“Άγιος Αθανάσιος” του Αρχιμ. Ιακώβου Κανάκη

Του Πανοσιολ. Αρχιμ. Ιακώβου Κανάκη, Πρωτοσυγκέλλου Ι. Μ. Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως

Εἶναι μεγάλη ἡ χορεία τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀνάμεσα στούς ἁγίους αὐτούς βρίσκονται οἱ λεγόμενοι «Πατέρες καί Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας» 1. Αὐτοί εἶναι προσωπικότητες φωτισμένες καί ἁγιασμένες πού ἔζησαν στήν ἐποχή τους καί «ἔλυσαν τό πρόβλημα» τῆς ἐποχῆς αὐτῆς 2. Ὄχι τυχαῖα, ἐμφανίστηκαν σέ ἐποχές, πού ἡ Ἐκκλησία περνοῦσε μεγάλες δυσκο- λίες, καί αὐτοί, ὡς θεοφόροι, ἐντόπισαν τό πρόβλημα καί ἔδωσαν τήν λύση3. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἦταν ἕνας ἐξ αὐτῶν τῶν «Πατέρων καί Διδασκάλων».

Ἔζησε στήν κρισιμότερη ἐποχή τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, τότε πού αὐτή κιν δύνευε ἀνθρωπίνως νά χάσει τήν ταυτότητά της. Ἀπό τόν 4ο αἰῶνα οἱ χριστιανοί ἔχουν ἤδη βγεῖ ἀπό τίς κατακόμβες καί ἀπολαμβάνουν προνόμια μέσα στήν αὐτοκρατορία. Ἡ χριστιανική πίστη γίνεται ἡ ἐπίσημη θρησκεία τοῦ κράτους. Ἐνῶ ὅμως τά μαρτύρια τοῦ αἵματος σταματοῦν, ἔρχονται ἄλλα ζητήματα νά ταράξουν τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ αἱρέσεις! Ὑπάρχει ἑκούσια κυρίως διαστρέβλωση τῶν ἀληθειῶν τῆς χριστιανικῆς Πίστης, πού ὁδηγοῦσε σέ ἀλλοίωση τῶν ἀληθειῶν αὐτῶν, μέ κίνδυνο ἀπώλεια ψυχῶν, γιά τίς ὁποῖες ὁ Χριστός ἀπέθανε. Στίς αἱρετικές αὐτές τοποθετήσεις ἔπρεπε ἡ Ἐκκλησία νά ἀπαντήσει, καί αὐτό τό δύσκολο ἔργο ἀνάλαβε, μεταξύ ἄλλων, ὁ Ἀθανάσιος, ὁ ὁποῖος γιά τήν μεγάλη συνεισφορά του ὀνομάστηκε «Μέγας»4.

Μεγάλο ζήτημα, πληγή στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας δημιούργησε ὁ Ἄρειος. Ἦταν ἕνας κληρικός, πού ὑποστήριξε καί προσπάθησε νά τό ἐπιβάλλει, ὅτι ὁ Χριστός ἦταν κτίσμα καί δέν ἦταν Θεός. Ὑπῆρξαν ἀρκετοί πού υἱοθέτησαν τήν θέση του αὐτή καί τόν ἀκολούθησαν. Τούς ὀνόμασαν ἀρειανόφρονες. Ἡ αἱρετική θέση του δημιούργησε μεγάλους κλυδωνισμούς μέσα στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας καί χρειάστηκε μιά σαφής καί ἐμπεριστατωμένη θεολογική ἀπάντηση. Τήν ἀπάντηση αὐτή ἔδωσε ὁ Ἀθανάσιος ἐνώπιον τῶν μελῶν τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία συγκλήθηκε κατά βάση, μεταξύ ἄλλων, γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ ζητήματος αὐτοῦ. Ὅ Ἀθανάσιος, ὅπως ἀναφέρθηκε, γιά τήν μεγάλη του προσφορά ὀνομάστηκε «Μέγας» ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἡ Ἐκκλησία δέν δίνει τυχαῖα κανέναν τίτλο5. Ὁ Ἱεράρχης αὐτός ἕνωσε τό θεολογικό νῆμα, πού προσπάθησαν καί κόψουν οἱ αἱρετικοί, μέ τούς Πατέρες πού προηγήθηκαν αὐτοῦ6. Αὐτή ἡ ἕνωση ἦταν ἕνα ἔργο πολύ σημαντικό, διότι συνέχισε τήν Παράδοση, ὀρθοτόμησε τήν ἀλήθεια σέ θέματα πού εἶναι θεμε- λιώδη καί ἀφοροῦν στήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

