Πελοποννησιακή Γερουσία – Ορόσημο στην πορεία του Εθνοαπελευθερωτικού Αγώνα

Του Φωτίου Σοφ. Γκέσουρα, Διευθυντή Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Αρκαδίας

«Όσο προχωρεί ο καιρός και τα γεγονότα, ζω ολοένα με το εντονότερο συναίσθημα, πώς δεν είμαστε στην Ελλάδα, πώς αυτό το κατασκεύασμα, που τόσο σπουδαίοι και ποικίλοι απεικονίζουν καθημερινά, δεν είναι ο τόπος μας, αλλά ένας εφιάλτης με ελάχιστα φωτεινά διαλείμματα, γεμάτα με μία πολύ βαριά νοσταλγία. Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτε δεν είναι πιο πικρό. Ωστόσο νομίζω πως αυτό το συναίσθημα, συνειδητό ή όχι-αδιάφορο, χαραχτηρίζει όσους από τους ανθρώπους μας των εκατό τόσων τελευταίων χρόνων αξίζει να τους λογαριάσει κανείς. Οι μεγάλοι κολυμπητάδες, που αγωνίστηκαν, όσο κρατούσαν τα μπράτσα τους, να φτάσουν και να ιδούνε από πιο κοντά αυτό το σκληρό νησί του Αιόλου, την άλλη Ελλάδα». Τα λόγια αυτά ανήκουν στον βραβευμένο με Νόμπελ Λογοτεχνίας ποιητή μας Γεώργιο Σεφέρη και περιλαμβάνονται σε δοκίμιό του το 1936.Δείχνουν την αγωνία του για την Ελλάδα, για την Ελλάδα μας, την πατρίδα μας σε μία περίοδο μεταβατική ανάλογη των σημερινών καιρών.

Βρισκόμενοι σήμερα εδώ στον ιερό τούτο χώρο δεν είναι δυνατόν να μην πάλλεται η ψυχή μας, να ηλεκτρίζεται η καρδιά μας, γνωρίζοντας ότι σ΄αυτόν ακριβώς τον χώρο πριν από 201 χρόνια, τότε που το Γένος μας προσπαθούσε να γεννηθεί πάλι, να λάβει την θέση του μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας ανάμεσα στα πολιτισμένα κράτη σαν οντότητα θεσμική, συγκροτήθηκε και η πρώτη του κυβέρνηση, η Πελοποννησιακή Γερουσία σε τόπο ιερό, στο λίκνο της ελευθερίας για την απελευθέρωση του Έθνους, στον Μοριά.

Ξεκινώντας τον Μάρτιο του 1821 με τη συγκρότηση στην πόλη της Καλαμάτας της πρώτης τοπικής συνέλευσης που διακήρυξε την ανεξαρτησία της πατρίδας μας ψηφίζοντας και τη σύσταση της Μεσσηνιακής Γερουσίας από τοπικούς προκρίτους προεξέχοντος του Πέτρου Μαυρομιχάλη γνωστού και ως Πετρόμπεη, διαπιστώθηκε η αναγκαιότητα διαμόρφωσης μίας οντότητας θεσμικής με ευρύτερη δικαιοδοσία.

Η αναγκαιότητα όμως σύστασης μίας κεντρικής διοίκησης που θα αντιμετώπιζε όλα τα θέματα που αναφύονταν για την αποτελεσματική οργάνωση του αγώνα, τον συντονισμό των ενεργειών για την απελευθέρωση της πατρίδας επέβαλε τη συγκρότηση μιας όσο το δυνατόν αντιπροσωπευτικής διοίκησης από προκρίτους, αρχιερείς και οπλαρχηγούς στην Πελοπόννησο. Οι συνθήκες της συγκεκριμένης χρονικής όμως περιόδου δεν επέτρεπαν την πραγματοποίηση δημοκρατικών διαδικασιών εκπροσώπησης ή και δεν είχαν ίσως ωριμάσει αρκετά οι συνθήκες για κάτι τέτοιο πρωτόγνωρο για τους προγόνους μας που μόλις είχαν να βλέπουν το λυκαυγές της λευτεριάς.  Ως τόπος πραγματοποίησης των αναγκαίων διαδικασιών διαβούλευσης επιλέχθηκε η Ιερά Μονή του Αγίου Νικολάου Καλτεζών στα γεωγραφικά όρια της σημερινής Αρκαδίας με την Λακωνία. Η επιλογή του συγκεκριμένου χώρου κάθε άλλο τυχαία ήταν.

