Κονιδάρης: Υποχρεωτικός εμβολιασμός των ιερέων – Συνέπειες για τους πνευματικούς που επηρεάζουν πιστούς

«Να καθιερωθεί ο υποχρεωτικός εμβολιασμός όλων των εφημερίων που μισθοδοτούνται από το Κράτος, με απόφαση των κατά τόπους μητροπολιτών οι οποίοι υπογράφουν και τις μισθοδοτικές καταστάσεις. Η κυβέρνηση κινείται φοβικά απέναντι στην εκκλησία, δεν θέλει να επιβάλει τα ίδια μέτρα που επιβάλλει σε άλλες συναθροίσεις», τόνισε ο ομότιμος καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ιωάννης Κονιδάρης, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα 105,8 και 91,6 και στην εκπομπή «Καθρέφτης» με τον Χρήστο Μιχαηλίδη.

«Ποια είναι η διαφορά του να πάει κάποιος σε μια σύναξη για να φάει ή να γλεντήσει και να πάει σε μια σύναξη μέσα σε μια εκκλησία; Δεν θα πρέπει και εκεί να εξεταστούν αυτά που ζητούνται για τις άλλες συνάξεις;», διερωτήθηκε ο ίδιος. Αναφέρθηκε στο επιχείρημα της Εκκλησίας ότι δεν έχει τα μέσα και τους ανθρώπους για να ελέγξει τα πιστοποιητικά εμβολιασμού και νόσησης ή τα αρνητικά rapid test, λέγοντας πως υπάρχουν οι δυνατότητες να ξεπεραστούν οι δυσκολίες, αναθέτοντας σε επιτρόπους το καθήκον να ελέγχουν τα αντίγραφα των πιστοποιητικών – ούτε καν ηλεκτρονικά – «οπότε με το όνομα και την ταυτότητα του πιστού, μπορεί να αποσοβηθεί ο μεγάλος κίνδυνος». «Και τουλάχιστον να υπάρχουν οι αποστάσεις και οι μάσκες προστασίας που δεν τηρούνται από τους αρνητές», πρόσθεσε.

Συνέπειες για τους πνευματικούς

Υπογράμμισε ότι θα έπρεπε να υπάρχουν συνέπειες για τους «πνευματικούς» και τους «γέροντες» που δίνουν επίμονες συμβουλές και προτρέπουν πιστούς να μη εμβολιάζονται με αποτέλεσμα να νοσούν βαριά και να πεθαίνουν, καθώς η στάση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως παράπτωμα, διότι υπερβαίνουν  τις αρμοδιότητες που τους έχει δώσει η Εκκλησία. Εξήγησε, μάλιστα, ότι πολλές φορές οι «πνευματικοί» δεν δέχονται ότι υπάγονται σε κάποιον άλλο και «λειτουργούν κατά κάποιο τρόπο αυθαίρετα». «Είναι πολύ γνωστό – το είδαμε και πρόσφατα από πολίτες- ότι υπάρχουν πολλοί που υποστηρίζουν θεωρίες ότι τα εμβόλια περιέχουν κύτταρα εμβρύων από άμβλωση. Δηλαδή  υποστηρίζουν πράγματα που η επιστήμη απορρίπτει και παρά ταύτα υπάρχουν άνθρωποι που όχι μόνο τα πιστεύουν, αλλά λυσσωδώς ανθίστανται στον εμβολιασμό», είπε χαρακτηριστικά.

Ο κ. Κονιδάρης, τόνισε ότι έχει σημασία εάν ο πνευματικός είναι όντως πνευματικός, δηλαδή εάν έχει το χρίσμα επίσημα από την εκκλησία, εάν του έχει δοθεί η άδεια επειδή πληροί κάποιες προϋποθέσεις να είναι πνευματικός. «Υπάρχουν και άλλοι “γεροντάδες” που μπορεί να μην ανήκουν στην επίσημη εκκλησία αλλά σε κάποια από τις παλαιοημερολογίτικες εκκλησίες που έχουμε πολλές στην Ελλάδα, να ανήκουν σε κάποια μοναστήρι, ή και να μην υπάγονται στον έλεγχο του τοπικού μητροπολίτη ο οποίος μπορεί να μην ξέρει τι ακριβώς συμβαίνει εκεί», υπογράμμισε.

Ζήτησε από τους πιστούς να έχουν τις δυνατότητες να διακρίνουν εάν έχουν λογική υπόσταση αυτά που τους λένε οι πνευματικοί. «Λόγου χάρη στα θέματα της επιστήμης, εάν ο πνευματικός, λέει σε κάποιον να σταματήσει τις χημειοθεραπείες», είναι στο χέρι του πιστού «εάν θα ακούσει τον επιστήμονα γιατρό ή τον πνευματικό του».

