Χρυσό Ιωβηλαίο του Μητροπολίτη Γερμανίας Αυγουστίνου – 50 έτη ευκλεούς Αρχιερατείας

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Ευαγγέλου Κ. Πριγκιπάκη, Δρος Θ. – Δρος Φ.

«υἱικῆς ἀγάπης εὔγνωμον ἀντίδωρον …»

Στις 26 Μαρτίου του 2022 συμπληρώθηκαν πενήντα χρόνια από την εις επίσκοπον χειροτονία του με νεανικό σφρίγος πολιού και σοφού ιεράρχου του πανίερου Οικουμενικού Θρόνου, Μητροπολίτου Γερμανίας, υπερτίμου και εξάρχου Κεντρώας Ευρώπης κ. Αυγουστίνου. Ο Μητροπολίτης Γερμανίας συγκαταλέγεται σήμερα στους διαπρεπέστερους, ευφυέστερους, ικανότερους, πλέον εμπειρότερους και σωφρονέστερους ιεράρχες της Πρωτοθρόνου Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ενώ η προσφορά του στη Μητρόπολη Γερμανίας υπήρξε και εξακολουθεί να είναι πλούσια, καρποφόρα και μοναδική, αφού η ιερατική και αρχιερατική του πορεία  είναι συνυφασμένη με εκείνη της ίδρυσης, της οργάνωσης και της ανάπτυξης της Μητροπόλεως σε ολόκληρη την ενωμένη Γερμανία, καθώς έχει συμπληρώσει, ως ένας από τους πρώτους κληρικούς της από το 1963, ήδη εξήντα και πλέον λαμπρά, ευκλεή και καρποφόρα έτη εκκλησιαστικής διακονίας στην μεγάλη και πολυσήμαντη αυτή για την Ευρώπη χώρα, εργαζόμενος ακατάπαυστα και αδιάλειπτα προς δόξαν της «Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, του πανσεβάστου και πεφιλημένου Οικουμενικού μας Πατριαρχείου», όπως τονίζει, αλλά και προς εύκλεια και εν Χριστώ καύχηση του «ηγέτου της Ορθοδοξίας, του Οικουμενικού μας Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου».

Ι. Από την Κρήτη, στη Χάλκη και τη Γερμανία

Γενέτειρα του Μητροπολίτου Γερμανίας υπήρξαν οι Βουκολιές, ένα όμορφο και πλούσιο κεφαλοχώρι της επαρχίας Κυδωνίας του νομού Χανίων της Κρήτης, όπου ο κατά κόσμον Γεώργιος Λαμπαρδάκης αντίκρισε για πρώτη φορά το φώς του ήλιου στις 7 Φεβρουαρίου του 1938 ως γόνος της κατ’ εξοχήν αγροτικής οικογένειας του Εμμανουήλ, που ασκούσε παράλληλα και την υποδηματοποιία, και της Ευρυδίκης, με καταγωγή από την ηρωική Κάνδανο της επαρχίας Σελίνου. Στις Βουκολιές ο Γεώργιος ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του και κατόπιν φοίτησε αρχικά στο Γυμνασιακό τμήμα της Χάλκης από το 1954 και εν συνεχεία σπούδασε θεολογία στην ομώνυμη Ιερά Θεολογική Σχολή, λαμβάνοντας το πτυχίο του το 1960. Λίγο πριν από την αποφοίτησή του, στις 10 Απριλίου του ίδιου έτους, Κυριακή των Βαΐων, χειροτονήθηκε διάκονος από τον τότε Μητροπολίτη και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Κρήτης κυρό Ευγένιο, ο οποίος παρεπιδημούσε στην Κωνσταντινούπολη εξαιτίας της συμμετοχής του στον καθαγιασμό του Αγίου Μύρου, λαμβάνοντας, κατόπιν επιθυμίας δικής του, το όνομα του μεγάλου αγίου και θεολογοφιλοσόφου της χριστιανικής Δύσεως Αυγουστίνου.