Η πρώτη αναφορά για ύπαρξη μοναστηριού στο χώρο αυτό μάς οδηγεί στα 1233. Χρειάστηκε όμως ο ζήλος και η επιμονή του κοσμικού Ηλία Λυρώνη και μετέπειτα μοναχού Ανανία ο οποίος κατά προτροπή και υπόδειξη του Αγίου Νικολάου θα τον οδηγούσε στον τόπο αυτό να βρεθεί η θαυματουργή εικόνα του Αγίου και στα 1696 να ξεκινήσει το έργο της οικοδόμησης της Μονής το οποίο ολοκληρώθηκε στα 1795. Στα μαύρα και σκοτεινά χρόνια της σκλαβιάς υπήρξε φάρος φωτεινός για την εκπαίδευση των σκλαβωμένων Ελλήνων με την λειτουργία του κρυφού σχολειού του. Μα και την παραμονή του μεγάλου ξεσηκωμού μετην καθοδήγηση του τότε ηγούμενού του Καλλίνικου Σουρλόπουλου υπήρξε αποκούμπι των κλεφτών και των αρματωλών, κέντρο πυρομαχικών και πολεμικών εφοδίων, στρατευμένο στον ιερό αγώνα.

Με την έναρξη του Αγώνα και μετά από μία σύντομη χρονικά περίοδο ολίγων ημερών και συγκεκριμένα από τις 20 έως τις 26 Μαΐου του 1821 συγκροτήθηκε η πρώτη «Γερουσία όλου του Δήμου των επαρχιών της Πελοποννήσου» ή αλλιώς «Πελοποννησιακή Γερουσία», η οποία αποτέλεσε και την πρώτη διοικητική αρχή του επαναστατημένου ελληνικού έθνους. Η σύνταξη και υπογραφή την 26η Μαΐου της «Πράξις των Καλτεζών», ενός κειμένου λιτού και περιορισμένου σε έκταση για την ρύθμιση σημαντικών θεμάτων δεν αποστερεί τον χαρακτηρισμό του ως του πρώτου δημόσιουεγγράφου του επαναστατημένου έθνους και δικαίως θεωρείται και κατέχει θέση Καταστατικού Χάρτη/Συντάγματος, Πολιτειακού Κειμένου, πρώτου εγγράφου δημοσίου δικαίου, καθόσον αφορούσε και αναφερόταν σε ζητήματα ισότητας, οργανωτικά, διαδικασιών κλπ. Υπήρξε η πρώτη και μοναδική μέχρι εκείνη την χρονική στιγμή αυτόβουλη και εγχώρια προσπάθεια για οργάνωση και ουσιαστική δράση και κυρίως για συντονισμό του απελευθερωτικού αγώνα που θα έπρεπε να αποβάλει τον ευκαιριακό χαρακτήρα, την τυχαία εκμετάλλευση των καταστάσεων και να οργανώσει, να προπαρασκευάσει την σοβαρή υπόθεση του συντονισμού και της διεύθυνσης του Αγώνα.

Η θέση στην προμετωπίδα του κειμένου της τής λέξη «ΠΑΤΡΙΣ» σηματοδοτεί συμβολικά τον ορισμό της υπέρτατης, της ανυπέρβλητης αξίας των αγωνιζόμενων προγόνων μας.

Με την πράξη της 26ης Μαΐου του πρώτου έτους της ελευθερίας εκλέχθηκαν και τα μέλη της Πελοποννησιακής Γερουσίας τα οποία αποτελούνταν από τους: Θεοδώρητο Βρεσθένης, Σωτήριο Χαραλάμπη, Αθανάσιο Κανακάρη, Αναγνώστη Παπαγιαννόπουλο, Θεοχάρη Ρέντη και  Νικόλαο Πονηρόπουλο,με γραμματέα τον Ρήγα Παλαμήδηενώ οριζόταν η συνεργασία με τον Πέτρο Μαυρομιχάλη (τον αρχιστράτηγο) για «… να συσκέπτωνται, προβλέπωσι και διοικώσι, και κατά το μερικόν και κατά το γενικόν, απάσας τα υποθέσεις, διαφοράς και παν ό,τι συντείνει εις την κοινήν ευταξίαν, αρμονίαν, εξοικονομίαν τε και ευκολίας του ιερού αγώνος καθ΄ όποιον τρόπον η Θεία πρόνοια τους φωτίση και γνωρίσωσιν ωφέλιμον, έχοντες κατά τούτο κάθε πληρεξουσιότητα, χωρίς να ημπορή τις να αντιτείνει ή να παρακούση εις τα νεύματα και τας διαταγάς των».