Τό θέμα μέ τό ὁποῖο ἰδιαιτέρως ἀσχολήθηκε καί ἑστίασε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος εἶναι ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ7. Εἶναι θεμελιῶδες ζήτημα αὐτό, γι’ αὐτό καί ἀφιέρωσε πολλά ἀπό τά κείμενά του, προκειμένου νά ὀρθοτομήσει περί αὐτοῦ. Ἀπάντησε στό ὅτι ἐνῶ ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος δέν ἔπαψε νά εἶναι θεός: «Κύριον ἐν σαρκί, οὐ κτίσματι προσκυνοῦμεν, ἀλλά τόν κτίστην ἐνδυσάμενον τό κτιστόν σῶμα» («Πρός Ἀδέλφιον» 6 καί 1)8. Ὅπως σημειώνει ὁ Στυλιανός Παπαδόπουλος: «Σέ λίγες περιπτώσεις τό σάρξ ταυτίζεται μέ τό σῶμα. Ἔτσι ἔχουμε δύο ταυτόχρονες θεολογικές θέσεις. Ἡ μία εἶναι ὅτι ὁ Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος (ἤ σάρξ) καί ἡ ἄλλη ὅτι ὁ Λόγος ἔλαβε σῶμα ( ἤ σάρκα). Καί οἱ δύο ἀνταποκρίνονται στήν Παράδοση, ὅπως μάλιστα διατυπώθηκε στό Σύμβολο Νικαίας μέ τίς μετοχές “σαρκωθέντα” καί “ἐνανθρωπήσαντα”»9. Ἐπίσης τό ὅτι ὁ Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος δέν σημαίνει ὅτι «ἐτράπη» (Βλ.

«Πρός Ἐπίκτητον» 7). Δέν ἔγινε κάτι ἄλλο, ἀλλά ἀντίθετα ὁ Λόγος ἦταν πάντα Θεός, πάντα Υἱός τοῦ Πατέρα, ἀλλά σέ κάποια δεδομένη χρονική στιγμή

ἔγινε ἄνθρωπος. Ἡ Ἐνανθρώπηση αὐτή εἶναι ἕνα μοναδικό γεγονός, ἀφοῦ ἡ πρόσληψη τοῦ σώματος ἀπό τόν Χριστό ἔχει σάν ἀποτέλεσμα νά μήν ἐνεργεῖ τό σῶμα ἁμαρτίες. Αὐτό ὅμως δίνει καί στόν κάθε ἄνθρωπο τήν δυνατότητα νά μπορεῖ μέ τήν δύναμη τοῦ Λόγου νά ξεπερνᾶ τά πάθη του καί νά γίνεται

«ἄφθαρτος καί ἀθάνατος». Τό μεγάλο γεγονός εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γίνει «θεός».

Μέ τήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου προκύπτει ἡ «ἀνανεωμένη εἰκόνα» τοῦ ἀνθρώπου. Κατανοοῦμε, τό πῶς ἤθελε τόν ἄνθρωπο ὁ Θεός ὅταν τόν ἔπλα- σε10. Αὐτός, ὁ Λόγος, «ἐκπληρώνει» τέλεια τό κατ’ εἰκόνα καί κάθ᾽ ὁμοίωση. Γίνεται ὁ «ὄντως ἄνθρωπος». Μέ τήν Ἐνανθρώπηση ἔχουμε τήν «κάθαρση» τοῦ «ἀμαυρωμένου κατ’ εἰκόνα» τῆς πτώσεως. Ὁ Χριστός γενόμενος ἄνθρω- πος ἐνεργεῖ ὡς τέλειος Θεός καί ὡς τέλειος ἄνθρωπος. Ὅταν ἐνεργοῦσε τά θαύματα, τά ἐκτελοῦσε μέ τά ἰδιώματα τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ὅταν πει- νοῦσε, διψοῦσε ἤ πονοῦσε ἦταν ταυτόχρονα καί Θεός. Ἦταν ὁ ἴδιος ὅταν ἔπασχε. Τά λεγόμενα ἀδιάβλητα πάθη, τά ἀνθρώπινα «πάθη» τοῦ Κυρίου ἀποτελοῦν τίς ἀνθρώπινες «ἀδυναμίες», χωρίς ὅμως νά ταυτίζονται μέ τήν ἁμαρτία, γιατί ἀφοῦ τά «ἰδιοποιήθηκε» ὁ Λόγος δέν ἔχουν πλέον ροπή πρός τήν ἁμαρτία. Εἶναι μυστήριο τό πῶς τά ἰδιώματα τῆς κάθε φύσης τοῦ Χριστοῦ ἀνήκουν καί μένουν στήν κάθε μία ἀπό τίς φύσεις11.