Σημείωσε ότι οι πνευματικοί προϋπήρχαν των ψυχιάτρων και των ψυχολόγων, αλλά τώρα βέβαια υπάρχουν κλινικοί ψυχολόγοι και ψυχίατροι οι οποίοι είναι για ορισμένα θέματα πολύ ειδικότεροι από τους πνευματικούς. «Ο πιστός που θα επιλέξει να έχει έναν πνευματικό, θα πρέπει να έχει και το βάρος της επιλογής, θα πρέπει πρώτα από όλα να είναι ένας πνευματικός με τη σχετική άδεια από την επίσημη εκκλησία», εξήγησε.

Δηλαδή η εκκλησία δίνει σε κάποιον πρεσβύτερο ή και αρχιμανδρίτη, το δικαίωμα να εξομολογεί και επομένως να επιβάλει και πνευματικά επιτίμια. «Το εύρος τους εξαρτάται από τις ικανότητες και τις δεξιότητες του πνευματικού. Εάν ο πιστός είναι “ευκολόπιστος”, μπορεί να οδηγηθεί και σε λάθος κατευθύνσεις», ανέφερε.

Σύμφωνα με τον καθηγητή Εκκλησιαστικού Δικαίου, η Εκκλησία δίνει το χρίσμα του πνευματικού με ορισμένα πνευματικά κριτήρια, όπως η πείρα, η σοφία και οι σπουδές του, «αλλά αυτό δεν σημαίνει αυτομάτως ότι οι συγκεκριμένοι είναι κατάλληλοι για πνευματικοί». «Υποτίθεται ότι ο Μητροπολίτης στην περιφέρειά του, στη δικαιοδοσία του – δεν υπάρχει μια κεντρική διοίκηση που αναθέτει αυτόν τον ρόλο – έχει το δικαίωμα να δώσει σε κάποιον πρεσβύτερο το οφίκιο, την ιδιότητα του πνευματικού. Που σημαίνει ότι μπορεί να εξομολογεί και να δίνει άφεση αμαρτιών. Αυτό όμως, είναι περιορισμένο στα θέματα που αφορούν στην εκκλησία και επομένως δεν μπορώ να δεχθώ ότι πρέπει να ασχολούνται και με θέματα που αφορούν στις θεραπείες νόσων σωματικών», δήλωσε.

«Αν έχει κανείς ένα ψυχολογικό πρόβλημα και αντί να μιλήσει με έναν ειδικό κλινικό ψυχολόγο ή με έναν ειδικό ψυχίατρο, προτιμήσει τον γέροντά του, δηλαδή ένα πρόσωπο σεβάσμιο στον οποίο έχει εμπιστοσύνη να εκφράσει τις μύχιες σκέψεις του, αυτό θα πρέπει να αξιολογηθεί από τον πνευματικό εάν είναι της δικής του αρμοδιότητας, ή αν θα πρέπει να παραπέμψει τον πιστό σε κάποιον ειδικότερο», συμπλήρωσε.

Για τον κίνδυνο μετάδοσης από τη Θεία Κοινωνία

«Εφόσον δεν έχει γίνει κάποια μελέτη που να πιστοποιεί ή να βεβαιώνει ότι η μετάληψη της Θείας Κοινωνίας με το ίδιο κοχλιάριο των πιστών δεν μεταδίδει νοσήματα, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποκλειστεί», τόνισε ο κ. Κονιδάρης, διευκρινίζοντας ότι είναι νομικός και όχι Θεολόγος, και επομένως δεν θέλει να μπει σε θεολογικά ζητήματα. «Επίσης σε ορισμένες περιπτώσεις έχει γίνει χρήση κοχλιαρίου μιας χρήσεως, κάτι που δεν αποδέχεται η εκκλησία. Άρα ο πιστός απλώς έχει την επιλογή να μην κοινωνήσει. Εξαρτάται από τον βαθμό της πίστεως και από την εμπιστοσύνη που έχει ένας πιστός απέναντι στις απόψεις της εκκλησίας και εκείνες της επιστήμης», ανέφερε.

Μίλησε για μια δυστοπική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί με την πανδημία και η οποία «μας έχει όλους αποσταθεροποιήσει από βασικές αρχές και αξίες που μέχρι τώρα είχαμε». Αναφέρθηκε σε «αναλγησία της κοινωνίας μπροστά στον αριθμό των θανάτων», λέγοντας πως «κάθε μέρα έχουμε 100 νεκρούς, που σημαίνει ότι 100 οικογένειες κάθε μέρα πενθούν, αλλά αυτό μας έχει γίνει συνήθεια πλέον και “δεν ιδρώνει το αυτί” κανενός».

ΑΚΟΥΣΤΕ ΕΔΩ ΤΗΝ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

ertnews.gr

Διαβάστε ακόμα