Μεσσηνίας Χρυσόστομος: “Η Εκκλησία πρέπει να συνδιαλέγεται με την επιστήμη”

Συνέντευξη του Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου στο περιοδικό “ΕΠΙΚΑΙΡΑ”

1.  Σεβασμιώτατε βρισκόμαστε σέ μία κρίσιμη περίοδο ἀπό ὅλες τίς ἀπόψεις. Πῶς βλέπετε τόν ρόλο τῆς Ἐκκλησίας στήν σύγχρονη εποχή ;

Η Εκκλησία αν και δεν είναι «εκ του κόσμου τούτου» εντούτοις βρί­σκεται «εν τω κόσμω». Δηλαδή ενω η Εκκλησία βρίσκεται μέσα στον κόσμο εντούτοις δεν ταυτίζεται με κοσμικά σχήματα και οι δράσεις της, όπως και το έργο της, δεν μπορούν να εκφράζονται με έναν εκκοσμικευμένο τρόπο. Αυτή η πολύ λεπτή ισορροπία και συγχρόνως ευαίσθητη και επικίνδυνη για την ταυτότητα της Εκκλησίας, προσδιορίζει το τι είναι η Εκκλησία και ποιός είναι ο ρόλος Της μέσα στον κόσμο, όπου μπορεί να λειτουργήσει μετα­μορφωτικά. Έργο δύσκολο και επίπονο, μάλιστα σε αυτές τις κρίσιμες περιόδους της σύγχρονης πραγμα­τικότητας, αλλά εξαιτίας αυτής της κρισιμότητας, της δυσκολίας και της επικαιρότητας αποδεικνύε­ται ότι είναι αναγκαίο, ουσιαστικό και απαραίτητο.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία λοιπόν με κριτήρια διαφορετικά από αυτά που προβλέπουν κάποιες άλλες κοινωνικές ομάδες και με κέν­τρο και σκοπό την σωτηρία του άνθρώπου, στοιχείο βασικό της διδασκα­λίας της, διαλέγεται με κάθε τι το οποίο είναι απαραίτητο για τον σκοπό αυτό. Με ποιό τρόπο; Απαλλάσσοντάς το από κάθε στοιχείο, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε φθορά, όλεθρο, καταστροφή και θάνατο, και δίνοντάς του συγχρόνως μία προοπτική ζωῆς και αιωνιότητας. Για παράδειγμα. Η Εκκλησία πρέπει να βρίσκεται σε διαλεκτι-κή σχέση με την Επι­στήμη. Δεν μπορεί να την απορρίπτει ή να την προσεγγίζει αρνητικά. Πρέ­πει να την υιοθετεί εφόσον τα ενεργήματά της συμβάλλουν στη σωτηρία του ανθρώπου, και εφόσον δεν αλλοιώνουν τα στοιχεία της ταυτότητας του ανθρώπου. Ανάλογη είναι η στάση της Εκκλησίας και στο επίπεδο των αποφάσεων που αφορούν το ήθος του ανθρώπου. Δεν μπορεί η Εκκλησία να υιοθετεί θέσεις και από­ψεις που αλλοιώνουν την ανθρώπινη φυσική λειτουργία, αποδεχόμενη μονιστι­κά ή μανιχαϊστικά, δηλαδή δυαλιστικά, τον άνθρωπο, ή τέλος να μην σέβεται και να απορ­ρίπτει την ίδια την ελευθερία του. Όλες αυτές οι παράμετροι είναι που καθιστούν αφενός την παρουσία της Εκκλησίας απαραίτητη και ουσιαστική για τη ζωή των ανθρώπων και αφετέρου τον λόγο της σημαντικό για μιά  σύγχρονη κοι­νω­νία, στην οποία τείνει να διαμορφωθεί ένα νέο κοινωνικό μοντέλο και πρότυπο, περισσότερο διχαστικό, ατομικό και διεκδικητικό.