Η μακρά παραμονή του στις αυλές της Μητρός Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, αλλά και η διαβίωσή του στο περιβάλλον της ‘alma mater’ του Χαλκίτιδος Θεολογικής Σχολής, τον γαλούχησαν πνευματικά, αλλά και του καλλιέργησαν έντονα το βαθύ σεβασμό και την δια βίου ολοκληρωτική αφοσίωση στο μαρτυρικό Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η Χάλκη και ο μέγας πατριάρχης Αθηναγόρας υπήρξαν για τον διάκονο Αυγουστίνο όχι μόνο τα πνευματικά του θεμέλια, αλλά και οι πηγές της έμπνευσής του ιερατικού και ιεραποστολικού του ζήλου. Και τούτο διότι, οι Σχολάρχες Ικονίου Ιάκωβος και Σταυρουπόλεως Μάξιμος, ο οποίος υπήρξε και ο πνευματικός του πατέρας, καθώς και ο καθηγητής Χρυσόστομος Κωνσταντινίδης, διάκονος τότε, κατόπιν μητροπολίτης Μύρων και έπειτα Εφέσου, όπως και οι λοιποί διδάσκαλοί του στη Χάλκη, «μετελαμπάδευον το φως της θείας αληθείας, εχορήγουν τα νάματα της ορθοδόξου θεολογίας, μετέδιδον ορθόδοξον εκκλησιαστικόν ήθος και φρόνημα, πιστότητα εις τα ορθόδοξα δόγματα και την παράδοσιν της Εκκλησίας και ενεφύσουν την ζωογόνον αύραν της χριστιανικής διαπαιδαγωγήσεως εις τούς μέλλοντας εργάτας της Εκκλησίας και της Παιδείας» (Καθ. Ν. Ξεξάκης). Έτσι, η γεραρά Χαλκίτις Θεολογική Σχολή απέβη για τον μελλοντικό εργάτη του Ευαγγελίου στην Εσπερία κυριολεκτικά «ζωή! Στην Χάλκη – αναφέρει – ζούσαμε την Εκκλησία μέσα από την μοναστική ζωή, το σπουδαστήριο, την επικοινωνία με τον Πατριάρχη, τους Μητροπολίτες του Θρόνου, τους άλλους κληρικούς, τους επισκέπτες και βέβαια τους δασκάλους και τους ομογαλάκτους αδελφούς. Μέσα σε αυτή την ζωή ζυμωνόμασταν στην παράδοση της Εκκλησίας, γίναμε ένα με αυτήν. Με φυσικό τρόπο είδαμε μετά την αποφοίτηση ότι το ‘πορευθέντες’ δεν ήταν μια εντολή, αλλά η αποστολή μας, για να ζήσει ο κόσμος».

Όσον αφορά επίσης τον τότε πατριάρχη του Γένους και πνευματικό του πρότυπο, επισημαίνει, πως «ο Αθηναγόρας ήταν πράγματι μέγας! Ως μέγα τον έζησα και τον έχω στη μνήμη μου και ως μέγας θα μείνει στην ιστορία. Ήταν ένας άνθρωπος που σε συγκλόνιζε. Η μορφή του, ο ασκητικός τρόπος της ζωής του, η αγάπη του για την Εκκλησία του Χριστού, η ευρύτητα της σκέψης του, το όραμά του. Όλα αυτά προσπάθησε να μας τα κληρονομήσει, εμάς τους μαθητές της Χάλκης που μας είχε σαν παιδιά του και, όμως, μας αντιμετώπιζε ως ίσο προς ίσο. Αν είμαστε καλοί μαθητές του, θα το ερευνήσει μια μέρα ο ιστορικός, πάντως όλοι εμείς είμαστε φορείς του πνεύματός του».

Σχεδόν αμέσως μετά τη λήψη του πτυχίου του, ο νεαρός διάκονος μετέβη, έπειτα από ενέργειες του Σχολάρχου και εισήγηση του καθηγητού του, Μητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου, αλλά και την άδεια, την ευλογία και την προτροπή του μεγάλου και διορατικού πατριάρχου Αθηναγόρα για μεταπτυχιακές σπουδές στη Φιλοσοφία και τη Θεολογία, αρχικά στο Πανεπιστήμιο του Salzburg  της Αυστρίας και στη συνέχεια στα Πανεπιστήμια του Münster – όπου παρακολούθησε μεταξύ άλλων και τις παραδόσεις του καθηγητού της Δογματικής Josef Ratzinger, μετέπειτα πάπα Βενεδίκτου του ΙΣΤ΄, όπως και του Δυτικού Βερολίνου της τότε Δυτικής Γερμανίας, αναπτύσσοντας στενότατο σύνδεσμο με τον καθηγητή Marcel Reding.

Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, ωστόσο, συνειδητοποίησε αναφορικά με τη Γερμανία, πως «εδώ, λοιπόν, ‘μ’ ἐθέσπισεν οἰκεῖν και διακονείν’ η Χάρη Tου. Και δεν μου πέρασε ούτε μια στιγμή από το μυαλό η σκέψη πως θα μπορούσα να βρίσκομαι αλλού. Δεν με κέρδισε η Γερμανία, ούτε φυσικά την κέρδισα,… Απλώς ανδρώθηκα μέσα στη Γερμανία, ώστε να αποτελεί πλέον κομμάτι του εαυτού μου. Και έχοντας ζήσει τη δημιουργία της Ιεράς Μητροπόλεως Γερμανίας από την αρχή, έχω ταυτιστεί μαζί της – χωρίς ασφαλώς να τη θεωρώ κτήμα μου. Είμαι ευγνώμων γι’ αυτό στον καλό μας Θεό, στον Μητροπολίτη Ειρηναίο, στους Πατριάρχες Αθηναγόρα, Δημήτριο και Βαρθολομαίο και φυσικά στους ανθρώπους μας εδώ».

