Λίγες σκέψεις για τον μακαριστό Μητροπολίτη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κυρό Ιερεμία

Του Παναγιώτη Σιαχάμη, Θεολόγου

Όποιος γνώρισε τον μακαριστό Μητροπολίτη Ιερεμία μπορεί να καταλάβει πως ο πόνος του πένθους για τον σεβάσμιο Γέροντα δεν είναι τόσο από ανθρώπινη θλίψη για την εκδημία του, αλλά συγκίνηση βαθιά, λόγω της πολλής αγάπης του, η οποία θα εκλείψει. Ποιος άραγε θα μπορούσε μέσα σε λίγες γραμμές να μιλήσει για τον πατέρα Ιερεμία (όπως ο ίδιος επιθυμούσε να τον αποκαλούμε); Όπως κανείς δεν μπορεί να κλείσει σε δοχείο τη θάλασσα, έτσι και εμείς δεν μπορούμε να αποτυπώσουμε σε κείμενα το μεγαλείο της ψυχής του. Για εμάς, τα πνευματικά του παιδιά, θα μείνει πάντα στις καρδιές μας σαν πνευματικός πατέρας, γλυκύς, ταπεινός και με πολλή αγάπη. Σου έπιανε το χέρι και πετούσατε στα ύψη τα πνευματικά. Όσα έλεγε είχαν στόχο τη σωτηρία. Ποθούσε να γεμίζει τις καρδιές μας από αγάπη Χριστού.

Όταν λειτουργούσε, στεκόταν με τόσο μεγάλη ευλάβεια μπροστά στην Αγία Τράπεζα, που σε μυούσε στη Θεία Λειτουργία και δεν ήθελες να τελειώσει. Η μορφή του, ο τρόπος που τελούσε τη Θεία Μυσταγωγία, η προσοχή του βλέμματός του στα Τίμια Δώρα, ακόμα και ο συγκεκριμένος τρόπος που βημάτιζε εκείνη την ώρα, όλα μαρτυρούσαν ότι ζούσε τη Λειτουργία. Έπαιρνε δύναμη από το Μυστήριο και, όταν τελείωνε τη μία Θεία Λειτουργία, ανυπομονούσε να τελέσει την επόμενη.

Αυτό έκανε ο μακαριστός Ιερεμίας· σου μετέδιδε χάρη. Επιθυμούσες τη συντροφιά του, τα λόγια και τις συμβουλές του. Η ψυχή του έμοιαζε με μικρού παιδιού, που δεν θέλει να είναι με κανέναν μαλωμένο. Όλη του τη ζωή είχε αναλώσει στο να κηρύττει το Ευαγγέλιο και να μιλάει στους ανθρώπους για τον Θεό. Σε κάθε στιγμή έβρισκε την ευκαιρία και μιλούσε με μεγάλη θέρμη για την Παναγία και τους Αγίους. Έλεγε: «Παιδιά μου, να αγαπάτε τον Χριστό και την Παναγία, είναι η πιο γλυκιά συντροφιά». Κάποτε του ζήτησαν να τον φωτογραφίσουν και ο πατήρ Ιερεμίας είπε: «Καλύτερα να μας ακούτε, παρά να μας βλέπετε».Ήταν άνθρωπος, ο οποίος δεν επιθυμούσε την προβολή και τους επαίνους.

Αγρυπνούσε στην κυριολεξία για το ποίμνιό του και είχε αγάπη για τα παιδιά. Όταν πηγαίναμε ακόμα στο Γυμνάσιο, θυμάμαι πως πήρε τηλέφωνο τα ξημερώματα για να ρωτήσει τι γλυκά αρέσουν στα παιδιά στο σχολείο μας για να φέρει μαζί του, διότι επρόκειτο εκείνη την ημέρα να το επισκεφθεί. Ακούραστος πήγαινε όπου οι περιστάσεις το απαιτούσαν. Αγωνιούσε για την έλλειψη ιερέων και όταν κάποια χωριά δεν είχαν παπά να λειτουργήσει, πήγαινε ο ίδιος χωρίς δεύτερη σκέψη. Δεν αναπαυόταν να λειτουργεί στους Μητροπολιτικούς Ναούς της επαρχίας του, όταν ήξερε ότι αλλού οι Χριστιανοί θα μείνουν αλειτούργητοι. Όταν κάποιος σε κάποιο χωριό τον ρώτησε: «Σεβασμιώτατε, μα καλά, δεν κουράζεστε με τόσα πολλά χιλιόμετρα που κάνετε;». Ο Δεσπότης αυθόρμητα απάντησε: «Μου αρέσει εκείνο το τροπάριο που λέγει: Ἔθλεξας πόθῳ με, Χριστέ. Ο πόθος του Χριστού με ξεκουράζει».

