόκειται να διαμειφθεί μεταξύ τους.  Μέσα από αυτό το ξεκαθάρισμα του ποιος είναι αγαθός και ποιος όχι, δίνεται η επιβεβαίωση στον νεανίσκο πως ο Θεός είναι αγαθός και πως ότι προέρχεται από τον Θεόν είναι επίσης αγαθό και δεν έχει καμία σχέση με τα ανθρώπινα σκευάσματα και ποιήματα. Για αυτό και ο διάλογος ξεκινά με τις εντολές του Θεού, που είναι ο γνώμονας κάθε ανθρώπου προς το αγαθό.

Ο νεανίσκος μέχρι το σημείο αυτό έχει πάει πολύ καλά. Γνωρίζει τις εντολές του Θεού, τις τηρεί “ἐκ νεότητος”[2] και γενικά βρίσκεται σε καλό δρόμο. Όμως κάτι νιώθει πως του λείπει. Βρίσκεται σε μια αμφιβολία και κατανοεί πως σε κάτι υστερεί. Κάτι του λέει πως όλα αυτά, τα οποία ευλαβικά τήρησε, από μικρό παιδί, δεν αρκούν. Για αυτό το άλλο λοιπόν ρωτάει τον Κύριο “τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;[3]

Δεν αποζητά το κανονικό, το διατεταγμένο, το τυπικό. Ζητά το παραπάνω, το περισσότερο , αυτό που αγγίζει την τελειότητα και που πρωτίστως είναι “αγαθόν”[4].

Η τελειότητα όμως δεν είναι κάτι το εύκολο, κάτι το απλό και το ευπρόσιτο. Και σε αυτό το δύσκολο και δυσπρόσιτο για τον ανθρώπινο νου, ο Χριστός απαντά με μια απλή σύσταση…. “εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι.“[5]

Μέσα από αυτή την απλή σύσταση, ο Χριστός αποκαλύπτει τη Χριστιανική προβληματική της κατοχής υλικών αγαθών και της προσήλωσής μας σε αυτά. Ανοίγει δυο δρόμους σε κάθε άνθρωπο που θέλει να γίνει μέτοχος της αιώνιας ζωής.

Ο πρώτος δρόμος είναι η τήρηση, του νόμου, των εντολών Του, μέσα σε ένα κόσμο που έχει μάθει να ζει ασύδοτα και γευόμενος την παρανομία. 

Ο δεύτερος είναι η απαγκίστρωση από τα υλικά αγαθά και η προσήλωσή μας σε κάθε τι πνευματικό και ουράνιο. Είτε λοιπόν ζει στον κόσμο ο Χριστιανός, είτε απαρνείται την κοσμική ζωή, θα πρέπει να έχει ως αποστολή και ως προορισμό του την αιωνιότητα και την τελειότητα κατά Θεόν, ώστε να εισέλθει στη Βασιλεία του Θεού αποδεσμευμένος από κάθε τι υλικό και φθαρτό. Και αυτό θα το πετύχει μόνον όταν έχει μια σταθερή και καθορισμένη στάση  και συμπεριφορά απέναντι στα υλικά αγαθά και μόνον όταν δεν είναι δέσμιος αυτών. Πως θα το πετύχουμε αυτό;;; Το μεγαλύτερο και φωτεινότερο παράδειγμα μας το δίνει ο Χριστός.

Γεννήθηκε από φτωχούς γονείς. Όταν γεννήθηκε δεν βρέθηκε καν ένα κρεβάτι, μια κούνια να τον φιλοξενήσει. Τον φιλοξένησε η ταπεινή φάτνη. Αλλά και πολύ αργότερα ο Ίδιος διακήρυξε ότι “ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ”[6]  Όμως ποτέ δεν διακήρυξε ότι θα πρέπει να ζει ο άνθρωπος σε οικονομική αθλιότητα. Άλλο σημαίνει ζω χωρίς να είμαι υπόδουλος στην ύλη και άλλο ζω στερούμενος τα βασικά υλικά αγαθά. Ο Ίδιος έζησε κάτω από την φροντίδα των γονέων Του τα πρώτα χρόνια. Στη συνέχεια η πρώτη χριστιανική κοινότητα, η δωδεκάδα των Μαθητών Του είχε το κοινό ταμείο, το “γλωσσόκομον” ώστε να ζουν αξιοπρεπώς. Εκείνος είναι που πολλαπλασίασε τους πέντε άρτους στην έρημο και χόρτασαν οι πεινασμένοι όχλοι. Δεν τους είπε να κάνουν υπομονή και να κρατήσουν με καρτερικότητα την πείνα τους, αλλά τους έδωσε την ευλογημένη από Εκείνον υλική τροφή.

Έτσι λοιπόν καλεί τον καθένα μας να απαγκιστρωθεί από την δέσμευση των υλικών αγαθών και να προσηλωθεί σε ό,τι αγαθό μας δίνει Εκείνος. Να γίνουμε υπηρέτες και διάκονοι του λόγου Του ώστε όταν φτάσουμε στην πύλη της Αιώνιας ζωής να μη μας λείπει τίποτα και κανένα από τα εφόδια που Εκείνος έχει ευλογήσει και αγιάσει.  

[1] Ματθ. 19, 16

[2] Ματθ. 19, 20

[3] Ματθ. 19, 16

[4] Ω.π.

[5] Ματθ. 19, 21

[6] Λουκ. 9, 58

Διαβάστε ακόμα