Για το λόγο αυτό επίσης αναπροσανατόλισε τους στόχους του, προτάσσοντας ως κύρια αποστολή του την ποιμαντική διακονία των αποδήμων Ελλήνων στη μεγάλη χώρα του Βορρά, θέτοντας ως σκοπό της ιερατικής του ζωής να αξιωθεί να μεταφέρει εκεί επάξια και με πολύ «ζήλο το φως από την κανδήλα του Φαναρίου, από την οποία φωτίζεται όλος ο Ορθόδοξος κόσμος». Έτσι, χωρίς να παραλείψει τη διεύρυνση των επιστημονικών του οριζόντων, αλλά να ματαιώσει την προοπτική επανόδου του στη Χάλκη, αφοσιώθηκε στη διακονία του λαού του Θεού εργαζόμενος κυριολεκτικά ιεραποστολικώς, δεδομένου ότι το εκκλησιαστικό του έργο στη Γερμανία, καθώς δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου εκκλησιαστικές υποδομές για τους Ορθοδόξους, θα έπρεπε να ξεκινήσει απ’ αρχής, εφόσον μάλιστα «το 1960 υπογράφηκε η διακρατική συμφωνία μεταξύ Ελλάδος και Δυτικής Γερμανίας για την έλευση των Ελλήνων εργατών και Ελληνίδων εργατριών στην χώρα αυτή (…)», αλλά και εκείνος βρισκόταν εκεί και συνέχιζε τις σπουδές του ως διάκονος «όταν το 1963 το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο ίδρυσε την Ιερά Μητρόπολη Γερμανίας».

Έναν χρόνο αργότερα περίπου, στις 30 Αυγούστου του 1964, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στην πόλη Eitorf από τον αοίδιμο Μητροπολίτη Γερμανίας Πολύευκτο και λίγο αργότερα τοποθετήθηκε, αφού προχειρίστηκε σε αρχιμανδρίτη, ιερατικώς Προϊστάμενος στην Ενορία Αγίου Νικολάου του Δυτικού Βερολίνου, με την εντολή να εξυπηρετεί επιπλέον και τις ποιμαντικές ανάγκες των Ορθοδόξων στο Ανατολικό Βερολίνο. Στην ενορία του Βερολίνου ιεράτευσε αδιάκοπα μέχρι και την εκλογή του σε επίσκοπο τον Μάρτιο του 1972. Με το πολυδιάστατο πνευματικό και εκκλησιαστικό του έργο εκεί, ο αρχιμανδρίτης Αυγουστίνος ανέδειξε πολύ σύντομα την ενορία του σε πρότυπο ποιμαντικής κυψέλης για την αποτελεσματική διακονία των αποδήμων Ελλήνων στη Γερμανία, μεταναστών εργατών και φοιτητών, ενώ δίδαξε επίσης Πατρολογία και Ορθόδοξη Θεολογία για έξι χρόνια στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο (Freie Universität Berlin) της πόλης κατ’ εντολήν του καθηγητού του Marcel Reding.

ΙΙ. Η εκλογή σε Επίσκοπο

Εκτιμώντας τα ιδιαίτερα φυσικά και επίκτητα χαρίσματα του φερέλπιδος και ικανού κληρικού, ο άρτι ενθρονισθείς Μητροπολίτης Γερμανίας Ειρηναίος εισηγήθηκε την εκλογή του σε Βοηθό Επίσκοπο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Πράγματι, την Τρίτη 21 Μαρτίου 1972 η Αγία και Ιερά Σύνοδος, με προτροπή του ασθενούντος πλέον πατριάρχου Αθηναγόρα, εξέλεξε τον αρχιμανδρίτη Αυγουστίνο επίσκοπο υπό τον τίτλο της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης επισκοπής Ελαίας, τον οποίο, μάλιστα, έφερε μέχρι την εκλογή του στη μητρόπολη Ίμβρου και Τενέδου ο μετέπειτα οικουμενικός πατριάρχης Δημήτριος.

Η χειροτονία του, πρώτη ορθοδόξου επισκόπου στη Γερμανία, έλαβε χώρα στις 26 Μαρτίου του 1972 στο Ιερό Ναό του Αγίου Ανδρέου Φρανκφούρτης από τους Μητροπολίτες Γερμανίας Ειρηναίο, Σταυρουπόλεως Μάξιμο (Ρεπανέλλη), Σχολάρχη της Ιεράς Θεολογικής Σχολής Χάλκης, και Καλαβρίας Αιμιλιανό (Τιμιάδη). Ως έδρα του ο νέος Βοηθός Επίσκοπος θα είχε το Δυτικό Βερολίνο, με εντολή και εξουσιοδότηση από τον Μητροπολίτη του να ασκεί ευρύτερο πνευματικό και ποιμαντικό έργο σε ολόκληρη τη Γερμανία. Με το πραγματικά πολυμερές και πολυποίκιλο έργο του, ο επίσκοπος Ελαίας απέβη, καθώς ήταν άριστος γνώστης της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, αλλά και της γλώσσας, της σκέψης και της, πολυσήμαντης για την επιτυχία της ποιμαντικής διακονίας του ορθοδόξου κληρικού, ιδιοσυγκρασίας (Mentalität) του γερμανικού λαού, άοκνος συμπαραστάτης, ‘συγκυρηναίος’ και ‘δεξιά χείρ’ του Μητροπολίτου Ειρηναίου μέχρι το 1980, συνδράμοντάς τον αποφασιστικά στο πολύπλευρο και πρωτοπόρο ποιμαντορικό του έργο, αλλά και συμβάλλοντας μοναδικά στην οργάνωση και λειτουργία της Μητροπόλεως ως εκκλησιαστικής επαρχίας, για της οποίας την  αναγνώριση ως Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου από το Γερμανικό Κράτος εργάστηκε εντατικά και ουσιαστικά. Με ενέργειές του επίσης εκείνη την περίοδο, ολοκληρώθηκε το 1976 η ανοικοδόμηση του Ιερού Ναού Αναλήψεως του Σωτήρος στο Βερολίνο, ο οποίος μάλιστα αποτέλεσε και τον πρώτο νεόδμητο ορθόδοξο ναό  της Μητροπόλεως.