Ἕνα σημαντικό «ἀνθρώπινο», ἀλλά καί ταυτόχρονα θεολογικό ἐρώτημα σχετικά μέ τά παραπάνω εἶναι αὐτό πού διαβάζουμε στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο. Ἀναφέρεται στό κείμενο: «…καί Ἰησοῦς προέκοπτε σοφίᾳ καί χάριτι…» (Λουκ. 2,52). Τί εἴδους «προκοπή» ἤ «αὔξηση» ἐννοεῖται ἐδῶ; Πῶς μπορεῖ νά κατανοηθεῖ αὐτό; «Προκοπή» ὡς πρός τήν θεϊκή φύση δέν ὑφίσταται, εἶναι

«ἄτοπο». Μόνο ὡς πρός τήν ἀνθρώπινη φύση ὑπάρχει «ἀνάπτυξη» καί «αὔξη- ση». Ἔτσι, «προκόπτοντας αὐξανόταν καί μεγάλωνε ἡ φανέρωση τῆς θεότητας τοῦ Λόγου μέσω τοῦ Ἰησοῦ ὡς ὀργάνου»12. Ὅσο προέκοπτε ὁ Ἰησοῦς, ὡς ἄνθρωπος, τόσο φανερωνόταν μέσω αὐτοῦ ἡ θεότητα στούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι τόν θαύμαζαν. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «ὥσπερ εἴπομεν ὅτι σαρκί πέπονθε καί σαρκί ἐπείνα…εἰκότως ἄν λέγοιτο ὅτι σαρκί προέκοπτεν…οὔτ’ οὖν τοῦ Λόγου ἡ προκοπή, οὔτε ἡ σάρξ ἦν ἡ Σοφία, ἀλλά τῆς σοφίας σῶμα

γέγονεν ἡ σάρξ… τό ἀνθρώπινον ἐν τῇ Σοφία προέκοπτεν, ὑπεραναβαῖνον κατ’ ὀλίγον τήν ἀνθρώπινην φύσιν καί θεοποιούμενον καί ὄργανον αὐτῆς πρός τήν ἐνέργειαν τῆς θεότητος καί τήν ἔκλαμψιν αὐτῆς γινόμενον καί φαινόμενον πᾶσι. Διό οὐδέ εἶπεν “ὁ Λόγος προέκοπτεν”, ἀλλ’ ὁ “Ἰησοῦς”, ὅπερ ὄνομα γενόμενος ἄνθρωπος ὁ Κύριος ἐκλήθη, ὡς εἶναι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τήν προκοπήν» (Γ΄ 53).

Ἕνα ζήτημα τό ὁποῖο θά ἀπασχολοῦσε τήν Ἐκκλησία ἀργότερα, ἀλλά ὁ Ἀθανάσιος ἔβαλε δυνατές καί στέρεες βάσεις ἀπό νωρίς, ἀφορᾶ στό «τί προσκυνοῦμε στόν Χριστό». Γίνεται σαφές ὅτι δέν μποροῦμε νά χωρίσουμε τίς φύσεις στόν Λόγο. «Δέν μποροῦμε νά χωρίσουμε τίς φύσεις του καί νά προσκυνήσουμε μόνο τόν θεῖο Λόγο, γιατί τό σῶμα εἶναι τό σῶμα του13. Καί δέν μποροῦμε νά ξεχωρίσουμε ἀπό τήν θεία τήν κτιστή φύση του ( πού ἀπό μόνη της βέβαια δέν εἶναι προσκυνητή), γιατί αὐτή θεώθηκε, ἀφθαρτοποιήθηκε στήν συνάφειά της μέ τήν θεία, ὥστε νά μήν μπορεῖ νά πεῖ κανείς ὅτι προ- σκυνῶντας τόν Κύριο προσκυνεῖ τό κτιστό («Πρός Ἀδέλφιον» 4)14.