Η  Εκκλησία πρέπει να αποτελέσει την βάση ώστε να διατηρη­θεί η ιδιοπροσωπεία της ανθρώπινης κοινωνίας και το περιεχόμενο αυτής της ιδιοπρο­σω­πείας να αποτελεί έκφραση της ανθρώπινης, φιλάνθρωπης και ζωτικής παρουσίας της Εκκλησίας για τους ανθρώπους και το περιβάλ-λον. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία πρέπει να προβάλλει ένα νέο όραμα ζωής στους ανθρώπους, κυρίως στους νέους ανθρώπους, έναν τρόπο ζωής και ύπαρξης δηλαδή, που θα αναδεικνύεται όχι μέσα από μια ιδεολογοποιημένη αντίληψη για ζωή ούτε να αξιολογείτε με βάση τις αμαρτητικές εκπτώσεις των ανθρώπων αλλά μέσα από την ίδια την αξία της ανθρώπινης ζωής, η οποία εδραιώνεται ως σχέση. Δυστυχώς όμως οι αμαρτητικές αυτές εκπτώσεις των ανθρώπων τείνουν να υποκαταστήσουν το ίδιο το περιεχόμενο της ζωής ακόμη και μέσα από νομοθετήματα, με σκοπό την ικανοποίηση κάποιων ιδεολογικών κατευθύνσεων.

2.  Είστε ένας από τους Ιεράρχες με δημόσιο και καθαρό λόγο. Ποιά πρέπει να είναι η παρέμβαση της Εκκλησίας στα σοβαρά προβλήματα που απασχολούν την κοινωνία, πέραν του κοινωνικού της έργου;

Εάν λάβουμε ως αφετηρία όσα είπαμε προηγου-μένως, η παρά­μετρος την οποίαν η Εκκλησία πρέπει να λάβει υπόψη Της είναι η αρχή των προτεραιοτήτων για μία ουσιαστική και εποικοδομητική παρέμβαση στα θέματα της σύγχρονης κοινωνίας, γιαυτό και η Εκκλησία πρέπει να παρεμ­βαίνει σε όλα τα σοβαρά θέματα που απασχολούν την κοινωνία και τον άνθρωπο και να ομιλεί με εἰλικρίνεια, πειστικότητα, ωριμότητα λόγου και επιχειρημάτων, μάλιστα δε να προβάλλει τα στοιχεία εκείνα της διδασκα­λίας με τα οποία δομεί και συγκροτεί το λόγο της με τρόπο σαφή, ώστε να απαντά «μετά παρρησίας» στα ζωτικά ερωτήματα των ανθρώ-πων. Πρέπει να διδάσκει όχι μέ τήν «ξύλινη» γλώσσα της επαναληπτικότητας αλλά με σύγχρονο λόγο, ο οποίος θα γίνεται κατανοητός και αποδεκτός από τους νέους ανθρώ­πους κυρίως, ώστε να διαλέγεται μαζί τους. Αυτή η εφαρμογή της αρχής των προτεραιοτήτων υποδεικνύεται κυρίως από τα ίδια προβλή­μα­τα, τα οποία αναφύονται μέσα στο σώμα της κοι­νω­νίας και τα οποία τις περισσότερες φορές είναι στοιχεία ενός κακέκτυπου προτύπου κοινωνίας, όπως επιβεβαιώνεται από την καθημερινότητα. Η Εκκλησία προκα­λεί­ται από αυτά τα προβλήματα, κυρίως τα κοινωνικά και τα ανθρω­πο­λογικά, όπως είναι ο ρατσισμός, η χρήση του διαδικτύου, η αντίληψη περί των ανθρωπί­νων δικαιωμάτων, η αποχριστιανοποίηση της κοινωνίας και πολλά άλλα, και πρέπει να δώσει το δικό της στίγμα και να προσφέρει τη δική της συμβολή σε όλα αυτά τα διογκούμενα και συνεχώς εξελισσόμενα ζητήμα­τα. Ο λόγος της όμως πρέπει αφενός να καθορίζεται από κριτήρια τα οποία υπαγορεύονται από την βιβλική, την λειτουργική και την πατερική της παράδοση. Μόνο τότε ο λόγος θα είναι εκκλησιαστικός, παραδοσιακός αλλά και συγχρόνως επί­και­ρος, σύγχρονος και εξωστρεφής, διάφορος από κάθε μορφή φοντα­μεν­τα­λιστικής, διχαστικής, εσωστρεφούς και ανεπίκαιρης προοπτικής.