ΙΙΙ. Μητροπολίτης Γερμανίας

Τη Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 1980 και έπειτα από την παραίτηση του Μητροπολίτου Ειρηναίου, ο επίσκοπος Ελαίας Αυγουστίνος εξελέγη παμψηφεί, ως ο πλέον έμπειρος και κατάλληλος για το έργο αυτό, από την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Μητροπολίτης Γερμανίας και ενθρονίστηκε το Σάββατο 8 Νοεμβρίου 1980 στον Ιερό Καθεδρικό Ναό της Αγίας Τριάδος Βόννης από τον τότε επιφανή Μητροπολίτη Αυστρίας Χρυσόστομο Τσίτερ, ως εκπρόσωπο του οικουμενικού πατριάρχου Δημητρίου.

Ως Μητροπολίτης Γερμανίας ο Αυγουστίνος ανέπτυξε εξαιρετικά πλούσια δραστηριότητα σε όλους τους τομείς του εκκλησιαστικού έργου. Με ανύστακτο ενδιαφέρον, ακάματη εργατικότητα, νουνεχείς ενέργειες, πολυεπίπεδες επαφές και συνεργασίες με τις πολιτικές και πολιτειακές αρχές της Γερμανίας, καθώς και τις λοιπές ορθόδοξες, ρωμαιοκαθολικές και ευαγγελικές εκκλησιαστικές αρχές, κατάφερε να αναδειχθεί η Μητρόπολη σε τρίτη αναγνωρισμένη εκκλησιαστική αρχή στη χώρα. Παρά ταύτα, όμως, εξακολουθεί, καταδεικνύοντας το εκκλησιαστικό του ήθος, να τονίζει, πως «εγώ δεν έκανα τίποτα. Ο Θεός τα έκανε. Ό,τι υπάρχει στην Γερμανία έγινε, επειδή ο Θεός έστειλε καλούς κληρικούς, πιστούς χριστιανούς και πολλούς φίλους Γερμανούς”. Μάλιστα δε, όπως ισχυρίζεται επίσης, ό,τι δημιουργήθηκε στη μεγάλη αυτή χώρα είναι έργο συλλογικό, «’όλοι μαζί, ένα σώμα’. Κάτι άλλο δεν θα ακούσετε από μένα. Όποιος πιστεύει πως μπορεί να κάνει ένα τέτοιο θαύμα μόνος του, νομίζω πέφτει σε ύβρη ενώπιον του Θεού και των ανθρώπων. Υπάρχει σε όλα συνέργεια. Ο Θεός μας έστειλε άξιους κληρικούς και λαϊκούς, που με αφοσίωση και αυτοθυσία δούλεψαν για να γίνει αυτό το έργο. Ο Θεός τους έστειλε όλους, και είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων που τύχαμε τέτοιας δωρεάς, τέτοιας ευλογίας. Κι αυτοί δούλεψαν και έφτιαξαν θαύματα».