Μέ τήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου ἔχουμε μεγάλες εὐεργεσίες γιά τόν ἄνθρωπο. «Πεθαίνει ὁ θάνατος καί ἀφθαρτοποιεῖται τό ἀνθρώπινο σῶμα». Φυσικά μιλᾶμε γιά κανονική ἕνωση τῶν φύσεων στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ποιός θά μποροῦσε νά νικήσει τόν θάνατο; Μά κάποιος πού εἶναι δυνατότε- ρός του. Λαμβάνει ὁ Χριστός τήν ἀνθρώπινη φύση, πού ἔχει «πεθάνει», καί μέ τόν δικό του θάνατο, τήν περνᾶ στήν ἀθανασία. Ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου προϋπέθετε ἕναν θάνατο, καί αὐτό συνέβη. «Ἡ ἀφθαρσία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ἐπιτεύχθηκε μέ τήν κατοίκηση σ’ αὐτό τοῦ Λόγου ἤ ἀλλιῶς μέ τήν πρόσληψη καί ἀφθαρτοποίηση τοῦ σώματος ἀπό τόν Λόγο». Καί τό συγκλο- νιστικό εἶναι: «Τό γεγονός ἐξασφάλισε τήν δυνατότητα ἀφθαρτοποίησης ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων σωμάτων, ἐφόσον μετέχουμε στό σῶμα τοῦ Λόγου καί ὄχι σέ κάποιο κοινό ἀνθρώπινο σῶμα» («Πρός Μάξιμον», 2 καί «Κατά ἀρειανῶν», Γ΄ 34)15.

Γίνεται μέ τά παραπάνω κατανοητό, πόσο σωστά εἶναι τοποθετημένα τά βήματα στήν πνευματική ζωή, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά ἔχει τήν δυνατότητα νά φθάσει στήν ἀφθαρσία, στήν ἁγιότητα. Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε τήν δυνατότητα ὄχι μόνο νά τόν «γνωρίσουμε», ὄχι μόνο νά τόν «δοῦμε», ἀλλά νά ἑνωθοῦμε μαζίτου. Νά λάβουμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα του μέσα μας. Ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι ὁ τρόπος, ὁ χῶρος καί ἡ δυνατότητα νά τό πετύχουμε αὐτό. Ἐπειδή ὁ Χριστός παρέλαβε τό δικό μας σῶμα, «ὄχι κατά δόκηση», ὅπως αἱρετικοί ὑποστήριξαν, ἀλλά πραγματικά τό ἔλαβε ὁλόκληρο, ὑπάρχει ἡ δυνατότητα θεώσεώς του. Τοποθετεῖ πολύ ὑψηλά τό σῶμα ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία, τοῦ δίνει τήν δυνατό- τητα νά «διατηρηθεῖ», γεγονός πού βλέπουμε στά λείψανα τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος εἶναι «Μέγας», γιατί ἔγινε τύπος καί ὑπογραμμός τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης στήν ἐποχή του, ἀλλά καί γιατί ἀποτέλεσε ἀκρογωνιαῖο λίθο πάνω στόν ὁποῖο «πάτησαν» οἱ μετά ἀπό αὐτόν Ἅγιοι Πατέρες καί μέχρι καί σήμερα ἀπολαμβάνουμε τούς καρπούς τοῦ δικοῦ του θεολογικοῦ λόγου καί ἔργου.