Το κείμενο αυτό αναφέρεται στη γενική ευταξία των υποθέσεων της πατρίδας, στην αισιοδοξία για αίσια έκβαση του αγώνα για την ελευθερία, αλλά και στην ευθύνη των διοικούντων.Κατά ορισμένους όμως ιστορικούς μελετητές επισημαίνεται και ο αυθαίρετος, απολυταρχικός χαρακτήρας καθώς και το ανομιμοποίητο στοιχείο όσον αφορά τη σύστασή της. Άπαντες όμως αναγνωρίζουν και αποδέχονται τον σημαντικό ρόλο που έπαιξε τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο και υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες καθόσον αποτέλεσε σε ηθικό επίπεδο την πρώτη απόπειρα δημιουργίας μιας αυτοφυούς κρατικής αρχής έστω και περιορισμένης χωρικά (μόνο στην Πελοπόννησο) αλλά προβολής της ισχυρής βούλησης του έθνους για αυτοδιάθεση και αυτοδιοίκηση των υποθέσεών του.

Η Συνέλευση αυτή κατ’ ουδένα τρόπο μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτική καθώς από τους είκοσι τέσσερις (24) μητροπολίτες και επισκόπους της Πελοποννήσου την εποχή εκείνη συμμετείχαν μόνο ο Άνθιμος Έλους και ο Θεοδώρητος Βρεσθένης, από τους δε προκρίτους της Ηλείας, Αχαΐας και Κορινθίας δεν προσήλθε κανείς ενώ οι νησιώτες Υδραίοι και Σπετσιώτες, αν και εκλήθησαν, αρνήθηκαν να λάβουν μέρος περιμένοντας την άφιξη του Δημητρίου Υψηλάντη. Αρκετοί ήταν και οι στρατιωτικοί ο οποίοι δεν συμμετείχαν γιατί δεν προσκλήθηκαν ακόμα και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, παρά την ισχύ που είχε και το αξίωμα που έφερε τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο (επικεφαλής της πολιορκίας της Τριπολιτσάς),εξέφρασε την δυσφορία του όπως ο ίδιος την εκφράζει σχετικά στα  απομνημονεύματά του (Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής).

Η Πελοποννησιακή Γερουσία αν και έμελλε ν΄ ασκήσει τα καθήκοντά της μέχρι την πτώση της Τριπολιτσάς ενώ από την επόμενη κιόλας ημέρα της συγκρότησής της (στις 27 Μαΐου) εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μονή Χρυσοπηγής στη Στεμνίτσα, συνέχισε με διάφορες μορφές να υφίσταται ενώ μαζί με τους υπολοίπους τοπικούς οργανισμούς που είχαν εντωμεταξύ συγκροτηθεί (τον Οργανισμό της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος και τον Άρειο Πάγο, τον Οργανισμό της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος) καταργήθηκε με ψήφισμα που καταχωρήθηκε ως Ε΄ Πρακτικό της Β΄ Εθνοσυνέλευσης την 30η Μαρτίου 1823 στον κήπο του μουσείου Καρυτσιώτου (νυν Αρχαιολογικό Μουσείο Άστρους).

Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι παρά το ότι ως διάρκειά της είχε ορισθεί μέχρι την πτώση της Τριπολιτσάς (η οποία πραγματοποιήθηκε από 23-26Σεπτεμβρίου) η Πελοποννησιακή Γερουσία, αντιδρώντας στα σχέδια του Δημητρίου Υψηλάντη, που επιθυμούσε την εγκαθίδρυση ενός συγκεντρωτικότερου συστήματος διοίκησης, υπεγράφη την  30η  Σεπτεμβρίου Συμφωνητικό, με συνυπογράψαντες τους: Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, Παναγιώτη Γιατράκο και Αναγνωσταρά με το οποίο επεκύρωσαν«…το εν Καλτεζαίς γενόμενον σύστημα ίνα επικρατήση η ιδία Γερουσία και οι εκλεχθέντες Γερουσιασταί, άχρι της πληρεστάτης γενικής συνελεύσεως Πελοποννήσου…» αναγνωρίζοντας κατ΄αυτό τον τρόπο την ισχύ του συγκεκριμένου οργάνου της διοίκησης. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι αν και λειτούργησε τελικώς για μακρό χρονικό διάστημα με διάφορα σχήματα και συνθέσεις μελών, ουδεμία απόφασή της ανακλήθηκε ή αμφισβητήθηκε έως την διάλυσή της ενώ το νομοθετικό της έργο αποτέλεσε βάση των μετέπειτα Εθνικών Συνελεύσεων.