ΙΙΙ.1 Λειτουργικό και φιλανθρωπικό ποιμαντικό έργο

Ο κύριος τομέας του ποιμαντικού έργου του Μητροπολίτου Αυγουστίνου υπήρξε και εξακολουθεί να είναι το λειτουργικό και αγιαστικό πνευματικό έργο, το οποίο ασκείται συστηματικά υπό την καθοδήγησή του σε σχεδόν 160 πόλεις της Γερμανίας, όπου υφίστανται οι έδρες των περίπου 70 ενοριών ή τα ενοριακά τους εξαρτήματα, τα οποία συνιστούν καρπό και έργο της συνετής και τελεσφόρου ποιμαντορίας του. Στις περισσότερες, μάλιστα, από αυτές τις πόλεις η Ιερά Μητρόπολη διαθέτει πλέον ιδιόκτητα συγκροτήματα ναών και ενοριακών κέντρων, στων οποίων την υλοποίηση οραματιστής, εμπνευστής, πολύτιμος σύμβουλος και συμπαραστάτης των εφημερίων και των λαϊκών συνεργατών τους υπήρξε ο ίδιος ο Μητροπολίτης, ο οποίος εξακολουθεί να περιοδεύει αδιαλείπτως την αχανή χώρα και να λειτουργεί ευκαίρως ακαίρως σε κάθε ενορία, προκειμένου να ευλογεί το λογικό του ποίμνιο, αλλά και να εμψυχώνει τους ιερείς και τους πολυπληθείς συνεργάτες τους στο ευρύτερο εκκλησιαστικό και φιλανθρωπικό τους έργο, με πρωτοπόρα την ‘Ορθόδοξη Διακονία’, που λειτουργεί και δραστηριοποιείται αποτελεσματικά στο φιλανθρωπικό έργο σε κάθε σημείο της Γερμανίας. Έχοντας στέρεα γνώση και πλήρη συνείδηση της μοναδικής επίδρασης της θείας Λειτουργίας στην πνευματική οικοδομή των πιστών, μάλιστα, ο Μητροπολίτης τονίζει διαρκώς στα πολυσήμαντα ετήσια ιερατικά συνέδρια, που είχε την ευλογία να λάβει μέρος και ο γράφων, πως, αν δεν έχει τη δύναμη ή τη δυνατότητα κάποιος από τους ιερείς του να οικοδομήσει Ναό ή πνευματικό κέντρο, του είναι αρκετό ως επισκόπου του, να προσπαθεί να τελεί κάθε φορά ορθά, βιωματικά και με κατάνυξη το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και τις λοιπές αγιαστικές πράξεις.

Επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον επίσης για την κατάρτιση των κληρικών του με σκοπό την αποτελεσματικότερη ποιμαντική τους διακονία στις ειδικές συνθήκες της Γερμανίας, τους ενθαρρύνει για ευρύτερες σπουδές, αλλά και οργανώνει κάθε χρόνο πολυήμερα υποδειγματικά ιερατικά συνέδρια με εκλεκτούς ειδικούς ομιλητές σε θεολογικές Ακαδημίες κυρίως, οι οποίες διαθέτουν κατάλληλες υποδομές, δηλαδή αίθουσες συνεδριάσεων, εστίασης και κοιτώνες, με σκοπό οι ιερείς από όλη τη χώρα να συμβιώσουν από κοινού αδελφικά και να επικοινωνήσουν, εκτός από τις αυστηρά υπηρεσιακές, και σε καθημερινές στιγμές με τον Μητροπολίτη και πνευματικό τους πατέρα, με τους εκλεκτούς Βοηθούς Επισκόπους, αλλά και μεταξύ τους, σφυρηλατώντας μόνιμους δεσμούς φιλίας και αγάπης.

Με σκοπό να ενισχύσει το έργο της διαποιμάνσεως του πολυπληθούς πληρώματος της Μητροπόλεως, εισηγήθηκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο την εκλογή μέχρι σήμερα έξι Βοηθών Επισκόπων, των μακαριστού Παμφίλου Χρυσοστόμου, μετέπειτα Μητροπολίτου Σύμης,  Θερμών Δημητρίου, νύν Μητροπολίτου Μετρών και Αθύρων, Λεύκης Ευμενίου, Αριανζού Βαρθολομαίου, Χριστουπόλεως Εμμανουήλ και Αργυρουπόλεως Αμβροσίου, ενώ αξιοποίησε επίσης και τον ήδη υπάρχοντα από το 1976 Αρίστης Βασίλειο. Ιδιαίτερη μέριμνα επέδειξε, όμως, και για τη στελέχωση των ενοριών με ικανούς εφημερίους, ώστε η Μητρόπολη να διαθέτει περισσότερους από εβδομήντα εκλεκτούς κληρικούς σε ολόκληρη τη γερμανική επικράτεια.

Η εισαγωγή, αλλά και η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών σε όλα τα γερμανικά σχολεία αποτελεί ακόμη μια από τις ιδιαίτερες ποιμαντικές μέριμνες του Μητροπολίτου Γερμανίας. Με την βοήθεια των σπουδαίων συνεργατών του σ’ αυτόν τον τομέα, έχει καταστεί δυνατό να διδάσκεται το μάθημα για τους Ορθόδοξους μαθητές σε πολυάριθμα σχολεία της Γερμανίας, ενώ για την κατάρτιση των υπαρχόντων ή και των μελλοντικών νέων κληρικών ή λαϊκών στελεχών της Μητροπόλεως, κατέβαλε άοκνες και διαρκείς προσπάθειες για την ίδρυση αρχικά της Έδρας της Ορθοδόξου Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο του Münster και κατόπιν του Τμήματος Ορθοδόξου Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Μονάχου. Το έντονο ενδιαφέρον του για την ορθόδοξη νεολαία, μάλιστα, οδήγησε και στην ίδρυση και λειτουργία από το 1983 της κεντρικής συντονιστικής επιτροπής νεολαίας στο Μητροπολιτικό Κέντρο στην Βόννη, με κύρια αποστολή την οργάνωση των κατά τόπους ενοριακών νεολαιών, τη σύγκληση συνεδρίων νεολαίας, καθώς και την υλοποίηση νεανικών εκδηλώσεων.