Από το βιβλικό λόγο και την παράδοσή της θα αντλήσει τα στοιχεία εκείνα πάνω στα οποία θα αναπτύξει και θα προβάλλει τα επιχειρήματά της για όλα τα παραπάνω ζητήματα ενώ ο στόχος της δεν θά πρέπει να είναι μία βερμπαλιστικού τύπου ἠθικιστική προσέγγιση, του «πρέπει» και του «μη», αλλά θα πρέπει να απαντά στα «γιατί» που θέτουν οι άνθρωποι για την αναζήτηση ενός διεξόδου στα αδιέξοδά τους. Ο λόγος της Εκκλησίας θα πρέπει να δίνει ένα όραμα ζωής και οι απαντήσεις Της θα πρέπει να έχουν ως αναφορά την ίδια τη ζωή και τον τρόπο ύπαρ­ξης του ανθρώπου. Μιάς ζωής η οποία θα καταξιώνεται στην αγάπη για κάθε τι εκτός του εαυτού του και στην ελευθερία ως έμπρακτη έκφραση σεβασμού και αποδοχής του συναν­θρώ­­που του ως «εικόνας του Θεού» και όχι ως μία δράση ασύδοτης ή ως μία έκφραση καταχρηστικής αντιμετώπι­σής του. Αυτό ακριβώς είναι η αγωνία και το έργο όλων των Ιεραρχών της Εκκλησίας μας στις εκκλησιαστι­κές τους επαρχίες, όπου ο καθένας σύμφωνα με τις ποιμαντικές ανάγκες και τα δεδομένα του διδάσκει και κατηχεί το ποίμνιό του, δίνοντας τις ορθές συντεταγμένες επανευαγγελισμού του ποιμνίου στα υπαρξια-κά ερωτήματα και προβλήματά του, τα οποία δυστυχώς αναφύονται με τις σύγχρονες μορφές της βίας και της εγκληματικότητας. Η Εκκλησία θα πρέπει επίσης να εισέλθει και σε διάλογο  με τίς σύγχρονες επιστήμες της βιοτεχνολογίας, της τεχνολογικής ανάπτυξης, της τεχνητής νοημοσύνης, του διογκούμενου φαινομένου της κλιματικής αλλαγής κ. ά., η κατάχρηση των οποίων είναι δυνατόν να οδηγήσει σε μία παραμορφωμένη και αλλοιωμένη εικόνα περί ανθρώπου και να προβληθούν λανθασμένες πρότυπα ανθρώ-πινης σχέσης και κοινωνίας.

3. Με ποιους και με ποια μέσα θα μπορέσει η Εκκλησία να καταθέσει και να εκφράσει όλα αυτά που μας περιγράψατε σχετικά με τον ρόλο Της στον σύγχρονο κόσμο;

Για μία τέτοια προσπάθεια της Εκκλησίας χωρίς καμμία αμφιβολία η συμβολή των κληρικών και του θεολογικού κόσμου είναι απαραίτητη και αναγκαία. Απαιτείται λοιπόν ένας νέος προσανατολισμός σ’ αυτό που χαρακτηρίζουμε ως θεολογική και εκκλησιαστική εκπαίδευση, όπου παράλληλα προς την εκκλησιαστική και θεολογική παιδεία φαίνεται ότι είναι απαραίτητος και ο εκσυγχρονισμός στην επιμόρφωση των κληρικών και των υποψηφίων κληρικών, για να αποκτήσουν νέα εφόδια, πνευματικά και γνωστικά, ώστε να μπορέσουν να διαλεχθούν με την κοινωνία και με αφορμή τα παραπάνω σύγχρονα προβλήματα και δεδομένα. Μία παιδεία, θεολογική και εκκλησιαστική, η οποία θα τους προσφέρει τον τρόπο και τα εφόδια εκείνα με τα οποία θα μπορούν να διακρίνει και να προσδιορίζουν τα κριτήρια, τους όρους και τις προυποθέσεις, με τα οποία θα κρίνουν «τα του κόσμου πράγματα» και θα συμβάλλουν εποικοδομητικά και ουσιαστικά στην ισόρροπη ανάπτυξη και την πρόοδο του ανθρώπου και της κοινωνίας, γιατι ο ρόλος του κληρικού δεν θα πρέπει να είναι μόνο συμβουλευτικός αλλά και καθοδηγητικός, αυτό άλλωστε σημαίνει κατήχηση, όχι δηλαδή μία απλή επανάληψη των στοιχείων του περιεχομένου της πίστης αλλά και η σημασία αυτού του περιεχομένου για την ζωή των πιστών, «ίνα ζωήν έχωσιν και περισσόν εχωσιν». Η μεταλαμπάδευση δηλαδή του περιεχομένου της πίστης για τη σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου. Η Εκκλησία λοιπόν πρέπει να καταστεί αυτάρκης και  ανεξάρτητη, με μορφωμένα στελέχη, τα οποία θα έχουν όραμα εκκλησιαστικής.         