Ἐν κατακλεῖδι, ἀναφέρουμε τά γενικά στοιχεῖα ἀπό τόν βίο τοῦ μεγάλου Πατρός, ὅπως τά ἀναφέρει ὁ μακαριστός καθηγητής Στυλιανός Παπαδόπου- λος: « Ἀθανάσιος ὑπῆρξε γονιμότατος συγγραφέας, μολονότι οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς του ὑπῆρξαν ἀποτρεπτικές γιά συγγραφή. Πέρασε 16 σχεδόν χρόνια

σέ ἐξορίες καί ἄλλα τόσα ζοῦσε σέ κλίμα διωγμοῦ καί μέ τό φάσμα τῆς ἐξο- ρίας. Ἡ ζωή καί ἡ ποιμαντορία του ταυτίζονται κυρίως γιά τόν ἀγῶνα τῆς fíκκλησίας κατά τοῦ ἀρειανισμοῦ καί τῶν συνεπειῶν του. Ἔτσι λοιπόν, ἐνω- ρίς ἐπιδόθηκε στήν συγγραφή, ἀπό τά 25 του περίπου χρόνια, καί τήν συνέ- χισε μέχρι τά 78. Τά ἀθανασιακά κείμενα λίγες φορές μαρτυροῦν φροντίδα φιλολογική, δεδομένου ὅτι πολλά γράφτηκαν στούς τόπους ἐξορίας του. Συν- τάχθηκαν μέ βία γιά νά προλάβουν τήν ἐνημέρωση, τήν ἀποτροπή ἐκκλησια- στικῶν ἐνεργειῶν, τήν δικαίωση ἤ τήν καταδίκη γεγονότων καί προσώπων. Ἀδιαμφισβήτητες ἀρετές τοῦ ἀθανασιακοῦ κειμένου εἶναι ἡ ἐνάργεια καί ἡ σαφήνεια τῆς φράσεως, ἡ αἴσθηση τοῦ πραγματικοῦ καί ἡ ἔκφραση μέσω τοῦ κλίματος τῆς ἐποχῆς, ἡ ἐπιμονή ἀλλά καί ἡ εὐλυγισία στήν σκέψη, ἡ σέ βάθος τῆς ἀληθείας εἴσοδος καί ἡ πειστικότητα…»

1 Βλ. Στυλιανοῦ Παπαδοπούλου, Ἀθανάσιος ὁ Μέγας καί ἡ θεολογία τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνό- δου, Ἀθήνα 1975.

2 Στυλιανοῦ Παπαδοπούλου, Πατρολογία Α΄, Ἀθήνα 1994, σσ. 35-37.

3 Βλ. Κωνσταντίνου Σκουτέρη, Ἡ ἔννοια τῶν ὅρων «θεολογία», « θεολογεῖν», «θεολόγος», ἐν τῇ Διδασκαλία τῶν fíλλήνων Πατέρων καί fíκκλησιαστικῶν συγγραφέων μέχρι καί τῶν Καππα- δοκῶν, Ἀθήνα 1972.

4 Βλ. Παναγιώτου Χρήστου, fíκκλησιαστική Γραμματολογία, τόμ. 1ος , Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 160-169.

5 Βλ. Ἰωάννου Παναγοπούλου, fíρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς στήν fíκκλησία τῶν Πατέρων, τόμ. 1ος , Ἀθήνα 1991, σ. 329.

6 Στυλιανοῦ Παπαδοπούλου, Πατρολογία Α΄, Ἀθήνα 1994, σσ. 52-57.

7 Παναγιώτου Χρήστου, fíκκλησιαστική Γραμματολογία, τόμ. 1ος , Θεσσαλονίκη 2002, σ. 167.

8 Μεγάλου Ἀθανασίου, «Ἐπιστολή ἐπί τῶν ἀποφάσεων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στήν Νίκαια 14», PG 25, 440 CD.

9 Στυλιανοῦ Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β΄, Ἀθήνα 2012, σ. 283.

10 Μεγάλου Ἀθανασίου, «Κατά Ἀρειανῶν», PG 26, 117A, 120A.

11 Βλ. Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, Δογματική-ὀρθόδοξη φιλοσοφία τῆς Ἀλήθειας, μετάφρ. Ἄρη Γεωργόπουλου, Ἱερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὅρος 2019, σσ. 535-540.

12 Στυλιανοῦ Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τόμ. Β´, Ἀθήνα 2012, σ. 288.

13 Μ. Ἀθανασίου Ε.Π.Ε., Τόμ. 1ος, Ἀθήνα 1962, σ. 271.

14 Στυλιανοῦ Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τόμ. Β´, Ἀθήνα 2012, σ. 289.

15 Στυλιανοῦ Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τόμ. Β´, Ἀθήνα 2012, σ. 278.

Διαβάστε ακόμα