ΙΙΙ.2. Ενορίες, οι «Μικρές Πατρίδες»

Αξίζει να σημειωθεί επιπλέον, πως στον ενθρονιστήριο λόγο του το Νοέμβριο του 1972 ο νέος τότε Μητροπολίτης Γερμανίας διαπίστωνε, ότι η ‘προσωρινότητα’ των Ελλήνων ‘μεταβάλλεται σε μονιμότητα’, γι’ αυτό και έθεσε ως κύριο στόχο της ποιμαντορίας του τη δημιουργία μιας ‘μικρής πατρίδας’ στην κάθε ενορία, με την ανέγερση, όπως ήδη αναφέρθηκε, ναών και πνευματικών ή πολιτιστικών κέντρων, πράγμα που έχει υλοποιηθεί σε όλες σχεδόν τις ενορίες και τα εξαρτήματά τους. Έτσι, ο πολιός πλέον Ποιμενάρχης, αποτιμώντας σε σχέση με το παρελθόν, το έργο της αρχιερατικής του πεντηκονταετίας, αναφέρει πως «τότε δεν υπήρχαν παρά τέσσερις – πέντε ενορίες σε όλη τη Γερμανία. Σήμερα, αν ταξιδέψει κανείς από το βορρά ως το νότο και από την ανατολή ως τη δύση …, θα δει δεκάδες ζωντανές ενορίες με Ιερούς Ναούς και Πνευματικά Κέντρα, έναν Ελληνισμό και μια Ορθοδοξία που ενδημεί και προκόπτει, που μετέχει στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή της χώρας μας, που έχει γίνει πλέον δεύτερη πατρίδα μας», ώστε να αισθάνεται και να ομολογεί λίαν ευφυώς, πως «ο Θεός μας ευλόγησε σκανδαλωδώς» με τα επιτεύγματα αυτά.

ΙΙΙ.3. Διορθόδοξες σχέσεις

Πολύ σημαντική πτυχή του ευρύτερου εκκλησιαστικού έργου του Μητροπολίτου Αυγουστίνου συνιστούν πρωτίστως οι συνήθως όχι τόσο εύκολες διορθόδοξες σχέσεις, γι’ αυτό και θεωρεί ως «ιδιαίτερη στιγμή» της αρχιερατικής του διακονίας την «ίδρυση της ‘Επιτροπής της Ορθοδόξου Εκκλησίας στη Γερμανία’, της KOKiD, η οποία μετεξελίχθηκε σε ‘Ορθόδοξη Επισκοπική Συνέλευση στη Γερμανία’». Και αυτό, καθώς διαπίστωσε, «ότι η Εκκλησία του Χριστού, η Ορθοδοξία, ήρθε πλέον για να μείνει. Λέω συχνά: οι Γερμανοί κάλεσαν εργάτες και έφεραν την Ορθοδοξία στη Γερμανία!». Έτσι, ως ιεράρχης του πανορθοδόξως υπευθύνου Οικουμενικού Θρόνου και πρόεδρος ex officio της Επισκοπικής Συνέλευσης στη Γερμανία (OBKD) διακονεί υποδειγματικά την ορθόδοξη ενότητα, καθώς, όπως τονίζει, «η θεσμοθετημένη πανορθόδοξη συνεργασία στη Γερμανία λειτουργεί, ήδη από το 1994, με την ‘Επιτροπή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στη Γερμανία’, την KOKiD, η οποία το 2010, μετά τη σχετική πανορθόδοξη απόφαση, μετεξελίχθηκε σε ‘Ορθόδοξη Επισκοπική Συνέλευση στη Γερμανία’», δηλαδή στην OBKD. Για τα λόγο αυτό και προτίθεται, όπως υπογραμμίζει, να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να «συνεχίσει να λειτουργεί, παρά τα οποιαδήποτε προσκόμματα, τα οποία πάντα θα υπάρχουν. Όχι μόνο γιατί αποτελεί πανορθόδοξη απόφαση η ίδρυσή της, η οποία μάλιστα επιβεβαιώθηκε και στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο στην Κρήτης το 2016. Όχι μόνο γιατί υπάρχουν αδελφικές σχέσεις που δεν παύουν να υφίστανται ούτε μετά από συνοδικές αποφάσεις. Ούτε γιατί υπάρχουν ήδη δομές που δεν είναι εύκολο μετά από τόσο καιρό να διαγραφούν μονομιάς. Αλλά γιατί σε αυτή μετράται και η αξιοπιστία της Ορθοδοξίας στη Γερμανία. Και κανένας δεν έχει κέρδος, αν χαθεί αυτή η αξιοπιστία». Στο πλαίσιο μάλιστα της ενίσχυσης της παρουσίας της Ορθοδοξίας στη μεγάλη χώρα του ευρωπαϊκού Βορρά, είναι από το 1996 Πρόεδρος της Οικουμενικής Επιτροπής για την Υποστήριξη όλων των Ορθοδόξων Ιερέων στη Γερμανία.