Ένα άλλο σημείο το οποίο έχει δεχθεί ως κριτική είναι ότι έδωσε κύρος και αρμοδιότητες (τόσο στρατιωτικές όσο και πολιτικές, φορολογικές) στους τοπικούς άρχοντες καθυστερώντας και εμποδίζοντας κατ΄αυτό τον τρόπο τη συγκρότηση μιας ισχυρής κεντρικής διοίκησης που επιθυμούσε να εγκαθιδρύσει ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο οποίος είχε οριστεί από τον αδερφό του Αλέξανδρο ως «Πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής»και ο οποίος απέβλεπε στην εγκαθίδρυση ενός συγκεντρωτικού συστήματος -που μάλλον ταίριαζε με την «πεφωτισμένη απολυταρχία», με την ύπαρξη βουλής, αποτελούμενης από 24 εφόρους, και τον ίδιον στη θέση του προέδρου.Μάλιστα διατυπώνεται και η άποψη ότι η επίσπευση στη συγκρότηση της Πελοποννησιακής Γερουσίαςείχε να κάνει με την αναγκαιότητα να προληφθεί η άφιξη του τελευταίου στην Πελοπόννησο, η οποία πραγματοποιήθηκε την 19η Ιουνίου 1821 στο σημερινό Παράλιο Άστρος. Επίσης ένα άλλο στοιχείο το οποίο έχει αναδειχθεί και προβάλλεται από ορισμένους μελετητές της ιστορικής επιστήμης είναι ότι αφενός η  στρατιωτική μερίδα, με επικεφαλής τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, προέκρινε και θα προτιμούσε ένα είδος στρατιωτικής κυβέρνησης (governo militare) και αφετέρου διάφορα περισσότερο εκσυγχρονιστικά στοιχεία τα οποία πλαισίωναν τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο θα επιθυμούσαν να προωθήσουν σταδιακά το σενάριο ενός συγκεντρωτικού συνταγματικού κράτους με γραφειοκρατικούς μηχανισμούς και τακτικό στρατό κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα της εποχής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο των έντονων ανταγωνιστικών συνθηκών μεταξύ των διαφόρων φορέων κύρους και εξουσίας από το πρώτο κιόλας έτος του απελευθερωτικού αγώνα γίνεται αντιληπτή η σπουδαιότητα και η καταλυτική σημασία ύπαρξης μίας κρατικής οντότητας όπως ήταν η Πελοποννησιακή Γερουσία αλλά μπορεί κάποιος αβίαστα να εντοπίσει και τα πρώτα σπέρματα του αιματηρού εμφυλίου πολέμου με τις δύο φάσεις του, την πρώτη και «ήπια» από το φθινόπωρο του 1823 μέχρι και το Νοέμβριο του ιδίου έτους και την δεύτερη αιματηρή και διαλυτική για την υπόθεση της πατρίδας από τον Ιούλιο του 1824 μέχρι και τον Ιανουάριο του 1825 με την κάθοδο των Ρουμελιωτών στον Μοριά.

Αναφορικά με τις αποφάσεις τις οποίες έλαβε τόσο με την αρχική της Πράξη όσο και με τις μετέπειτα εγκυκλίους και αποφάσεις τις οποίες εξέδωσε, αυτές αφορούσαν:

α) τον φόρο της «δεκάτης» και την τύχη των εγκαταλελειμμένων περιουσιών των Οθωμανών οι οποίες θα παραχωρούνταν υπέρ του Αγώνα,

β) τη σύσταση αστυνομικής υπηρεσίας για την επιβολή της τάξης

γ) την απόδοση αρμοδιοτήτων τροφοδοσίας των στρατιωτών καθώς και των γυναικόπαιδων, στις επαναστατημένες επαρχίες από τις τοπικές αρχές

δ) την ίδρυση την 16η  Μαρτίου 1822, στην Τρίπολη του πρώτου σχολείου, γεγονός αξιομνημόνευτο αν λάβει κανείς τις υπάρχουσες δυσκολίες