4.  Η υγειονομική κρίση εκτός των άλλων έχει συμβάλλει στην ανάδειξη προβλημάτων που οδηγούν σε ένα κοινωνικό μόρφωμα, το οποίο χαρακτηρίζεται ως δικαιωματισμός. Ποιοί είναι οι κίνδυνοι που απορρέουν απ’ αυτό;

Είναι αλήθεια ότι η υγειονομική κρίση των τελευταίων ετών αποτελούν μία καμπή για την ανθρώπινη κοινωνία, σε σημείο μάλιστα που αρχίζουμε να μιλάμε για «προ covid» και «μετά covid» εποχή. Είναι επίσης επιβεβαιωμένο ότι η ανθρώπινη κοινωνία έχει αλλάξει και έχουν εμφανι­στεί, εκτός από τα οικονομικά, ενεργειακά και κοινωνικά προβλήματα και άλλα νέα, κυρίως αν­θρω­πο­λο­γικά, ανθρωπιστικά και ανθρώπινα, τα οποία χαρακτηρίζουν το νέο υποδιαμόρ­φωση «μετά covid» πρότυπο και μοντέλο κοινωνίας. Η απομόνωση και ο φόβος για συναναστροφή, ως άμυνα έναντι του covid-19, αρχικά δημιούρ­γησε στον άνθρωπο μία εσωστρεφή διάθεση αποξένωσης και απομονωτι­σμού, κλεισίματος στον εαυτό του, το οποίο του επέτεινε και ενίσχυσε τον ατομισμό του και την διάθεσή του γιά ικανοποίη­ση αποκλειστικά και μόνο των δικών του ατομικών επιδιώξεων. Ανέπτυξε έντονα το αίσθημα της αυτοσυντήρησης και της έναγχης αγωνίας γιά να μή «χάσει» τον χώρο του και τα κεκτημένα του. Ανέπτυξε επίσης μία αντίληψη έντονου ατομισμού που εκδηλώνεται ως απόλυτη διεκδίκηση και υπεράσπι­ση ατομικών δικαιω­μά­των, τα οποία θεωρεί ότι μπορεί δικαιωματικά πλέον, όχι μόνο για να διεκδικήσει αλλά και για να επιβάλλει στους άλλους τις δικές του ατομικές ιδεολογίες και επιδιώξεις, προκειμένου να εμφανι­στεί προς τους άλλους δυνατός έστω και «εν αμύνῃ».

Όλη αυτή η εσωστρεφής κατάσταση του δημιουργεί μία έκ­φρα­ση βίας, ως αντίδραση στην δήθεν επερχόμενη ή διαφαινόμενη ως απει­λή από τους άλλους, τους εκτός του «κλειστού εαυτού του». Η βία αυτή, ως ενδοοικογενει-ακή, κοινωνική, οπαδική ή και οποιαδήποτε άλλη μορφή έκ­φρα­­σής της, τείνει να αποτελέσει το χαρακτηριστικό  γνώρισμα του νέου υπο διαμόρφωση «μετά covid» κοινωνικού μοντέλου, για τη διόρθωση του οποίου η Εκκλησία θα κληθεί να έχει μελλοντικά και πάλι έναν πρωτεύοντα ρόλο, δίνοντας μία απάντηση στην συγκεκριμένη πρόκληση, κυρίως ως προς την επανανοηματοδότηση  του τρόπου συνύπαρξης και συμβίωσης μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία, την αξία της ανθρώπινης ζωής και την ανάγκη διατήρησής της .