Σταθμό στην καλλιέργεια των διορθοδόξων σχέσεων θεωρεί, τέλος, την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας που συγλήθηκε το 2016 στο Κολυμπάρι Χανίων και στην οποία έλαβε μέρος ως μέλος της αντιπροσωπείας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Γι’ αυτό και, όπως υπογραμμίζει, «η συμμετοχή σε ένα τέτοιο γεγονός της ιστορίας της Εκκλησίας δεν αφήνει κανένα ασυγκίνητο! Ήρθε ο καιρός και πραγματοποιήθηκε αυτό που δεκαετίες οραματιζόταν η Ορθόδοξη Εκκλησία, αυτό για το οποίο δουλεύαμε δεκαετίες εντατικά… Το κέρδος το οποία εισέπραξα, ήταν η εμπειρία της συμπόρευσης σε ένα παγκόσμιο δρώμενο, μια χαρισματική εμπειρία γεμάτη από το φως και την αγάπη του Κυρίου μας. Δεν ξέρουν τί έχασαν όσοι προτίμησαν τον κόσμο!».

ΙΙΙ.4. Διαχριστιανικές σχέσεις

Πρωτοπόρος και φωτεινό παράδειγμα στις υγιείς διαχριστιανικές σχέσεις αποτελεί κατ’ εξοχήν για τον Μητροπολίτη Γερμανίας ο πατριάρχης Αθηναγόρας, ο οποίος προώθησε το διάλογο με τις «αδελφές Εκκλησίες» και «ήταν ανοικτός προς κάθε άνθρωπο καλής θέλησης», αποβαίνοντας μόνος του για την Ορθοδοξία «ό,τι η Β΄ Βατικανή για την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία». Η ενασχόληση του Μητροπολίτου Αυγουστίνου με την Οικουμενική Κίνηση στη Γερμανία υπήρξε διαρκής και αδιάλειπτη. Κινούμενος αταλάντευτα και πιστά στην γραμμή του Σεπτού Κέντρου όπως την συνέχισε ο μακαριστός πατριάρχης Δημήτριος και την καλλιεργεί ο νυν πατριάρχης Βαρθολομαίος, συμμετέχει και υποστηρίζει ενθέρμως το διαχριστιανικό διάλογο «εν αγάπη και αληθεία» (πατρ. Αθηναγόρας). Έτσι, από το 1973 μέχρι το 1979 διετέλεσε Πρόεδρος του Οικουμενικού Συμβουλίου του Βερολίνου, ενώ το 1978 εξελέγη επίσης για πρώτη φορά Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου των Χριστιανικών Εκκλησιών της Γερμανίας, αξίωμα στο οποίο άσκησε μέχρι το 2007. Από το 1976 μέχρι και το 1982, ακόμη, θήτευσε ως Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Εκκλησιών για Θέματα Αλλοδαπών Εργαζομένων με έδρα της στις Βρυξέλλες.

Ως Μητροπολίτης Γερμανίας ειδικότερα, ηγείται της πατριαρχικής αντιπροσωπείας στις συναντήσεις θεολόγων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ευαγγελικής Εκκλησίας της Γερμανίας (EKD), συμπροεδρεύει στην Κοινή Επιτροπή της Γερμανικής (Ρωμαιοκαθολικής) Επισκοπικής Διασκέψεως (DBK) και της Ορθοδόξου Επισκοπικής Συνελεύσεως (OBKD), καθώς και στην Επιτροπή της Ευαγγελικής Εκκλησίας (EKD) και της Ορθοδόξου Επισκοπικής Συνελεύσεως (OBKD) στη Γερμανία. Για το λόγο αυτό και το Οικουμενικό Συμβούλιο Γερμανίας τον τίμησε στις 24 Ιανουαρίου 2019 για την προσφορά του στον διαχριστιανικό διάλογο και την ενότητα των Χριστιανών.

   VI. Η αναγνώριση και τα αποτελέσματα του εκκλησιαστικού έργου

Για το πλούσιο και πολυδιάστατο εκκλησιαστικό και εθνικό του έργο ο Μητροπολίτης Αυγουστίνος επαινέθηκε επανειλημμένως με την έκφραση της ευαρέσκειάς τους από τους οικουμενικούς πατριάρχες Δημήτριο και Βαρθολομαίο, αλλά και τιμήθηκε με ανώτατες πολιτειακές και θεολογικοεκκλησιαστικές διακρίσεις. Το 1980 του απονεμήθηκε από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Karl Carstens ο Σταυρός Αξίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, το 1992 από τον πρωθυπουργό Johannes Rau το Παράσημο Αξίας του κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, το 1994 από τον πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή το παράσημο του Ανωτέρου Ταξιάρχου και το 2009 από τον πρωθυπουργό Christian Wulff ο Σταυρός Αξίας του κρατιδίου της Κάτω Σαξωνίας. Το 2006 επίσης αναγορεύθηκε Επίτιμος Διδάκτορας της Ρωμαιοκαθολικής Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Βόννης, το 2018 τιμήθηκε με το μετάλλιο Α΄ Τάξης Τιμής καί Αξίας του Αγίου Γεωργίου του Νεομάρτυρα από την Μητρόπολη Ιωαννίνων,  ενώ και το Τμήμα Ορθοδόξου Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου τον έχει ανακηρύξει Επίτιμο Διδάκτορά του, με την τελετή απονομής να έχει προγραμματιστεί για τις 29 Ιουνίου 2022 στο Μόναχο.