ε) την κατάργηση της δουλείας. Με σχετική απόφασή της την 21η Μαρτίου 1822 ορίζεται: «Η ανθρωπότις έπρεπε να ελπίσει τοιαύτα φιλανθρωπίας και δικαιοσύνης φρονήματα, από τους Έλληνας, αισθανομένους την αξίαν της ελευθερίας, μαχομένους υπέρ αυτής και βδελυσσομένους την αισχράν και απάνθρωπον ατιμίαν του πωλείν και αγοράζειν το πλάσμα του Υπέρτατου Δημιουργού του παντός. Δια ταύτα, η κεντρική διοίκησις, επιτάττει προς άπαντας τους επαρχιώτας, οι οποίοι έχουν υπό την εξουσία των, αγορασμένους παντός έθνους ανθρώπους, να τους αφήσουν ελευθέρους…καθότι ο άνθρωπος δεν έχει δικαίωμα εναντίον της ελευθερίας των ομοίων του, λογικών όντων».

Αναμφίβολα μπορεί με τα σημερινά δεδομένα να φαίνονται οι ενδεικτικώς ανωτέρω αναφερόμενες αποφάσεις ως αυτονόητες για τα σύγχρονα πολιτικά και κοινωνικά ήθη, για την εποχή εκείνη και ειδικά για τις συνθήκες που επικρατούσαν στον ελλαδικό χώρο, της μακροχρόνιας οθωμανικής καταπίεσης μπορούν να θεωρηθούν ως πράξεις ισάξιες μιας πνευματικής επανάστασης που βρήκε την άμεση εφαρμογή της στο πεδίο της σκληρής πραγματικότητας που βίωνε ο αγωνιζόμενος ραγιάς.

Ο ουσιαστικός και σημαντικός από απόψεως συμβολισμού ιερός αυτός τόπος υπήρξε και ο λόγος που το 1825 ο Ιμπραήμ, που τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο λυμαίνονταν τον Μοριά και δεχόμενος απανωτά αιφνιδιαστικά χτυπήματα από τους Έλληνες, επιτέθηκε στοχευμένα στην Ιερά Μονή προκειμένου να την εξουδετερώσει διότι λειτουργούσε ως οργανωτική βάση των πολεμικών επιχειρήσεων των Ελλήνων. Με μεγάλη αυτοθυσία οι μοναχοί διέσωσαν τις ιερές εικόνες και τα ιερά κειμήλια όχι όμως και τα κτίρια τα οποία δέχθηκαν την καταστροφική μανία των Τουρκο-αιγυπτίων, αφήνοντας πίσω στάχτες και τα απομεινάρια των κτιρίων. Ο τόπος ερημώθηκε και αφού πέρασαν τουλάχιστον δέκα χρόνια ξεκίνησαν μεγάλες προσπάθειες με την αποστολή επιστολών επώνυμων αλλά και Δήμων προς τον τότε Βασιλέα Όθωνα. Έτσι την 20η Ιανουαρίου του έτους 1838, ο Βασιλεύς Όθων υπέγραψε Βασιλικό Διάταγμα το υπ΄αριθμ. 25182 με το οποίο αν και η συγκεκριμένη μονή την περίοδο διαλύσεως των Μονών συγκαταλεγόταν σε αυτές που δεν υπήρχαν τουλάχιστον τέσσερις μοναχοί και κατά συνέπια έπρεπε να διαλυθεί, οριζόταν ότι « (…) ο Βασιλιάς θέλοντας να δώσει επίσημο δείγμα της βασιλικής του ευμένειας προς το ιερό τούτο καταγώγιον, αξιομνημόνευτον άλλως δια τον εν αυτώ γενόμενον πρώτον, κατά το 1821 Σύλλογον των Πελοποννησίων, εξέδωκε κατά την 20 του παρόντος μηνός Διάταγμα(…) δυνάμει του οποίου η κατά την Μαντινείας διαλυθείσα πρότερον μονή του αγίου Νικολάου διατηρείται κατά τους αυτούς απαραλλάκτους τύπους των λοιπών διατηρούμενων μονών του Βασιλείου».