Κάποτε, τον Μάιο του 2007, συνέβη μια τραγωδία στον ποταμό Λούσιο, με αποτέλεσμα να πνιγούν κάποιοι κωπηλάτες. Ο Δεσπότης, όταν το πληροφορήθηκε, μετά από έναν Εσπερινό σε κάποιο χωριό που είχε πάει, με μεγάλη αγωνία τελούσε καθοδόν Παράκληση στην Παναγία και, όταν έφτασε στο σημείο, ξενύχτησε μαζί με τους διασώστες. Αγαπούσε τον άνθρωπο και δεν αδιαφορούσε καθόλου για τα προβλήματα του τόπου. Ήταν μπροστάρης σε όλα τα δρώμενα που αφορούσαν παιδεία, υγεία, ανεργία και κάθε κοινωνική δυσκολία. Συχνά έλεγε: «Ας γίνουμε πρώτα άνθρωποι και μετά Χριστιανοί».

Τύπωνε εκατοντάδες φυλλάδια με μεστό θεολογικό λόγο που μιλούσαν στην καρδιά και ήταν κατανοητά ακόμα και σε κάποιον ολιγογράμματο. Τιμούσε τους πάντες με την πηγαία ευγένειά του. Φιλούσε το χέρι και του πιο απλού παπά. Ήθελε την πρόοδο και την παίδευση των παπάδων του και γι’ αυτό, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, έκανε συνάξεις, στις οποίες μιλούσε τους παπάδες του και τους κατάρτιζε σε πολλά θεολογικά θέματα. Ο μακαριστός Μητροπολίτης μας είχε ταπείνωση, η οποία ήταν ουσιαστική και όχι ταπείνωση από ευγένεια. Ποτέ του δεν ενδιαφέρθηκε για ανέσεις. Ποτέ δεν επιδίωξε κάποιου είδους ευκολία. Αντίθετα, καθόταν σε σκαμπό για να κάτσουν τα παιδιά του ιερού στην πολυθρόνα.

Για τη Θεολογία του πατρός Ιερεμία θα μπορούσαν να γίνουν ολόκληρα συνέδρια, όπως και θα γίνουν κάποια στιγμή. Θα αρκεστούμε μόνο σε ελάχιστα. Ο πατήρ Ιερεμίας δεν ήταν απλά ένας καλός γνώστης και ερμηνευτής της Αγίας Γραφής και των Πατερικών κειμένων, αλλά θα μπορούσαμε να πούμε, δίχως αυτό να φανεί υπερβολή, πως ο πατήρ Ιερεμίας είχε συλλάβει υψηλές θεολογικές έννοιες και αυτό τον έκανε, λόγω του ασκητισμού του, εμπειρικό θεολόγο, που η καρδιά του ζούσε για την εντρύφηση και ερμηνεία των θείων κειμένων.

Γνώρισμα της Θεολογίας του πατρός αποτελεί ο σεβασμός του στο Συνοδικό σύστημα και στην υπακοή στις αποφάσεις της Εκκλησίας. Δεν διασπούσε ο λόγος του. Αν και πολλοί το επιζητούσαν, ο αείμνηστος Γέροντάς μας αγωνιούσε για την ενότητα και, όπου τυχόν διαφωνούσε σε κάποιο ζήτημα, επεδίωκε τον διάλογο και την ανταλλαγή απόψεων σε θεολογικό πλαίσιο. Αγαπούσε την Εκκλησία. Εργαζόταν για την Εκκλησία και προσέφερε τον εαυτό του στην Εκκλησία. «Η πίστη είναι σαν το μάτι» έλεγε. «Δεν δέχεται μέσα του τρίχα». Γι’ αυτό, ήταν ιδιαίτερα δυναμικός, όταν ένιωθε πως διασαλεύεται ή υποτιμάται η πίστη. Έγραψε πλήθος θεολογικών πονημάτων από ερμηνείες, εισαγωγές και υπομνηματισμούς, τα οποία αφήνει ως παρακαταθήκη στην Εκκλησία και θα του είμαστε ευγνώμονες για το θεολογικό του έργο. Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Μακαριστός Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως, κυρός Ιερεμίας, δορυφορούνταν γύρω από το τρίγωνο «Θεία Λειτουργία – Άνθρωπος – Θεολογία». Όταν έλθει το πλήρωμα του χρόνου, θα αναδειχθούν πολλά από τη ζωή και την αθόρυβη διακονία του μακαριστού Γέροντα πατρός Ιερεμία, αφού η θεία Χάρις τον επισκίαζε ως και τα οσιακά του τέλη και τον ευλογημένο τρόπο της κοίμησής του. Ας έχουμε την ευχή του.

Διαβάστε ακόμα