Είναι λοιπόν απολύτως φυσιολογικό να θεωρεί ο Μητροπολίτης Γερμανίας, πως «βλέποντας τα πράγματα σήμερα αισθάνομαι ότι όλα ήταν δωρεά Του: το πνεύμα του Αθηναγόρα και της Χάλκης, ο ερχομός των Ελλήνων στη Γερμανία, ο ενθουσιασμός της διαχριστιανικής κινήσεως, η ζωή και δράση μας σε μια χωρισμένη Γερμανία, αλλά και η ενωμένη Ευρώπη, ο 21ος αιώνας με την ταχύτατη τεχνολογική ανάπτυξη. Όλα συνέβαλαν στην εδραίωση της Μητροπόλεώς μας στη Γερμανία». Ενώ δεν διστάζει επίσης να συμπεράνει ότι, «πράγματι, τυγχάνουμε αναγνωρίσεως από την κοινωνία και τις άλλες Εκκλησίες της χώρας μας. Τυγχάνουμε αναγνωρίσεως γιατί είμαστε σάρκα από τη σάρκα του μαρτυρικού Φαναρίου. Γιατί ηγούμαστε πνευματικά ενός ποιμνίου που συνέβαλε και συμβάλλει ουσιαστικά στην ανάπτυξη της χώρας και στην ενότητα της εδώ κοινωνίας. Τυγχάνουμε αναγνωρίσεως, γιατί η Εκκλησία μας δούλεψε σοβαρά και με συνέπεια. Ό,τι είμαστε και ό,τι έχουμε, το έχουμε κατακτήσει ως ένα σώμα, κλήρος και λαός. Και πράγματι σήμερα είναι αυτονόητη η κατάκτηση με φυσικότητα και με άνεση πολιτικών, κοινωνικών και εκκλησιαστικών, αν θέλετε, αξιωμάτων της χώρας», καθώς ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία υπό τη σκέπη της μητέρας του Γένους, μαρτυρικής Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, έχουν ενσωματωθεί δημιουργικά και διακριτά ως ιδιαίτερο πολιτισμικό στοιχείο συνοχής και πλουτισμού της γερμανικής κοινωνίας.

Για το λόγο αυτό και η προσωπική χαρά και ικανοποίηση του πολιού Ποιμενάρχου είναι μεγάλη με την ευκαιρία της συμπλήρωσης των πενήντα χρόνων της αρχιερατείας του, διότι, όπως τονίζει και πάλι, η μακρά αυτή περίοδος «περιλαμβάνει αναρίθμητες στιγμές, όπου αισθάνθηκα την παρουσία του Θεού και των ανθρώπων δίπλα μου, όπου είδα τη δημιουργία από το μηδέν, όπου έζησα μεγάλα και ιστορικά γεγονότα. Με αυτή την έννοια το περιεχόμενο αυτών των πενήντα χρόνων είναι που τα κάνει να έχουν την αξία του χρυσού», κάτι που του ευχόμαστε και εμείς από καρδιάς, και ευγνωμόνως ‘ες αεί΄ για την αγάπη και το πατρικό ενδιαφέρον που επέδειξε προς το πρόσωπό μας κατά την διάρκεια των εκεί σπουδών και της διακονίας μας υπό το ωμοφόριό του, δηλαδή να απολαύσει για πολλά ακόμη έτη με τα πνευματικά του τέκνα και τους πολλούς εκλεκτούς του συνεργάτες Βοηθούς Επισκόπους, Ιερείς και λαϊκούς, τους αγαθούς, πολυπληθείς και εύχημους καρπούς του σπουδαίου έργου της αρχιερατικής του διακονίας.

      Είησαν πλείστα, υγιεινά και αγαλαόκαρπα τα έτη σας, πολυσέβαστε Δέσποτα !

* Τα εντός εισαγωγικών ανυπόγραφα κείμενα ελήφθησαν από την συνέντευξη του Μητροπολίτου Γερμανίας Αυγουστίνου στον κ. Παναγιώτη Ανδριόπουλο, που αναρτήθηκε στις 15 Ιανουαρίου του 2022 στην ιστοσελίδα «Φως Φαναρίου» https://fosfanariou.gr/index.php/2022/01/15/synentefxi-tou-germanias-avgoustinou-sto-fos-fanariou/ (ανάκτηση 29/03/2022)

Διαβάστε ακόμα