Χρειάστηκε να περάσουν 170 χρόνια και το 2008 με το υπ΄αριθμ. 65 Προεδρικό Διάταγμα αναγνωρίζεται από την Ελληνική Πολιτεία η σημαντική συμβολή της Ιεράς Μονής στην υπόθεση της λευτεριάς του Γένους και καθιερώνεται ως δημόσια εορτή τοπικής σημασίας για την Αρκαδία η πρώτη Κυριακή μετά την 26η Μαΐου, ως ημέρα ανάμνησης της Συνέλευσης των Καλτεζών και της συγκρότησης της Πελοποννησιακής Γερουσίας, της πρώτης διοίκησης του επαναστατημένου Έθνους, το Μάϊο του 1821 και ορίζεται η πραγματοποίηση εκδηλώσεων εορτασμού.

Χρειάστηκαν επίσης να φτάσουμε στο 2021, έτος εορτασμού των 200 ετών από την έναρξη της Εθνικής Παλιγγενεσίας κάτω από ιδιαίτερες και πρωτοφανείς υγειονομικές συνθήκες για να πραγματοποιηθεί από το Κοινωφελές Ίδρυμα Μιχαήλ Ν. Στασινόπουλος-ΒΙΟΧΑΛΚΟ και το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών στις 19 και 20 Νοεμβρίου 2021,στο Αποστολοπούλειο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Τρίπολης και στο Στασινοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο στο Στάδιο Τεγέας, επιστημονικό συνέδριο θέμα: «Πελοποννησιακή Γερουσία: Ένας πολιτικός θεσμός της Ελληνικής Επανάστασης», όπου επιστήμονες προσέγγισαν το ιστορικό και μοναδικό αυτό πολιτειακό δημιούργημα από διάφορα επιστημονικά πεδία ενώ παρουσιάστηκε και ένα μοναδικό ιστορικό τεκμήριο: το ένορκο συμφωνητικό του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη με την Πελοποννησιακή Γερουσία το οποίο υπεγράφη την 16η Οκτωβρίου του 1822. Ένα ένορκο συμφωνητικό φιλίας, συνεργασίας και αμοιβαίας υποστήριξης, μεταξύ δύο συμβαλλομένων μερών: του αρχιστράτηγου της Πελοποννήσου, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και των δεκαεπτά (17) μελών της Πελοποννησιακής Γερουσίας.

Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι το εν λόγω έγγραφο δημοπρατήθηκε από αθηναϊκό οίκο δημοπρασιών στις 14 Μαρτίου 2019 και αγοράστηκε από ιδιώτη, ο οποίος στη συνέχεια το δώρισε στο Κοινωφελές Ίδρυμα Μιχαήλ Ν. Στασινόπουλος-ΒΙΟΧΑΛΚΟ, από μέρους του οποίου υπάρχει δέσμευση να κατατεθεί στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Ολοκληρώνοντας την ομιλία μου για τον εορτασμό της επετείου συστάσεως της Πελοποννησιακής Γερουσίας θα μου επιτραπεί να αναφέρω τα λόγια του κ. Βασιλείου Παναγιωτόπουλου, ιστορικού και Ομότιμου Διευθυντή Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ) ο οποίος αναφερόμενος στο ανωτέρω τεκμήριο και στις μετέπειτα εξελίξεις στον επαναστατημένο ελλαδικό χώρο είπε:  «Η συνέχεια όμως είναι αποκαρδιωτική, και όχι μόνον από την άποψη της εξέλιξης και της λειτουργίας των θεσμών, όπως η κατάργηση στη Συνέλευση του Άστρους (Μάρτιος-Απρίλιος 1823) των περιφερειακών Γερουσιών και της Αρχιστρατηγίας Κολοκοτρώνη, αλλά και γενικότερα από την άποψη της ανωριμότητας των ανθρώπων του Αγώνα, που δεν μπόρεσαν να ελέγξουν τα προσωπικά τους πάθη και τα τοπικά τους συμφέροντα, ώστε να υπηρετήσουν με μεγαλύτερη ορθοφροσύνη την εθνική ιδέα και την εθνική τους ταυτότητα που οι ίδιοι, με ανυπολόγιστες θυσίες είχαν αρχίσει να οικοδομούν. Δυστυχώς. Οι υψηλόφρονες ιδέες του παρόντος «ενόρκου συμφωνητικού» δε στάθηκαν ικανές να αποτρέψουν τους επερχόμενους, σχεδόν νομοτελειακά, εμφυλίους πολέμους».

*Πανηγυρικός Λόγος κατά την 201η Επέτειο της Πελοποννησιακής Γερουσίας 1821 στην Ιερά Μονή Καλτεζών

Διαβάστε ακόμα