5.  Έχετε ταχθεί με σαφήνεια υπέρ της υποχρεωτικότητος του εμβολιασμού ως μόνης λύσης για την υπέρβαση της πανδημίας. Δεχθήκατε κριτική και υπονόμευση. Πιστεύετε ότι κάποιοι εκμεταλ­λεύον­ται το θέμα της πανδημίας για να εξυπηρετήσουν άλλες σκοπιμό­τητες ;

Η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού επιβάλ-λεται από αυτήν την αναγκαιότητά του, με σκοπό να προστατευθεί η ζωή μας και τη ζωή των συναν­θρώ­πων μας, να αποδυναμωθεί ή και να σταματήσει η εξέλιξη του πανδημικού φαινομένου. Την αναγκαιότητά της επισημαίνουν καθημερινά οι ειδικοί επιστήμονες, την υποχρεωτικότητά της υιοθετούν, υπό προϋποθέσεις διάφορα κράτη, ως την μόνη λύση, όπως η Αυστρία. Η ανάγκη λοιπόν της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού είναι δεδομένη, ο τρόπος εφαρμογής της υποχρεωτικότητας αυτής του εμβολιασμού θεωρώ ότι είναι ακόμη το ζητούμενο. Ελπίζω να βρεθεί αυτός ο τρόπος για να ξανα­βρούμε την κανονικότητά μας στην καθημερινότητα.

Οι κατά καιρούς εμφανισθείσες τάσεις, ομάδες ή και κινήσεις αντιεμβολιαστών, με μεταφυσικές, συνωμοσι-ολογικές και αντιεπιστημονι­κές αντιλήψεις και πεποιθήσεις, είναι πλέον γνωστό ότι επιχειρούν μία συσπεί­ρωση κάποιων ακραίων ομάδων, ακροδεξιόστροφων και ακροαριστε­ρό­στρο­φων, τύπου αγανα­κτι­σμέ­νων, οι οποίες προσπαθούν με βάση την αντιεμβολιαστική τους επι­χει­ρη­ματολογία να καταστρώ-σουν και να αποτυ­πώ­σουν το δικό τους πολι­τι­κό αφήγημα μάλιστα με μία δόση μεταφυσικής συνωμο­σιο­λο­γίας και θρησκοληψίας, επειδή ακρι­βώς βρισκόμαστε στην Ελλάδα.

Πιστεύω όμως ότι είναι πολυτέλεια γιά την Χώρα μας να χάνουμε ανθρώ­πι­νες ζωές σε έναν πόλεμο με έναν αόρατο εχθρό, τον κορωνοϊό, για ικανοποίηση πολιτι­κών, ιδεο-λογικών και κομματικών σκοπιμοτήτων, όταν το δημογραφικό πρόβλημα στη Χώρα μας είναι «προ των πυλών» και τείνει να καταστεί πρόβλημα της εθνικής μας επιβίωσης.

6. Σε μία παρέμβασή σας, αναφερόμενος στην εργαλειο­ποίη­ση της Θρησκείας από την γείτονα χώρα, είχατε περιγράψει, με αφορμή την έκφραση «οι μιναρέδες γίνονται ξιφολόγχες», τα στοιχεία της υγιούς θρησκευτικό-τητας. Μπορείτε να γίνετε πιο ακριβής;

Μία υγιής θρησκευτικότητα, δηλαδή μιά υγιής έκφραση του θρησκευτικού συναισθήματος, δεν μπορεί να καλλιεργεί τον θάνατον, τον πόλεμο και την καταστροφή εν ονόματι μιάς Θρησκείας. Καμμία Θρησκεία δεν μπορεί να είναι μισαλλόδοξη και ρατσιστική, να σκορπά την καταστρο­φή ή να επενδύει στον θάνατο του ανθρώπου και στον πόλεμο των λαών και των εθνών. Οι Θρησκείες πρέπει να διαλέγονται και μέσα από τον διάλογο να διαμορφώνουν ένα πλαίσιο ειρηνικής συνύπαρξης, συμβίωσης και συνύ­παρ­ξης. Αντιλήψεις περί «ιερού πολέμου» ή περί «μετατροπής των μιναρέ­δων σε ξιφο-λόγχες» αποτελούν αρνητικές εκφράσεις χρήσης θρη­σκευ­τι­κών συμβόλων μιάς μη υγιούς θρησκευτικότητας, έκφραση δηλαδή μιάς αλλοτριωμένης αντίληψης περί Θρησκείας, η οποία κινείται στο χώρο της προπαγάνδας και της ιδεολογίας και όχι της καταλλαγής, της συνερ­γασίας και του σεβασμού έκφρασης της θρησκευτικής ελευθερίας.

Διαβάστε ακόμα